Navigation Menu+

HELLENIC POETRY

Posted on Jan 20, 2015 | 0 comments

 

“Ποιητές και πεζογράφοι της γενιάς του ’30. Όρθιοι από αριστερά: Πετσάλης, Βενέζης, Ελύτης, Σεφέρης, Καραντώνης, Ξεφλούδας, Θεοτοκάς. Καθήμενοι: Τερζάκης, Δημαράς, Κατσίμπαλης, Πολίτης, Εμπειρίκος. Φωτογραφία που θεωρήθηκε ότι αποδίδει τη Γενιά του Τριάντα (Ανθολογία Σοκόλη)”

“Poets and writers of the generation of the 30’s. Stand up from the left: Petsalis, Venezis, Elytis, Seferis, Karantonis, Xefloudas, Theotokas. Seating: Terzakis, Dimaras, Katsimbalis, Politis, Empirikos. This photograph it was assumed that depicts the generation of the 30’s (Anthology Sokoli)”

 


The second poetry collection of Karagiozis, entitled “Greek Poetry” will be published by the publishing company “Akakia”  soon.

 

A sample of this poetry collection:

Ποιητική Ασυλλογή

(ΕναΜονοΠοίημα)

Γραφή: Μενέλαος Καραγκιόζης

Επιμέλεια: Μενέλαος Καρανάσος

Τίτλος: Ελληνική Ποίηση


 

[ΕΙΣΑΓΩΓΗ]

(Ιδεοουσία)

Ελαφρά πιασμένη απ’ τη χαίτη ατίθασων κυμάτων

καλπάζει ατάραχη μέσ’ τις φουρτούνες.

Σφιχτά φωλιασμένη στα βράγχια των ψαριών

ανασαίνει αλμύρα, αεικίνητη.

Βαριά η πετρένια της αγαλλίαση

ξαποσταίνει σε βυθούς.

Ανάλαφρη ιδεοουσία επιπλέει στον αφρό.

Χυμένη απ’ τους καταρράκτες,

ανέμελη, κυλάει δροσερά.

Διάσπαρτη άμμος

γαλήνια, μοναχιάζει στις ερήμους.

(Φαροστέκεται)

Ανεβασμένη στις κορφές των βουνών,

βραχοασάλευτη, πέρα αγναντεύει.

Γερακίσια ματιά

με εξαϋλωμένα φτερά

απ’ τα μπαλκόνια των γκρεμών

ρεμβάζει απατηλές εικόνες.

Αγέρωχο αγρίμι

φαροστέκεται

απέναντι στους

πεισματάρηδες ανέμους.


[ΔΙΑΦΟΡΑ]

Α

(Φαντασιοκολώνες)

Χτισμένη δίπλα

στους αρχαίους ναούς

αιθέρια θεμελιωμένη

στηρίζεται σε φαντασιοκολώνες.

Χορεύει με ακέφαλα αγάλματα

και στοργικά, πατρικά

τα φιλά στο μέτωπο.

(Ερωτοδαγκώνει)

Το στόμα της διακοσμημένο

από άγρια δόντια

σαν σπήλαιο γιομάτο

σταλαγμίτες και σταλακτίτες.

Φιλά παθιασμένα

με γλώσσα αιχμηρή,

αναστέναζει ηδονικά,

κι ερωτοδαγκώνει.

Απ’ τα διψασμένα χείλη

αναβλύζει πόθος λαχταριστός.

(Φεγγαροπερπάτητοι)

Η πόρτα της ξεκλείδωτη

ανοιχτά τα παράθυρα

κοιμάται ουρανοσκεπούσα.

Τα όνειρα υπνοβατούν,

ισορροπώντας

στο σκοινί του εφιάλτη,

φεγγαροπερπάτητοι

ακροβάτες.


 

[ΠΙΣΤΗ]

(Τέλειον)

Άνθρωποι

όλοι τους οι θεοί

κακοφτιαγμένοι,

ελαττωματικοί,

πόσο τους μοιάζουνε

ανθρώπους.

Με γαϊδουράκι έφτασε

στο μισογκρεμισμένο πια

ξωκλήσι.

Γονάτισε

πάνω στο στήθος

ενός χωμάτινου θεού

να προσκυνήσει

τις πέτρες του.

Με λεξοπινελιές

τον ζωγράφισε

Τέλειον.

[…]

[ΓΝΩΣΗ]

(Πυργουψώνει)

Προφυλαγμένη

στο απόρθητο κάστρο της σοφίας,

την προστατεύουν

οι πιστοί και γενναίοι

ιππότες της γνώσης.

Θρονοκάθεται

κι απόκρυφα νοήματα

πυργοϋψώνει.

[…]

(Μορφομετουσιώνεται)

Χιλιάδες οι σελίδες της

βιβλίο που ζυγίζει

εκατομμύρια λέξεις,

η γνώση διάφανη

μορφομετουσιώνεται.

Πότε σε αιθέρια παιχνιδιάρικο

κοπάδι χαρταετών,

άβαρο, άγραφο,

και πότε σε σοφά

αραχνοΰφαντους,

που δύσκολα διαβάζονται,

λεξοϊστούς.

[…]

[ΗΧΟΙ]

(Συνομιλοσιωπά)

Καλοκαιρινή όπερα ζώων

γρυλίζοντας

συνομιλοσιωπά

άφθαρτες λέξεις.

Κραυγάζει βουβά

την ακούνε

μονάχα οι κουφοί,

σιωπηλό μοιρολόι.

Υποφέροντας, υπομένει

κουνάει θλιμμένα

την λεξοουρά της

και μουγκρίζει

στίχους που παρηγορούν.


[ΧΡΟΝΟΣ]

Α.

[…]

(Χρονοροή)

Τωρινή κι αρχαία χρονοροή

περήφανα μάρμαρα σκεπάζουν

τα απογυμνωμένα της ερείπια.

Ροή του χρόνου

απεγκλωβισμένη

απ’ την κλεψύδρα

το νιρβάνα της στροβιλίζεται

μες την γαλήνη σου δίνη.

Η πυθία νοσταλγεί το μέλλον του

που απροσδόκητο

θυμίζει αναστραμμένο παρελθόν

κι απαράλλαχτο τώρα.

Β.

(Πιθηκομαιμουδίζει)

Κινιόταν κουνώντας λέπια

για εκατομμύρια χρόνια

φωσφόριζε σε βυθένια σκοτάδια.

Ξάφνου πηδώντας

πάνω από κύματα

διαπέρασε

τα υγρά σύνορα της ύπαρξης

κι άρχισε, δειλά δειλά,

να σέρνεται

σε προϊστορικά λασπόνερα.

Ώσπου τετραποδίζοντας

με γλιστροδρασκελιές

καβαλίκεψε τις κορφές

από πανύψηλα,

άσαρκα, δέντρα

κορμονυχιάζοντάς τα.

Εκεί απάνω

συνήθισε να ζει

γυρτή, σκυμμένη,

πιθηκομαιμουδίζει ανέμελα.

Μα αναπάντεχα αποφασίζει

κι ανθρωποορθώνεται.

[ΘΑΝΑΤΟΣ]

(Μηδενοπληθαίνει)

Ατρόμητη

με τη θηλιά του ουρανού

απ’ τα σύννεφα κρεμιέται,

η αυτοκτονία της γεννεί

Ικαρόφτερη βροχή

που στωικά γκρεμίζεται.

Έτσι, καταστρέφοντας

και δημιουργώντας

ακατάπαυστα

μηδενοπληθαίνει.

[ΤΑΞΙΔΙΑ]

Α.

[…]

(Αχτιδοκομματιάζεται)

Ανατέλλοντας

μέσα απ΄ τη θάλασσα

σκαρφαλώνει στους ουρανούς

απ’τις γυριστές σκάλες των συννέφων

που ανεμοτρίζουν.

Λαμπερή κι εύθραυστη

αχτιδοκομματιάζεται

δύοντας στην πλαγιά σου βουνό.


(Πολλαπλοκατευθύνεται)

Συνοδοιπόρησα των κεραυνών,

άσκιαχτη, φτάνει

στο πολύδρομο σταυροδρόμι

κοντοστέκεται, τολμηρή,

αστραπιαία διαθλάται

και πολλαπλοκατευθύνεται.

Αναρριχητικός φυτόσπορος

βροντά ορμητικά

στους ασβεστωμένους με ψυχές

τοίχους της απεραντοσύνης.

[…]

[ΠΟΝΟΣ]

Α.

[…]

(Μνημοξεπροβάλει)

Στα κελιά των φυλακών

σιδεροφτερώνεται.

Στην αβάσταχτη απομόνωση

εαυτοαποδεσμεύεται

ξυπνάει κάποιον λήθαργο,

η λησμονιά την ξετυλίγει

και μνημοξεπροβάλει.

Ο πόνος της καρποφορεί

στα βασανιστήρια του κορμιού

οι πληγές ανθομπουμπουκίζουν.

Στις απονομές των βραβείων

χλευάζει τον εγωισμό της.

[…]

[ΘΑΛΑΣΣΑ]

(Αγαιοσπόνδυλη)

Μες τις τρικυμιώδεις φλέβες σου

κυλάει με ορμή γαλάζιο αίμα.

Αιγαιοσπόνδυλη, ατσαλάκωτη βραχοκοκαλιά.

Φυσάνε οι πλάτες άνεμους

κι ανοίγουν οι ώμοι της πανιά.

Λαχανιασμένο κοχύλι

που γοργοχτυπά η καρδιά του

καθώς σε απόμερα ακρωτήρια

τα βοτσαλένια της σπλάχνα

νερογεννούν

λίμνες και ποτάμια.

[…]

[ΦΩΣ]

Α.

[…]

Β.

(Ο φούρνος του καλοκαιριού)

Εδώ κι αιώνες έχει κλειστεί

στο μοναχοκέλι

με δυό μονάχα χέρια.

Το ένα πέτρινο και ταπεινό

σε κρατάει κηροπήγιο.

Ολόγιομο,

ως τη μέση με φως χλωμό,

το υπόλοιπο μισό ντροπαλό σκοτάδι.

Το άλλο χέρι

λιτό σαρκόπνευμα

μελανοραγεί και γράφει.

Έξω η μέρα δεν έχει αποφασίσει ακόμα

αν θα πικροχαράξει

φτύνοντας το ανήλεο φως της

η θα βραδιάσει γλυκά

καταπίνοντας το.

Ολόγυρα βράχια και πέτρες

ψημένες στο φούρνο του καλοκαιριού.

Φάτε θάλασσες, φάτε βουνά

θάλασσα να νησιωθείς

βουνό για να κορυφωθείς.

(Ήλιοι του Ελύτη)

Με αφεύρετο διαστημόπλοιο

επισκέπτεται γαλαξίες

απάτητους κι αμόλυντους.

Γιομάτους ήλιους του Ελύτη

“Νέους κι αγίνωτους ακόμη”

που ντρέπονται να ανατείλουν

γιατί δεν ξέρουν πως θα δύσουν.

Εκείνη, δασκάλα έμπειρη

αρχίζει και τους μαθαίνει

πως να ζεσταίνουν

πως να φωτίζουν.


 

[ΕΠΙΛΟΓΟΣ]

(Το παιχνίδι με τις λέξεις)

Ι Η παιδούλα

[…]

ΙΙ Η γερόντισσα

Γερόντισσα πια ξαποσταίνει

στο μουντοσκότεινο σαλόνι σου κόλαση.

Ολομόναχη

αναπολεί και νοσταλγεί.

Κουρασμένη η ματιά

σκουντουφλάει πάνω στο τραπέζι

και διακρίνει αφημένο, παρατημένο

το αγαπημένο της παιχνίδι με τις λέξεις

σκονισμένο απ’τον χρόνο.

Ένα, δύο, τρία!

Διάλεξε, λέει του Διαβόλου, μία μονάχα λέξη.

Εκείνος διαλέγει το `ΠΟΤΕ`.

Κι αυτή με τη

σοφή, βραχνή φωνή της

αρχίζει να απαγγέλει:

Ένα!

Παράλυτοι πλέον οι βράχοι

δεν θα ξαναπερπατήσουνε `ΠΟΤΕ`.

Δύο!

Τα σύννεφα, στεγνά, ξερά

`ΠΟΤΕ’ τους δεν δακρύζουν.

Τρία!

Μαραμένο ζοφερολούλουδο

θαμμένο στον γυάλινο σου τάφο βάζο

`ΠΟΤΕ` πια δεν θα χαμογελανθίσει.

Ένα, δύο, τρία!

Νόμιζε ότι κέρδισε πάλι.

Έτσι για λίγο

η καμπουριασμένη της ψυχούλα

χάρηκε.

Μα ο διάβολος βρυχήθηκε

κι απήγγειλε ένα στίχο του Ελύτη:

“Μήτε ένας πλάι της. Μονάχα οι λέξεις της πιστές.”

Θριαμβολογώντας αναφώνησε:

`ΠΟΤΕ` δεν θα την εγκαταλείψουν.

Λέξεις πιστές όπως

γηρατειά, μοναξιά, απελπισία.

Ένα, δύο, τρία!

Απόμεινε λοιπόν εκεί

να ξαποσταίνει

στο μουντοσκότεινο σαλόνι της κολάσεως.

Ολομόναχη.

Αναπολεί και νοσταλγεί.


[ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΠΙΛΟΓΟ]

(Το σημείο)

Ένα ολομόναχο σημείο

ίσως κάποτε κέντρο κάποιου κύκλου

αναπολεί και νοσταλγεί

τις άπειρες παράλληλες γραμμές του

τότες που ενώνονταν στο άπειρο,

κι αναρωτιέται:

άραγες απόμεινα το τελευταίο?


[ΤΕΛΟΣ]

[…]

Εκείνη ανέβηκε δισταχτικά στο πάλκο

κρατώντας,

στο χέρι της ψυχής πινέλο

και πένα στου πνεύματος το χέρι,

με λεξοπινελιές

άρχισε να σκιτσάρει,

Ελαφρόπετρα τη νύχτα:

‘Η νύχτα

μαύρη ελαφρόπετρα

επιπλέει

στον έναστρο ουρανό.’
[…]
Ποντικάκι τον καρκίνο:

‘Ο καρκίνος

σαν ποντικάκι

ροκανίζει υπομονετικά

τα σωθικά του ανθρώπου

και καταντάει

το ανθρώπινο κορμί

μαύρο χάλι

να θυμίζει

ποντικοφαγωμένο χαλί.’

Τσιγγάνους τους ανέμους:

‘Οι άνεμοι

έχουν τσιγγάνικες ψυχές,

δεν σταματούν να γυρνοβολάνε

και στρώνουνε να κοιμηθούν

όπου βρούνε.’


[ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ]

(ΒΡΑΔΥΝΗ ΠΤΗΣΗ)

[…]

Καθώς το αεροπλάνο τραντάζεται

ένας καχεκτικός σεισμός

την σκουντάει στον ώμο

σαν όνειρο ενοχλητικά απρόσεκτο

που σκόνταψε στον ύπνο της

κι εκείνη γύρισε πλευρό.

 


 

Photos_Palamas

 

Εικονίζονται ποιητές της ‘γενιάς του 1880’ της ελληνικής λογοτεχνίας. Στο κέντρο, ο Παλαμάς ακουμπά στο χέρι του. Όλα τα πρόσωπα που εικονίζονται από τα αριστερά προς τα δεξιά: Γεώργιος Στρατήγης, Γεώργιος Δροσίνης, Ιωάννης Πολέμης, Κωστής Παλαμάς, Γεώργιος Σουρής (ο σατιρικός ποιητής) και ο Αριστομένης Προβελέγγιος που διαβάζει ένα ποίημα.

Potrait (made in 1919; painting by Georgios Roilos) of the Greek poets of the so called generation of the 1880: In the centre Palamas. From left to right: Georgios Stratigis, Georgios Drossinis, Ioannis Polemis, Kostis Palamas (at the center), Georgios Souris (the satyr poet) and Aristomenis Provelengios who reads one of his poems-Poets of the new Athenian School (or Palamian School).


 

Η ποιητική αυτή ασυλλογή (ΕναΜονοΠοίημα) με τίτλο «Ελληνική Ποίηση» είναι αφιερωμένη στην μνήμη των Ελλήνων ποιητών που έπεσαν θύματα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και της Γερμανικής κατοχής.

 Ανάμεσα σε άλλους:

στον Γιώργο Σαραντάρη ο οποίος εμφορούμενος από συναισθήματα φιλοπατρίας συμμετείχε στον Ελληνοίταλικο πόλεμο στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου, όπου αρρώστησε από τύφο και πέθανε ύστερα από την επιστροφή του στην Αθήνα το 1941 σε ηλικια μόλις 33 χρονων-

 

      

 

στον Ιωάννη Γρυπάρη ο οποίος κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την «Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου», με την οποία αφενός μεν καυτηριαζόταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα. Λίγο καιρό μετά τον βρήκε ο θάνατος από πείνα κατά την περίοδο της κατοχής (1942, σε ηλικία 72 χρονών)

 

Η καλλιτεχνική επιτροπή του Εθνικού Θεάτρου το 1933: Παύλος Νιρβάνας, Φώτος Πολίτης, Ιωάννης Γρυπάρης, Γεώργιος Βλάχος, Γρηγόριος Ξενόπουλος και Θεόδωρος Ν. Συναδινός             

 

(Η καλλιτεχνική επιτροπή του Εθνικού Θεάτρου το 1933: Παύλος Νιρβάνας, Φώτος Πολίτης, Ιωάννης Γρυπάρης, Γεώργιος Βλάχος, Γρηγόριος Ξενόπουλος και Θεόδωρος Ν. Συναδινός)

 

στον Ναπολέων Λαπαθιώτη που έχοντας εξανεμίσει την οικογενειακή περιουσία και εξουθενωμένος από τις στερήσεις της Κατοχής, αυτοκτόνησε στις 7 Ιανουαρίου του 1944 στο σπίτι του στα Εξάρχεια σε ηλικία 56 χρονων (στη συμβολή των οδών Κουντουριώτου και Οικονόμου, κάτω από το λόφο του Στρέφη). Η κηδεία του έγινε τέσσερις ημέρες αργότερα με έρανο των φίλων του-

 

                                                       

 

στον Τέλλη Άγρα ο οποίος κατά τη διαμονή του στην Αθήνα, κατοικούσε από το 1914 στην οδό Ηπείρου 17, μαζί με τη θεία του Αριστέα, και αργότερα με την οικογένειά του στην οδό Τενέδου 15 (1932-1933) και στον αριθμό 36 της ίδιας οδού (1936-1940). Ο Άγρας χτυπήθηκε από σφαίρα στον αστράγαλο, διερχόμενος από εμφύλια συμπλοκή, την τελευταία ημέρα της Κατοχής (11 Οκτωβρίου 1944). Νοσηλεύτηκε πλημμελώς στον Ευαγγελισμό, προσβλήθηκε από γάγγραινα και πέθανε στις 12 Νοεμβρίου, σε ηλικία μόλις 45 ετών.

 

 


 

Η ποιητική αυτή ασυλλογή (ΕναΜονοΠοίημα) με τίτλο «Ελληνική Ποίηση» είναι η πρώτη ολοκληρωμένη ποιητική συλλογή που έγραψε ο συνωνόματος μου ο Μενέλαος ο Καραγκιόζης, αν κι είναι η δεύτερη του συλλογή που δημοσιεύεται απ’ τις εκδόσεις Ακακία. Η πρώτη είχε τίτλο «Ισάξιες Προσευχής» και δημοσιεύτηκε το 2013 (δείτε στην σειρά της εκπομπής Τεχνόπολις απο το Hellenic TV: Μενέλαος Καραγκιόζης «Ισάξιες Προσευχής»:

Η συλλογή «Ελληνική Ποίηση» γράφτηκε το καλοκαίρι του 2011, τον Αύγουστο, στην Νίσυρο. Κατά κάποιο τρόπο λοιπόν γεννήτρα της ήτανε η Ποσειδώνια οργή.

 


 

Leave a Reply to MerdarionAdvoday Cancel reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *