Navigation Menu+

Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΣΗ

Posted on Jan 9, 2017 | 0 comments

 

 

Η HELLENIC POETRY σε αυτήν εδώ την ιστοσελίδα της αποδίδει φόρο τιμής στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου τη λαϊκή στιχουργό του μεταπολεμικού Ελληνικού τραγουδιού που ίσως μπορεί να θεωρηθεί και λαϊκή ποιήτρια.

Παραθέτουμε μερικά από τα τραγούδια της όπως επίσης κι ένα ποίημα του Μενέλαου Καραγκιόζη με τίτλο: Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΣΗ

 

ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΛΙΓΕΣ ΟΙ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙΚΕΣ ΥΠΑΡΞΕΙΣ. ΟΙ ΘΗΛΥΚΕΣ ΔΕ ΑΚΟΜΗ ΠΙΟ ΛΙΓΕΣ. ΚΙ ΑΠ΄ΑΥΤΕΣ ΚΆΠΟΙΕΣ ΠΟΥ ΝΑ ΓΡΑΦΟΥΝ ΣΤΙΧΑΚΙΑ ΣΠΑΝΙΕΣ ΕΩΣ ΣΧΕΔΟΝ ΑΝΥΠΑΡΚΤΕΣ. ΜΙΑ ΣΙΓΟΥΡΑ ΕΙΝΑΙ Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ.

ΕΑΝ ΠΟΤΕ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΥΡΙΣΕΙ ΚΑΙ ΚΟΙΤΑΞΕΙ ΠΙΣΩ (ΚΑΙ ΛΕΜΕ ΕΑΝ ΔΙΟΤΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΧΤΙΚΗ ΣΤΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ)  ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΙΚΟ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΤΕ Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ (ΑΥΤΗ Η ΓΡΙΑ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΟΥΣΑΝ), ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΑΠΟ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΠΟΨΕΩΣ, ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΟΛΥ ΛΙΓΕΣ, ΙΣΩΣ ΚΙ Η ΜΟΝΗ, ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΠΟΥ ΘΑ ΣΤΑΘΕΙ ΟΡΘΙΑ ΑΝΑΜΕΣΑ Σ΄ΕΡΕΙΠΙΑ ΔΟΞΑΣ, ΦΗΜΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΣ.


22-3-thumb-large[1]

Η Ευτυχία ΧατζηγεωργίουΟικονόμου, αργότερα Νικολαΐδου και τελικά Παπαγιαννοπούλου (1893 – 7 Ιανουαρίου1972) υπήρξε μια από τις σημαντικότερες στιχουργούς του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, αναγκάστηκε όμως να έλθει στην Ελλάδα μετά την μικρασιατική καταστροφή.

Ζώντας μια έντονη και περιπετειώδη ζωή, στην Ελλάδα αρχικά σταδιοδρόμησε ως ηθοποιός, δασκάλα και ποιήτρια, ενώ αργότερα αναδείχθηκε σε σπουδαία λαϊκή στιχουργό. Ξεκίνησε να γράφει στίχους το 1948 εξαναγκαζόμενη από το προσωπικό της πάθος (χαρτοπαιξία), τροφοδοτώντας με αυτό τον τρόπο, έναντι ευτελούς οικονομικής αμοιβής, όλους τους επώνυμους συνθέτες της εποχής της με αριστουργηματικά τραγούδια.

Πάμπολλα τραγούδια της έγιναν επιτυχίες. Στίχους της συναντάμε σε μια πλειάδα λαϊκών επιτυχιών:

  • Πήρα τη στράτα κι έρχομαι, Αντιλαλούνε τα βουνά σε μουσική Τσιτσάνη,

  • Ηλιοβασιλέματα, Περασμένες μου αγάπες σε μουσική Χιώτη,

  • Δυο πόρτες έχει η ζωή, Φεύγω με πίκρα στα ξένα που τραγούδησε ο Καζαντζίδης,

  • Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά, Όνειρο απατηλό σε μουσική Καλδάρα,

  • Η διπρόσωπη (Σβήσε με κυρά μου), σε μουσική και εκτέλεση Αντώνη Ρεπάνη

  • Συρματοπλέγματα βαριά σε μουσική Μπακάλη,

  • Είμαι αϊτός χωρίς φτερά σε μουσική Χατζιδάκη,

  • Πετραδάκι, πετραδάκι, Του ντερβίση το πιοτό και Τι να σου κάνει μια καρδιά σε μουσική που έγραψε ο Αντώνης Κατινάρης και άλλα πολλά.

Το πρώτο της τραγούδι που μελοποιήθηκε από τον Τσιτσάνη είναι το Για μια γυναίκα χάθηκα (HMV ΑΟ-2984), που γραμμοφωνήθηκε στις 15 Μαρτίου1951, ενώ με παραγγελία του είχε γράψει τους στίχους για το γνωστό σε όλους πλέον τραγούδι Τα καβουράκια (ODEON GA-7663) του οποίου την τελική διαμόρφωση των στίχων, όπως τους γνωρίζουμε σήμερα, είχε ο Τσιτσάνης.

Μερικά τραγούδια της είναι….«Αντιλαλούνε τα βουνά», «Είμαστε αλάνια», «Σε τούτο το παλιόσπιτο», «Ηλιοβασιλέματα», «Περασμένες μου αγάπες», «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», «Γυάλινος κόσμος», «Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά», «Όνειρο απατηλό», «Στο τραπέζι που τα πίνω», «Στου Αποστόλη το κουτούκι», «Ρίξτε στο γυαλί φαρμάκι», «Μου σπάσανε το μπαγλαμά», «Ανεμώνα», «Αργά είναι πια αργά», «Λίγο-λίγο θα με συνηθίσεις», «Πήρα από τη νιότη χρώματα», «Αν είναι η αγάπη έγκλημα», «Η διπρόσωπη», «Ένας αϊτός γκρεμίστηκε», «Συρματοπλέγματα βαριά», «Είμαι αετός χωρίς φτερά», «Τι έχει και κλαίει το παιδί», «Η Μαλάμω», «Πετραδάκι, πετραδάκι», «Του ντερβίση το πιοτό», «Τι να σου κάνει μια καρδιά»

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν μια από τις σπουδαιότερες στιχουργούς, η οποία χάρη στο ταλέντο της τροφοδότησε το ελληνικό λαϊκό τραγούδι με μεγάλο αριθμό εξαίρετων δημιουργιών, μερικές από τις οποίες θα παραμείνουν για πάντα άγνωστες, καθώς μόνο ένα μικρό μέρος αυτών που έγραψε είναι καταχωρημένο στο όνομά της. Η ίδια δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την αναγνώριση του έργου της και για την είσπραξη δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα, παρά την επιτυχία των τραγουδιών της, να πεθάνει φτωχή.

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου είχε δύο κόρες, την Μαίρη και την Καίτη, μετά τον θάνατο της κόρης της Μαίρης το 1960, βρήκε το απόλυτο καταφύγιο της στη χαρτοπαιξία. Πέθανε σε ηλικία 79 ετών, στις 7 Ιανουαρίου 1972, έχοντας στο πλευρό της εγγονή της, Ρέα, που τη φρόντισε ως τα γεράματά της.

ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

 

933b79bbc417088546b8fa5ce1cd7ccf[1]


 

Η μηχανή του χρόνου-Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου

 

 


 

199148[1]

 

 

 

Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΣΗ

 

Η ποίηση είναι σαν μέντιουμ, ή χαρτορίχτρα έχει σκουρόχρωμη ομορφιά αινιγματική

αετός καθώς πετά δίχως φτερά μια πόρτα χτισμένη στον άνεμο

από τότε που πέθαναν οι γονείς  (φιλοσοφία κι έρως)

έπαθε αυτή τη ζούρλα να πουλάει θ’ αγοράζει ψυχές

εκείνη η πρινγεννήσια και μεταθανάτια λάμψη

καθώς προφήτεψε την επιστροφή του ήλιου στα σκοτάδια

ό,τι πλέει σε θάλασσες άγριες

αναστηλωμένος ο Παρθενώνας βραχονησίδα πολιτισμού

στη πολεμική δόξα πνίγονται όλοι οι ανθρώπινοι καημοί

αίμα βουρκώνεις σαν παράλυτο ποτάμι τρέχεις

η ΝΕΑ ΑΡΧΗ γίνεται στο θέατρο σκιών

με μαύρο χρώμα πιάνει και βάφει τις μεγάλες ιδέες

γέρικες όμως τώρα αναστηλώνει

θα γίνει ο παλιός τοίχος περήφανο πάλι κάστρο

δεν θέλω να θυμάμαι τι περάσαμε εκείνα τα χρόνια

η μνήμη προδώτρα πια ας μας ξεχάσει

ποτέ μην δείτε τέτοιο ύπουλο φως μάτια μου

ανασαίνουν πλέον οι τάφοι μια καινούργια αρχή

και περιμένουν τους νέους τους νεκρούς καθώς πλησιάζουν

ο θεός χτίζει ανθρώπινα θεμέλια

εκεί απάνω θα πατήσει σαν σε γκρεμό

της τη δίνει η οποιαδήποτε λαϊκότροπη έκφραση

αχ έτσι απλά και βάρβαρα κάνει ΥΜΝΟ την κάθε σου φράση

παραμονές πολέμου πάλι

κάνουνε ντου οι Τούρκοι, Γερμανοί

γιατί είναι αμέτρητοι οι εχθροί

όμως Νάτη τόσο άφοβα μπαίνει στο τραίνο

στα στρατόπεδα συγκέντρωσης πηγαίνει

εκεί μέσα αιχμάλωτη φτιάχνει αγάλματα ελευθερίας

κι αφήνει να σκορπιστούνε απ’ τη παλάμη

σαν χελιδόνια ολόλευκα περιστέρια αιώνια

στασίδι εκκλησιάς ο θρόνος νου και πίστης

παντρεύτηκε ένα πολύ μεγαλύτερο άνδρα

ονόματι υλικός πλούτος

όμως αυτή ποτέ δεν ερωτεύθηκε

έχει για μπιχλιμπίδια μονάχα λέξεις

χώρισε φορές πολλές ώσπου εν τέλει

παντρεύτηκε με προξενειό τον εαυτό της

κι εν έτη 1919 έγινε η μεγάλη σφαγή στο ΑÏΔΙΝΙ

εκείνη μοιρολογώντας τραγουδούσε ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΥΜΝΟΥΣ

παλιούς μα δακρυσμένους

ο θεός δεν προϋπήρξε ενός σύμπαντος

αλλά γενήθηκε απ’ εκείνο

παρόλα ταύτα παραμένει αιώνιος δίχως αρχή ή τέλος

γίνεται μάνα-νεκροθάφτισα γεννάει, θάβει ασταμάτητα

ακούραστος εργάτης της ζωής και του θανάτου

ρίχτα στη φωτιά τα λευκά χαρτιά σου

βιοπορίστρα-χαρτορίχτρα

Ελληνίδες, Τουρκάλες, Αρμένισες

γυναίκες πόθου κι οργής

ενώ η ωραία πορεία της μοίρας απορία

ιέρεια γυναίκα ευτυχία

στους μεγάλους διωγμούς αδρώνεσαι

πάνω στη κατάρα ενός Μικρασιατικού μετώπου

αυτή ατρόμητη στήνει στίχους πνευματικούς κι αθάνατους

ξεριζωμένο έμβρυο μάνας απαγχονισμένης

έτσι λοιπόν ο σώζον εαυτό σωθήτω

μα θ’ ανασαίνεις και μες τον θάνατο

πνοή νεκρού ζωή αναστημένη

είναι μια του νου θεατρίνα της ψυχής γιατρίνα

θεωρείτε ότι ήταν δήθεν κάτι EXTREME

έσπασε όλα τα ταμπού

μπάρκαρε όποτε ήθελε, ξαφνικά έλεγε:

«πάμε για αλλού

όποτε οι άνθρωποι γίνονται μπουλούκια

τότε πέφτουν σαν μπάζα μέσα σε λούκια»

είχε όμως μεράκι τ’ άτακτο αυτό κοριτσάκι

όρισε μέχρι και τον αθάνατο με ορθότητα

εκείνον που του  ‘δωσε σύνταξη η αιωνιότητα

πως να κουμαντάρεις το κορμί

θέλει ο έρωτας σεξ πολύ κι ορμή

υπήρξε έντιμη γυναίκα

πηδούσε από άνδρα σ’ άλλου άνδρα τη ράχη

ανιδιοτελώς σαν βατράχι

θα την βρης τώρα ζωγραφισμένη στα κάδρα

έσερνε πίσω της ψυχή όμοια χαράδρα

έριχνε πότε ζάρια κι άλλοτε

μετακινούσε πιόνια μες τα χιόνια

τάβλι-σκάκι έπαιζε διπλό παιχνίδι

είχε ανάσα κουνουπίδι μα

ταυτόχρονα οσμή κρεμμύδι

ας υπήρχε λεσβιακά ερωτευμένη με τη ζωή

δεν εγκατέλειψε ποτέ τον θάνατο

Ω και το νεκρό παιδί της νάτο

ηθοποιός-κακοποιός κι όμως

πάντα οι άλλοι την ρωτάγαν: «εσύ είσαι ποιός;»

ούτε ένας να σε διαψεύσει

μονάχα στα χείλη σου δόξας πικρή η γεύση

αφού  γερνώντας  το σπιτικό μας

καταντά ροκάδικο-ρακάδικο

βλέπεις δεν είχες κι άδικο

ένα δυσάρεστο κλίμα εποχής

ολικά ανθρώπινης νοητικής αποχής

περιέγραψε μας τα ήθη

εφόσον άνδρες και γυναίκες γκομενίζουν

η ψυχή του ανθρώπου ευνουχήθη

όνειρο κάποιας εποχής απατηλό

εγώ από την δύση θ΄ανατείλω

όπως πλοίο που ναυάγησε

η θάλασσα εκείνης της αγάπης ράγισε

σαν νούφαρο όταν μάδησε

μ’ ακούς; για σένα μιλάω

ξεχαρβαλωμένε μου παράδεισε

υπογράφεις και μια δήλωση παραίτησης

εν ζωή θανάτου αίτησης

στίχων δικαιώματα γραφής απολιθώματα

απαρνιέσαι τέκνα πνευματικά εκτρώματα

ποιήματα τώρα τόσα πολλά που δεν τα θυμάσαι

φύγε λοιπόν και στον θάνατο την ιστορία σου άσε

μες το κενό ό,τι μπορείς πια πλάσε

η καημένη Μαρίκα σου χάρισε μεγάλη προίκα

βγήκες λοιπόν γυμνή στους δρόμους φωνάζοντας:

«ευρήκα στίχους πολλούς ευρήκα»

όταν εσύ φιλολογούσες μονάχα τη ποίηση αγαπούσες

όμως τώρα γράφεις τραγουδάκια ξηλώνεις και ράβεις

στα σκαλομονοπάτια εγώ σφυρίζω

μα πίσω πλέον για να κοιτάξω δεν γυρίζω

όπου έστρωσα εκεί θα κοιμηθώ

σε παγωμένο της ζωής πεζούλι, στον αιώνιο μου μύθο

θαμμένος τώρα ποιά ο Τσιτσάνης

ναι εκεί μέσα εσύ ίσως κάποτε πεθάνεις

ανήκατε τότε όλοι ήσασταν μια μικρή εκλεκτή κάστα

τα υπόλοιπα ρέστα ρευστά αφού είναι άστα

στη πιάτσα γριά έχεις τη πιο ρυτιδιασμένη φάτσα

ερωμένη απ’ τον έρωτα αποκλεισμένη

αρχαία συνεργάτιδα σπασμένη καρυάτιδα

μαθήτρια-ποιήτρια, πρόσφυγας-φυγάς

στεκότανε πανέμορφη όμως αεικίνητη

χωρίς συγκεκριμένη μορφή

αστυφύλακας της προϊστορίας φύλακας

στη φουρτουνιασμένη θάλασσα ο φαροφύλακας

των ήλιων νυχτοφύλακας

μονάχος έκλαψα

ύστερα  σε στάχτες δακρύων έκαψα

τις φλόγες των ματιών

ένα βράδυ ταπεινό με πρόδωσες

όλο το σκοτάδι σου μου ανταπέδωσες

έρωτες νυχτερινούς πολλούς τους περιφρόνησες

πας πια παραφρόνησες

αποκαμωμένη ανεβαίνεις στα σκαλοπάτια μιας εκκλησιάς

όμως γιατί; ίσως θα ψάλλεις

μουγκή καθώς είσαι

με φωνή κάποιας  γυναίκας άλλης

μήπως τους πεις: «να έφτασα στη κορφή εγώ»

κι έτσι απλά έγινες θεά ή θέα

πετραδάκι πετραδάκι της αγάπης

το μικρό αυτό χαδάκι έχτισα

αλλά βλέπεις  δεν σ’ απόχτησα

ό,τι κι αν ήταν τούτο δω που γκρέμισα

στα ψηλά σκαλοπατάκια οι καρδιές μας ανεβήκανε

εκεί απάνω βρήκαν και τι δεν βρήκανε

όμως όχι μεγαλεία ψυχής πλούτη

μονάχα ένα σάπιο σου δόντι έρωτα φαφούτη

κάποιος αστυνομικός προσπάθησε μήπως τη συνετίσει

μα απ’ το σκοτάδι μπορεί κανείς φως ν’ απαιτήσει;

αργά κάθε βράδυ αφήνεις πίσω σου τον άνδρα

ανεβαίνεις στην μάντρα

γινόταν η καρδιά ρουλέτας χάντρα

ποντάρεις ότι θα χάσεις μονάχα έτσι κερδίζεις

γενναιόδωρος τζογαδόρος μα η αποστολή ασύστολη

πυροσβέστισα μια πράσινη τσόχα έστησα

όταν πιάσει φωτιά εκείνη το σκάει

αφού έτσι κι αλλιώς κάποιο δάσος θα καεί

έγινε ένας φοβερό καυγάς

σπάσαν  λίγης αγάπης όλα τ’ αυγά

βγαίνεις από τη πίσω πόρτα

πας δήθεν να κουρέψεις χόρτα

τούτη η αδρεναλίνη όλα σου τα προβλήματα λύνει

τώρα ο άνδρας μετάνιωσε και σκυλοβρίζει

μα όταν παντρευτήκατε στο ξωκλήσι έπεσε πολύ ρύζι

περιγελώντας τον έλεγες:

«λύνω σταυρόλεξο ενώ εσύ

μ’ απειλείς: θα σε πετάξω έξω»

κρύφτηκες σ’ ένα πατάρι

λες κι ήσουν σάκος γιομάτος στάρι

 

Ότι απόμεινε από την ευτυχία – Διάφανα Κρίνα

 

είχες μεγάλη αγωνία να βρεις χρήματα

κατάλληλα για στίχους ρήματα

όλες οι παρανομίες που έκανες

δεν ήτανε παρά πλημμελήματα

μα δεν τόξερες καλή μου ευτυχία

πως ο θάνατος κι απ’ τα οστά ακόμη παίρνει ποσοστά

ήταν η μοίρα μας βλέπεις σπαρτιάτικη

τόσο νυχτερινά χειμωνιάτικη

σαν απόψε έπεσε η κόρη σου δεν σηκώθηκε πια

πάει χάθηκε για πάντα η ανθρωπιά

πολλά που γίναν ιατρικά συμβούλια

ήταν του κορμιού μονάχα η δουλεία

για το χαμό της κόρης

γιομάτους θλίψη έγαψες στίχους πλώρης

έχει η ζωή δυο πόρτες

του νεκροταφείου οι αυλόπορτες

μιας φυλακής οι καγκελόπορτες

όσους με πίκραναν ή κάποιον θεό τρελάναν

όλους σας συγχωράω

κι ας μες τον τάφο να μην χωράω

όλοι είναι χαμένοι

αφού από ένα θαμμένο κορμί

τίποτα δεν απομένει

μονάχα κερδίζουν οι καζινάρχες

του τυχαίου οι εθνάρχες

έπαιζες χαρτιά με φορτηγατζήδες

βλέπεις ήταν όλοι άνδρες ατζαμήδες

είχε πολλή αλητεία της ζωής σου η θητεία

μεγάλη απορία

πως εσύ κατάφερες κι εμπλάκεις

σε μια τέτοια συμμορία

ξεφορτώθηκα αυτά τα καταραμένα κατοστάρικα

κάπως έτσι για λίγο χάρηκα

ποιήτρια δεν σ’ ενδιαφέρει εσένα να ‘χεις σπίτι

ούτε κατσαρόλα κι ό,τι

κερδίζεις ή χάνεις

τα μοιράζεις όλα

οργισμένο χέρι του θεού βρες λες θα ‘ναι καρτέρι;

τώρα κάψε το ποίημα για ν’ ανάψεις τσιγάρο

πλοίο είπες είμαι και δίχως φουγάρο ας σαλπάρω

μια έκρηξη της ευτυχίας η ρήξη

έφυγες από γαστρορραγία

αφού ήσουν των στίχων η αγία

εμείς δημιουργούμε τη μοίρα

ύστερα σκοτώνουμε τον κάθε άνδρα

έτσι απομένει η καημένη χήρα

έζησα συνεχώς με τα δικά μου θέλω

για αυτό δεν έπαψα ως τέλος να γελώ

ζωή ή θάνατο εγώ περιγελώ

όσο ζούσε αυτό το πλάσμα

σώμα και ψυχής ήτανε χάσμα

βασανιζότανε γιομάτη πόνο ηδονιζότανε

μοίρα δεν σου έδωσα δεκάρα

σε χειρίστηκα, έτσι ίσως έπρεπε,

σα να ‘σουνα κατάρα

υπήρξε ανεύθυνη κι όμως το λόγο Του

μονάχα σ’ εκείνη ο θεός τώρα απευθύνει

ήσουν οπιομανής τελειομανής

για κάθε είδους χαρτοπαιξία κάλπικη υπεραξία

είχες φύση σπάταλη

κρατούσες γερά οποιοδήποτε χαρτί

λες ήτανε σκυτάλη

κάθε βράδυ παθιασμένη με τη πόκα

κάρφωνες στο στήθος σου μια πρόκα

όλα είνα ένα ψέμα στης ζωής το ρέμα

κάποια ανάσα κι ό,τι έπαιξα έχασα κάθε πνοή

στο παράλογο η ζωή μας εννοεί.

©ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ, HELLENIC POETRY, 07/02/2017

 

 


Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου

 

 

ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ
του Πέτρου Ζούλια

ΜΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ — ΣΤΑΘΜΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΕΝΑ ΜΕΝΤΗ
5ος Χρόνος

Το βιβλίο της Ρέας Μανέλη «Η γιαγιά μου η Ευτυχία» (εκδόσεις Άγκυρα), με τη δύναμη και την αμεσότητα της προσωπικής μαρτυρίας προσέφερε το υλικό της θεατρικής αφήγησης. Μιας αφήγησης αποσπασματικής και ακροβατικής, ανάλογης της προσωπικότητας που βιογραφείται.

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου(Νένα Μεντή) μονολογεί συνομιλώντας με τα επτά πρόσωπα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή της και το έργο της σαν στιχουργού: τη Μαρίκα Κοτοπούλη, το Γιώργο τον άντρα της, τη Μαίρη την κόρη της, τον Τσιτσάνη, το Χιώτη, τη Ρέα την εγγονή της και τη Μαριόγκα τη μητέρα της.

Μέσα από την πολυτάραχη ζωή της Παπαγιαννοπούλου ξεδιπλώνεται όλη η νεότερη ιστορία της Ελλάδας, αλλά και η σύγχρονη ιστορία του λαϊκού μας τραγουδιού. Η ιστορία της Ευτυχίας συναντά την εθνική τραγωδία μιας χαμένης πατρίδας, της Μικράς Ασίας, περνά από την εποχή των μπουλουκιών και της Αθηναϊκής επιθεώρησης για να φτάσει ως τα καταγώγια του ρεμπέτικου και την άνθιση του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού.

Η παράσταση αναπαριστά στιγμιότυπα, σχέσεις και καταστάσεις σαν ένα αφηγηματικό παζλ, που σκοπό έχει να αναδείξει τη βιωματική λαϊκή ποίηση και την πολυδιάστατη μοναδική προσωπικότητα, της πρωτοπόρας για την εποχή της, δημιουργού.
Η Ευτυχία έγινε η φωνή της ψυχής ενός ολόκληρου λαού και με τον στίχο της εκφράζει τους καημούς και τις ελπίδες του. Χθες, σήμερα, αύριο.

Η Ευτυχία, σαν ένας άλλος Ζορμπάς, μυρίζει Ελλάδα και μας οδηγεί γραμμή στις ρίζες, σε ότι αυθεντικό έμεινε από αυτό που λέμε γνήσια ελληνική ψυχή και λεβεντιά.

Συγκέντρωσε διθυραμβικές κριτικές από όλα σχεδόν τα ΜΜΕ και τιμήθηκε με 4 βραβεία «κοινού» του Αθηνοράματος:
1ο Βραβείο καλύτερης παράστασης
1ο Βραβείο Σκηνοθεσίας
1ο Βραβείο γυναικείου ρόλου
3ο Βραβείο Φωτισμών

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Κείμενο – Σκηνοθεσία: Πέτρος Ζούλιας
Σκηνικά κοστούμια: Αναστασία Αρσένη
Φωτισμοί: Ανδρέας Μπέλης
Επιλογή τραγουδιών: Ελεάνα Βραχάλη
Μουσική επένδυση: Γιάννης Χριστοδουλόπουλος
Φωτογραφίες: Γιώργος Καβαλλιεράκης

 

Νένα Μεντή – “Η ζωή είναι αλλού”

 

 


 

ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ

 

 

 

 


 

Στέλιος Καζαντζίδης – Άνθρωπε δυστυχισμένε

 

 

Άνθρωπε δυστυχισμένε
πάρ’ το απόφαση καημένε
πως σε τούτη τη ζωή
λίγες θα `ναι οι χαρές σου
πιο πολλές οι συμφορές σου
κι αλογάριαστοι καημοί.

Κανένα αποτέλεσμα
τα δάκρυα δε φέρνουν
αψήφιστα πάρ’ τους λοιπόν
τους πόνους που σε δέρνουν.

Κάνε τόπο στην καρδιά σου
να χωρούν τα βάσανα σου
πιες τις πίκρες σαν κρασί
μες στην ψεύτρα κοινωνία
ζούμε όλοι μ’ αγωνία
πάρ’ το απόφαση κι εσύ.

Κανένα αποτέλεσμα
τα δάκρυα δε φέρνουν
αψήφιστα πάρ’ τους λοιπόν
τους πόνους που σε δέρνουν.


 

 

Βρε μοίρα δεν κουράστηκες – Πόλυ Πάνου & Γρηγόρης Μπιθικώτσης

 

 

Βρε μοίρα δεν κουράστηκες, να τυραννάς ακόμα,
ένα ταλαίπωρο κορμί, που το `χεις κάνει πτώμα,
ένα ταλαίπωρο κορμί, που το `χεις κάνει πτώμα,
βρε μοίρα δεν κουράστηκες, να τυραννάς ακόμα.

Έσβησα απ’ τη ζωή, γιατί η μοίρα η σκληρή,
μέρα και νύχτα με κτυπά, αχ δεν αντέχω πια.

Απ’ τα πικρά μου δάκρυα, τα μάτια μου καήκαν,
στην ώριμη κατάντια μου, φίλοι κι εχθροί χαρήκαν,
στην ώριμη κατάντια μου, φίλοι κι εχθροί χαρήκαν,
απ’ τα πικρά μου δάκρυα, τα μάτια μου καήκαν.

Έσβησα απ’ τη ζωή, γιατί η μοίρα η σκληρή,
μέρα και νύχτα με κτυπά, αχ δεν αντέχω πια.

Ποιος άνθρωπος ωσάν και με στα βάσανα κρατάει,
μα ο σκληρός ο πόνος μου, στο τέλος θα με φάει,
μα ο σκληρός ο πόνος μου, στο τέλος θα με φάει,
ποιος άνθρωπος ωσάν και με στα βάσανα κρατάει.

Έσβησα απ’ τη ζωή, γιατί η μοίρα η σκληρή,
μέρα και νύχτα με κτυπά, αχ δεν αντέχω πια.


ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ-ΤΣΑΟΥΣΑΚΗΣ ΝΙΝΟΥ 1952

 

 

 

 

Αν θέλεις μάνα να το δεις το δύστυχο παίδί σου,
ελα μεσ’στο Γεντί Κουλέ να κλάψει η ψυχή σου,
ελα μεσ’στο Γεντί Κουλέ να κλάψει η ψυχή σου,
για μια γυναίκα χάθηκα σκληρά καταδικάστηκα.

Μεσ’στο κελί το σκοτεινό περνώ χωρίς ελπίδα
και τη βαριά μανούλα μου τη σέρνω αλυσίδα,
για μια γυναίκα χάθηκα σκληρά καταδικάστηκα.

Τα ρούχα, το ρολόι μου, θα στα γυρίσω πίσω,
γιατί μεσ’στο Γεντι Κουλέ τα νιάτα μου θ’ αφήσω,
για μια γυναίκα χάθηκα σκληρά καταδικάστηκα.


 

ΜΠΕΛΟΥ Δυο πόρτες έχει η ζωή

 

 

Το τελευταίο βράδυ μου
απόψε το περνάω
κι όσοι με πίκραναν πολύ
τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή
όλους τους συγχωρνάω

Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
σαν λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή

Εκεί που πάω δεν περνά
το δάκρυ και ο πόνος
τα βάσανα και οι καημοί
εδώ θα μείνουν στη ζωή
κι εγώ θα φύγω μόνος

Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
σαν λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή

Δυο πόρτες έχει η ζωή
άνοιξα μια και μπήκα
σεργιάνισα ένα πρωινό
κι ώσπου να `ρθει το δειλινό
από την άλλη βγήκα

Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
σαν λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή

 

 


Είμαι αητός χωρίς φτερά – Σωτηρία Μπέλλου

 

 

 

Σαν τον αετό είχα φτερά ώ ώ ώ
και πέταγα
και πέταγα πολύ ψηλά
μα ένα χέρι λατρεμένο
ένα χέρι λατρευτό
μου τα κόβει τα φτερά μου
για να μη ψηλά πετώ

Είμ’ αετός χωρίς φτερά
χωρίς αγάπη και χαρά
χωρίς αγάπη και χαρά
είμ’ αετός χωρίς φτερά

Το χέρι αυτό το λατρευτό ώ ώ ώ
μες στη ζωή
μες στη ζωή θα τ’ αγαπώ
ό, τι και να μου ’χει κάνει
όλα του τα συγχωρώ
με φτερούγες τσακισμένες
πάντα εγώ θα τ’ αγαπώ


 

ΕΝΟΧΟ ΧΡΗΜΑ – ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ

 

 

 

Χίλιες φορές καλύτερα
φτωχός στην κοινωνία
παρά να κάνω χρήματα
με ψέμα κι αδικία.

Ένοχο χρήμα, ένοχο,
ποτέ δε σε ζηλεύω.
Με χέρια πάντα καθαρά
στη φτώχεια μου παλεύω.

Όποιος δουλεύει τίμια,
ήσυχος θα κοιμάται,
κατάρες δεν τον πιάνουνε,
βλαστήμιες δε φοβάται.

Ένοχο χρήμα, ένοχο, …

Χίλιες φορές καλύτερα
στη φτώχεια μου να ζήσω
παρά το αίμα τ’ αλλουνού
να πιω και να πλουτίσω.

Ένοχο χρήμα, ένοχο, …

 


 

 ΕΣΤΕΝΕΨΕ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΜΑΣ.ΓΙΩΤΑ ΛΥΔΙΑ.

 

 

Εστένεψε ο δρόμος μας
κι έγινε μονοπάτι
και δε χωράμε πια οι τρεις:
Εγώ, εσύ κι η αγάπη.

Τώρα ας χορτάσει η μοίρα μας
απ’ το πικρό μας δάκρυ
απ’ τον μεγάλο πόνο μας
που δεν έχει άκρη.

Εστένεψε ο δρόμος μας
βαριά τα βήματά μας
και δε χωράει το όνειρο
που `χαμε στην καρδιά μας.

 

 


 

Stelios Kazantzidis – Gialinos Kosmos – Γυάλινος Kόσμος

 

 

 

Ποιος θα μου δώσει δύναμη
τον κόσμο αυτό ν’ αλλάξω,
να φτιάξω όμορφες καρδιές
μεγάλες και πονετικές,
τις σκάρτες να πετάξω;

Να σου δώσω μια να σπάσεις,
αχ βρε κόσμε γυάλινε,
και να φτιάξω μια καινούργια
κοινωνία άλληνε.

Να φτιάξω φίλο αληθινό
το φίλο να πονάει.
Τα βάσανα και οι καημοί
να λείψουνε απ’ τη ζωή
κι όμορφη να κυλάει.

Και στης γυναίκας την καρδιά
να βάλω λίγη μπέσα,
να της ανάψω μια φωτιά
να καταστρέψω την ψευτιά
που ’χει στα στήθια μέσα.


 

ΒΑΜΒΑΚΑΣ ΧΡΗΣ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΗ ΒΑΓΔΑΤΗ

 

Μες την όμορφη Βαγδάτη
θα σου χτίσω ένα παλάτι
για την πλάνα ομορφιά σου
την γλυκιά την ξακουστή
να σε βλέπουν και να λένε
αχ πια πριγκίπισσα ειν’ αυτή

Ωωωωωω φιλντισένιους αργιλέδες
και μπουζούκια με γιαρέδες
θα `χω για χατίρι σου
τα σεκλέτια σου να πίνεις
στ’ αργυρό ποτήρι σου

Στα βελούδα θα ξαπλώνεις
και τη φούστα σου θ’ απλώνεις
κι αραπάδες θα σου λένε
το γιαλέλι το γλυκό
και θα γέρνω εγώ κοντά σου
και γλυκά θα σε φιλώ

Ωωωωωω φιλντισένιους αργιλέδες
και μπουζούκια με γιαρέδες
θα `χω για χατίρι σου
τα σεκλέτια σου να πίνεις
στ’ αργυρό ποτήρι σου


 

 ΚΑΠΟΙΟ ΤΡΕΝΟ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ – ΜΑΙΡΗ ΛΙΝΤΑ – ΧΙΩΤΗΣ

 

 

Γιατί, βρε άνθρωπε κουτέ,
δεν φιλοσόφησες ποτέ
στη σύντομη ζωή σου,
παρά κλαις και μαραζώνεις
και το κέφι σου χαλάς.
Κει που πήγαν τόσοι άλλοι,
και μικροί, μα και μεγάλοι,
κάποτε, κάποτε κι εσύ θα πας.

Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι
στη γη που περπατήσαν;
Πού πήγανε τόσες ψυχές
που κλάψαν κι αγαπήσαν;

Γιατί, βρε άνθρωπε, γιατί,
να τη θολώνεις τη ζωή
με το πικρό σου κλάμα;
Κάποιο τρένο θα περάσει
απ’ τη ζωή μας βιαστικό.
Τη βαλίτσα μας στο χέρι
κι ο Θεός μονάχα ξέρει
πού θα κά , πού θα κάνουμε σταθμό.

Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι
στη γη που περπατήσαν;
Πού πήγανε τόσες ψυχές
που κλάψαν κι αγαπήσαν;

Κάποιο τρένο θα περάσει
απ’ τη ζωή μας βιαστικό.
Τη βαλίτσα μας στο χέρι
κι ο Θεός μονάχα ξέρει
πού θα κά , πού θα κάνουμε σταθμό.

 


 

ΓΡ.ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ- ΘΑ ΜΕ ΓΡΑΨΕΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ.

 

 

Σαν πεθάνω κάποια μέρα,
θα με γρα θα με γράψει η ιστορία
και θα λείψει από τον κόσμο
μια φυσιογνωμία.

Τραγούδι θα μου βγάλουνε
οι μάγκες να το λένε
και οι γυναίκες θα με κλαίνε.

Θα περάσω από την πλάση
ντερβισά ντερβισάκι όπως κι ιππότης
και στα χνάρια τα δικά μου
θα βαδίζει η ανθρωπότης.

Τραγούδι θα μου βγάλουνε
οι μάγκες να το λένε
και οι γυναίκες θα με κλαίνε.

Οι χειρούργοι θα με σχίσουν,
όταν σβήσει η πνοή μου,
για να δούνε, που χωρούσε
η μεγάλη η ψυχή μου.

Τραγούδι θα μου βγάλουνε
οι μάγκες να το λένε
και οι γυναίκες θα με κλαίνε.

 


 Kokotas – Tha Pao S’alles Polities (Θα πάω σ’ άλλες πολιτείες)

 

 

Θα πάω σ’ άλλες πολιτείες
να βρω ανθρώπους με καρδιά,
γιατί εδώ η κοινωνία
μου φέρθηκε σαν μητριά.

Μάνα, αχ μάνα μου,
την ευχή σου δώσ’ μου.
Φεύγω και πάω
στην άκρια του κόσμου.

Σφίχ’ την καρδιά σου, γλυκιά μου μάνα,
πες πως δεν είχες κι εσύ παιδί.
Πες και σ’ εκείνη που μ’ αγαπάει:
θα κάνει χρόνια για να με δει.

Θα πάω σ’ άλλες πολιτείες
σε ξένες χώρες και μακρινές,
ίσως και βρω μια στάλα πόνο
μέσα σ’ ανθρώπινες καρδιές.


 

 

Μανώλης Χιώτης, Μαίρη Λίντα – Ηλιοβασιλέματα

 

 

Ηλιοβασιλέματα γεμάτα αναμνήσεις.
Θυμάμαι ακόμα και πονώ
το τελευταίο δειλινό
πριν φύγεις και μ’ αφήσεις.

Δειλινά αξέχαστα μες στα στενά δρομάκια.
Τώρα με άλλον αγκαλιά
περνάς τα στέκια τα παλιά
κι εγώ πίνω φαρμάκια.

Ηλιοβασιλέματα και τι δε μου θυμίζουν.
Και όπως πέφτει η βραδιά
την έρημη μου την καρδιά
οι πόνοι την ξεσκίζουν.

Ηλιοβασιλέματα και τι δε μου θυμίζουν.

 

 


  Μανώλης Μητσιάς “Η ΠΑΤΡΙΔΑ”

 

Μέσα στην κρύα ξενιτιά
ο ήλιος δεν ζεσταίνει
παγώνουν και τα όνειρα
κι όσοι ξενιτευτήκανε
βγήκανε γελασμένοι.

Ρεφρέν
Θέλω να γυρίσω πίσω
μα καράβι που να βρω
στη πατρίδα να πατήσω
την μανούλα να φιλήσω
την καλή μου για να δω,
στη πατρίδα να πατήσω
την μανούλα μου να δω.

Εδώ ζυγιάζουν την ζωή
με ένα βαρύ καντάρι
μαραίνονται τα νιάτα σου
στην άχαρη τη στράτα σου
κι ας είσαι παλληκάρι

 


ΖΕΙΡΕ – ΜΙΧΑΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

 

Μες στην όμορφη Βαγδάτη ζούσε σε χρυσό παλάτι
η μικρούλα Ζεϊρέ
του Χακίμ Πασά η σκλάβα, νετσαρέ αχ νετσαρέ
του Χακίμ Πασά η σκλάβα, νετσαρέ αχ νετσαρέ

Μα σαν κλείσουνε οι πόρτες οι βαριές
και γυρίσουνε διπλά οι κλειδαριές
ένας νέος που την σκλάβα αγαπά
με καημό της τραγουδά…

Ααααχ, αχ ουρί του Παραδείσου
ξεψυχώ για το φιλί σου
νετσαρέ αχ νετσαρέ
κάποια μέρα το παλάτι, το παλάτι θα γκρεμίσω
θα σε πάρω και θα φύγω, Ζεϊρέ, τσαρ γιο, καρ γιοκτσαρέ

Μα την άμοιρη μικρούλα, την προδίδει κάποια δούλα
στον πασά την Ζεϊρέ
κι οι φρουροί τον νιό κυκλώνουν, τον σκοτώνουν γιοκτσαρέ
κι οι φρουροί τον νιό κυκλώνουν, τον σκοτώνουν γιοκτσαρέ

Μα σαν κλείσουνε οι πόρτες οι βαριές
και γυρίσουνε διπλά οι κλειδαριές
πονεμένη ξαναλέει μια φωνή
στη νυχτιά την σκοτεινή…

Ααααχ, αχ ουρί του Παραδείσου
ξεψυχώ για το φιλί σου
νετσαρέ αχ νετσαρέ
κάποια μέρα το παλάτι, το παλάτι θα γκρεμίσω
θα σε πάρω και θα φύγω, Ζεϊρέ, τσαρ γιο, καρ γιοκτσαρέ

 


 ΓΡ.ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ- ΕΙΜΑΙ ΛΙΓΑΚΙ ΖΟΡΙΚΟΣ

 

 

Είμαι λιγάκι ζόρικος
και μη μου κάνεις κόλπα.
Μαζί μου όταν περπατάς
να φέρνεσαι κυρία
μην κάνω πάλι σαματά
και πάω για απολογία.

Έχεις τον πιο φίνο μάγκα,
ένα ντερβίση δηλαδή,
το “αφάν γκατέ” της πιάτσας
και το πιο καλό παιδί.

Εμένα βρε κορίτσι μου
πρέπει να με προσέχεις.
Εγώ είμαι άντρας ζόρικος,
σε θέλω όλη δική μου
και ούτε ψύλλος δε χωρά
μες στο στενό τσαρδί μου.

Έχεις τον πιο φίνο μάγκα,
ένα ντερβίση δηλαδή,
το “αφάν γκατέ” της πιάτσας
και το πιο καλό παιδί.

Με λίγα λόγια δηλαδή
στα ίσα θα βαδίζεις.
Προσεκτικά και ταπεινά
να ’ναι τα βήματά σου,
κι εγώ θα έχω το κλειδί
μονάχα της καρδιάς σου.

Έχεις τον πιο φίνο μάγκα,
ένα ντερβίση δηλαδή,
το “αφάν γκατέ” της πιάτσας
και το πιο καλό παιδί.


 

Σ. ΜΠΕΛΟΥ. – ΑΝΤΙΛΑΛΟΥΝΕ ΤΑ ΒΟΥΝΑ

 

 

Αντιλαλούνε τα βουνά,
σαν κλαίω εγώ τα δειλινά
περνούν οι ώρες θλιβερές
σ’ ένα παλιό ρολόι
κι εγώ τους αναστεναγμούς
τους παίζω κομπολόι

Αντιλαλούνε τα βουνά,
σαν κλαίω εγώ τα δειλινά

Εμπάφιασ’ απ’ τα ντέρτια μου
κι απ’ τα πολλά σεκλέτια μου
κουράγιο είχα στη ζωή,
μα τώρα που σε χάνω
θα είναι προτιμότερο για μένα να
πεθάνω

Αντιλαλούνε τα βουνά,
σαν κλαίω εγώ τα δειλινά

Στενάζω απ’ τις λαβωματιές
κι απ’ τις δικές σου μαχαιριές
λαβωματιές με γέμισες
και μ’ έφαγαν οι πόνοι
και στη φωτιά που μ’ έριξες,
τίποτα δε με σώνει

 


 

 

Όνειρο απατηλό – Σταμάτης Κοκότας

 

 

Μ’ ένα όνειρο τρελό
όνειρο απατηλό
ξεκινήσαμε κι οι δυο μας
και στου δρόμου τα μισά
σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά
ξαφνικά από τον ουρανό μας

Ποια μοίρα με ζηλεύει
ποιο μάτι φθονερό
και χάθηκε μια αγάπη
προτού να τη χαρώ
σαν πλοίο που ναυάγησε
σαν νούφαρο που μάδησε
στης λίμνης μέσα το θολό νερό

Με ελπίδες λιγοστές
έστω και απατηλές
να γυρίσεις περιμένω
ίσως βγει αληθινό
τ’ όνειρό μου το τρελό
τ’ όνειρό μου το ναυαγισμένο

 

 


 

 

Μελίνα Μερκούρη – τι έχει και κλαίει το παιδί

 

 

 

 

Στο παραθύρι το κλειστό
κλαίει το παράπονο του
ένα παιδί που αγάπησε
κι έμεινε μοναχό του

Κανείς δε βγήκε για να ιδεί
τι έχει και κλαίει το παιδί
μα το λυπήθηκι η αυγή
που πόνεσε τόσο πολύ

Διπλά τα `βαλαν τα κλειδιά
στην πόρτα κάποια χέρια
Σβήσαν τον ήλιο του παιδιού
του θάμπωσαν τ’ αστέρια

Κανείς δε βγήκε ….

 


 

Σκορπίσανε οι φίλοι μου ♫ Κώστας Σμοκοβίτης

 

 

Πού σκόρπισαν οι φίλοι μου
πού πήγαν πού σταθήκαν
το δρόμο για το γυρισμό
δεν ξαναθυμηθήκαν

Σκορπίσανε ο φίλοι μου
οι Μάηδες οι ήλιοι μου
οι Μάηδες οι ήλιοι μου
σκορπίσανε οι φίλοι μου

Έχασα τις αγάπες μου
το φως των ομματιών μου
η μάνα μου κλαίει το γιο
κι εγώ τον αδερφό μου

Σκορπίσανε ο φίλοι μου
οι Μάηδες οι ήλιοι μου
οι Μάηδες οι ήλιοι μου
σκορπίσανε οι φίλοι μου

 

 


 

 

Πετραδάκι πετραδάκι _ Μιχάλης Μενιδιάτης

 

 

 

Πετραδάκι-πετραδάκι
για τα σένα το ‘χτισα
της αγάπης το τσαρδάκι
κι όμως δε σ’ απόχτησα.

Τα ψηλά τα σκαλοπάτια
όσες τ’ ανεβήκανε
βρήκαν πλούτη, μεγαλεία
μα καρδιά δε βρήκανε.

Για μια πλούσια αγάπη
τη δική μου πρόδωσες
και το ταπεινό τσαρδί μου
μου το περιφρόνησες.

Φλόγες άναψα ένα βράδυ
το τσαρδάκι το ‘καψα
κι ύστερα πάνω στη στάχτη
μοναχός μου έκλαψα.

 


 

 

Μιχάλης Μενιδιάτης – Λίγο λίγο θα με συνηθίσεις

 

 

Μ’ αφήνεις τώρα που έμαθα κοντά σου
που ζω μονάχα για τον έρωτά σου
κι είμαι κομμάτι από την καρδιά σου
όχι όχι μη με παρατάς όχι όχι κι ας μη μ’ αγαπάς

Μείνε μαζί μου και μη μ’ αγαπήσεις
μόνο τα χάδια σου να μου χαρίσεις
και λίγο λίγο θα με συνηθίσεις
όχι όχι μη με παρατάς όχι όχι κι ας μη μ’ αγαπάς

Τι θα γίνω μες στη ζωή αν ξυπνήσω ένα πρωί
και κοιτάξω την αγκαλιά μου από μέσα να λείπεις εσύ

Μείνε μαζί μου και μη μ’ αγαπήσεις
μόνο τα χάδια σου να μου χαρίσεις
και λίγο λίγο θα με συνηθίσεις
όχι όχι μη με παρατάς όχι όχι κι ας μη μ’ αγαπάς

Τι θα γίνω μες στη ζωή αν ξυπνήσω ένα πρωί
και κοιτάξω την αγκαλιά μου από μέσα να λείπεις εσύ

Μείνε μαζί μου και μη μ’ αγαπήσεις
μόνο τα χάδια σου να μου χαρίσεις
και λίγο λίγο θα με συνηθίσεις
όχι όχι μη με παρατάς όχι όχι κι ας μη μ’ αγαπάς

 


 Πάρε Το Δάκρυ Μου – Μαίρη Λίντα & Apurimac

 

 

 

Πάρε το δάκρυ μου
πάρε το δάκρυ μου
να το ’χεις συντροφιά σου.
Πάρε τον πόνο μου
πάρε τον πόνο μου
και βάλ’ τον στην καρδιά σου.

Πάρ’ τα να νιώσεις
της αγάπης μου τον πόνο
και πως για σένα
υποφέρω ένα χρόνο.

Πάρε τη ζάλη μου
πάρε τη ζάλη μου
που μ’ έχει ξετρελάνει.
Πάρε τα νεύρα μου
πάρε τα νεύρα μου
που μ’ έχουνε πεθάνει.

Πάρ’ τα, αγάπη μου
στη θάλασσα και ρίχ’ τα
γιατί δε βρίσκω
ησυχία μέρα νύχτα.

Πάρε τα χείλη μου
πάρε τα χείλη μου
που στάζουνε φαρμάκι.
Πάρ’ την καρδιά μου
πάρ’ την καρδιά μου
που την τρώει το σαράκι.

Τι να την κάνω
την καρδιά μου πληγωμένη
και μια ζωή
χωρίς σκοπό βασανισμένη;

 

 


 

Στράτος Διονυσίου – Απ’τα Ψηλά στα Χαμηλά

 

 

Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά
κι απ’ τα πολλά στα λίγα
αχ πώς κατάντησα στη ζωή
κι από το πρώτο το σκαλί
στο τελευταίο πήγα

Μα κανένας δε μου φταίει
για το χάλι μου
σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου

Απ’ τις κακιές παρέες μου
ηρθ’ η καταστροφή μου
ρεζίλεψα στην τρέλα μου
τ’ όνομα του πατέρα μου
και κλαίω απ’ την ντροπή μου

Μα κανένας δε μου φταίει
για το χάλι μου
σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου

Στο πατρικό το σπίτι μου
θέλω για να γυρίσω
με τι κουράγιο όμως να μπω
και στους δικούς μου τι να πω
πώς να τους αντικρίσω

Μα κανένας δε μου φταίει
για το χάλι μου
σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου

 

 

 

 

 

Submit a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *