Navigation Menu+

DEREK WALCOTT POEMS

Posted on Feb 16, 2015 | 0 comments

 

 

ENGLISH PROFESSOR, CHRISTIAN CAMPBELL, INTERVIEWS CARIBBEAN POET AND PLAYWRIGHT, DEREK WALCOTT, WINNER OF THE NOBEL PRIZE IN LITERATURE 1992:

 

 

Σ’ αυτήν την ιστοσελίδα θα παραθέσουμε αποσπάσματα απ’ το βιβλίο “DEREK WALCOTT POEMS”, “ΝΤΕΡΕΚ ΟΥΟΛΚΟΤ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ”, απ’ τις εκδόσεις Καστανιώτη το 2006, που περιέχει ποιήματα του Ουόλκοτ όπως μεταφραστήκαν απ’ την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουρκ και τον Στέφανο Παπαδόπουλο.

Καθώς βέβαια και την μεταποίησή τους απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη.

 


 

ISLANDS

Merely to name them is the prose
Of diarists, to make you a name
For readers who like travellers praise
Their beds and beaches as the same;
But islands can only exist
If we have loved in them. I seek,
As climate seeks its style, to write
Verse crisp as sand, clear as sunlight,
Cold as the curved wave, ordinary
As a tumbler of island water;
Yet, like a diarist, thereafter
I savour their salt-hunted rooms
(Your body stirring the creased sea
Of crumpled sheets), whose mirrors lose
Our huddled, sleeping images,
Like words which love had hoped to use
Erased with the surf’s pages.
So, like a diarist in sand,
I mark the peace with which you graced
Particular islands, descending
A narrow stair to light the lamps
Against the night surf’s noises, shielding
A leaping mantle with one hand,
Or simply scaling fish for supper,
Onions, jack-fish, bread, red snapper;
And on each kiss the harsh sea-taste,
And how by moonlight you were made
To study most the surf’s unyielding
Patience though it seems a waste. 

© “ΝΤΕΡΕΚ ΟΥΟΛΚΟΤ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ”, εκδόσεις Καστανιώτη το 2006, Αγγελάκη Ρουκ/Παπαδόπουλος

Extract from ‘Derek Walcott: Selected Poems’ edited by Edward Baugh (Faber, £12.99)

 

H μετάφρασή του απ’ τους Αγγελάκη Ρουκ/Παπαδόπουλος, Σελίδες 19 και 21:

 

ΝΗΣΙΑ

 

Το να τα ονομάσουμε απλά είναι η πρόζα

του ημερολογίου, να σε κάνω όνομα

γι’ αναγνώστες που σαν ταξιδιώτες επαινούν

τα κρεβάτια τους και τις παραλίες το ίδιο

αλλά τα νησιά μπορούν μόνο να υπάρχουν

αν σ’ αυτά αγαπήσαμε. Ψάχνω,

όπως το κλίμα ψάχνει το ύφος του, να γράψω

στίχους κριτσανιστούς σαν την άμμο, καθάριους σαν φως

του ήλιου,

κρύους σαν το κουλουριασμένο κύμα, κοινότοπους

σαν ένα ποτηράκι με νερό νησιού

κι όμως σαν κάποιος που κρατάει ημερολόγιο, για πάντα

κρατάω τη γεύση των αλατο-ίσκιωτων δωματίων τους

(το σώμα σου ανακατεύει της ρυτιδιασμένης θάλασσας

τα τσαλακωμένα σεντόνια), που οι καθρέφτες τους χάνουν

την αγκαλιασμένη, κοιμισμένη μας εικόνα,

σαν τα λόγια που ο έρωτας είχε ελπίσει να χαράξει

και τα έσβησαν του κύματος σελίδες.

Έτσι, σαν κάποιος που κρατάει ημερολόγιο στην άμμο

σημειώνω τη γαλήνη που μ’ αυτή ευλόγησες

ορισμένα νησιά, κατεβαίνοντας

μια στενή σκάλα ν’ ανάψεις τις λάμπες

ενάντια στον νυχτερινό ήχο των κυμάτων, προστατεύοντας

την τρεμουλιαστή φλόγα μ’ ένα χέρι,

η απλά καθαρίζοντας ψάρια για το δείπνο,

κρεμμύδια, λαβράκι, ψωμί, κοκκινόψαρα

και κάθε φιλί είχε την τραχιά γεύση της θάλασσας

όπως με το φεγγαρόφωτο σε ανάγκασαν

βαθιά να μελετήσεις του κύματος την ανυποχώρητη

υπομονή, αν και τόσο μάταιη φαίνεται αυτή.

© “ΝΤΕΡΕΚ ΟΥΟΛΚΟΤ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ”, εκδόσεις Καστανιώτη το 2006, Αγγελάκη Ρουκ/Παπαδόπουλος

 


 

 

kolitiria

 

 

Η μεταποίηση απ’ τον Καραγκιόζη του ποιήματος “Νησιά”, Σελίδες 18-21.

 

Όπως η πρόζα ταξιδεύει

αγαπήσαμε τα σαν

φως κύματα

και σ’ ένα ποτηράκι

γιομάτο άμμο σας

εναποθέσαμε αυγά

κάποιων στίχων μας/

καθαρούς τους γαλήνιους νόμους

να γράψω πάνω σου αλάτι

όπως η πρόζα ταξιδεύει/

σε κοινότοπους νους

δικούς μας

με σεντόνια ρυτιδιασμένα

σκεπαστήκαμε

κρατώντας στα δάχτυλα

γεύση θάλασσας/

ημερολόγιο νησιών κρυστάλλινο

και ενός ανέμου οι έπαινοι/

σκυμμένος ήμουν κάτω

από μια νυχτερινή λάμπα

διαβάζοντας τους ήχους

που κάνουν οι σελίδες

κι ΕΣΥ με ευλόγησες

προστατεύοντας μου τα μάτια/

αγκαλιασμένος καθρέφτες

είχες βλέμμα ερωτικό

ποιητή ανυποχώρητε

στο ανελέητο ύψος

τα στήθια σου ας

ονομαστούνε ήθος/

με ύφος απλό

η ανθρώπινη φωνή

ήχος εφήμερος/

κατεβαίνοντας στο υπόγειο

της θάλασσας ν’ ανάψω

ένα καντήλι στους

πνιγμένους όχι όμως

ενάντια σας ψάρια

δίχως μίσος

μονάχα να υπάρχεται κι εσείς/

οι αναγνώστες μου ταξιδιώτες

από μια ήπειρο στην άλλη

επαινούν τις λέξεις/

μες τα δωμάτια

κουλουριασμένες οι ψυχές μας/

λόγια-κοχύλια

παραλίες ισκιοφώτιστες

ώσπου να χαράξεις  ακρογιάλι

ελπίζω πως ορισμένα νησιά

δεν θα μου αρνηθούνε

τα τσαλακωμένα τους ηλιοβασιλέματα

γαλήνια κοιμούνται θανάτου ύπνο

μάταια καθαρίζοντας τα ψάρια

απ’ το κύμα/

μόνη είχε πυρετό φωτιάς

η τρεμουλιαστή φλόγα/

μ’ ένα χέρι χωρίς σώμα

σ’ ανακατεύουμε φεγγαρόφως

μας αναγκάσανε οι νύχτες

να μελετήσουμε κάθε σου φιλί/

κόκκινα ψωμιά

βαθιά δαγκωμένα

ψάχνω λοιπόν να βρω

κάποια νησιά που δεν τα

γεννήσανε οι θάλασσες

εξώγαμα παιδιά του ήλιου.

© 2015, Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry

 


ΜΟΥΣΙΚΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ, Midlake Antiphon

 

 


 

Winding Up, Σελίδες 74 και 76.

I live on the water,
alone. Without wife and children,
I have circled every possibility
to come to this:

a low house by grey water,
with windows always open
to the stale sea. We do not choose such things,

but we are what we have made.
We suffer, the years pass,
we shed freight but not our need

for encumbrances. Love is a stone
that settled on the sea-bed
under grey water. Now, I require nothing

from poetry but true feeling,
no pity, no fame, no healing. Silent wife,
we can sit watching grey water,

and in a life awash
with mediocrity and trash
live rock-like.

I shall unlearn feeling,
unlearn my gift. That is greater
and harder than what passes there for life.

© “ΝΤΕΡΕΚ ΟΥΟΛΚΟΤ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ”, εκδόσεις Καστανιώτη το 2006, Αγγελάκη Ρουκ/Παπαδόπουλος

 

Και η μετάφρασή του απ’ τους Αγγελάκη Ρουκ/Παπαδόπουλος, Σελίδες 75 και 77:

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Μένω στο νερό κοντά

μόνος. Χωρίς γυναίκα και παιδιά

Εκύκλωσα κάθε δυνατότητα

για να καταλήξω σ’ αυτό:

ένα σπίτι χαμηλό δίπλα σε γκρίζο νερό,

με παράθυρα πάντοτε ανοιχτά

μπρος στην ξεθυμασμένη θάλασσα. Αυτά δεν τα διαλέγουμε,

αλλά είμαστε αυτό που φτιάξαμε.

Πονάμε, τα χρόνια περνάνε,

ξεφορτωνόμαστε φορτία αλλά όχι την ανάγκη

του φόρτου. Η αγάπη είναι μια πέτρα

που έκατσε στο βυθό

κάτω από γκρίζο νερό. Τώρα τίποτα δεν ζητώ

από την ποίηση, μόνο ένα αίσθημα αληθινό,

κανέναν οίκτο, καμιά φήμη, καμιά γιατρειά. Σιωπηλή

γυναίκα μου,

μπορούμε να καθίσουμε κοιτάζοντας το γκρίζο νερό

και σε μια ζωή πλημμυρισμένη

μετριότητα και σκουπίδια,

βράχια να σταθούμε στη ζωή.

Θα ξεμάθω το αίσθημα,

θα ξεμάθω το χάρισμα μου. Αυτό είναι σπουδαιότερο

και δυσκολότερο απ’ αυτό που εκεί περνάει για ζωή.

© “ΝΤΕΡΕΚ ΟΥΟΛΚΟΤ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ”, εκδόσεις Καστανιώτη το 2006, Αγγελάκη Ρουκ/Παπαδόπουλος

 


 

 

Η μεταποίησή του απ’ τον Καραγκιόζη

 

kolitiria

 

Μόνος μου όχι από ανάγκη

αλλά για να αποφύγω τον

οίκτο κάποιων παιδιών

κι αγάπες  γυναικείες

δίπλα σε χαμηλό παράθυρο

κατέληξα κάτω απ’ το νερό

σαν γκρίζο σύννεφο

κύματα που δεν τα διαλέγουμε εμείς

σας ξεφορτωνόμαστε χρόνια

κουβαλώντας μια πέτρα θανάτου

δεν ζητώ να σε ξαναφτιάξουμε

θάλασσα απ’ την αρχή

κι η μετριότητά σου ποίηση

κι εσείς σκουπίδια των λέξεων

μια γιατρειά είστε

λανθασμένη

επιζήμιο φάρμακο

πάντοτε ξεθυμασμένη η σκέψη

σε τούτον τον βυθό

εκύκλωσα ολάκερο σκοτάδι

αίσθημα ψαρά που ξέμαθε να κολυμπά

θείο χάρισμα ευλογημένης

φράσης: ‘θα περάσει η ζωή’

στοχασμοί

δυσκολότερο και σπουδαιότερο όμως

το κάθισμα πάνω σ’ ένα βράχο

αληθινό αγνάντεμα

ανοιχτά πανιά

η κάθε μας δυνατότητας

φήμη οίκτου σιωπηλή

κοιτάζοντας τον παγκόσμιο πόνο

με γυναικείο μάτι μητρικά ευσπλαχνικό

© 2015, Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry

 


SAINT LUCIA’S NOBEL LAUREATE DEREK WALCOTT INTERVIEW ON HIS EXTENDED POEM “OMEROS”

 

 


 

 

MIDSUMMER TOBAGO, Σελίδα 72.

 

Broad sun-stoned beaches.

White heat.
A green river.

A bridge,
scorched yellow palms

from the summer-sleeping house
drowsing through August.

Days I have held,
days I have lost,

days that outgrow, like daughters,
my harbouring arms.

© “ΝΤΕΡΕΚ ΟΥΟΛΚΟΤ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ”, εκδόσεις Καστανιώτη το 2006, Αγγελάκη Ρουκ/Παπαδόπουλος

 


 

Και η μετάφρασή του απ’ τους Αγγελάκη Ρουκ/Παπαδόπουλος, Σελίδa 73:

 

ΜΕΣΟΚΑΛΟΚΑΙΡΟ ΤΟΜΠΑΓΚΟ

 

Πλατιές ακρογιαλιές απ’ τον ήλιο μεθυσμένες.

Ζέστη λευκή.

Ένα πράσινο ποτάμι.

Ένα γιοφύρι,

καψαλισμένο κίτρινοι φοίνικες

απ’ το σπίτι που σε θερινή νάρκη

λαγοκοιμάται όλο τον Αύγουστο.

Μέρες που κράτησα,

μέρες που έχασα,

μέρες που μεγάλωσαν πια, και σαν κόρες

αφήνουν το λιμάνι της αγκαλιάς μου.

© “ΝΤΕΡΕΚ ΟΥΟΛΚΟΤ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ”, εκδόσεις Καστανιώτη το 2006, Αγγελάκη Ρουκ/Παπαδόπουλος

 


 

 

Η μεταποίησή του απ’ τον Καραγκιόζη

 

 

kolitiria

 

 

 

Σε λευκό ποτάμι

οι μεθυσμένοι ήλιοι

μεσοκαλοκαιριάζουν

πράσινη κόρη

ένα γιόφυρι ψυχής γίνηκες

Αύγουστε λαγοκοιμάσαι

πλατιές οι ζέστες σου

στην αγκαλιά μιας

αδιόρατης  μέρας

μεγάλωσαν τώρα οι ώρες

λιμάνι με τα χαμένα ακρογιάλια

αφήνεται ο φοίνικας καψαλισμένος

να πενθήσει μοναχός

κιτρίνιασε πια το θερινό μας σπίτι.

© 2015, Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry


 

ouolkot1

 

 

ΟΝΟΜΑΤΑ Ι, Σελίδες 55 και 57:

 

Η φυλή μου άρχισε όπως άρχισ’ η θάλασσα,
χωρίς ονόματα και χωρίς ορίζοντα,
με χαλίκια κάτω απ’ τη γλώσσα μου,
καρφώνοντας αλλιώς με τα μάτια τ’ αστέρια.
Αλλά τώρα η φυλή μου είν’ εδώ,
στο λυπημένο λάδι των λεβάντινων ματιών,
στις σημαίες των ινδιάνικων αγρών.
Άρχισα χωρίς μνήμη,
άρχισα χωρίς μέλλον,
αλλ’ αναζητούσα τη στιγμή
όταν ο νους διχάστηκε απ’ έναν ορίζοντα.
Δεν βρήκα ποτέ κείνη τη στιγμή
όταν ο νους διχάστηκε απ’ έναν ορίζοντα˙
για τον χρυσοχόο απ’ το Μπενάρες,
τον λιθοτόμο απ’ την Καντόνα,
όπως η πετονιά βουλιάζει, ο ορίζοντας
βουλιάζει μες στη μνήμη.
Μήπως λειώσαμε μες στον καθρέφτη
αφήνοντας πίσω τις ψυχές μας;
Τον χρυσοχόο απ’ το Μπενάρες,
τον λιθοτόμο απ’ την Καντόνα,
τον χαλκεργάτη απ’ το Μπενίν.
Ένας θαλασσαετός στριγκλίζει από το βράχο
κι η φυλή μου άρχισε σαν τον ψαραετό
μ’ εκείνη την κραυγή,
εκείνο το τρομερό δισύλλαβο,
εκείνο το Εγώ!
Πίσω μας ο ουρανός όλος διπλώθηκε στα δυο,
όπως η ιστορία διπλώνεται πάνω απ’ την πετονιά,
και ο αφρός όλα μάς τ’ άρπαξε
με τίποτα στα χέρια μείναμε,
μόνο μ’ αυτό το κομμάτι ξύλο
για να χαράξουμε τα ονόματά μας πάνω στην άμμο,
που η θάλασσα έσβησε ξανά, πάνω στην αδιαφορία μας.

© “ΝΤΕΡΕΚ ΟΥΟΛΚΟΤ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ”, εκδόσεις Καστανιώτη το 2006, Αγγελάκη Ρουκ/Παπαδόπουλος


 

anotherlife

 

Αν και αμεταποίητο το ποίημα ΟΝΟΜΑΤΑ Ι απ’ τον Καραγκιόζη παραθέτουμε το ποίημα του Καραγκιόζη:

ΚΟΛΑ ΧΑΡΤΙ ΟΛΟΛΕΥΚΗ

Πιο ‘κει

λιγάκι παρά πέρα

η μοίρα των ήλιων

επώδυνα ανήλικη

ουρανέ αστροξεσκέπαστε

τους πόθησες παιδιά σου

να γεννηθούνε

σ’ αμμόλοφους ξαπλωμένους

μιας γης αλλοιώτικης

αλλοτινής στην έρημο

ελαφροπόδαροι ξεκουράζονται

επιτέλους αψυχοφόροι

εξ ου και το νέκταρ καμπούρας

τόση η αλληλεγγύη σου σύμπαν/

ας προφυλαχτούμε λοιπόν

απ’ τις σάρκες

έτσι όπως είμαστε

αγωγοί ελπίδας

μεταφέρουμε τον θάνατο

από κορμί σε κορμί

ατελείωτα προσωρινοί

ω Άγγελε διψασμένε

με τα βουερά σου χείλη

βουβά ακουμπισμένα

στη σιωπή

μυρωδιές φιλιών από λουλούδια

και τ’ αγγίγματα όλα εξωστρακισμένα

λίγο έλεος πότισέ μας

θεέ με το ευγενικό σου πηγούνι

ν’ ανθίσουν πάνω στους ώμους

κραυγές πουλιών

απόκριες της μεγάλης οργής

πλησιάζουν

ντυθείτε απανθρακωμένα κοάλα

ή ίσως ελέφαντες που

ελαχιστοποιούνται

απόρθητες οι πηγές σου ποίηση

βλαστάρια μνήμης

βράχια δίχως προορισμούς

και θάλασσες πολλές

πηγαινοέρχονται

αποξηραμένοι οι πόνοι

δάχτυλα-κύματα

ξεβράζουν στίχους-κοχύλια

σε ακρογιάλια βουνόκορφα

οι άνεμοι στα κελλιά τους

αιχμαλωτισμένοι προσκυνητές

σου ανθρώπινη γνώση

μοιρολόγια

βαθιά ριζωμένα στα ηλιοβασιλέματα

από κούφια παράθυρα

ανατολές ήλιων δραπετεύετε

ξεχύνεσαι στο λησμονημένο φως

ανθρώπινε κόπε

ελπιδοφόρος ήταν κάποτε

ο πολιτισμός που

κέρδισε βραβείο

‘του πιο καταστροφικού

πολέμου’

μια κόλα χαρτί

στα αθώα σου χέρια

πλάθεται πόρνη ολόλευκη

ελγίνειο μάρμαρο

ερμαφρόδιτα ομοφυλόφιλο

πορφυρωμένο δόντι φυτοφάγο

θα χαράξει η αυγή της

ανάσας σου

ιδέες πλεούμενα του χρόνου

γιατροσόφια οι σκέψεις.

Είδα μέσα σας περιστέρια

ουρανούς να χλιμιντρίζουν

και πρόσθεσα γαλάζιο πολύ

χάδι της θάλασσας

ύστερα σκαρφαλώσαμε

σε ώμους λόφων

αγνάντεψε μάτι ως πέρα

ήτανε αμμουδεροί οι ήλιοι.

© 2015, Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry

 


 

MUSIC INTERVAL: OMNIA: PAGAN FOLK LORE

 

 

 


 

ΟΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

 

 

ρουκ

 

 

Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Σπούδασε στην Αθήνα, στη Νότια Γαλλία και στην Ελβετία, στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Είναι διπλωματούχος της Σχολής Μεταφραστών και Διερμηνέων (Αγγλικά, Γαλλικά και Ρωσικά).
Ξεκίνησε να δημοσιεύει ποίηση της το 1956 στη “Καινούργια Εποχή”. Έχει επίσης δημοσιεύσει πολλά άρθρα και δοκίμια για την ελληνική ποίηση, καθώς και μεταφρασμένα ποιήματα σε περιοδικά και εφημερίδες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Έχει εκδώσει πάνω από 20 προσωπικές ποιητικές συλλογές.

Το 1962 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης (Prix Hensch) στη Γενεύη. Το 1985 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 2000 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη. Από τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών της απονεμήθηκε το Κρατικό βραβείο ποίησης για το 2012.

Πολλά από τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες και αρκετά ποιήματά της συμπεριλαμβάνονται σε παγκόσμιες ποιητικές ανθολογίες.

 

 


 

 

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

 

ο 37χρονος Έλληνας ποιητής Στέφανος Παπαδόπουλος, που ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ, βραβεύτηκε με το Jeanette Haien Ballard Writer’s Prize. Έχει τρία βιβλία ποίησης στο ενεργητικό του – το τελευταίο, «The Black Sea» (εκδ. Sheep Meadow Press), ελληνιστί «Η Μαύρη Θάλασσα» καταπιάνεται με τις δοκιμασίες των προγόνων του, των Ποντίων της Μαύρης Θάλασσας και της Μικρασίας – και άλλες διεθνείς διακρίσεις, ενώ «Η Μαύρη Θάλασσα» μεταφράστηκε στα ελληνικά από την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και αναζητά εκδότη.

 

παπαδοπουλος

 

Απ’ το  Athens voice:

«Η Μαύρη Θάλασσα», εστιάζει αποκλειστικά στους Ποντίους της Μαύρης Θάλασσας και της Μικρασιατικής Καταστροφής. Είναι ένα βιβλίο διαφορετικό από τα προηγούμενά μου, ένα βιβλίο με «σονέτα» που εξερευνά τα όσα υπέφεραν οι πρόγονοί μου. Ο παππούς μου από την πλευρά του πατέρα μου γεννήθηκε στη Σαμψούντα και μεγάλωσα ακούγοντας ιστορίες για τις δοκιμασίες των Ποντίων. Ο πατέρας μου (NONDA 1922-2005), που ήταν από τους λίγους Έλληνες καλλιτέχνες που έκαναν καριέρα στο μεταπολεμικό Παρίσι, ποτέ δεν ξέχασε την ποντιακή του ταυτότητα. Με ενθουσίασε η ιδέα της «κληρονομημένης μνήμης» και αναρωτήθηκα τι ήταν αυτό που με συνέδεε τόσο ισχυρά με μέρη και ανθρώπους που ποτέ δεν γνώρισα. Έτσι ξεκίνησα να γράφω ποιήματα που φαντάζονταν «φωνές» από το παρελθόν να αφηγούνται τις ιστορίες τους, όλα μέσα στο πλαίσιο της φρίκης που ακολούθησε μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης. Τότε, μη έχοντας μια καθαρή εικόνα του πώς έμοιαζε το τοπίο και νιώθοντας ψεύτης, πήρα τη μηχανή μου, ξεκίνησα από την Αθήνα και διέσχισα όλη την Ανατολία και τη νότια ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Εξερεύνησα παλιά ελληνικά χωριά, τη γενέτειρα του παππού μου, τα βουνά, την ακτή. Απλά έβλεπα και άκουγα. Καμιά φορά ένιωθα πως η ποίηση είναι ο τρόπος μου για να διατηρώ την παιδική μου ηλικία, να διατηρώ εκείνες τις μνήμες χωρίς την παραλυτική επίδραση της νοσταλγίας.

Σε συνέντευξη που έδωσε μετά την απονομή του βραβείου δήλωσε έκπληκτος καθώς δεν ήξερε τίποτα για το βραβείο και δεν είχε κάνει αίτηση. «Η ποίηση είναι μοναχική τέχνη. Δουλεύεις μόνος, για πολύ καιρό, και με το πέρασμα του χρόνου αποκτάς ανοσία στην απόρριψη που δέχεσαι. Συνηθίζεις στο γεγονός ότι η ποίηση δεν είναι αληθινή δουλειά και κανείς δεν σου ζήτησε να την κάνεις. Στις καλές τέχνες, οι άνθρωποι που αγαπούν αυτό που κάνουν κατά κανόνα τιμωρούνται γι’ αυτό από την κοινωνία με το να μην πληρώνονται. Στις ΗΠΑ, συγγραφείς σαν εμένα που δεν είναι κομμάτι του πανεπιστημιακού συστήματος βρίσκονται κάπως στο περιθώριο και δυσκολεύονται να παραμείνουν εντός της «λογοτεχνικής σκηνής», δήλωσε ο ίδιος.

 

THE BLACK SEA: The refugees

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Leave a Reply to Anonymous Cancel reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *