Navigation Menu+

Ναπολέων Λαπαθιώτης 1888-1944

Posted on Mar 17, 2015 | 0 comments

 

Napoleon Lapathiotis (Greek: Ναπολέων Λαπαθιώτης; 31 October 1888 – 7 January 1944) was a Greek “bohemian” poet. A native of Athens, he began writing and publishing poetry when he was eleven. Lapathiotis was the only child of his politician father. He studied law in Athens but his inclination was towards poetry and writing. By 1907, his poems were already being published in magazines of that period. In 1907, along with others, he established the Igiso (Ἡγησώ, from the Attic Greek name Hēgēso) magazine, in which he published his works. In 1909, he graduated from the law school of the University of Athens.

In 1912 during the First balkan War, Lapathiotis was conscripted into the Greek army. In 1914 he published his controversial “Manifesto” in “Noumas”, a magazine of that era. Three years later, he published his poem “Kravgi” in “Rizospastis” and followed his father to Egypt where he met Constantine Cavafy. He returned to Athens shortly afterwards and continued to write poetry. However, his personality had drastically changed: he abused drugs and avoided being seen in public during the day, coming out only at night.

In 1927, Lapathiotis espoused Communism and wrote to the Archbishop of Athens, on May 1 of that year, requesting that he no longer consider Lapathiotis part of his flock.

In 1939 his collection of poems was published but the poet had descended into poverty and depression largely due to his continued drug abuse. On January 7, 1944, Lapathiotis killed himself with a revolver. At his request, he remained unburied for three days to make sure he was dead. His funeral expenses were paid from a collection taken amongst his friends.

Lapathiotis was openly gay and had communist beliefs. The 1985 film Meteor and Shadow was based on his life.

Source: Phantis

 


 

Ποιητής, που άκμασε κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ένας από τους «καταραμένους» και «ιδανικούς αυτόχειρες» της λογοτεχνίας μας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής.

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 1888 στην Αθήνα. Ήταν γιος του Λεωνίδα Λαπαθιώτη (1852-1942), αξιωματικού του ελληνικού στρατού με καταγωγή από την Κύπρο, που έφτασε ως το βαθμό του αντιστρατήγου και έγινε υπουργός Στρατιωτικών μετά από συμμετοχή του στο κίνημα στο Γουδί, και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανιψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη. Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο, όπου τέλειωσε το σχολείο, έμαθε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ παρακολούθησε μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής. Το 1905 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, από την οποία αποφοίτησε κανονικά, χωρίς ν’ ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου.

Την ίδια χρονιά κι ενώ ήταν μόλις δεκαεφτά χρόνων δημοσίευσε στο περιοδικό «Νουμάς» το ποίημα «Έκσταση». Δεν ήταν το πρώτο του έργο, καθώς το 1901 σε ηλικία δεκατριών είχε γράψει το έμμετρο δράμα «Νέρων ο Τύραννος». Το 1907 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ποιητικού περιοδικού «Ηγησώ», στα δέκα συνολικά τεύχη του οποίου δημοσίευσε δεκαέξι ποιήματα ως το 1908, οπότε το περιοδικό έκλεισε και ο Λαπαθιώτης άρχισε τη λογοτεχνική και δημοσιογραφική συνεργασία του με την εφημερίδα «Εσπερινή» και το περιοδικό «Ελλάς» του Σ. Ποταμιάνου. Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο και τον Άγγελο Σικελιανό.

Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά «Δάφνη» και «Ανεμώνη» (1909-1910), την εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» (από το 1924), το περιοδικό «Η Διάπλασις των παίδων» (1925), το περιοδικό «Μπουκέττο» (1931), με τη «Νέα Εστία», όπου δημοσίευσε μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού του έργου, την «Πνευματική Ζωή» (1938) και τα «Νεοελληνικά γράμματα» (1940). Η μοναδική ποιητική συλλογή που εξέδωσε εν ζωή ήταν «Τα πρώτα ποιήματα» (1939).

Ο Λαπαθιώτης ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την ποίηση με σαφείς επιρροές από το ρεύμα του αισθητισμού, με πρότυπο τον Όσκαρ Ουάιλντ. Δημοσίευσε μανιφέστα για τον αισθητισμό και προσπάθησε να αντιδράσει στο ασφυκτικά συντηρητικό κλίμα της εποχής του, με τολμηρούς στίχους και προκλητικές εμφανίσεις. Η θλίψη που χαρακτήριζε τη ζωή του τον οδήγησε στα τελευταία χρόνια του σε συμβολιστικές επιλογές, με έντονα μελαγχολικό τόνο και σταθερή πάντα την επιμελημένη μορφή των ποιημάτων του. Ο Λαπαθιώτης ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση, το λογοτεχνικό δοκίμιο και τη μουσική σύνθεση, ενώ έγραψε και θεατρικά έργα («Νέρων ο τύραννος», «Η τιμή της συζύγου», «Τα μεσάνυχτα ως το γλυκοχάραμα»).

Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός και το 1917 συμμετείχε στο βενιζελικό κίνημα της Εθνικής Άμυνας μαζί με τον πατέρα του, που είχε αναλάβει την οργάνωσή του. Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, κατέφυγε για λίγο καιρό με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, όπου γνωρίστηκε με τον Καβάφη. Το 1937 πέθανε η μητέρα του και πέντε χρόνια αργότερα ο πατέρας του, ο θάνατος του οποίου είχε καταλυτική επίδραση στη ζωή του ποιητή.

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ήταν γνωστός δανδής της αθηναϊκής κοινωνίας στα νιάτα του, με εκκεντρικές εμφανίσεις και με δεδηλωμένη την ομοφυλοφιλία του, ενώ ο εθισμός τους στις ναρκωτικές ουσίες τού προκάλεσε σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα, μέχρι του σημείου να αναγκαστεί να πουλήσει το πιάνο και τη σπάνια βιβλιοθήκη του. Έχοντας εξανεμίσει την οικογενειακή περιουσία και εξουθενωμένος από τις στερήσεις της Κατοχής, αυτοκτόνησε στις 7 Ιανουαρίου του 1944 στο σπίτι του στα Εξάρχεια (στη συμβολή των οδών Κουντουριώτου και Οικονόμου, κάτω από το λόφο του Στρέφη). Η κηδεία του έγινε τέσσερεις ημέρες αργότερα με έρανο των φίλων του.

ΠΗΓΗ: Σαν Σημερα


My Life In My Dreams

In the night of my mind

All the bygones are walking;
Hand-in-hand, and moving slow,
In a circle and in line;
Hand-in-hand, and all together,
All alone and yet in pairs,
Giving me without a reason
An unearthly happiness!

On their toes, walking slow,
And at me always looking,
And everything around appears
Like a macabre festival;
A fiesta of the other life,
Where my own deep desires,
My heart and my pleasures,
Like skeletons they look.

All the flowers are in vases,
And the lights shine bright…
And yet all to me are strange,
And still all of them I love!
To me everything is so strange,
And yet everything I love,
And all of them are there moving
In a rhythm that I know!….

But the light will soon appear,
And all my mind holds so dear
Like smoke will disappear
In that phantom, unreal world;
And my heart and my soul
Will return from there again,
Tyrannizing me all day that
I didn’t die with them!….

Source: PoemHunter

© Napoleon Lapathiotis, Poems, Εκδόσεις Ζητρος, 2001.

“Η ζωή μέσα στ΄όνειρό μου”

Μες στη νύχτα του μυαλού μου
περπατούν τα περασμένα:
προχωρούν αργά, πιασμένα,
σ΄ένα γύρο στη σειρά·
προχωρούν μαζί, πιασμένα,
χώρια κι όμως ταιριασμένα,
δίνοντάς μου, δίχως λόγο
μιαν ανέλπιδη χαρά!

Περπατούν αργά, στις μύτες
των ποδιών, και με κοιτάζουν,
κι όλα γύρω,τώρα, μοιάζουν
μια μακάβρια τελετή,
-μια γιορτή του πέρα κόσμου,
που κι ο πόθος ο δικός μου,
κι η χαρά μου, κι η καρδιά μου
μοιάζουν όλο σκελετοί!

Όλα τ΄άνθη είναι στα βάζα,
και τα φώτα είν΄αναμμένα.
Κι όμως όλα μου είναι ξένα,
κι όμως τόσο αγαπημένα,
κι όλα περπατάνε μ΄ένα
τόσο γνώριμο σκοπό!

Μα σε λίγο θα φωτίσει,
κι όλ΄αυτά που ο νους μου κλείνει,
θα χαθούν σαν να ΄χουν γίνει
κάτι πλάνο που δε ζει,
-κι η ψυχή μου , κι η καρδιά μου
θα γυρίσουν από πέρα,
τυραννώντας με όλη μέρα,
που δεν πέθανα μαζί…

© Napoleon Lapathiotis, Poems, Εκδόσεις Ζήτρος, 2001.

Πηγή: Γεροντάκος

 


 

“Fall Song”

Autumn, I loved you when the leaves fall
And leave the branches naked for winter’s icy bites,
When the evenings flee, the poms are apple red,
And lonely are the nights….

And stand I now and ask: what fate and what storm,
While alone sailing the abysmal depths of mort,
Strangely and hopelessly has brought me now forlorn
A beggar in your court….

And when the dinner ends and night falls,
And quietly, like books, the light dies in the sky
I come back looking for my lost peace of old,
Like a charity from up high….

I loved you fall, when the leaves fall and
Leave the branches, and lonely is each night.
But did I really love you – or is just the shiver
Of the coming winter’s icy bite….

Source: PoemHunter

© Napoleon Lapathiotis, Poems, Εκδόσεις Ζήτρος, 2001.

“Τραγούδι το φθινόπωρο”

Φθινόπωρο σ’ αγάπησα, την ώρα που τα φύλλα
πέφτουν, κι αφήνουν τα κλαριά γυμνά για το χειμώνα,
που βιάζονται τα δειλινά, κι είναι τα ρόδα μήλα,
– κι είναι τα βράδια μόνα…

Και τώρα στέκω και ρωτώ: Ποια μοίρα, και ποια μπόρα,
καθώς τραβούσα, μοναχός, το δρόμο της αβύσσου,
παράξενα κι ανέλπιστα, να μ’ έχει φέρει, τώρα,
ζητιάνο στην αυλή σου;…

Κι όταν το γιόμα χάνεται, κι η νύχτα κατεβαίνει,
και σιωπηλά, σαν τα βιβλία, το φως της μέρας κλείνει,
να ‘ρχομαι, πάλι, να ζητώ μιαν ησυχία χαμένη,
σαν μιαν ελεημοσύνη!

Σ’ αγάπησα φθινόπωρο, την ώρα που τα φύλλα
πέφτουν, κι αφήνουν τα κλαριά, κι είναι τα βράδια μόνα…
Μ’ αλήθεια να σ’ αγάπησα – ή μην είν’ η ανατριχίλα
του ερχόμενου χειμώνα;…

 © Napoleon Lapathiotis, Poems, Εκδόσεις Ζήτρος, 2001, Σε. 129.

Πηγή: Τα Φθινοπωρινά των Ποιητών

 


 

Our Old Song

 

The old song
We used to hear,
Now that everyone is gone
Who will say it to live on?

Since my heart forever lost you,
I didn’t think it possible
I could hear it anymore!
And yet lo! the other day –

At days end, as I recall,
With a strange moon up hi,
Clear and so far withal-
As I was aimlessly walking,

In the neighborhood of old,
I heard it one more time,
In the spot we used to go!
Recognized it when I heard it,

The old song I love so much,
Even though it didn’t sound
Like the happy song we sang.
For it wasn’t now spreading
Its sweet longing anymore,

But was groaning and moaning
A voice lost forever more.
And it felt, I can’t say,
As I heard it there again,
But all around and inside
Were black and mere pain

That I started walking faster,
In that bitter night so dread,
With eyes looking down
As if seeing a dear friend dead….

© Napoleon Lapathiotis, Poems, Εκδόσεις Ζήτρος, 2001, Σε. 154-155.

Source: PoemHunter

“Το παλιό μας το τραγούδι”

Το παλιό μας το τραγούδι,
που τ’ ακούγαμε μαζί,
τώρα που χαθήκαν όλα,
ποιος θα το ’λεγε να ζei!

Από τότε που η καρδιά μου
σ’ έχασε παντοτινά,
δεν το πίστευα ποτέ μου,
για να τ’ άκουγα ξανά…

Κι όμως, να που τ’ άλλο βράδι
-μόλις νύχτωνε, θαρρώ,
μ’ έν’ αλλόκοτο φεγγάρι,
μακρινό και καθαρό,

καθώς γύριζα στην τύχη,
μόνος, μες στη γειτονιά,
το ξανάκουσα και πάλι,
-και στην ίδια τη γωνιά!

Και το γνώρισα και πάλι
το τραγούδι π’ αγαπώ,
-κι ας μην έμοιαζε καθόλου,
στο παλιό του το σκοπό:

γιατί τώρα, δε σκορπούσε
το καημό του το βαθύ,
–μα βογγούσε, και θρηνούσε,
μια φωνή που έχει χαθεί…

Πώς μου φάνηκε, δεν ξέρω,
καθώς τ’ άκουγα ξανά,
-μα όλα, γύρω και βαθιά μου,
γίναν έτσι σκοτεινά,

που δυνάμωσα το βήμα,
μες στο βράδυ το πικρό,
-με χαμηλωμένα μάτια,
σα ν’ απάντησα νεκρό…

© Napoleon Lapathiotis, Poems, Εκδόσεις Ζήτρος, 2001, Σε. 154-155.

Πηγή: Σαν Σημερα


ΕΡΩΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ

Κλείσε το παράθυρο μη βλέπουν οι γειτόνοι,
και την πόρτα σφάλισε και σβήσε το κερί.
Η αγκαλιά μου επύρωσε, σαν τη φωτιά, και λιώνει,
για σφιχταγκαλιάσματα κι όλο σε καρτερεί.

Έλα, μη μας βλέπουν λοξά οι ματιές του κόσμου·
δοσ μου το χειλάκι σου, που είν’ απαλό, νωπό,
έχω κάτι ολόγλυκο, για σένα, απόψε, φως μου,
έχω κάτι ολόγλυκο, σα μέλι, να σου πω.

Έλα… πέσε πάνω μου και μην κοιτάς με τρόμο·
Το κερί μας έσβησε, δε μας θωρεί κανείς,
ξέχασε πως βρίσκονται κι άλλες ψυχές στο δρόμο,
κι έλα να κυλήσουμε σε πέλαγα ηδονής.

Έλα… ως τα μεσάνυχτα θα σε φιλώ στο στόμα,
έλα, κι είναι οι πόθοι μου τρελοί, τόσο τρελοί,
που το γλυκοχάραμα θε να μας εύρει ακόμα
στο πρώτο μας αγκάλιασμα, στο πρώτο μας φιλί.

Κι όταν σε ρωτήσουνε, τη χαραυγή, οι γειτόνοι,
για ποιο λόγο σφάλησες, -αχ, πες τους, να χαρείς,
πες τους, πως, στην κάμαρα, φοβάσαι άμα νυχτώνει,
κι έπεσες και πλάγιασες νωρίς, -τ’ ακούς; Νωρίς!…

© Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ποιήματα, Εκδόσεις Ζήτρος, 2001, Σελ. 207.

Πηγη: Σανσημερα

 

Napoleon_Lapathiotis

 


 

ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ

 

Απόψε αγάπησα τα μάτια μου,
κοιτώντας τα μες στον καθρέφτη:
να ’ταν το φως, που, μες στην κάμαρα,
τόσο λεπτά κι ανάερα πέφτει;

Nα ’ταν το ρόδο το απριλιάτικο,
που το ’χα βάλει στη γωνία,
να μην το δω να παραδίνεται
στη βραδινή την αγωνία;

Να ’ταν, αλήθεια, το τριαντάφυλλο,
που ξεψυχούσε στο ποτήρι,
– ή κάποιοι πόθοι που με παίδευαν,
και που είχαν απομείνει στείροι;…

Το ρόδο που ’σβηνε, το πάθος μου,
το παραθύρι που δεν κλείνω,
– ή μήπως επειδή σε κοίταξαν
τόσο πολύ, το βράδυ εκείνο;

©  Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ποιήματα, Εκδόσεις Ζήτρος, 2001, Σελ.  208.

 Πηγή:  Ψυχής Έκφραση


 


 

-2_1_~1

 

Ο Γιώργος Μιχαηλίδης ζωντανεύει τη μορφή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στο β’ τόμο της τριλογίας του ” Της επανάστασης της μοναξιάς και της λαγνείας “

Τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη τον ήξερα από τα εφηβικά μου χρόνια. Μου τον είχε γνωρίσει ο Πάρης, ο οποίος τον είχε επισκεφθεί ήδη αρκετές φορές μόνος του στο πατρικό διώροφο σπίτι του στα Εξάρχεια, γωνία Κουντουριώτου και Οικονόμου. Εκείνη την πρώτη μου επίσκεψη ακολούθησαν λίγες ακόμη, αλλά με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου δεν ξαναπήγα. Τα Εξάρχεια τότε – αναφέρομαι στα 1938 – ήταν μια μικρή, ζεστή αθηναϊκή γειτονιά από κομψές νεοκλασικές οικίες, κήπους και χωματόδρομους, με ακακίες που ανηφόριζαν ως το λόφο του Στρέφη. Το σπίτι του ποιητή ξεχώριζε από τα άλλα γύρω με τον όγκο, το μεγάλο άδειο αέτωμα, την κατήφεια και τη σιωπή που αισθανόσουν να έχει εγκατασταθεί μονίμως πίσω από τα κλειστά παράθυρα. Τα σημάδια της εγκατάλειψης φαίνονταν καθαρά στις σπασμένες γρίλιες, στους ραγισμένους και πεσμένους σοβάδες, στον ρημαγμένο κήπο.

Ο Πάρης, ενώ δεν εκτιμούσε ιδιαιτέρως τον Λαπαθιώτη σαν ποιητή, θαύμαζε την προσωπικότητά του και περισσότερο την τεράστια και σπάνια βιβλιοθήκη του. Δε γνωρίζω πώς και από ποιον είχε πληροφορηθεί ότι ο Λαπαθιώτης, πιεσμένος από μεγάλη ένδεια, πουλούσε τα βιβλία του και με αυτούς τους πόρους ζούσε. Ένας από τους αγοραστές ήταν και ο θείος μου, αποκομίζοντας έτσι μερικά πράγματι σπάνια βιβλία. Ο Λαπαθιώτης τον δεχόταν πάντα νύχτα, μέσα σε έναν πηχτό, χαλκόχρωμο φωτισμό από λάμπες πετρελαίου, με τη σάλα του ισογείου γεμάτη φίλους του ποιητή, και η αγοραπωλησία γινόταν με τη γλώσσα της παντομίμας και των κρυφών νοημάτων. Κανείς από τους παριστάμενους δεν έπρεπε να καταλάβει πως ο Πάρης ήταν αγοραστής ή πως ο ποιητής πουλούσε τα αγαπημένα του βιβλία. Όλοι ωστόσο ήσαν ενήμεροι , όλοι γνώριζαν τί γύρευε εκεί ο ξένος, τον οποίο ο Λαπαθιώτης είχε συστήσει σαν εγκάρδιο φίλο του. Έμοιαζε όμως απαραίτητη αυτή η θεατρική προσποίηση, αλάφρωνε φαίνεται, τη σκληρότητα της ανάγκης.
Ο Πάρης, με μια μικρή λάμπα στο χέρι, παίζοντας το ρόλο του φανατικού βιβλιόφιλου, περιδιάβαζε εμπρός στις βιβλιοθήκες που εκτείνονταν σε όλα τα δωμάτια. Όταν συναντούσε το βιβλίο που τον ενδιέφερε, και ήσαν πολλά, επέστρεφε στο δωμάτιο όπου βρισκόταν η συντροφιά του ποιητή κρατώντας το στο χέρι. Κάνοντας πως το ξεφυλλίζει, έδειχνε με τρόπο στον Λαπαθιώτη τίτλο και συγγραφέα. Εάν ήταν από τα πολύ αγαπημένα του, ο ποιητής, με μιαν αδιόρατη αρνητική κίνηση του κεφαλιού , έλεγε στον αγοραστή όχι, αυτό δεν μπορώ να το στερηθώ. Τότε ο Πάρης το έβαζε πάλι στη θέση του και συνέχιζε την αναζήτηση. Όποιο βιβλίο ο ποιητής δεχόταν να στερηθεί, πάλι με ένα αδιόρατο, καταφατικό αυτή τη φορά κίνημα, ο Πάρης το τοποθετούσε σε ένα μικρό τραπέζι πλάι στην είσοδο. Όταν ερχόταν η ώρα, γύρω στα μεσάνυχτα, για τις θρυλικές εξόδους και τις νυχτερινές περιπλανήσεις του Λαπαθιώτη στο Ζάππειο, στο Μεταξουργείο, στο Θησείο, στο Μενίδι, η συντροφιά φρόντιζε να βγει βιαστικά στην αυλή για να μείνουν μόνοι ο ξένος και ο ποιητής και να αρχίσει η συναλλαγή. Ο Λαπαθιώτης δεν ήξερε την τιμή των βιβλίων του, απεχθανόταν τα παζάρια, και ο Πάρης όμως δεν καταδέχτηκε ποτέ να εκμεταλλευθεί αυτή την περηφάνεια. Του έδινε όσα θα ζητούσε ο Χαρίτιμος, ο γνωστός παλαιοβιβλιοπώλης της Αθήνας, με τον οποίο συνεργαζόταν συχνά και του προμήθευε σπάνιες εκδόσεις. Ο Λαπαθιώτης είχε πολύ εκτιμήσει αυτή τη γενναιοδωρία του θείου μου, γιατί τον έπαιρνε ο ίδιος στο τηλέφωνο

Έχομε καιρό να σας δούμε, κύριε Μαδονή! Δε σκοπεύετε να μας έλθετε ξανά;”
” Πότε μπορώ να σας επισκεφθώ;”
” Μα και σήμερα, εάν ευκολύνεσθε”.

Ύστερα από ένα τέτοιο τηλεφώνημα με πήρε μαζί του ο Πάρης. Η κυρία είσοδος ήταν από τον κήπο, στο πίσω μέρος του σπιτιού. Η δίφυλλη μεταλλική αυλόπορτα ανοιχτή και μια λάμπα ακουμπισμένη στο φιλιατρό του πηγαδιού φώτιζε την εγκατάλειψη, το χορταριασμένο πλακόστρωτο και το ρήμαγμα του κήπου, ενώ την ίδια στιγμή αυτό το φως, λες από κεχριμπάρι ή χαλκό, είχε κάτι επίσημο και χυδαίο μαζί, σαν να ξενυχτούσαν κάποιο νεκρό, ή να καλούσε τον περαστικό σε ύποπτες συναλλαγές και στην κραιπάλη οχείας. Μια μαρμάρινη σκάλα ανέβαζε στον επάνω όροφο γεμάτη σκουπίδια. Στο ισόγειο, μέσα από τις γρίλιες, φαινόταν ένα αμυδρό πορτοκαλί φως. Όλο το άλλο αχανές σπίτι σκοτεινό, σιωπηλό, κλειστό σαν σφραγισμένο. Η γειτονιά ήσυχη, με λίγες μακρινές φωνές και κάποιο, μακρινό κι αυτό, πέρασμα αυτοκινήτου. Το μοναχικό φως στην αυλή, που έριχνε μεγάλες βαριές σκιές στους τοίχους, το βουβό και κατασκότεινο σπίτι, με γέμισαν με ένα αίσθημα ανησυχίας και απειλής.

[…]  Ο Λαπαθιώτης καθόταν σε μια φθαρμένη μπερζέρα στο χρώμα της βρόμικης άμμου, ενώ μια λευκή καμέλια φέγγιζε στο πέτο του, πελιδνά άμεμπτος μέσα στο φθαρμένο κοστούμι του, θλιβερά σεβαστός, αθεράπευτα μόνος. Όλα ήσαν γραμμένα επάνω του, όλη του η ζωή, λες και κάποια απόκρυφη, αόρατη δερματοστιξία τα είχε καταγράψει με τα ιερογλυφικά της, και εκεί μπορούσες να διαβάσεις τη σημασία τους και το μόνο συγκλονιστικό ποίημα που μπόρεσε να γράψει: τον εαυτό του. Και μαζί ήταν σαν ήσκιος  κάτι που κάποτε το καταύγαζε ένα αδιάκριτο και αλαζονικό φως, τώρα ένα άλλο φως, αδιάκριτο κι αυτό, αλλά ταυτόχρονα ανελέητο, σκληρό και επίμονο, έδειχνε τον ήσκιο του θλιβερό και ωχρό.

Από την είσοδό μας κιόλας σε έναν στενό διάδρομο, ένιωσα μια βαριά, ταγκή μυρωδιά κλεισούρας και σκόνης, λες και ένα άπλυτο για καιρό σώμα κυκλοφορούσε μέσα στο μισοσκόταδο. Η συντροφιά ήταν συγκεντρωμένη σε ένα δωμάτιο – αρκετά μικρό και χαμηλοτάβανο για την εποχή εκείνη, – γεμάτο ογκώδη, καταθλιπτικά έπιπλα, βαριές πυκνοϋφασμένες κουρτίνες και βιβλιοθήκες που κάλυπταν τους τοίχους έως την οροφή. Ένα παχύ στρώμα σκόνης σκέπαζε τα πάντα σαν πένθιμο σουδάριο.

Στα πρόσωπα της συντροφιάς, γύρω στα δέκα και όλοι άντρες, διέκρινες έντονες χρωματικές αντιθέσεις. […] Σε έναν μικρό καναπε ήταν ριγμένος, σχεδόν αναίσθητος, ο ποιητής Μήτσος Παπανικολάου, ένα αποστεωμένο φάντασμα. Τα μάτια του ολάνοιχτα, γυάλινα, άδεια. Η ηρωίνη τον ταξίδευε στο κενό. Όταν εμφανιστήκαμε στην είσοδο του δωματίου, ο Λαπαθιώτης, αιφνιδιασμένος από την παρουσία και το κάλλος μου, έμεινε για λίγο σιωπηλός, ύστερα ορθώθηκε νωχελικά, με το δεξί του χέρι ακουμπισμένο στο αναλόγιο που ήταν πλάι του και όπου έγραφε όρθιος τα ποιήματά του, όπως ο Βικτόρ Ουγκό […]

[…] ο Λαπαθιώτης περνώντας το χέρι του στο μπράτσο μου με ξενάγησε στο άντρο του. Μού έδειξε το πιάνο του, ένα Zimmerman Λειψίας, την κασέλα όπου φυλούσε ποιήματα, σκέψεις, διηγήματα, σχέδια δραμάτων και μυθιστορήματα, ημερολόγια ταξιδίων και ερώτων, φωτογραφίες.
” Δεν πρόκειται να το ανοίξω ποτέ πια αυτό το φέρετρο. Κάποιοι νεκροί ας κοιμηθούν για πάντα. Είναι καλύτερα “

[…] και πρόσθεσε στα γαλλικά την ανελέητη διαπίστωση του Προυστ στον Ξανακερδισμένο χρόνο :
” Ο χρόνος, ο άχρωμος και ακατάληπτος χρόνος, έχει πάρει σάρκα και οστά στο πρόσωπό σας, έχει πλάσει ένα αριστούργημα, ενώ παράλληλα σ’ εμένα – αλίμονο – έχει κάνει απλώς τη δουλειά του”.
Αιφνιδίως μελαγχόλησε, και το μονίμως υγρό και αόριστο βλέμμα του, από την επήρεια της μορφίνης, γέμισε σκιές. Άλλαζε συνεχώς εκφράσεις και διαθέσεις, όπως ένα επαρχιακός τραγωδός όταν ερμηνεύει ευριπίδειο δράμα. Οι ρητορικές χειρονομίες του, η καθαρή και σχεδόν ποσταρισμένη φωνή του, το μακιγιαρισμένο πρόσωπό του, το στριντμπεργκικό σκηνικό γύρω του, λες και ήταν παρμένο από τη Σονάτα των φαντασμάτων, όλα ανάδιναν κάτι θεατρικό, ψεύτικο, και ταυτοχρόνως κάτι που έμοιαζε με ανυποχώρητη, συντριπτική αρρώστια, όλη την απερίγραπτη, γεμάτη αρχοντιά, επιβλητική αξιοπρέπεια κάποιου μεγάλου μαρτυρίου […]

Έβλεπα μπροστά στα μάτια μου ένα θρίαμβο να καταρρέει, ένα λατρευτικό τέμενος χορταριασμένο κι ερειπωμένο, το καμαρίνι ενός γερασμένου θεατρίνου, με τις αναμνήσεις και τις επευφημίες να σαπίζουν μέσα στη σκόνη και τη σιωπή. Στα υγρά μάτια του ποιητή φώναζε μια σπαρακτική απορία: Πώς συνέβη αυτό; Πώς ξεγελάστηκα; Η αφθαρσία ήταν στο χέρι μου, και η αθανασία το ίδιο. Ποιος με παγίδευσε; Κάπου πρέπει να υπάρχει το φάρμακο, οι μαγικοί αριθμοί και οι ζωικές ουσίες, οι Χαλδαίοι και οι Βαβυλώνιοι γόητες, για να σταματήσουν την κλεψύδρα. […]

Πηγή: ofisofi

 


ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

 


Παραθέτουμε και την μεταποίηση του ποιήματος “Ωραιοπαθής¨, Σελ. 211-213, απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη:

 

10569046_306169776223918_497297173683585320_n-1200x700[1]

Μάταιο βράδυ

βαθύς ο ύπνος

παραπονεμένων ονείρων

ακοίμητε θάνατε

ησύχασαν οι κεραυνοί σου

νανουρισμένοι

στην αγκαλιά της καταιγίδας.

Η μοίρα μου ζητιανεύει

απεραντοσύνη πόθων

πλανιέμαι απ’ ένα αδιέξοδο σ’ άλλο

νοσταλγικά γυρίζω στην ανυπαρξία

Θεοί που ‘χετε αμίλητα μάτια

παρηγορήστε με.

Μάντεψα όλα όσα είναι κλεισμένα

στο μπαούλο του τώρα

ποτέ μου ν’ αράξω όπως

εσύ κύμα δεν μπορώ

ψάχνεις να βρεις τη λήθη

τι θέλεις από μένα εαυτέ

σε ποιανού τα σπλάχνα μέσα ζεις;

H ανώφελη τύχη κάποιας χαμένης ζωής

στο κενό στριφογυρίζει

σαν κούφιο σύννεφο.

Κάτω απ’ τη γη

ψάχνεις να βρεις

μια άλλη όψη της ζωης

δύτης είσαι

σε πλασμένο από στάχτες

βουλιαγμένο μέλλον

μέσα σου νύχτα

ψάχνω σκοτάδια

άνθη του κακού

μ’ αγγίζουν τυφλά

τα δάχτυλα σας

φορώντας γάντια θλίψης

κλέβεις την ευτυχία

απ’ ένα ήδη αδειασμένο

χρηματοκιβώτιο

κάποιου παραδείσου.

© Μενέλαος Καραγκιόζης, Hellenic Poetry, 2015.

 


 

ΕΡΩΤΙΚΟ

Καημός, αλήθεια , να περνώ του έρωτα , πάλι, το στενό,
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά, μια μέρα, του θανάτου,
στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει, στην καρδιά , το ξαναπέρασμά του.
Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, πρώτο φιλί, και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί , που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς, ποτέ , να μου το δώσει…
Ίσως, μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας, πάλι, στο βυθό,
και με τη Νύχτα, μυστικά, γίνουμε πάλι, ταίρι,
αυτό τ’ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
Σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει!

© Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ποιήματα, Εκδόσεις Ζήτρος, 2001, Σελ. 193.

Πηγή: ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ


ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ © Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ποιήματα, Εκδόσεις Ζήτρος, 2001, Σελ. 11-13

«Έχω μέσα μου ηρώων αίμα. Μην ακούς όσα λένε οι μικροί. Είνε ανίδεοι από βίαιους παλμούς και ψηλά πετάγματα, κυττάνε πολύ πρός τα κείμενα και τα καθιερωμένα. Την ψυχή τους δεν τη σφυρηλάτησε τ’ όνειρο, δεν την καθαγίασε η σκέψη. Ξέρουνε ένα «πρέπει» και τίποτ’ άλλο• είναι η πιο μουγγή εκδήλωση της ζωής. Εμείς όμως οι τεχνίτες, οι εμπνευσμένοι, τι ψηλά που στεκόμαστε, τι ευγενικά νοσταλγούμε, τι ηρωικά ποθούμε. Δυό φτερούγες απλωτές είναι μέσα μας και χτυπούν ρυθμικά. Βγαλμένοι έξω απ’ τα ταπεινά και μετεωρισμένοι στο διάστημα, πανελεύθεροι και πάνσοφοι καταλύτες των παλιών και των σάπιων, πάνοπλοι με τα φώτα της επιστήμης και της ομορφιάς, σφριγηλοί, ακόρεστοι, πλούσιοι από νιάτα, σκληροί πατώντας και συντρίβοντας όλοι αίμα, όλοι ρίγος, φρουροί κι’ εγγυητές των θησαυρών του μέλλοντος, βασιλιάδες του τώρα και του πάντα, σαλπίζουμε το εγερτήριο σάλπισμα, που συνταράζει τους νεκρούς. Τρικυμίζει μέσα μου το θείο πνεύμα της καταστροφής. Αηδιασμένος από το γύρω μου καθεστώς, φτύνοντας απάνω στη ρωμαίικη τέχνη, καθώς την κατάντησαν οι ανθρωπάκοι των γραμμάτων, αποφασισμένος για τρανούς αγώνες, λυτρωμένος απ’ τις ταπεινές ελπίδες των προλήψεων και των μικροσυμφερόντων, σήμερα, πρώτη φορά, κρούω το πολεμόχαρο τραγούδι μου, πλατύστομα και ειλικρινά.

Είναι κάμποσος καιρός που, ντροπή μας-ένα σωρό μικράνθρωποι μπήκαν μεσ’ στο άλσος της τέχνης και κουρέψανε τις Δάφνες• την ώρα που όλα τα έθνη φέγγουν κι’ αστραποβολούν από χιλίων ειδών μουσικές συμφωνίες παιγμένες από ευγενικώτατα χέρια στ’ ακρότατα όρια μιανής υπεράνθρωπης λύρας, που η τέχνη πιο πολύ από πάντα στερεώνει το μέγα της βασίλειο απάνω απ’ τα βαλτονέρια κι’ απ’ τους βατράχους, εμείς εδώ ανεχόμαστε ν’ ανεβαίνουν το πορφυρό θρονί χίλια παράσιτα και χίλια μαλάκια, στενοκέφαλοι κι’ αντιπαθητικοί και μακάριοι, φχαριστούμαστε διαβάζοντας πως «ο κ. Α ή Β ενώπιον εκλεκτού ακροατηρίου εποιήσατο διάλεξιν περί κτλ. Ο σοφός ομιλητής κατεχειροκροτήθη».

Κι εμείς ξέρουμε, πως ο κ. Α ή Β είναι μια μετριότητα, αξιοπεριφρόνητη και κωμική στη ζωή και στην Τέχνη, ένας αυθάδης παρείσακτος που αλλού μήτε γι’ ακροατής διαλέξεων δε θα ‘κανε.

Γι’ αυτά και γι’ άλλα, καλώ το νέο ελληνικό πνεύμα να συνεργαστεί μαζί μου, στο γκρέμισμα των ψεύτικων ειδώλων, που κυριαρχούν χάρη στην εγκληματική μας νωχέλεια κι’ αδιαφορία κι’ αντιπροσωπεύουν στην Ευρώπη τη διανοητική μας παραγωγή, εμποδίζοντας έτσι το φανέρωμα των γνήσιων ελληνικών ζωτικών δυνάμεων. Καλώ τους νέους που βράζει μέσα τους το αίμα κι’ είναι καλεσμένοι γι’ αυριανούς θριάμβους, να συντρίψουμε τα είδωλα και να μπούμε εμείς μπροστά. Να ρίξουμε ό, τι ξέροε για ψεύτικο και για πλαστό, να σεβασθούμε μονάχα ό,τι στέκεται ιερό κι’ ό, τι καθοσίωσε η Αγία Έμπνευση. Σας περιμένω, Πηγή: Vakxikon

 


 

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ, ΕΡΩΤΙΚΟ

 

 


 

“Τ’ όνειρό μου πέθανε”

Τ’ όνειρό μου πέθανε, χθες αργά, το βράδυ
Μόνος, τώρα κι έρημος, τι μπορώ να πω;
Κι όμως, το `ξερε καλά, το βαθύ του χάδι
πόσο τ’ αγαπώ!

Μου κρατούσε συντροφιά, τις βαριές τις ώρες,
που τις τρέμει μοναχή, κάθε μια ψυχή,
μα όσο το `χει δίπλα της, ας κυλούν οι μπόρες,
δεν  ανησυχεί!…

Τ’ όνειρό μου πέθανε, χθες αργά το βράδυ,
Πες, δεν έζησε ποτέ: μην τ’ αναπολείς…
Μα ο καημόςς μου, που `χασα το θερμό του χάδι
θεέ μου είναι πολύς!

Κι όσο για τις άφωνα πονεμεένες ώρες,

-ώρες δίχως όνειρο, σε μια ζωή πεζή,

τώρα, μόνο, το ‘νιωσα, πόσο είν’ αιμοβόρες,

-τώρα, που δε ζει…

© Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ποιήματα, Εκδόσεις Ζήτρος, 2001, Σελ. 273.

Πηγή: ΣΚΟΠΕΥΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ

 

stratiot

 


 

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

ΙΙ
Μόνος ήρθα, κάποιο βράδι, – κι ήσαν όλοι, γύρω μόνοι,
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μες στη νύχτα που σιμώνει.

Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλλοίμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου!

Τη στιγμή του σταυρωμού μου, και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου…

Μόνος ήρθα, κάποιο βράδι, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, – κι όπως ήρθα, και θα φύγω.

Τι είναι τάχα, για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
– Κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου…

© Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ποιήματα, Εκδόσεις Ζήτρος, 2001, Σελ. 290.

Πηγή: authorsandwriterstooktheirownlives

 

 

assets_LARGE_t_420_53935617_type12905

 

Μετά βίας στέκει όρθιο το σπίτι του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.

Οι σκαλωσιές που έχουν τοποθετηθεί δεν προφυλάσσουν τους περαστικούς από τους μισογκρεμισμένους τοίχους

Πηγή:  Newsonly

 


 

 

spiti

Το  αριστοκρατικό σπίτι βρίσκεται σήμερα σε άθλια κατάσταση, εγκαταλελειμένο, με την πρόσοψη να υποστηρίζεται από σκαλωσιές και να καλύπτεται από τέντες, μισογκρεμισμένο στο εσωτερικό του. 

 


 

 


 

“Κι έπινα μες απ’ τα χείλια σου”

Ιδού ει καλός, ο αδελφιδός μου, και γε ωραίος προς κλίνη

ημών σύσκιος, δοκοί οίκων ημών κέδροι,
φατνώματα ημών κυπάρισσα. ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ Α, 16, 17

Κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι,
κι όλο θόλωνε, όλο μέλωνε
το γλυκό σου μάτι,

και τα χέρια σου πλεκόντουσαν
στο κορμί μου γύρω-γύρω
κι έπινα μέσ’ από τα χείλια σου
γλυκιάν άχνα σαν το μύρο,

και σταλάζανε απ’ τα χείλια σου
γλυκά λόγια σαν τα μύρα,
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι μας
κι οι μπερντέδες σαν πορφύρα…

Έτσι, αγάπη μου, σε χόρτασα
κι έτσι, τη γλυκάδα σου ήπια
μέσα στ’ άνομα αγκαλιάσματα
στ’ άνομα τα καρδιοχτύπια,

κι απ’ το μέλι ποθοπλάνταζε
το κορμί σου και το μάτι
κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι…

© Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ποιήματα, Εκδόσεις Ζήτρος, 2001, Σελ. 102.


 

Θα παράθεσουμε κάποια αποσπάσματα απ’ το βιβλίο “Χαίρε Ναπολέων’, του Τάκης Σπετσιώτης, Δοκίμιο για την τέχνη του ΝΑΠΟΛΕΩΝΤΑ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗ, απ’τις Εκδόσεις Άγρα, 1999.

Και γράφει για την ανθρώπινη ψυχή και τη νύχτα ο Ναπολέων Λαπαθιώτης το 1924 (απο τη μία η καταστροφή της Σμύρνης είχε ήδη συμβεί, απ’ την άλλη όμως οι ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς είχαν ήδη αρχίσει να γεννιούνται- ο Βαλαωρίτης ήταν ήδη 3 χρονών) στο ‘ΓΡΑΜΜΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ’:

Όταν το βράδυ πέφτει στο βουνό, η πληγωμένη μου ψυχή αρμονίζεται μαζί του. Και θα μου πης ευθύς-αυτό το ξέρω: ποιός είναι ο λόγος να είνε πληγωμένη:…Γιατί είναι γεννήμενη πληγωμένη, κι όχι βεβαίως, καθώς θα επιθυμούσες, από καμμιά άλλη πρόσκαιρη αφορμή.
Γεννήθηκε έτσι, να είναι πληγωμένη-καθώς άλλες γεννιούνται ευτυχισμένες είνε, να πούμε, το προνόμιο της, το δώρο που έχει λάβει στη ζωή, από τα χέρια τα ίδια του Θεού…Κ’ ίσως αυτό να είνε η χαρά της.
Ναι, ναι δεν έχω λόγο να στο κρύψω: ειν΄ η χαρά της να είναι πληγωμένη…
Αυτά συλλογιζόμουν ένα βράδυ, που μάταια σε περίμενα στον κήπο, καθώς μου τόχες τάξει απ’ το πρωί στον τελευταίο πάγκο αριστερά.
Και ήταν το βράδυ εκείνο που δεν ήρθες.
Ήρθε όμως το βράδυ αντίς για σένα, την προσδιορισμένη του ώρα-και γω τότε αρμονίστηκα με κείνο, και ξέχασα σχεδόν πως σε περίμενα, γιατί ήμουνα με κείνο αρμονισμένος.
Κι’ όποιος είνε με κείνο αρμονισμένος, δεν έχει φόβο ν’ αποπλανηθή.

© “Χαίρε Ναπολέων’, Τάκης Σπετσιώτης, Εκδόσεις Άγρα, 1999, Σελ. 306-307


Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΤΙΜΟ ΜΑΛΑΝΟ:

ΑΝ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΜΟΡΦΩΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΟΣ (ΑΚΡΙΒΩΣ ΟΣΟ ΕΓΩ Ο ΙΔΙΟΣ, ΜΗΤΕ ΠΑΡΑΠΑΝΩ, ΜΗΤΕ ΠΑΡΑΚΑΤΩ), ΠΟΥ Θ’ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕ Ν’ ΑΠΟΔΗΜΗΣΕΙ, ΓΙΑ ΛΙΓΟ Η ΠΟΛΥ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥ-ΟΧΙ ΑΠΟ ΚΑΜΜΙΑ ΕΠΙΓΟΥΣΑ ΑΝΑΓΚΗ (ΒΙΩΤΙΚΗ, ΝΑ ΠΟΥΜΕ) ΑΛΛ’ ΑΠΛΩΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΕΠΕΙΔΗ ΘΑ ΤΟΝ ΤΡΑΒΟΥΣΕ ΤΟ ΑΛΛΟΥ- ΚΙ’ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΥΤΟΣ ΘΑ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΕ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ, ΦΥΣΙΚΑ, ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΤΟΥ, ΚΑΙ ΝΑ ΕΡΓΑΣΘΕΙ, ΜΕΧΡΙΣ ΕΝΟΣ ΣΗΜΕΙΟΥ, ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΤΟΥ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑΡΚΗΣ-ΚΑΙ ΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ-ΠΟΥ ΑΡΧΙΚΩΣ ΛΟΓΑΡΙΑΖΕ-ΝΑ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙ, ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΙΔΙΟΣΥΓΚΡΑΣΙΑΣΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΟΣ, ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ-ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΕΙΧΑΤΕ  ΤΗΝ ΕΥΓΕΝΕΙΑ ΝΑ ΤΟΥ ΛΕΓΑΤΕ, ΤΙ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ, ΕΚΕΙ, ΝΑ ΚΑΝΕΙ; ΦΥΣΙΚΑ, ΔΕΝ ΘΑ ΕΡΧΟΤΑΝ ΜΕ… ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΦΙΛΟΔΟΞΙΕΣ, ΟΥΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΕΚΔΩΣΕΙ ΒΙΒΛΙΑ, ΟΥΤΕ ΓΙΑ ΚΑΝΕΝΑ ΑΠ’ ΑΥΤΑ ΤΑ ΜΑΡΑΦΕΤΙΑ,- ΜΕ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΓΕΜΑΤΟ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ […] ΤΙ ΘΑ ΤΟΥ ΕΧΡΕΙΑΖΕΤΟ, ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΕΙ ΑΝΕΤΑ (ΟΧΙ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ, ΠΡΟΣ ΘΕΟΥ!) ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΣΑΣ, ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΑΞΙΟΠΡΕΠΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΤΟΥ ΤΟ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΕΙ; […] ΕΙΜΑΙ ΤΟΣΟ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΠΟΥ ΜΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΑΠΟΔΗΜΙΑ ΘΑ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΣΩΤΗΡΙΑ. ΚΙ’ ΕΠΕΙΤΑ ΝΟΣΤΑΛΓΩ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ, ΘΑ ΗΘΕΛΑ, ΓΙΑ ΕΝΑ ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ, ΝΑ ΖΗΣΩ ΤΑΠΕΙΝΑ ΚΑΙ ΑΦΑΝΗΣ ΕΚΕΙ. […] ΣΑΣ ΛΕΩ ΠΑΛΙ: Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΑ ΜΕΡΟΣ. ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΚΟΜΑ ΑΡΚΕΤΑ ΤΡΕΛΛΟΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΤΗΝ ΘΕΩΡΗΣΩ ΩΣ ΜΕΣΟ ΣΥΝΤΗΡΗΣΕΩΣ-ΔΙΑΒΟΛΕ!

© “Χαίρε Ναπολέων’, Τάκης Σπετσιώτης, Εκδόσεις Άγρα, 1999, Σελ. 235-236

 

ΩΣΤΟΣΟ ΔΕΝ ΘΑ ‘ΠΡΕΠΕ, …, ΝΑ ΠΑΡΑΛΕΙΨΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΔΟΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΙΜΗΣΗΣ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΚΥΝΗΓΙΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ, ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ, ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΤΗΣ “ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ’ (ΕΝΟΣ ΕΙΔΟΥΣ ΑΝΑΠΟΔΟΥ ΑΣΚΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΡΗΜΗΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΑΠΟ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑ)  ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΕΞ ΚΑΙ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ, ΙΔΙΩΣ ΟΤΑΝ ΕΠΙΛΕΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟ ΚΑΙ ΛΕΠΤΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟ ΣΑΝ ΤΟΝ ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΑ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗ ΠΟΥ ΖΩΝΤΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΒΙΟ, ΠΡΟΤΙΜΟΥΣΕ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΑΠΟ ΤΗ ΔΡΑΣΗ. ΠΡΟΤΙΜΟΥΣΕ (ΙΣΩΣ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΧΕ ΤΑ ΜΕΣΑ) ΝΑ ΜΕΛΕΤΑ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΤΑΙ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΠΕΡΙΣΠΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΦΡΟΝΤΙΔΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΠΑΛΗΣ.

© “Χαίρε Ναπολέων’, Τάκης Σπετσιώτης, Εκδόσεις Άγρα, 1999, Σελ. 232.

 

ΣΤΑ 1927, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ, ΤΟΥ Γ. ΤΣΟΥΚΑΛΑ, ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ ΗΤΑΝ Ο ΙΔΙΟΣ-ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΜΕΓΑΛΗ ΑΙΣΘΗΣΗ ΜΙΑΣ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟΥΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ-, Ο ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ ΕΣΤΕΙΛΕ […] ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:

[…] ΑΓΑΠΗΤΕ ΜΟΥ ΦΙΛΕ ΤΙ ΣΟΥ ΕΚΑΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΟΥ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΚΗ ΜΟΥ ΦΗΜΗ, ΠΟΥ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΑΙΔΕΥΤΗΚΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΩ;

© “Χαίρε Ναπολέων’, Τάκης Σπετσιώτης, Εκδόσεις Άγρα, 1999, Σελ. 232.

 

[…] ΚΑΘΩΣ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΤΙ Η ΝΥΧΤΑ ΚΡΑΤΑΕΙ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΥΣ ΕΡΩΤΕΣ, ΠΙΚΡΙΕΣ ΚΑΙ ΔΥΣΑΡΕΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΚΑΙ, ΓΕΝΙΚΑ, ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΚΙ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ, ΠΟΥ Η ΜΕΡΑ ΤΥΛΙΓΕΙ ΣΤΗ ΧΛΕΥΗ. ΔΙΝΕΙ ΔΙΕΞΟΔΟΥΣ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ, ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΜΕ ΤΟ ΓΑΛΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ, ΚΙ ΑΥΤΟ ΙΣΩΣ ΝΑ ΤΟ ΕΠΕΔΙΩΞΕ ΜΕΤΑ ΜΑΝΙΑΣ Ο ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ, ΣΠΑΤΑΛΗΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΟΥΣ, ΑΝΑΝΤΑΠΟΔΟΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΣ, ΑΠ’ ΟΤΙ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΟΤΑΝ ΓΡΑΦΕΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΟΠΩΣ ΑΥΤΟ, ΣΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ:

‘ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΝΕΑ ΤΑ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ Η ΝΥΧΤΑ, ΠΟΥ, ΚΑΠΟΤΕ ΠΑΡΑ ΤΙΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΝΤΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΜΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΟΡΘΩΝΩ ΚΙ ‘ Ο ΙΔΙΟΣ ΝΑ ΤΑ ΔΩ! ΙΣΩΣ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΝΑ ΤΑ ΒΛΕΠΟΥΝ ΠΙΟ ΚΑΛΑ.

© “Χαίρε Ναπολέων’, Τάκης Σπετσιώτης, Εκδόσεις Άγρα, 1999, Σελ. 230.


 

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ:

 

ΚΑΘΩΣ ΓΥΡΝΟΥΣΑΜΕ ΕΤΣΙ ΚΑΠΟΤΕ (Ο ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ), ΜΟΥ ΛΕΕΙ: – ΑΝΑΚΑΛΥΨΑ ΤΟ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙ. ΠΑΜΕ ΝΑ ΣΤΟ ΔΕΙΞΩ. ΚΑΙ ΜΕ ΤΡΑΒΗΞΕ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ. ΜΟΛΙΣ ΕΧΑΡΑΖΕ. ΚΑΙ, Σ’ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΑΜΦΙΒΟΛΟ ΦΩΣ, ΜΟΥ ΕΔΕΙΞΕ ΤΟ ΒΟΡΕΙΝΟ ΤΟΙΧΟ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ, ΟΠΟΥ ΟΙ ΧΑΛΑΣΜΕΝΟΙ ΣΟΒΑΔΕΣ ΤΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΖΑΝ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, ΚΑΠΟΙΑ ΧΑΜΕΝΗ ΣΕ ΟΜΙΧΛΗ ΚΑΙ Σ’ ΟΝΕΙΡΟ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ.

Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ-ΜΑΣ ΛΕΕΙ Σ’ ΕΝΑ ΣΤΟΧΑΣΜΟ ΤΟΥ-ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΑΡΧΗ, ΕΙΝΑΙ ΠΡΩΤΙΣΤΑ Η ΚΟΜΨΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ,- ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΝ Η ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ. ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΟΥ, ΤΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΤΟΥ, ΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΕΙ ΩΡΑΙΕΣ, ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΕΣ ΟΠΤΑΣΙΕΣ, ΟΠΩΣ Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ ΤΟ ΠΙΝΕΛΟ, ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΥΣΑΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΩΡΑΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ.

 


 

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ:

 

ΓΙΑΤΙ Η ΦΙΛΙΑ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗ ΕΖΗΣΕ, ΣΧΕΔΟΝ ΟΛΟΚΛΗΡΗ, ΜΕΣΑ Σ’ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΠΡΙΣΜΑ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΟΥ ΣΥΧΝΑ ΑΝΑΚΑΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΣΜΟ ΑΠ’ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ. ΟΙ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ, ΟΤΑΝ ΕΓΩ ΕΓΥΡΙΖΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΙ’ ΕΚΕΙΝΟΣ ΕΒΓΑΙΝΕ ΓΙΑ ΠΕΡΙΠΑΤΟ-ΗΤΑΝ ΣΠΑΝΙΕΣ ΚΑΙ ΤΥΧΑΙΕΣ. ΑΛΛ’ Η ΣΥΝΤΟΜΗ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΤΟΥ ΕΜΟΙΑΖΕ ΒΕΒΑΙΑ ΚΑΤΙ ΟΛΩΣ ΔΙΟΛΟΥ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΑΠ’ ΟΣΕΣ ΕΙΧΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ. ΗΤΑΝ ΚΙ’ ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΕΡΓΟ ΤΕΧΝΗΣ. ΚΙ’ ΟΤΑΝ ΧΩΡΙΖΟΜΑΣΤΕ, ΔΕΝ ΑΝΑΠΟΛΟΥΣΑ ΤΟ ΤΙ ΕΙΠΑ ΕΓΩ, ΑΛΛΑ ΤΟ ΤΙ ΕΙΠΕ ΕΚΕΙΝΟΣ-ΟΠΩΣ ΑΝΑΠΟΛΟΥΜΕ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΠΟΥ ΜΟΛΙΣ Τ’ ΑΚΟΥΣΑΜΕ ΚΑΙ ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟ ΜΑΘΩΜΕ ΑΠ’ ΕΞΩ ΚΙ ΑΚΟΜΗ ΝΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΩΜΕ ΣΤΟ ΜΟΤΙΒΟ ΤΟΥ ΟΛΟ ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΜΑΣ ΑΙΣΘΗΜΑ.

© “Χαίρε Ναπολέων’, Τάκης Σπετσιώτης, Εκδόσεις Άγρα, 1999, Σελ. 221-222.


 


 

ΠΑΘΟΣ

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ, Τ’ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ, ΠΑΙΡΝΟΥΝ, ΔΕΝ ΞΕΡΩ, ΚΑΤΙ ΑΠ’ ΤΙΣ ΜΠΟΡΕΣ, ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΑΠ’ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΠΟΙΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ ΜΕΣ’ ΣΤΙΣ ΦΛΕΒΕΣ ΣΟΥ, ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΡΜΙ ΣΟΥ ΠΑΛΛΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΡΕΜΕΙ, ΠΑΛΛΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΡΕΜΕΙ ΣΑ ΧΟΡΔΗ…

ΚΑΙ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΝΑ ΚΟΠΑΣΕΙ Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ, ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΕΙ Η ΧΑΡΑ, ΝΑ ΓΑΛΗΝΕΨΕΙΣ,-ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΠΑΛΙ ΑΦΑΙΡΕΜΕΝΑ, ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΣΙΓΑ ΤΟ: Σ’ ΑΓΑΠΩ.

ΓΙΑΤΙ ΚΑΙ ΓΩ, Σ’ ΤΟ ΛΕΩ, ΔΕ Σ’ ΑΓΑΠΩ, ΠΑΡΑ ΜΑΚΡΥΑ, ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΟ, ΣΑ ΣΚΙΑ-ΜΕΣ’ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ…

(1925)

© “Χαίρε Ναπολέων’, Τάκης Σπετσιώτης, Εκδόσεις Άγρα, 1999, Σελ. 314.

 


 

 


ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

 

ΕΙΝΕ ΚΑΠΟΙΟ ΚΑΣΤΡΟ ΜΕΣ’ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ, ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΠΙΑ ΔΕΝ ΚΑΘΕΤΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ. ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΙΣΤΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟ, ΜΕΣ’ ΤΗΝ ΕΡΗΜΟ.

[…]

ΟΙ ΣΑΛΕΣ ΤΟΥ ΕΙΧΑΝ ΑΛΛΟΤΕ ΙΔΩΜΕΝΕΣ, ΑΦΑΝΤΑΣΤΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΕΤΕΣ, ΜΟΝΑΔΙΚΕΣ, ΑΣΥΓΚΡΙΤΕΣ ΛΑΜΠΡΟΤΗΤΕΣ! ΑΥΤΑ ΟΜΩΣ ΤΩΡΑ ΠΑΝΕ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ..

ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ, ΜΟΝΟ ΜΕΣ’ ΤΗΝ ΕΡΗΜΟ…

ΟΙ ΙΠΠΟΤΕΣ ΚΙ’ ΟΙ ΞΑΝΘΕΣ ΟΙ ΠΥΡΓΟΔΕΣΠΟΙΝΕΣ, ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ ΕΙΝΕ ΤΩΡΑ ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ- ΜΕΣ’ ΣΤΙΣ ΧΙΛΙΕΣ ΝΥΧΤΕΣ ΤΟΣΕΣ ΚΑΜΑΡΕΣ ΤΟΥ, ΜΕΣ’ ΣΤΙΣ ΣΤΟΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣ’ ΣΤΟΥΣ ΔΙΑΔΡΟΜΟΥΣ, ΤΩΡΑ ΔΕ ΣΑΛΕΥΕΙ ΜΗΤΕ ΣΚΙΑ. Η ΣΙΩΠΗ ΕΙΝΕ ΤΩΡΑ ΠΥΡΓΟΔΕΣΠΟΙΝΑ-ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ, Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ ΚΙ ΕΡΑΣΤΗΣ, ΠΟΥ ΜΠΑΙΝΟΒΓΑΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΑΡΑΜΑΔΕΣ…

ΚΙ’ Ο ΗΛΙΟΣ;- ΘΑ ΡΩΤΗΣΕΙ ΙΣΩΣ ΚΑΝΕΝΑΣ.

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ: ΔΕΝ ΒΓΑΙΝΕΙ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ ΝΥΧΤΩΣΕΙ-ΚΑΙ ΧΑΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΤΗΝ ΑΥΓΗ. ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΤΟ ΒΛΕΠΕΙ, ΔΕΝ ΤΟ ΞΕΡΕΙ. ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΑ.

[…]

Ω ΠΟΙΟΣ, Ω ΠΟΙΟΣ ΘΑ ‘ΡΘΕΙ ΝΑ ΚΑΤΟΙΚΗΣΕΙ, ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ.

(1925)

© “Χαίρε Ναπολέων’, Τάκης Σπετσιώτης, Εκδόσεις Άγρα, 1999, Σελ. 322.

 


 

 


 

Ο ΔΙΑΛΑΛΗΤΗΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ

 

[…] ΚΑΙ Σ’ ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΜΕΣΑ, ΗΤΑΝ ΜΟΝΟΣ, ΠΑΛΙ ΜΟΝΟΣ, ΔΙΧΩΣ ΜΑΘΗΤΕΣ! ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΙΧΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ! ΜΕΡΙΚΑ ΖΩΑ, ΜΟΝΟ, ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΝ, ΜΕΡΙΚΑ ΖΩΑ, ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΘΗΡΙΑ-, ΚΙ  ΑΥΤΑ, ΜΟΝΑΧΑ, ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΑΝ…

ΚΙ’ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ,-ΑΚΟΜΑ ΚΙ΄ΟΙ ΠΕΡΙΕΡΓΟΙ, ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΑΝ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ-, ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΤΟΝ ΑΦΗΣΑΝ ΚΙ’ ΕΚΕΙΝΟΙ…ΔΕΝ ΕΜΕΙΝΕ ΚΑΝΕΝΑΣ ΣΤΟ ΠΛΕΥΡΟ ΤΟΥ. ΜΟΝΟ ΤΑ ΖΩΑ ΠΛΗΘΑΙΝΑΝ, ΤΡΙΓΥΡΩ ΤΟΥ,-ΩΣΟΤΟΥ ΗΡΘΑΝ ΟΛΑ ΤΟΥΣ ΜΑΖΙ ΤΟΥ…

ΚΙ’ ΑΥΤΟΣ Τ’ ΑΓΑΠΗΣΕ, ΚΙ’ ΑΠΟΜΕΙΝΕ ΚΟΝΤΑ ΤΟΥΣ…

ΤΟΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΕΣΕ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ, ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΜΠΝΕΕΙ ΚΑΙ ΜΑΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ, ΝΑ ΤΟΝ ΑΠΑΛΛΑΞΗ, ΕΝΤΕΛΩΣ, ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΝ ΚΑΝΗ, Σ’ ΟΛΑ, ΟΜΟΙΟ ΜΕ ΤΑ ΖΩΑ,-ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΗ, ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΤΟΥΣ, ΝΑ ΖΗΣΗ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΛΩΣΥΝΗ…

ΚΙ’ Η ΔΥΝΑΜΗ, ΤΟΝ ΑΚΟΥΣΕ, ΚΑΙ ΤΟΥΒΓΑΝΕ ΤΟ ΒΑΡΟΣ,-ΤΟ ΜΕΓΑ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

ΚΙ’ ΕΓΙΝΕ ΕΝΑ ΠΛΑΣΜΑ ΔΙΧΩΣ ΣΚΕΨΗ, ΔΙΧΩΣ ΠΑΤΡΙΔΑ, ΔΙΧΩΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ,-ΕΝΑ ΠΛΑΣΜΑ ΤΑΠΕΙΝΟ ΚΙ’ ΑΠΛΟ, ΔΙΧΩΣ ΚΑΜΜΙΑ ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΟΦΙΑ, ΑΛΛΑ ΓΙΟΜΑΤΟ, ΜΟΝΟ, ΚΑΛΩΣΥΝΗ…

ΚΑΙ ΠΕΘΑΝΕ, ΜΙΑ ΜΕΡΑ, ΠΟΛΥ ΓΕΡΟΣ, Σ’ ΕΝΑ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ.

ΔΕΝ ΕΜΑΘΕ ΚΑΝΕΝΑΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ.

© “Χαίρε Ναπολέων’, Τάκης Σπετσιώτης, Εκδόσεις Άγρα, 1999, Σελ. 323-324.

 


 

 

Ένα πλατάνι γέρικο στη ρεματιά φουντώνει
κι έχει ψηλό το φύλλωμα και το Θεό και το Θεό ανταμώνει,
και τα πουλιά που αγάπησαν, όταν βραδιάζει, πάνε,
κι απ’ το ψηλότερο κλαρί με το Θεό με το Θεό μιλάνε.

Πλάτανε, γέρο πλάτανε κι εγώ σαν τα πουλιά
στο φύλλωμά σου να `τανε, να έχω τη να έχω τη φωλιά,
για να ρωτάω το Θεό που θα `βρω τα φτερά μου,
που θα `βρω την αγάπη μου, που θα `βρω τη χαρά μου.

Πες μου πλατάνι γέρικο με τα ψηλά τα κλώνια,
που μάθαν τα τραγούδια τους, να τραγουδάν να τραγουδάν τ’ αηδόνια,
τα μυστικά τους τα `μαθες και πες μου τα κι εμένα,
να γίνω αηδόνι της νυχτιάς, να τραγουδώ να τραγουδώ θλιμμένα.

Πλάτανε, γέρο πλάτανε κι εγώ σαν τα πουλιά
στο φύλλωμά σου να `τανε, να έχω τη να έχω τη φωλιά,
για να ρωτάω το Θεό που θα `βρω τα φτερά μου,
που θα `βρω την αγάπη μου, που θα `βρω τη χαρά μου.

Που θα `βρω τη χαρά μου, που θα `βρω τη χαρά μου,
που θα `βρω τη χαρά μου.

[Η Τζένη Βάνου (10 Φεβρουαρίου 1939 – 5 Φεβρουαρίου 2014) ήταν Ελληνίδα τραγουδίστρια που διακρίθηκε, με τη χαρακτηριστική φωνή της, για αρκετές δεκαετίες στο ελαφρό και λαϊκό τραγούδι]

 


 

ΟΙ ΜΕΤΑΣΥΜΒΟΛΙΣΤΕΣ

 

Οι μετασυμβολιστές ποιητές, θα μπορούσαν να έχουν ανταποκριθεί στο κάλεσμα του Λαπαθιώτη, να συντονιστούν κάτω από ένα κοινό μανιφέστο (γεγονός που δεν υποτιμά το ίδιο το κίνημα -ας θυμηθούμε για παράδειγμα τον Μπρετόν και «το μανιφέστο του σουρεαλισμού», 1924) και ίσως, συνειδητά πια, να παράξουν συλλογικό έργο. Το γεγονός της μη συνειδητής τους δέσμευσης σε ένα ιδεολογικό πλαίσιο, απ’ την άλλη καθιστά τη μετασυμβολιστική γενιά ποιητών περισσότερο ελεύθερη στην μορφική και θεματική επιλογή και αυτό δικαιολογεί το γεγονός επίσης ότι κάποιοι απ’ τους ποιητές όπως ο Αλέξανδρος Μπάρας προσχώρησαν στον μεταγενέστερο υπερρεαλισμό γράφοντας όμως παράλληλα και μετασυμβολιστικά ποιήματα. Αντιμετωπίζοντας λοιπόν τους μετασυμβολιστές ως ομάδα τα κοινά θέματα τα οποία πραγματεύονται είναι, η ενασχόλησή τους με την κοινωνική πραγματικότητα, με τη φύση, με την αλήθεια, με τη νοσταλγία και τον πόθο της φυγής, με τη μνήμη, με τη θέση του ποιητή απέναντι στον εαυτό του και την ποίηση καθώς και με τις απόπειρες αυτοπροσδιορισμού.

Την ομάδα αυτή αποτελούν, ο Ιωάννης Γρυπάρης (1870-1942) ο οποίος είναι και ο περισσότερος επηρεασμένος από τη σχολή του Παρνασσισμού ιδίως στα πρώτα του ποιήματα. Ο Απόστολος Μελαχρινός (1880-1952) καθιστά σαφή τη γαλλική επιρροή του συμβολισμού και ιδίως του Valéry και του Mallarmé. Ο Φώτος Γιοφύλλης (1887-1981) είναι από τις πιο παραγνωρισμένες μορφές του νεορομαντισμού. Η ποιητική του έχει εξάρσεις που άπτονται του ρομαντισμού αλλά ταυτόχρονα συμπλέκει αριστοτεχνικά τα προστάγματα του μετασυμβολισμού. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1943) «παρουσιάζει συγγένειες με τον αισθητισμό, ενώ παράλληλα η ποίησή του προσανατολίζεται πρός τη μουσική». Στην ποίηση του Κώστα Ουράνη (1890-1953) συμπυκνώνεται η ουσία του ποιητή-κοσμοπολίτη ενώ ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940) ελίσσεται στην ποίησή του, περνώντας διαδοχικά από τον ύστερο παρνασσισμό και ως τον μετασυμβολισμό. Ο Ρώμος Φιλύρας (1888-1942) ένας απ’ τους σημαντικότερους μετασυμβολιστές ποιητές, παρουσιάζει επίσης ποιήματα τα οποία περνάνε και στην αντίπερα όχθη του πρώιμου υπερρεαλισμού. Ο Γιάννης Σκαρίμπας (1893-1984), ο οποίος «πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920, σ’ ένα προχωρημένο, δηλαδή, στάδιο του Μετασυμβολισμού. Ιδιαίτερα γνωρίσματα της ποίησής του η αυτοειρωνεία και ο συνδυασμός ελεγειακών και ανάλαφρων τόνων». Στον Κωστής Βελμύρα η φυγή απ’ την καθημερινότητα γίνεται ρεαλιστική αναγκαιότητα μιας δύσκολης ζωής (1898-1960), ο Τέλλος Άγρας (1899-1944), κριτικός και ποιητής του μεσοπολέμου. Κινήθηκε μεταξύ αισθητισμού, μετασυμβολισμού και νεορομαντισμού. Ωστόσο διαφοροποιείται από τους συγχρόνους του καταβάλλοντας περισσότερο εσωτερικό και υπαρξιακό αγώνα, αρνούμενος να παραθοδεί σε πεισιθανάτιες διεξόδους. Ο Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης (1899-1950) παρουσιάζει όπως και ο Κώστας Ουράνης πολλά στοιχεία κοσμοπολιτισμού στην ποίησή του. Ο Λευτέρης Αλεξίου (1890-1964) παρουσιάζει πολλά ρομαντικά στοιχεία στην ποίησή του και ο Ιωσήφ Ραφτόπουλος (1890-1923) είναι αριστοτέχνης του στίχου ο οποίος εκφράζεται με περισσότερο πεσιμιστικές συνιστώσες. Στον Καίσαρ Εμμανουήλ (1902-1970) η επίδραση του Mallarmé είναι υποδηλωμένη στο σύνολο του έργου του. Ο Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928) κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στους ποιητές της γενιάς του. Ο Αλέξανδρος Μπάρας (1906-1990) ως ένας απ’ τους νεώτερους συνδυάζει τον κοσμοπολιτισμό του Ουράνη με την καβαφική ειρωνεία και τον καρυωτακικό κλαυσίγελο. Ο Μήτσος Παπανικολάου (1900-1943), στενός φίλος του Λαπαθιώτη έγραψε λίγα ποιήματα μέσα στο νεορομαντικό περιβάλλον. Ο Κλέων Παράσχος (1894-1964), κριτικός και ποιητής με έντονα νεορομαντικά στοιχεία αποτύπωσε γλαφυρά τη μεσοπολεμική ατμόσφαιρα μέσω της αυτοβιογραφίας του γραμμένης σε μορφή ημερολογίου. Η Μαρία Πολυδούρη (1902-1930) «συνθέτει μια ποίηση με επικοινωνιακό προσανατολισμό, γραμμένη συχνά στο δεύτερο ενικό» και ο Μιχάλης Στασινόπουλος (1903-2002) έχει σαφώς επηρεαστεί από την Καρυωτακική ποιητική.

Με μέσο όρο γέννησης το 1884 και το 1896 διακρίνουμε δυο ενδοποιητικούς κύκλους που διαφοροποιούν ηλικιακά τους ποιητές και συνεπώς τις εμπειρίες τους όσον αφορά το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο χωρίς ωστόσο η ποίησή τους να διαφοροποιείται ιδιαίτερα από τη μια ομάδα στην άλλη. Η πρώτη ομάδα σταματά, σύμφωνα με την παραπάνω κατάταξη, στο Ρώμο Φιλύρα και η δεύτερη στο Μιχάλη Στασινόπουλο.

Πηγή: Vakxikon; Αγγελική Δημουλή

 


 

 

ΚΑΙ ΘΥΜΑΜΑΙ ΑΚΟΜΑΤΗΝ ΑΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗ ΜΟΥ ΛΥΠΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΟΥΛΑΚΙ-ΣΠΟΥΡΓΙΤΑΚΙ- ΠΟΥ ΤΟ ‘ΧΑΝ ΒΡΕΙ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ, ΠΕΣΜΕΝΟ ΙΣΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΠΟΔΑΡΑΚΙ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟ, ΠΟΥ ΤΟ ‘ΒΑΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΠΕΡΙΠΟΙΗΘΩ ΣΤΟ ΚΟΥΦΩΜΑ ΜΙΑΣ ΜΙΚΡΗΣ ΝΤΟΥΛΑΠΑΣ, Μ’ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΦΥΓΕΙ, ΚΙ ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΑΝΑΠΝΟΗ, ΚΑΙ ΠΟΥ ΤΟ ΒΡΗΚΑ ΝΕΚΡΟ Τ’ ΑΛΛΟ ΠΡΩΙ, ΣΑΝ ΕΝΑ ΚΟΥΡΕΛΑΚΙ, ΤΟ ΚΑΗΜΕΝΟ.

[…] ΚΙ ΕΤΣΙ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΕΚΕΙΝΗ-ΚΙ ΑΚΟΜΑ ΠΙΟ ΠΡΩΤΥΤΕΡΑ-,ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΑ Μ’ ΕΦΕΡΝΑΝ Σ’ ΕΠΑΦΗ ΚΑΙ ΜΕ ΜΥΟΥΣΑΝ ΣΤΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΠΙΝΗΣ ΘΕΑΣ ΜΟΥ-ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ.

[…] ΣΠΟΥΔΑΣΑ ΝΟΜΙΚΑ ΕΝΤΕΛΩΣ ΤΥΧΑΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΑΡΚΕΤΗ, ΜΑΛΙΣΤΑ, ΑΝΤΙΠΑΘΕΙΑ Σ’ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. ΤΟ ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ ΑΥΤΟ ΑΠ’  ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ, ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ ΠΡΙΝ ΕΓΓΡΑΦΩ ΓΙΑ ΦΟΙΤΗΤΗΣ! ΚΙ ΕΦΤΑΣΑ, ΘΕ ΜΟΥ, ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ ΝΑ ΠΑΡΩ ΔΙΠΛΩΜΑ-ΕΥΤΥΧΩΣ ΜΟΝΑΧΑ ΜΕ ‘ΚΑΛΩΣ’… ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΜΟΥ ΣΠΟΥΔΕΣ ΗΤΑΝ ΓΑΛΛΙΚΑ, ΕΓΓΛΕΖΙΚΑ, ΚΑΙ ΠΙΑΝΟ. ΑΠ’ ΑΥΤΑ, ΔΕΝ ΕΠΕΦΕΡΑΝ ΚΑΡΠΟΥΣ ΠΑΡΑ ΤΟ ΠΙΑΝΟ ΚΑΙ ΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ.

[…]

ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΑΥΤΟ ΜΟΥ ΞΥΠΝΗΣΕ ΖΩΗΡΑ ΤΟ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΕΚΕΙΝΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΕΩΣ, ΠΟΥ ΜΟΥ ΔΙΝΕΙ ΠΑΝΤΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΚΑΘΕ ΑΝΤΙΚΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΔΙΚΙΑΣ, ΚΑΙ Μ’ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΜΟΡΦΗ ΑΥΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ-ΑΙΣΘΗΜΑ ΠΟΥ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΑΠΑΡΑΜΕΙΩΤΟ ΝΑ ΜΕ ΚΥΒΕΡΝΑΕΙ. ΚΙ ΟΧΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΙΚΙΑ ΠΟΥ ΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΜΟΥ, ΑΛΛΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ, ΤΟΥΣ ΑΔΥΝΑΤΟΥΣ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ.

ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΟΣΟ ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΑ ΜΠΟΡΩ, ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΜΟΥ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ, ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΩ ΠΩΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΥΡΙΑΡΧΟ , ΤΟ ΜΟΝΙΜΟ, ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ. ΚΙ ΕΝΑ ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΣ ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΚΛΑΔΙ, Η ΒΑΘΕΙΑ, ΒΑΘΥΤΑΤΗ, ΑΝΕΚΑΘΕΝ, ΑΦΟΣΙΩΣΗ ΚΙ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΣΤΑ ΖΩΑ. ΤΑ ΖΩΑ, ΜΕ ΤΗΝ ΟΨΗ ΠΟΥ ΜΑΣ ΔΕΙΧΝΟΝΤΑΙ, ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΙΟ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΜΑΣ-ΤΟΣΟ ΑΔΙΚΗΜΕΝΑ ΚΙ ΑΠ’ ΤΗ ΦΥΣΗ ΟΣΟ ΚΙ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ: ΑΔΙΚΗΜΕΝΑ ΑΠ’ ΤΗ ΦΥΣΗ ΠΡΩΤΑ, ΓΙΑΤΙ ΤΟΥΣ ΛΕΙΠΟΥΝ ΤΑ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΕΦΟΔΙΑ – ΤΑ ΗΘΙΚΑ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ ΜΑΖΙ-ΓΙΑ Ν’ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΟΥΝ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ΠΟΥ ΤΑ ΤΥΡΑΝΝΟΥΝ, ΤΑ ΚΑΤΑΤΡΕΧΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΟΝΤΑΙ ΣΚΛΗΡΑ. ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΕΛΑΧΙΣΤΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΤΑ ΣΥΜΠΑΘΟΥΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΥ ΤΑ ΣΕΒΟΝΤΑΙ ΑΥΤΑ ΚΑΘ’  ΕΑΥΤΑ, ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΕΛΕΙΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥΣ. ΕΝΑΣ ΑΠ’ ΑΥΤΟΥΣ ΕΙΜΑΙ ΚΙ ΕΓΩ. Τ’ ΑΓΑΠΩ ΘΕΡΜΑ, ΑΝΥΠΟΛΟΓΙΣΤΑ-ΠΙΟ ΘΕΡΜΑ ΚΑΙ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΚΙ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ!

[…] ΣΤΟ ΚΙΒΩΤΙΟ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΚΑΤΑΤΕΘΕΙΜΕΝΗ Η ΠΟΛΥΕΤΗΣ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΤΜΗΜΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΤΩΝ ΕΡΩΤΙΚΩΝ ΜΟΥ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ. ΣΤΟΥΣ ΦΑΚΕΛΟΥΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΕΙΝΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΣΜΕΝΗ ΑΠ΄ ΕΞΩ ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΕΛΑΝΙ ΚΙ ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΑΡΔΙΑ! ΜΕΣΑ ΚΕΙ ΕΙΝ’ ΑΡΚΕΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΛΑΒΑ, ΚΙ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΑΚΟΜΑ ΜΕΡΙΚΩΝ ΠΟΥ ΕΣΤΕΙΛΑ, ΚΑΡΤΕΣ, ΚΟΡΔΕΛΙΤΣΕΣ, ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΞΕΡΑΜΕΝΑ, ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΛΥΡΙΣΜΟΙ, ΑΝΑΣΤΕΝΑΓΜΟΙ ΚΑΙ ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΕΣ…

ΤΑ ΚΡΑΤΩ (ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΠΕΤΑΞΕΙ) ΣΑΝ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΜΙΑΣ ΚΑΛΗΣ, ΝΕΑΝΙΚΗΣ ΣΤΙΓΜΗΣ ΤΗΣ ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΜΟΥ ΤΗΣ ΖΩΗΣ, ΠΟΥ ΤΗΝ ΑΝΑΠΟΛΩ ΜΕ ΚΑΠΟΙΑ ΛΥΠΗ, ΣΑΝ ΚΑΘΕ ΤΙ ΔΙΚΟ ΜΑΣ, ΠΕΡΑΣΜΕΝΟ. ΠΕΡΣΙ, ΠΟΥ ΕΠΕΧΕΙΡΗΣΑ ΜΙΑ ΤΑΧΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥΣ, ΒΡΗΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΕΛΕΙΩΣ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΑ, ΠΟΥ ΤΑ ‘ΧΑ ΛΗΣΜΟΝΗΣΕΙ ΕΝΤΕΛΩΣ. Η ΤΑΧΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΕΚΑΝΑ, ΗΤΑΝ ΜΑΛΛΟΝ ΕΝΑ ΘΑΨΙΜΟ ΕΠΙΣΗΜΟ, ΓΙΑΤΙ ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ ΑΝ ΠΟΤΕ ΘΑ ΤΑ ΞΑΝΑΚΟΙΤΑΞΩ. ΕΝΑ “ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥΣ Η ΜΝΗΜΗ!” ΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΕΞΗ ΜΟΥ ΓΙ’ ΑΥΤΑ.

[…] ΟΤΑΝ ΟΜΩΣ ΕΜΑΘΑ, ΚΑΤΟΠΙΝ, ΟΤΙ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΩ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΑΡΩ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ-ΝΑ ΦΟΙΤΗΣΩ ΔΗΛΑΔΗ ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΚΑΠΟΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ, ΚΑΙ ΝΑ ΞΑΝΑΔΩΣΩ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ-, ΤΟΤΕ ΠΑΡΕΤΗΘΗΚΑ ΟΛΟΤΕΛΑ, ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΛΟΣΤΕΙΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΛΟ ΤΟΥΣ.

[…] ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΤΙΣ ΕΠΙΣΗΜΕΣ ΓΙΟΡΤΑΔΕΣ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ, ΥΠΗΡΧΕ ΠΑΝΤΑ ΚΑΤΙ ΠΟΥ Μ’ ΕΜΠΟΔΙΖΕ ΝΑ ΤΙΣ ΧΑΡΩ ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ ΚΑΘΩΣ ΟΙ ΑΛΛΟΙ: ΤΑ ΠΑΣΧΑ ΗΤΑΝ ΓΙΑ ΜΕΝΑ (ΚΙ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ) ΠΕΡΙΟΔΟ ΟΔΥΝΗΣ, ΣΠΑΡΑΓΜΟΥ, ΜΕ ΤΟ ΦΡΙΧΤΟ ΚΑΙ ΒΛΕΔΥΡΟ ΕΚΕΙΝΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΣΦΑΞΙΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΠΙΟ ΑΘΩΩΝ ΖΩΩΝ, ΤΩΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΩΝ ΜΟΥ ΠΡΟΒΑΤΩΝ. ΙΔΙΩΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ, ΒΟΥΛΩΝΑ Τ’ ΑΥΤΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΒΑΜΒΑΚΙ, ΝΑ ΜΗΝ ΑΚΟΥΩ ΤΑ ΒΕΛΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥΣ. ΗΤΑΝ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΑ ΜΕ ΜΙΣΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, ΜΕ ΛΥΣΣΑ ΜΥΣΤΙΚΗ, ΚΑΙ Μ’ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ. ΤΟ ΦΡΙΚΑΛΕΟ ΑΥΤΟ ΕΘΙΜΟ ΕΙΧΕ ΤΕΛΕΙΩΣ ΕΞΟΒΕΛΙΣΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, ΓΙΑΤΙ ΚΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΚΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΛΕΠΤΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΟΙ, ΤΟ ΑΠΟΣΤΡΕΦΟΝΤΟΥΣΑΝ ΣΧΕΔΟΝ ΟΣΟ ΚΙ ΕΓΩ.

[…] ΑΛΛΑ ΚΙ Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ, ΜΕ ΤΟ ΕΠΙΣΗΣ ΒΑΡΒΑΡΟ ΚΙ ΑΠΑΙΣΙΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΣΦΑΓΗΣ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ-ΠΟΥ ΚΙ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΟΜΙΖΩ ΠΑΝΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑ-, Μ’ ΑΓΑΝΑΚΤΟΥΣΕ ΚΑΙ ΜΕ ΚΑΤΑΠΙΚΡΑΝΕ. ΚΙ ΕΤΣΙ, ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΙΟΡΤΕΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ, ΠΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΦΕΡΝΟΥΝ ΤΗ ΧΑΡΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ, ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΗΤΑΝ ΑΠΟΚΡΟΥΣΤΙΚΕΣ. ΚΑΙ ΔΕΝ ΧΑΙΡΟΜΟΥΝ ΠΑΡΑ ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ, ΜΕ Τ’ ΑΘΩΑ ΜΑΣΚΑΡΕΜΑΤΑ ΤΟΥ, ΚΑ Τ’ ΑΝΑΙΜΑΚΤΑ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΤΟΥ ΓΛΕΝΤΙΑ, ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΕΣ ΑΠΟΛΑΥΣΕΙΣ.

ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΑΚΟΜΑ, ΠΟΥ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΑΝΑΠΟΛΩ Μ’ ΑΛΛΙΩΤΙΚΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ, Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ ΕΠΙΜΕΝΕΙ ΠΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΔΥΝΑΤΗ, ΑΝΩΤΕΡΑ, ΚΙ ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΗ.

[…] ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΛΟΙΠΟΝ ΑΡΧΙΣΑ ΝΑ ΒΓΑΙΝΩ ΠΙΟ ΑΡΓΑ, ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΑΡΓΑ, ΚΑΙ ΠΙΟ ΑΡΓΑ-ΩΣΠΟΥ, ΜΕΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΚΕΤΑ, ΕΦΤΑΣΑ ΝΑ ΒΓΑΙΝΩ ΜΟΝΟ ΒΡΑΔΥ, ΤΟΣΟ ΠΟΥ ΟΙ ΟΙΚΕΙΟΙ ΜΟΥ ΜΕ ΛΕΓΑΝ “ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ”. ΑΛΛΑ ΚΙ Η ΜΕΤΑ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΜΟΥ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ, ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΣΤΙΣ ΜΙΚΡΟΣΥΝΟΙΚΙΕΣ-ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ, ΤΟ ΘΗΣΕΙΟ, ΤΗ ΔΕΞΑΜΕΝΗ ΚΑΙΤΟ ΠΑΓΚΡΑΤΙ-, ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΑΚΡΙΒΩΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΕΤΑΙ. ΜΙΑ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ ΒΑΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΕΞΗΓΗΤΗ, ΕΝΑ ΒΑΘΥ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ, Μ’ ΕΣΠΡΩΧΝΕ ΣΤΟ ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΤΗ ΖΩΗ, ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ΤΙΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΤΟΥΣ, ΠΛΑΙΣΙΩΜΕΝΑ, ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΠΙΟ ΚΑΘΑΡΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. ΓΥΡΙΖΑ  ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΚΑΤΟΠΙΝ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΚΙ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ, ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ ΓΕΜΑΤΟ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ…ΚΑΙ Σ’ ΑΥΤΕΣ ΜΟΥ ΤΙΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΟΥΣΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΜ’ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΩ ΣΤΗΝ ΤΥΧΗ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΜΟΥ.

[…] ΗΤΑΝ ΝΥΧΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ, ΩΡΑΙΑ, ΜΕ ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΑΘΑΡΟ,ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΑΝ ΛΑΔΙ, ΟΤΑΝ ΠΕΡΑΣΑΜΕ ΣΙΜΑ ΣΤΗ ΣΚΙΑΘΟ: ΜΟΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΡΑ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑ-ΗΤΑΝ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΚΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΟΛΟΣ ΕΙΧΕ ΚΟΙΜΗΘΕΙ-, ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΤΣΙ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΒΑΠΟΡΙ, ΣΑΝ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΥΡΗ ΣΙΛΟΥΕΤΑ, ΑΝΑΠΟΛΟΥΣΑ ΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, ΚΑΙ Μ’ ΕΠΝΙΓΕ ΕΝΑ ΚΥΜΑ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΩΣ…ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΥΠΟΒΛΗΤΙΚΗ, ΣΤΙΓΜΕΣ ΠΟΥ ΝΟΣΤΑΛΓΩ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΚΟΜΑ ΤΩΡΑ, ΜΕΤΑ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ!…

[…] ΚΙ Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ. ΟΜΟΛΟΓΩ ΠΩΣ ΕΙΜΑΙ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ, ΛΥΠΗΜΕΝΟΣ, ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΜΕΝΟΣ. ΟΧΙ ΠΩΣ ΕΙΧΑ ΠΛΑΣΕΙ ΠΟΛΛΑ ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΤΑ ΣΚΟΡΠΙΣΕ Η ΠΟΥ ΜΟΥ ΤΑ ΔΙΕΨΕΥΣΕ: ΗΜΟΥΝ ΠΑΝΤΑ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟΣ, ΚΙ ΟΙ ΧΙΜΑΙΡΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΕΣ. ΟΥΤΕ ΕΙΧΑ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΦΙΛΟΔΟΞΙΕΣ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΟΡΘΩΣΑ ΝΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΩ. ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΙΣΩΣ ΚΑΝ ΦΙΛΟΔΟΞΙΕΣ. ΔΕΝ ΖΗΤΟΥΣΑ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΓΑΛΗΝΗ, ΤΗΝ ΗΡΕΜΗ ΖΩΗ, ΤΟ ΣΤΟΧΑΣΜΟ. ΚΙ ΑΥΤΑ ΜΠΟΡΩ  ΣΧΕΔΟΝ ΝΑ ΠΩ ΠΩΣ ΤΑ ΚΑΤΟΡΘΩΣΑ. ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΒΕΒΑΙΟΣ ΠΩΣ ΚΑΠΟΙΟΙ ΚΑΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΑΝΑΜΕΤΡΩΝΤΑΣ ΕΤΣΙ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ, ΘΑ ΕΙΧΑΝ ΙΣΩΣ ΤΗΝ ΑΝΟΗΤΗ ΑΦΕΛΕΙΑ ΝΑ ΜΕ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΓΙΑ ΠΟΛΥ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ, ΚΑΙ ΓΙΑ ‘ΠΡΟΝΟΜΙΟΥΧΟ’ ΤΗΣ-ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ! ΕΤΣΙ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠ’ ΕΞΩ.

ΚΙ ΟΜΩΣ ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ!

ΚΙ Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ…

© ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ, Η ΖΩΗ ΜΟΥ, ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗΣ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2009


 

“Η ΖΩΗ ΜΟΥ” ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΑ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗ, ΠΡΩΤΟΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ ΣΤΟ ΕΥΡΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΠΟΥΚΕΤΟ (ΑΠΡ.-ΟΚΤ. 1940), ΤΩΡΑ ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΣΕ ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΤΟΜΟ. ΟΙ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΟΥ ΕΓΓΡΑΦΕΣ ΔΕΝ ΑΦΟΡΟΥΝ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ, ΑΛΛΑ ΦΩΤΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΖΩΗΣ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΥΝΤΡΟΦΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΕΚΙΑ (ΝΕΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ, ΚΟΡΑΗΣ, ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ), ΣΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥΣ (ΗΓΗΣΩ, ΑΝΕΜΩΝΗ, ΝΟΥΜΑΣ) ΚΑΙ, ΕΠΙΣΗΣ, ΣΕ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ, ΣΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ.

© ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ, Η ΖΩΗ ΜΟΥ, ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗΣ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2009


 

Leave a Reply to Anonymous Cancel reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *