Navigation Menu+

KATERINA ANGHELAKI ROOKE (1939-21 January 2020)

Posted on Jan 22, 2020 | 0 comments

 

Image result for κατερινα αγγελακη ρουκ

Αποσπάσματα από Συνεντεύξεις της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ (1939-21 Ιανουαρίου 2020), και Λίγα της Ποιήματα.

IN HONOUR AND MEMORY OF THE HELLENIC POETESS…

 


 

Πενήντα χρόνια αργότερα, στην τελευταία σας ποιητική συλλογή, στον Ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (2005), γράφετε για την «Άλλη μοναξιά», που «μεγαλώνει τα χάσματα». Αλλά έχει ο πόνος της μοναξιάς ηλικία; Ωριμάζει ή εξαντλείται ποτέ;

Πενήντα χρόνια αργότερα μιλάω για μια «άλλη μοναξιά»: τη μοναξιά του θνητού. Όταν η ηλικία σε κάνει όλο να πλησιάζεις προς το θάνατο, είτε των αγαπημένων σου, είτε τον δικό σου. Τα χάσματα που μεγαλώνουν είναι όταν συνειδητοποιείς πως αυτή την εμπειρία ποτέ δε θα μπορέσεις να τη μοιραστείς με κανέναν, όση φιλία και κατανόηση και να σου ‘χουν δείξει οι άνθρωποι.

 


 

Πολύ λίγα πράγματα αφήνει πίσω του, ένας άνθρωπος, όσο γνωστός ή διάσημος κι αν είναι,  όταν πεθαίνει. Μα παράξενο πράμα είναι, ότι μπρος στο απόλυτο τίποτα και το ολότελα καθόλου, αυτά τα πολύ λίγα πράγματα μοιάζουν από μόνα τους μ’ έναν ολάκερο κόσμο.

Μενέλαος Καραγκιόζης

 


 

-Τι είναι η ποίηση;

Η ζωή μου είναι. Άλλοι έχουν τη θρησκεία, άλλοι τα παιδιά τους, εγώ την ποίηση.

 


 

Δημοσία δαπάνη η κηδεία της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ, θα ταφεί στην Αίγινα

 


 

LITERATURE, 10.04.2018

Πόσο μεγάλη είναι η ευθύνη ενός σύγχρονου ποιητή που καλείται να γράψει σε μια γλώσσα στην οποία γράφεται ποίηση ανελλιπώς για 3000 χρόνια;

Η ερώτησή σας αυτή είναι πολύ ωραία και κατά σύμπτωση είναι κάτι που λέω πάρα πολύ συχνά και γι’ αυτό το λόγο χαίρομαι που με ρωτάτε. Ανήκω στην ποιητική γενιά του ’60, μια γενιά που αν και έχει στους κόλπους της  το Νόμπελ του Σεφέρη άφησε πίσω της το κόμπλεξ αυτό και δεν είπε: «Τι θέλω και γράφω ποιήματα με τον Όμηρο πίσω μου και το Νόμπελ;» Προχωρήσαμε μπροστά για να μιλήσουμε για την Ελλάδα της εποχής, για την πραγματικότητά μας.

Πότε γράφει κανείς ποίηση; Όταν δονείται από το πάθος των συναισθημάτων ή όταν απομακρύνεται από αυτό και βλέπει καθαρότερα;

Εκείνο που νομίζω εγώ, γιατί με έχει απασχολήσει κι εμένα αυτό το θέμα, είναι ότι γράφει κανείς όταν δονείται από το πάθος, και συνήθως πρόκειται για μια έντονη δόνηση, αλλά όταν περάσει ο καιρός και ωριμάσει το «φρούτο» μπορεί και να το πετάξει. Μπορεί δηλαδή να έχει αποτύχει αλλά η πρώτη δόνηση, η πρώτη έκρηξη έρχεται από την πίεση ενός πάθους.

Πότε περιορίζεται η ποιητική δύναμη ενός ποιητή;

Ο καθένας έχει τα όριά του. Ο αληθινός ποιητής— και με αυτό τον χαρακτηρισμό αναφερόμαστε τόσο στο ποιοτικό αποτέλεσμα της δουλειάς όσο και στην ψυχολογία του— αν είναι αληθινός ποιητής γράφει ποίηση επειδή τον πιέζει η καρδιά και η ψυχή του. Υπάρχουν όμως και άλλοι που  είναι υποκριτές, οι οποίοι θέλουν να δείξουν ένα πρόσωπο για προσωπικούς λόγους, συνήθως απαίσιους. Αλλά ο αληθινός ποιητής είναι αυτός που πραγματικά ξεχειλίζει και συνήθως, αν είναι έντονο το ξεχείλισμα είναι και καλός ποιητής. Επίσης η ποίηση είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τη νιότη. Ποιος είναι νέος και όταν ερωτεύτηκε δεν έγραψε ένα ποίημα; Εγώ δεν ξέρω κανέναν. Επειδή η ποίηση είναι προϊόν της νιότης. Από εκεί και πέρα όμως πρέπει να επιμείνει και όταν επιμείνει έχει πια άλλα θέματα να αντιμετωπίσει. Έτσι λοιπόν ένας ποιητής περιορίζεται από τα προσωπικά του όρια.

 Είναι απαραίτητο ένας ποιητής να ζει «ποιητικά», να είναι δηλαδή αφοσιωμένος αποκλειστικά στην ποίηση, για να μπορέσει να γράψει καλή ποίηση;

Ναι, ψυχολογικά μπορεί να είναι αλλά βιωματικά δεν μπορεί να είναι, επειδή πρέπει να ζήσει και μέσα στη ζωή υπάρχουν και τα δύσκολα και τα εύκολα. Κι αυτά είναι που τον εμπνέουν για να γράψει.

-«Ο καθείς και τα όπλα του», έλεγε ο Ελύτης. Τα δικά σας όπλα στην υπηρεσία της ποίησης ποια είναι;

Πιστεύω ότι ο Ελύτης εννοούσε αυτά τα όπλα, τα οποία μας δίνει η ζωή και είναι διαφορετικής υφής για τον καθένα από εμάς. Νομίζω πως αυτό που με ώθησε στην ποίηση είναι πρώτα το περιβάλλον μου, οι γονείς μου οι οποίοι ήταν πάρα πολύ μορφωμένοι, το γεγονός ότι ήμουν βαφτιστικιά του Καζαντζάκη και το γεγονός ότι είχα την αναπηρία αυτή από μικρή, από γεννησιμιού μου δηλαδή και αντέδρασα έντονα σ’ αυτή. Δεν μου δημιουργήθηκε κανενός είδους κόμπλεξ αλλά πολεμούσα και είναι ένας πόλεμος η ζωή και καθένας μας έχει τα δικά του προβλήματα αλλά και διαφορετικές πανοπλίες για να τα αντιμετωπίσει.

Μιλήστε μας λίγο για τη σχέση σας με τον νονό σας, τον Νίκο Καζαντζάκη

Δυστυχώς, ενώ είχα αυτή τη μεγάλη χαρά στη ζωή μου δεν τον γνώρισα ποτέ, δεν τον είδα ποτέ ως φυσική παρουσία, επειδή έφυγε μετά τη βάφτισή μου. Με σημάδεψε βαθιά όμως. Οι γονείς μου τον λάτρευαν, ο πατέρας μου ήταν και δικηγόρος του. Υπάρχουν βέβαια τα γράμματα που μου είχε γράψει, τα οποία έχουν μάλιστα εκδοθεί. Έζησα όλη μου τη ζωή κάτω από τη σκιά του. Δε θυμάμαι πότε τον πρωτοδιάβασα. Ήμουν πάρα πολύ μικρή σίγουρα. Για εμένα η «Οδύσσεια» είναι ένα απίθανο έργο, είναι το αγαπημένο μου.

 

Ήταν λοιπόν για εσάς ο Νίκος Καζαντζάκης το «χρυσό σκουφί του νου» σας;

Ήταν πιο πολύτιμος κι από ένα ολόχρυσο σκουφί. Θα ήθελα βέβαια να τον είχα αγγίξει, να του είχα μιλήσει προσωπικά, να του είχα απευθύνει τα ερωτήματά μου για όλα όσα το έργο του είχε εμφυσήσει μέσα μου.

Πιστεύετε ότι σήμερα ο κόσμος τον γνωρίζει όσο θα έπρεπε;

Δεν ξέρω αλλά νομίζω ότι δεν προσεγγίζουν πλέον σήμερα τους συγγραφείς και τους ποιητές. Τους μεταφέρουν βέβαια στην οθόνη, κάνουν εκδηλώσεις γι’ αυτούς αλλά μέχρι εκεί.

 

Εκτός από τον Καζαντζάκη ποιος άλλος μεγάλος του πνεύματος σας επηρέασε;

Κοιτάχτε, μεγαλώνοντας και μαθαίνοντας ξένες γλώσσες και επειδή σπούδασα στη Γαλλία με επηρέασε ο Μποντλέρ και όλοι αυτοί οι μεγάλοι της γενιάς του με είχαν καταδιαλύσει. Και βέβαια με τα ρωσικά που ήξερα, είχα άλλωστε και νταντά Ρωσίδα, και μετά σπούδασα αγάπησα τους Ρώσους δημιουργούς.

Αν γράφατε εσείς σήμερα «γράμμα σε έναν νέο ποιητή» τι θα τον συμβουλεύατε να κάνει;

Όπως έχω πει πολλές φορές αυτό που πρέπει να κάνει ένας νέος στις μέρες μας είναι να μην πέσει θύμα της σημερινής θεότητας που είναι το χρήμα. Να μην ονειροπολεί αλλά να έχει απόλυτη αίσθηση ότι η δύναμη που κυβερνάει σήμερα είναι το κέρδος και το χρήμα. Και θα το λέω πάντα αυτό. Ελπίζω ότι οι νέοι δε θα το έχουν εντελώς συνηθίσει αλλά σίγουρα με πιάνει θλίψη να βλέπω τους νέους αποξενωμένους μεταξύ τους να κάθονται σε ένα τραπέζι και να απασχολούνται με τα μηχανήματα τους. Έτσι ποίηση δεν μπορεί να γίνει.


 

“Η ευλογία της έλλειψης”

Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου

ό,τι μου λείπει με προστατεύει

από κείνο που θα χάσω

όλες οι ικανότητές μου

που ξεράθηκαν στο αφρόντιστο χωράφι της ζωής

με προφυλάσσουν από κινήσεις στο κενό

άχρηστες, ανούσιες.

Ό,τι μου λείπει με διδάσκει

ό,τι μου ‘χει απομείνει

μ’ αποπροσανατολίζει

γιατί μου προβάλλει εικόνες απ’ το παρελθόν

σαν να ‘ταν υποσχέσεις για το μέλλον.

Δεν μπορώ, δεν τολμώ

ούτ’ έναν άγγελο περαστικό

να φανταστώ γιατί εγώ

σ’ άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους

κατεβαίνω.

Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν

έγινε φίλη καλή

μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.

Στέρησέ με –παρακαλώ το Άγνωστο–

στέρησέ με κι άλλο

για να επιζήσω.

 


 

 

ΤΟ ΒΗΜΑ, 01.04.2018

 

ΑΠΟΡΡΙΨΗ

«Η απόρριψη σημαίνει ελευθερία διότι πλέον δεν χρειάζεται να παλεύεις να αποδείξεις ότι έχεις και κάποια αξία, αν και είσαι άσχημη. Όταν οι άλλοι μάς έχουν απορρίψει είναι ευτυχία, γιατί δεν εξαρτάται από εκείνους η εκπλήρωση των ψυχικών αναγκών μας. Οπότε μπορεί κανείς να συγκεντρωθεί στον εαυτό του, να μπει μέσα και να ανακαλύψει πηγές συγκίνησης και χαράς».

ΜΟΙΡΑ

«Όταν ήμουν καλά, έλεγα “α, τι καλά”. Άκουγα που λέγανε “κυνηγάω την ευτυχία!”. Είναι δυνατόν να κυνηγάς ένα άδειο σύννεφο; Εάν σου ‘ρθει, σου ‘ρθε. Γι’ αυτό υπάρχει και ο όρος “μοίρα”. Να άλλος ένας πολύπλοκος ορισμός, άλλη μια έννοια που ο καθένας συλλαμβάνει διαφορετικά. Όμως υπάρχει κάτι… Όπως δεν ξέρουμε πώς ήρθαμε σε αυτόν τον κόσμο και πώς θα φύγουμε και δεν θα μάθουμε ποτέ και το γιατί, έτσι και η μοίρα είναι μια λέξη που ακριβώς προσδιορίζει αυτό το άγνωστο που μας κυβερνά. Είναι ένας αβέβαιος προσδιορισμός και γι’ αυτό είναι τόσο σωτήριος».

ΧΩΡΙΣΜΟΣ

«Χωρίζω, αφού είναι ένα ψέμα πια στη ζωή μου η ύπαρξη του μέλλοντος. Από το μέλλον χωρίζω. Ξέρω τα πάντα κάτω απ’ την τεράστια σκιά του θα ζω, μ’ αυτό το ΘΑ που αναβοσβήνει σταθερά παίζοντας με την ελπίδα. Όμως συγκεντρώνομαι πια στο ΤΩΡΑ. Οι στιγμές, οι ώρες, οι μέρες, κυλάνε στο παρόν. Και ξαφνικά κάτι σαν γέλιο ακούγεται μέσα μου: “Ούτε μιαν ανάσα δεν παίρνεις– λέει μια φωνή – “χωρίς να στηρίζεσαι στην αοριστία του μέλλοντος”. Τότε, λέω, ο χωρισμός αναβάλλεται. Για πάντα». (Από το βιβλίο «Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο»)


Ο ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΤΡΟΥ

Περιπλανιέμαι

ταγμένος στο κατόρθωμα

και στον έρωτα του ήρωα

ταξιδεύω της ποίησης μοναχικός

μ’ ένα μπαστούνι.

Πολλές οι πασχαλιές της δόξας

κι εγώ στη σκιά τους τραγουδώ

την απόσταση του ονείρου

έτσι όπως πας

με τους Κενταύρους

και μεθυσμένος τραβάς το τόξο της θάλασσας

διάγραμμα ηλιακό

με αναθρέφεις

με το δικό μου το τραγούδι.

Τέτοια είν’ η μοίρα μας

να με γεννάς, να σε γεννώ

πότ’ εσύ μπρος με την πράξη

πότ’ εγώ με προφητείες

κάτω απ’ τ’ άστρα, μοναδικοί

να φτιάχνουμε το παραμύθι.


“Όταν σου σφίγγει το χέρι η κυρά Κατερίνα

είναι σα να σε αγγίζει ο Καζαντζάκης

αφού εκείνος την βάπτισε

δικαιολογημένα λοιπόν ανατριχιάζεις”

Μενέλαος Καραγκιόζης

 ΑΙΓΙΝΑ, ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2016


 

Τροπικός, Μεγαλέξαντρε

φάνηκες μες στις εποχές

τυφλός της άνοιξης

με το ποτάμι οδηγό

στο Δέλτα ουρανού και γης

σου μέλλεται μια πόλη.

Να κι ο τσιγγάνος

με το πολύφυλλο αίμα

τ’ αυτί κολλημένο στο χώμα

μετράει το βήμα σου.

Θεατής το φως

απολαμβάνει την τροχιά σου

ξανθέ

πόσο θα κρατήσει το καλοκαίρι

της τρέλας; Γερνάν οι θεοί

τους χαϊδεύεις τα γόνατα

με τα δάχτυλα πλάθεις

τα λαρύγγια των πετεινών

τους μαθαίνεις το ξημέρωμα

βγαίνεις απ’ τη φωλιά του χρόνου

χλωρός

νίβεσαι στο φως

ξανθός

της σφήκας ή του έρωτα

μαγικός κύκλος

ζεστός έρχεσαι στ’ όνειρό μου

με τα νεκρά χελιδόνια του χειμώνα

απόμακρος

άπειρες ροδοδάφνες σε πικρίζουν

ταξιδεύεις με την Αρκούδα

κι ο Μινώταυρος τεντώνει το λαιμό στ’ αηδόνι.

Όπως αγγίζω τη σφαίρα

στρέφονται ανατολικά τα λιμάνια

μελτέμια, ξάρτια

κι εσύ θαλασσινός

τυραννάς το νερό και τ’ αλάτι

τους παλιούς καταλύτες της Ιστορίας

σαν θα πέσει η Βασιλεία των Ουρανών

και σεμνή η αμοιβάδα θα ξαναρχίσει την τελετή.


ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ 24/7, 27.07.2017

Ένα ποίημα γράφεται όπως γίνεται μια οποιαδήποτε πράξη στη ζωή. Το δύσκολο με το ποίημα είναι ότι δεν αναγγέλλει ποτέ την άφιξή του. Έρχεται απρόσκλητο. Η συγγραφή ποίησης δεν είναι καθόλου κοπιαστική. Όταν έρχεται είναι σαν ευλογία. Αυτό τον καιρό δεν γράφω ποίηση.

Γιατί;

Δεν υπάρχει γιατί. Δεν έρχεται η επίσκεψη. Κι η ποίηση είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τη νιότη κι η νιότη με τον έρωτα. Υπάρχει κι ενός άλλου είδους ποίηση φυσικά, που τη γράφουν οι υπερήλικες. Στην Ανορεξία της ύπαρξης προσπαθώ να εκφράσω μέσα απ΄ την ποίηση την φοβερή εμπειρία της ηλικίας.

Δεν θα έλεγα ότι συμφιλιώνομαι με το χρόνο. Μόνο που υπάρχουν κάποιες στιγμές στις οποίες αισθάνομαι αρκετή δύναμη μέσα μου για να εκμεταλλευτώ ως και το τελευταίο λεπτό που θα μου δώσει. Ένα επίσης από τα θετικά στοιχεία είναι που έχω κάνει ασκήσεις με τον εαυτό μου.

Τι είδους ασκήσεις;

Να ζει χωρίς την έννοια και την αίσθηση και τη σύλληψη του μέλλοντος. Δηλαδή, να ζω το τώρα όσο γίνεται πιο τώρα. Δεν νομίζω ότι το μέλλον μου είναι χρήσιμο.

Η σχέση σας με την πολιτική ποια ήταν;

Πάντα ήμουνα Αριστερή. Χωρίς να είμαι φανατική κομμουνίστρια, αλλά πάντα ήμουνα στην Αριστερή μεριά. Έπαιξαν ρόλο και ο Καζαντζάκης και ο πατέρας μου και όλη μου η οικογένεια. Μόνο που δεν σημαίνει το Αριστερός τίποτα σήμερα. ‘Όλα έχουνε γίνει ένα κουβάρι.

Πιστέψατε ποτέ στο θείο;

Όχι, δεν πίστεψα ποτέ στο Θεό. Αυτό είναι ένα από τα πράγματα για τα οποία λυπάμαι.. Βέβαια, και η οικογένειά μου δεν ήταν θρησκευόμενη. Αλλά πάντα ζήλευα τους πιστούς. Δεν έχω ζηλέψει στη ζωή μου κάτι άλλο.

Σε τι ελπίζετε, κυρία Ρουκ;

Ελπίζω να μην υποφέρω μέχρι το τέλος της ζωής μου. Αυτό το ελπίζω.!


Η ανορεξία της ύπαρξης (2011). Το ποίημα «Ποιητικό υστερόγραφο»

Τα ποιήματα δεν μπορούν πια

να ’ναι ωραία

αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.

Η πείρα είναι τώρα

το μόνο σώμα των ποιημάτων

κι όσο η πείρα πλουταίνει

τόσο το ποίημα τρέφεται κι ίσως δυναμώσει.

Πονάν τα γόνατά μου

και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,

μόνο τις έμπειρες πληγές μου

μπορώ να της χαρίσω.

Τα επίθετα μαράθηκαν·

μόνο με τις φαντασιώσεις μου μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.

Όμως πάντα θα την υπηρετώ, όσο βέβαια εκείνη με θέλει

γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ

τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου


 

ΛΕΥΚΑΔΑ ΖΕΙΝ, 11.07.2017.

Ο καθένας κοιτάζει τον εαυτό του.

Όχι μόνο από τη γνωστή εγωπάθεια και την εγωμανία, αλλά από πραγματική ανάγκη να επιζήσει. Δεν είναι μόνο εγωισμός, είναι και εγωκίνδυνος.

Παράλληλοι μονόλογοι.

Ο διάλογος αποκτά ουσία, όταν ο ένας κερδίζει από αυτό που θα πει ο άλλος και διευρύνει τους νοητικούς του ορίζοντες.

Σε σας πώς έγινε ο διάλογος στο βιβλίο;

Ούτε εγώ κατάλαβα. Έγινε αυθόρμητα. Έγραφα κάτι το έπαιρνε o Bίκτωρ, το διάβαζε και έγραφε το δικό του. Διάβαζα το δικό του, απαντούσα. Αυθεντικός λόγος δύο ποιητών. Γνωριζόμασταν ελάχιστα τότε. Το δώσαμε στον καρδιακό μας φίλο Philip Ramp να κάνει τη μετάφραση. Η έκδοση είναι δημιούργημα του Bίκτωρ και τη χαίρομαι πάρα πολύ. Με ενδιέφερε πολύ σαν εμπειρία.

(Το βιβλίο «Άνθρωπος & Χρόνος. Human Time» της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ και του Δημήτρη Βίκτωρ, σε μετάφραση Philip Ramp, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Public.)

Εδώ δεν υπάρχει το εγώ.

Υπάρχει ο άνθρωπος και ο χρόνος.

Πιστεύετε ότι θα επιζήσει η ποίηση;

Kάπου μέσα μου νομίζω πως ναι. Όλα αυτά που στο παρελθόν λέγαμε διανοητικές καταστάσεις, μόρφωση, πανεπιστήμιο, έχουν γίνει τόσο εύκολα, τόσο προσβάσιμα μέσα από τα μηχανήματα, αν και όπως συνηθίζω να λέω, εγώ ανήκω στον προπερασμένο αιώνα. Με την τεχνολογία δεν έχω καμία σχέση. Αλλά έχω συναίσθηση ότι μας έχει αλλάξει τη ζωή. Ίσως όλη αυτή η κατάσταση να δημιουργήσει μια αντίδραση στην ποίηση και να βγει μια άλλη ποίηση. Δεν θα είμαι εδώ να τη δω αλλά έχω μια βαθιά πίστη στην ποίηση. Ζούμε καιρούς που ό,τι θελήσεις, συναίσθημα, γνώση, ερμηνεία, πατάς ένα κουμπί και έχεις την απάντηση.

Κακομεταφρασμένη αλλά την έχεις.

Από την άλλη, πάντως, είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν είχα λάβει τόσο πολλά βιβλία ποίησης από νέους. Η ποίηση ανθίζει σε χαλεπούς καιρούς λέμε και είναι η «άλλη» αλήθεια. Νέοι με ποιότητα εξαιρετική. Έχω μείνει άναυδος. (γέλια) Το επαναλαμβάνω γιατί μου αρέσει πολύ. «Μένω άναυδος» λέει ο ένας και ο άλλος του απαντά «εγώ μένω Σόλωνος». Όταν έρχονται νέοι που τους αρέσει η ποίησή μου, τότε ανοίγει η καρδιά μου. Νιώθω ότι η ποίησή μου έχει γίνει αποδεκτή από το μέλλον. Η νεολαία δίνει χίλιες ελπίδες.

 


 

Ίσως τα φίδια που μας ζώνουν

να ‘ναι πλάσματα καλά

χρήσιμα

αφού ελευθερώνουν τις υποψίες μας

γύρω από τις ψεύτικες υποχέσεις.

Και όπως ελίσσονται

μας διδάσκουν ότι καμιά πραγματικότητα

δεν είναι πιο πολύτιμη, πιο αληθινή

απ’ την ανάσα της στιγμής.

Τι σου υποσχέθηκαν οι άνθρωποι;

Γλυκιά ζωή;

Μα θέλει μεγάλη φαντασία.

Τι σου υποσχέθηκαν οι άγιοι;

Αιώνια ζωή;

Μα θέλει μεγάλη αντοχή.

«Η ανορεξία της ύπαρξης»

 


 

POSTMODERN, 27.04.2017.

Μιλήστε μου για τις «αμαρτίες της προκοπής», που έχετε κάνει.

«Αμαρτίες; Δεν νομίζω ότι έχω κάνει πολλές αμαρτίες (χαμογελάει). Πάντα ακολουθούσα το ένστικτό μου και η φαιά μου πάντα είναι η φυσικότητα. Ποτέ δεν έκανα κάτι για να επιτύχω ή γιατί έπρεπε. Η φυσικότητα ήταν και είναι πάντα η φαιά μου.

-«Στο κόσμο που γεννήθηκα τα χάνει κανείς όλα, τις λέξεις τρώει ο καιρός και μέσα από τις λέξεις φαγώνονται τα μάτια, τα φιλιά ακόμα κι η ανάγκη να υποφέρεις». Πιστεύετε στο πεπρωμένο;

«Δεν πιστεύω σε τίποτα, αλλά εκείνο που πιστεύω είναι ότι, εάν είσαι άνθρωπος ζωντανός, φυσικός, σκεπτόμενος, δεν θα πάψεις ούτε μια ημέρα να αναρωτιέσαι τι έγινε; Πως είμαι εδώ; Πως βρέθηκα, χωρίς πίστη; Αλλά η ερώτηση είναι πάντα παρούσα, η απάντηση, το ξέρεις, δεν θα έρθει ποτέ. Αλλά η ερώτηση θα είναι πάντα εκεί».

-Γράφετε: «Φόβος για την κατάρρευση της φύσης, του κορμιού, του κόσμου. Τώρα αντί να ουρλιάζει το μέσα «Τι ωραίος που είναι αυτός!» μια είναι η φωνή που κυριαρχεί: «Πρόσεχε!». Ποιος είναι ο εφιάλτης; Τι είναι αυτό που σας πανικοβάλει;

«Το γήρας. Τα γηρατειά, είναι αυτό που ζω καθημερινά, κάθε ημέρα και χειρότερα, ενώ είχα δεχτεί τόσα στη ζωή μου… Τον άλλον μήνα γίνομαι 77 χρονών. Θέλω ο χρόνος που μένει, αυτά τα «ψίχουλα» δηλαδή, να τα εκμεταλλευτώ και ο μόνος τρόπος για να τα εκμεταλλευτώ είναι να εκπαιδεύσω, να μάθω, τον εαυτό μου να ζει, χωρίς την έννοια του μέλλοντος. Και αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο. Ό,τι και να κάνουμε, πάντα ο στόχος μας είναι να στρεφόμαστε προς το μέλλον. Εγώ πρέπει να συγκεντρωθώ απόλυτα στο παρόν. Δεν έχω μέλλον».

-Γιατί οι άνθρωποι έχουν ανάγκη την τέχνη; Γιατί κάποιος να σας διαβάσει;

(Γελάει) «Η καθημερινότητα είναι πολύ δύσκολη για τους περισσότερους ανθρώπους επί της γης και η τέχνη σε κάνει να ξεφεύγεις. Είναι σα να ανοίγεις ένα παράθυρο και να ανασαίνεις. Ιδίως όταν έχεις την ευαισθησία να ταυτιστείς με την ποίηση, την ζωγραφική, τότε είναι μια παρηγοριά η Τέχνη. Σε απομακρύνει ώρες, ώρες μακριά από τη δυστυχία.

Η ασφάλεια, προσωπική και κρατική, δημεύει την ελευθερία; Πόσο ελεύθερος είναι ο Ευρωπαίος, που απειλείται καθημερινά από υποτιθέμενα ή αληθινά τρομοκρατικά χτυπήματα;

«Βλέπεις ότι κάτι φυτρώνει σιγά σιγά. Ήταν φοβερή έκπληξη αυτό που έγινε στη Γαλλία, ήταν ασύλληπτο. Στη χώρα του πολιτισμού; Η ελευθερία βάλλεται από κάτι που είναι τραγικό και είναι η πραγματικότητα, δεν βάλλεται από καμιά θεωρία, ή από μια ιδεολογία ή από τα πιστεύω. Πραγματικότητα σημαίνει «πεινάω και θέλω να φάω και δεν έχω να φάω». Εάν υπερασπίζομαι την ελευθερία μου και αυτό με κάνει να μην έχω να φάω, δεν θα την υπερασπιστώ. Είναι τόσο απλό».

Η πρώτη αριστερή κυβέρνηση γιόρτασε τα πρώτα της γενέθλια. Στον χώρο του Πολιτισμού, ο υπουργός προχώρησε σε κάποιες ενέργειες που δίχασαν.

«Εκείνο που συμβαίνει, είναι ότι βιώνουμε μια μεγάλη απογοήτευση. Εγώ δεν ήμουν ποτέ κομματικοποιημένη αλλά πάντα με την αριστερά ήμουν. Λέγαμε «επιτέλους πρώτη Αριστερή κυβέρνηση» και τέτοια… Απογοήτευση! Τεράστια απογοήτευση. Δεν ξέρω πως θα διορθωθεί αυτό… Ο άνθρωπος αυτός (σ.σ. ο Τσίπρας) είναι ένα περίεργο όν. Σαν να κατασκεύασε τον εαυτό του… Δεν είμαι η μόνη που δεν το περίμενε… Το πράγμα έχει γίνει πολύπλοκο. Η Αριστερά είχε έναν πλουραλισμό, ένα όραμα, είχε την ύπαρξη ισότητας. Τώρα;»

Τι είναι αυτό που σας βασανίζει;

«Η πρώτη έννοια μου είναι να είναι μια καλύτερη ημέρα από την χθεσινή».

Τι σας κάνει ευτυχισμένη;

«Που μπορώ ακόμα να ανασαίνω και μπορώ ακόμα να έχω μερικούς φίλους… Αυτά με κάνουν ευτυχισμένη».


ΠΑΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Το φεγγάρι, το φεγγάρι

τόσο προσκολλημένο ήταν στο στήθος μου

στην κοιλιά, γι’ αυτό δεν το κοιτάζω πια

το αποφεύγω, όπως και τον καθρέφτη.

Το φεγγάρι βγάζει τώρα

ένα χλωμό, υποτονικό φως

που μονότονα λούζει και θυμίζει

άλλες στιγμές όταν νύχτα με τη νύχτα

μεγάλωνε το δρεπάνι

μαζί με τον πόθο

μαζί με την ιδέα της πληρότητας.

Πανσέληνος, το σύμπαν εκσπερμάτωνε

και συ στα βότσαλα υγρή

θαρρούσες πως είχες συλλάβει

το νόημα της δημιουργίας.

Κι ονειρευόσουν μια εποχή μεταφυσική

όπου κανένας ήλιος κοφτερός

δε θα διέκοπτε το ποίημα

αφού του φεγγαριού το φως

φως ασημένιο

πιο ερωτικά σε άγγιζε

απ’ το χρυσό της μέρας.

Νόμιζες, ανόητο θηλυκό,

πως στο φεγγάρι θα λικνιζόσουνα για πάντα…Αλλά,

Πάει κι αυτό, πάει και το φεγγάρι

Αθήνα, 10/3/08


 

 

BOOK TOURS, 05.04.2017.

-Η μεγαλύτερη φθορά του ανθρώπου είναι η αγωνία του για το μέλλον;

Θα πρέπει να είναι… Αλλά υπάρχουν η ανθρώπινη φύση, το ανθρώπινο ένστικτο, το αίσθημα αυτοσυντήρησης, βασικά εγωιστικοί λόγοι ύπαρξης… Ο άνθρωπος συγκεντρώνεται πιο πολύ στον εαυτό του και ανησυχεί για το μέλλον του κόσμου πιο σπάνια. Δεν ξέρω αν το αποτέλεσμα είναι φθορά του ανθρώπου, εγώ λέω ότι είναι ενθαρρυντικό αν υπάρχει ένας άνθρωπος που φθείρεται με την αγωνία για το μέλλον. Είναι πολύ σπάνιο, είμαστε όλοι τόσο επικεντρωμένοι στο σαρκίο μας. Η προσωπική μας ζωή μάς παίρνει όλη τη δύναμη, είμαστε εγκλωβισμένοι στο πετσί μας.

 

-Γιατί, ενώ διαβάζουμε, γράφουμε, βλέπουμε ταινίες για τον έρωτα, στη ζωή λειτουργούμε με τόσο πρακτικό πνεύμα;

Γιατί ιδίως στην εποχή που ζούμε τώρα, το λέω και το ξαναλέω, ο καινούριος Θεός είναι το χρήμα, και η καινούρια συγγενής του η κατανάλωση. Εγώ δεν έχω παιδιά, αλλά φαντάζομαι, τι σημαίνει για έναν νέο να έχει γεννηθεί σε αυτό το πνεύμα. Είμαι πολύ απαισιόδοξη… Βλέπεις ζευγάρια να συνεννοούνται με το μηχάνημα.

 

-Διακρίνετε διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια;

Διαφορά; Άσπρο- μαύρο! Δεν λέω ότι το παρελθόν ήταν πάντα άσπρο, αλλά η νιότη στόχευε προς το άσπρο.

-Η ζήλια φανερώνει τις ελλείψεις μας;

Κατά τη γνώμη μου, η ζήλια φανερώνει, συνήθως (για να μη γενικεύουμε), λάθος ελλείψεις μας. Γιατί, όταν είναι πραγματική έλλειψη και θα ήθελες κάτι που ο άλλος έχει, πονάς -δεν ζηλεύεις. Ζήλια είναι να θέλεις κάτι που είναι της μόδας και εσύ δεν το έχεις. Θέλεις να αντιγράψεις κάτι που έχει ο άλλος, και γι’ αυτό τοποθετείται σε μια θέση ανώτερη, δηλαδή ψεύτικα πράγματα.

-Η κατάκτηση του άλλου, αυτή η χρονοβόρα διαδικασία, είναι η ουσία του έρωτα;

Αυτή η χρονοβόρα σημασία, όπως πολύ σωστά είπατε. Δεν νομίζω ότι γίνεται πλέον. Και αυτό έχει αλλάξει. Δεν ξέρω αν ήταν η ουσία, ήταν από τις πιο φυσικές κινήσεις του έρωτα να κατακτήσεις τον άλλον. Τώρα αν μπεις σε αναλύσεις, ίσως να έβρισκες ότι ο αγώνας για την κατάκτηση του έρωτα δεν είναι πάντα κερδοφόρος, ο έρωτας πρέπει να γεννιέται και από τους δυο μαζί.

-Η φυγή είναι λύση; Πολλοί νέοι άνθρωποι φεύγουν από τη χώρα μας στις μέρες μας.

Ναι, είναι πάρα πολύ της εποχής μας. Είναι από τα πράγματα που μπορεί να έχουν και θετική και αρνητική εξέλιξη. Αλλά, βέβαια, οι νέοι που το κάνουν, δεν φεύγουν χαρούμενοι. Φεύγουν γιατί δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο. Μετά μπορεί να προοδεύσουν, αλλά η στιγμή που φεύγουν είναι πολύ δύσκολή.

-Ο Καζαντζάκης έχει γράψει την Οδύσσεια, ένα έπος ποίησης. Γιατί πιστεύετε ότι αυτό το έργο του δεν είναι τόσο γνωστό; 

Ο Καζαντζάκης τελευταία έχει γίνει πολύ γνωστός. Η Οδύσσεια είναι Οδύσσεια, είναι έπος. Μελετάνε πάρα πολύ τον Καζαντζάκη τώρα, ποτέ δεν το είχα γνωρίσει αυτό. Όσο πιο βαθιά πάνε, θα αναλύσουν και τη δική του Οδύσσεια. Είναι έπος, πολύ μεγάλη δουλειά, με μοναδική γλώσσα.

 

-Πείτε μας, τι κάνετε όταν νιώθετε μοναξιά;

Μπορεί να γράψω κανένα ποίημα. Μεταφράζω, γράφω διάφορα. Όταν νιώθω έτσι, το ρίχνω στη δουλειά. Και αν είναι η στιγμή να έρθει ένα ποίημα, καλά. Πάντως, για μένα το φάρμακο είναι η δουλειά.


WORK IN PROGRESS

ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ (ΥΠΑΡΞΙΑΚΕΣ;) ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

Και η φαντασία προσχεδιάζει

                                                                     το σχήμα άγνωστων πραγμάτων.

  1. W. Shakespeare

Απ’ έξω στίχους δεν ξέρω

δεν θυμάμαι

ήχους δεν προσέχω

ή δεν φτάνουν ως εμένα∙

μόνο με απόηχους κοιμάμαι

μόνο με απόηχους

το παρελθόν μου φαντάζομαι

κι αναπλάθω.

—-

Όταν λες: «τι κρίμα που δεν πιστεύω στο Θεό» είναι σα να λες: «τι κρίμα που δεν γεννήθηκα ωραία!»

—-

Γνώρισα τη γνησιότητα της θλίψης και ξέχασα την     πλασματική χαρά.

—-

Η πτώση του γέλιου: έπεσε το γέλιο κι έγινε χαμόγελο.

Η εξαφάνιση του είναι: χάθηκε το είναι και βρέθηκε κλεισμένο στη φυλακή της υγείας.

—-

Ποτέ μου δεν είχα δύο εραστές μαζί. Τώρα ναι. Τον έρωτα που κατοικεί στην κρεβατοκάμαρα της μνήμης και τον θάνατο που περιμένει στην αίθουσα αναμονής.

—-

Φθείρομαι, φθείρομαι, όχι οργανικά, όχι διανοητικά, μόνο υπαρξιακά. Δεν μπορώ πια να φανταστώ την ύπαρξή μου, γι’ αυτό θέλω, λαχταρώ να φανταστώ την ύπαρξη των άλλων κι όλο κοιτάω, κρυφοκοιτάω τα σώματα τα ζωντανά, φαντάζομαι την αλήθεια κάτω απ’ τα ρούχα.

—-

Ο φόβος  και η γυναίκα του η ηλικιωμένη μοναξιά είναι καρπεροί: γέννησαν μια γλυκιά νοσταλγία για τη μοναξιά της νιότης.

—-

Όσο λιγότερες επιλογές έχεις, τόσο πιο επιλεκτικός γίνεσαι.

—-

Εφεύρε η πανέξυπνη ψυχή –ή φύση; – το  δάκρυ για να δροσίζεται ο πόνος και να καρποφορεί ο νους στην υγρασία, να απορεί όντας όλο και πιο κοντά στην ουσία: Γιατί όλο αυτό όσο προχωράει να πλησιάζει, όλο να πλησιάζει το τίποτα;

—-

—-

Αθήνα, 19/1/2009


ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14.11.2016

– Κλυδωνιστήκατε κάποια στιγμή στη ζωή σας;

Έφυγαν νωρίς οι γονείς μου. Και πλέον η απώλεια του Ρόντνεϊ. Μου λείπει όμως κάθε μέρα. Αυτό που φοβάμαι σε γενικότερο επίπεδο είναι ότι βλέπω ότι χάνουμε τη γλώσσα μας. Και το λέω εγώ που είμαι τρίγλωσση και μεταφράστρια. Και εάν χάσουμε τη γλώσσα μας, χάνουμε τη μάνα μας. Χάνουμε την ύπαρξή μας. Η μητέρα για μένα είναι η γλώσσα. – Κλείνετε τους Μονολόγους σας με έναν πολύ αισιόδοξο τρόπο που κοιτά το μέλλον. Λέτε ότι το σημαντικό είναι να γεννηθεί το ποίημα και ας μείνει και στα συρτάρια…

Είχα σκεφτεί να γράψω και άλλους μονολόγους. Αλλά σταμάτησα. Μπορεί μετά. Νιώθω ότι είναι όλα εντάξει. Το 76 είναι μεγάλη υπόθεση, σκέφτομαι σήμερα ότι το να φτάσει κάποιος στα 76 έτη είναι από μόνο του θαύμα.


 

Diastixo, 01.06.2016

-Έχετε πλούσιο μεταφραστικό έργο: Πούσκιν, Μαγιακόφσκι, Αχμάτοβα, Ντύλαν Τόμας, Σαίπηρ… μιλήστε μας γι’ αυτή τη σχέση σας με τη ξένη λογοτεχνία.

Λάτρευα τους Ρώσους ποιητές… έχει φοβερή γοητεία η ρωσική γλώσσα. Λάτρευα τη ρώσικη γλώσσα γιατί είναι η πρώτη γλώσσα που μίλησα, αφού η νταντά μου ήταν ρωσίδα και ο πατέρας μου ήθελε να μάθω ρώσικα. Ο ίδιος μιλούσε επτά γλώσσες. Άλλωστε η ρώσικη γλώσσα είναι αδελφή της ελληνικής, αρχίζοντας από την ορθοδοξία και το αλφάβητο που είναι ελληνικό κατά ογδόντα τα εκατό, όπως και η ψυχολογία• ενώ δεν έχω ζήσει στη Ρωσία μού ήταν πιο εύκολο να μεταφράσω Ρώσους συγγραφείς και ποιητές, γιατί έχουμε την ίδια ψυχική αντιμετώπιση της ζωής.

 

Ποιό το νόημα της ζωής;

Βάζεις δύσκολα (γελάει)… είναι να ζεις όσο πιο κοντά στην ουσία μπορείς; Αν νομίζεις ότι είναι ο καταναλωτισμός, την έχεις βάψει. Το νόημα της ζωής είναι η υπεραξία της ίδιας της ζωής που εξαρτάται από σένα αν θα σε εμπνεύσει ή όχι.


Η σάρκα έγινε σελίδα

το δέρμα χαρτί

το χάδι έννοια αφηρημένη

το σώμα καινούρια θεωρία του ανύπαρχτου.

Αλήθεια, πώς να περιγράψω

τη φύση όταν μ’ έχει εγκαταλείψει

και μόνο στην πρεμιέρα του φθινοπώρου

θυμάται να με προσκαλέσει καμιά φορά;

Ελπίζω να βρω το θάρρος

μια τελευταία επιθυμία να εκφράσω:

γδυτό ένα ωραίο αρσενικό να δω

να θυμηθώ, σαν τελευταία εικόνα

να κουβαλώ το ανδρικό σώμα

που δεν είναι ύλη

αλλά η υπερφυσική ουσία του μέλλοντος.

Γιατί αυτό θα πει ηδονή:

ν’ αγγίζεις το φθαρτό

και να παραμερίζεις τον θάνατο.

Η αλλοτρίωση της έλξης (από τη συλλογή: Η ανορεξία της ύπαρξης)


ATHENS VOICE, 02.12.2015

Καθώς κάθεται στο τραπέζι ρίχνει μια φευγαλέα ματιά σ’ ένα καθρεφτάκι τοποθετημένο δίπλα στα μολύβια και τα στυλό της. Πρέπει να είναι πολύ παλιό.

«Ουουου…» απαντάει γελώντας.

Το ουουου… δεν εξηγεί το πότε.

«Ξέρετε το ανέκδοτο με τη γιαγιά και το λύκο; Πάει ένα κοριτσάκι στη μαμά του και της λέει “μαμά, η γιαγιά είναι λύκος”. Η μάνα του τo αποπαίρνει, αυτό επιμένει. Όταν εμφανίζεται η γιαγιά του τη ρωτάει. “Γιαγιά, από πότε έχεις να το κάνεις;” και η απάντηση της γιαγιάς “Ουουου…”».

Οk, μόλις μου δώσατε την τέλεια εισαγωγή για τη συνέντευξη.

«Ωχ, θα μου βγει το όνομα!»

-Έχετε πρόβλημα με αυτό;

«Να με πουν λύκο;»…

ξεκαρδίζεται. (Παρεμπιπτόντως «Λύκοι και σύννεφα» ήταν ο τίτλος της πρώτης ποιητικής συλλογής της που εκδόθηκε το 1963.)

«Ήταν της μαμάς μου το καθρεπτάκι. Έχω γράψει κι ένα ποίημα γι’ αυτό».

-Έχει πρόσφατα μετακομίσει στην Νεάπολη. Ένα διαμέρισμα μικρό, στο δεύτερο όροφο μιας συμβατικής ανώνυμης πολυκατοικίας. «Είναι πιο μικρό και με λιγότερο ενοίκιο» επισημαίνει. Άραγε οι ένοικοι γνωρίζουν πως έχουν γειτόνισσα μια από τις σπουδαιότερες ποιήτριες;

 

«Οι άλλοι με χαρακτηρίζουν έτσι. Δεν μου αλλάζει την αίσθηση της ζωής μου, δεν με επηρεάζει ψυχολογικά. Το μόνο, ομολογώ, που με συγκινεί είναι όταν με πλησιάζουν νέοι άνθρωποι. Πάντως όλο αυτό με το “καλύτερος” ποιητής με εξοργίζει. Τι ρόλο έχει αυτή η σύγκριση; Ποιητές είμαστε, δεν είμαστε λοχαγοί και υπολοχαγοί να περιμένουμε αξιολογήσεις».

Καθόμαστε γύρω από ένα τραπέζι γεμάτο με τα σύνεργα γραψίματος. Δίπλα μια μικρή βιβλιοθήκη («τα περισσότερα βιβλία τα έχω στην Αίγινα»), ένα ντιβάνι, λίγα κάδρα με φωτογραφίες της ζωής της, πάνω σε μια σερβάντα η τηλεόραση. Ένα δωμάτιο έχει ακόμη το σπίτι. Πολλοί λένε πως δεν τους αφορούν τα χρήματα. Το έχει πει και η ίδια. Η ασκητική λιτότητα του διαμερίσματος δεν αφήνει αμφιβολία πως το εννοεί.

«Δεν με αφορά η ιδιοκτησία. Έχω ένα σπίτι στην Αίγινα και φτάνει. Ίσως τη στάση αυτή να την κληρονόμησα από τον πατέρα μου. Δεν ξέρω αν ήταν κρυφοτσιγκούνης ή κρυφοκομμουνιστής, αλλά όταν κάποτε τον ρώτησαν “Μα, καλά, εσύ δεν έχεις διαμέρισμα στην ΑΘήνα;” απάντησε “μια ιδιοκατοίκηση αρκεί” και εννοούσε το σπίτι στην Αίγινα. Ο Καζαντζάκης αποκαλούσε τον πατέρα μου “Μεγάλε Ανατολίτη μου”. Ήταν από το Τσανάκ Καλέ και είχε έρθει στην Ελλάδα να ασκήσει δικηγορία μετά τις σπουδές του στο εξωτερικό. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών έφτασε και η υπόλοιπη οικογένεια: μάνα, πατέρας, οι αδελφές του. Συνηθίζω να λέω πως οφείλω τον παράδεισό μου σε μια καταστροφή. Γιατί ο πατέρας μου αγόρασε το σπίτι στην Αίγινα προκειμένου να στεγάσει την οικογένειά του. Στο σπίτι της Αίγινας ζω τον περισσότερο καιρό. Τι να το κάνω το μπαλκόνι εδώ όταν έχω αυτό τον κήπο στο νησί;»

Δεν θυμάται το επάγγελμα που γράφουν τα επίσημα χαρτιά.

«Τι να γράφουν; Ποιήτρια; Είναι δουλειά η ποίηση; Δεν νομίζω. Το επάγγελμά μου είναι μεταφράστρια. Αυτό σπούδασα στη Γενεύη. Μιλάω αγγλικά, γαλλικά και ρωσικά – και ελληνικά, φυσικά. Έχω κάνει και διερμηνέας. Περισσότερο μεταφράζω ποίηση και μόνο αν μου αρέσει. Πώς είναι που μερικές φορές όλοι συμφωνούν στο “πόσο ελκυστικός κύριος είναι κάποιος”; Μπορώ να καταλάβω γιατί το λένε, αλλά εμένα να μη μου κάνει. Το ίδιο συμβαίνει και με την ποίηση. Θέλω να βλέπω την ποιότητα στο ποίημα για να με προκαλέσει. Μην αναζητάτε κανόνες. Ή κάτι σου αρέσει ή όχι. Τόσο απλά. Είναι μεγάλη ιστορία η μετάφραση. Πρέπει να ψάχνεις για να βρεις τη σωστή λέξη και αυτό μπορείς να το πετύχεις μόνο όταν έχεις συνειδητοποιήσει το βάθος του ποιήματος».

-Ζηλέψατε ξένες λέξεις; Θα θέλατε να υπάρχουν στα ελληνικά για να τις χρησιμοποιήσετε στην ποίησή σας;

«Ίσως τα νοήματα και τον ήχο κάποιων. Δεν λείπουν οι λέξεις από την ελληνική γλώσσα. Όμως, η ελληνική γλώσσα έχει και φοβερές αναπηρίες. Προσωπικά δεν αντέχω οποιαδήποτε λέξη θυμίζει καθαρεύουσα. Από την άλλη η νεοελληνική γλώσσα έχει ένα μεγάλο πρόβλημα με κάποιες γενικές. Πόσο κακόηχα ακούγεται για παράδειγμα “των συσκέψεων”, είναι τόσο κρύα λέξη. Δείχνει μια αδεξιότητα».

Είναι τόσο βάσανο οι λέξεις;

«Βάσανο είναι η όλη κατάσταση».

Είστε πολύ αγχώδης;

«Τότε ήμουν λιγότερο από τώρα. Γιατί τώρα σκέφτομαι και τα μη ζωής».

Βγαίνετε καθόλου;

«Πλέον όχι πολύ συχνά, λόγω προβλημάτων με το πόδι μου. Λένε πως στο τέλος της ζωής σου αρχίζεις να μοιάζεις με το πώς ήσουν στην αρχή. Τρεις εβδομάδες αφού γεννήθηκα είχα προσβληθεί από σταφυλόκοκκο.


 

Τα έντερα και τα άλλα

Τα έντερα τα εσώτατα

που διοχετεύουν πάθη

και κάνουν αισθητή

την κάθοδο

της μεμψίμοιρης μέρας

το στομάχι

η σακούλα του παλιού έρωτα

η φτώχεια της πέψης

η εξωτερική αύξηση

η εσωτερική στέρηση

τα αγγεία με τα στεκάμενα αίματα

της προσωπικής μου αποτυχίας

κι οι φλέβες τα χοντρά σκοινιά της ύπαρξής μου

που μ’ έδεναν μαζί σου

όταν το ρολόι του σώματός σου

χτύπαγε

κι άδειαζε μέσα μου

το χρόνο

το συκώτι

το λαβωμένο σκούρο τριαντάφυλλο

οι κυκλικές σκηνές

των σπλάχνων

η υψηλή τραγωδία

του λαιμού,

το μέσα της σήψης

το έξω της επιβίωσης

η σκοτεινή συντεχνία

πώς μυστικά συνεργάζονται

τα όργανα που σε καταρρακώνουν

τα βαριά τα σιωπηλά

κλειδιά του θανάτου

κρατώ μα δεν το ξέρω

κι ολόκλειστο κουτί

ακόμη ταξιδεύω στη θάλασσα την κόκκινη

που θα με κουκουλώσει.


 

ΠΕΝΤΑΛΙΑ, 21.03.2015.

Σε βρίσκει η ποίηση;

Είναι συνδυασμός. Περπατάει αυτή στον δρόμο, περπατάς εσύ στον δρόμο και ξαφνικά την αναγνωρίζεις. Λες «αυτή είναι». Βέβαια μπορεί και να μην την αναγνωρίσεις.

Και σ’ αλλάζει;

Εμένα, ναι. Όχι απλώς μου άλλαξε τη ζωή, την καθόρισε. Δηλαδή, δεν είχα κανέναν άλλο θεό, τίποτε άλλο δεν θυμάμαι να λατρεύω περισσότερο. Εκτός απ’ όταν ήμουν ερωτευμένη. Και όταν ήμουν ερωτευμένη, βεβαίως, και δεν έγραφα. Πριν και μετά, αμέσως μετά, ποτέ ταυτοχρόνως. Περίεργη ζωή. Και όπως λέω και ματαλέω, η ζωή έχει περισσότερη φαντασία από μας.

Μεγάλωσες στην Αθήνα και ζεις στην Αθήνα, τι άλλαξε;

Τα πάντα! Γεννήθηκα Μεταξά και Μεσολογγίου στα Εξάρχεια, τότε ήταν μια γειτονιά με τα μπαράκια της, με τη λεύκα της, με τα μπιστρό της, για διανοούμενους, το αδελφάκι του Κολωνακίου. Συχνάζαμε τότε στο «Φίλιον» που το έλεγαν «Ντόλτσε» και μετά έγιναν τα Εξάρχεια το κέντρο των εγκλημάτων.

Προχθές ένα αγόρι αυτοκτόνησε. Ολοι εισάγουν έναν όρο καινούργιο, το μπούλινγκ στα σχολεία, γιατί κάποιοι είναι τόσο ευάλωτοι και πώς προστατεύεται τελικά ο ευάλωτος;

Δεν ξέρω τελικά πώς προστατεύεται ο ευάλωτος. Το μόνο καλό είναι ότι μ’ αυτό το τραγικό γεγονός βγήκε στο φως το πρόβλημα, ένα πρόβλημα που υπήρχε πάντοτε. Το μπούλινγκ, που στην εποχή μου εθεωρείτο και κανονικό. Και μιλάμε για σχολείο όπως αυτό του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Η βία ήταν κάτι το αυτονόητο. Δεν έδινε κανείς ιδιαίτερη προσοχή. Υπήρχαν και κοπέλες που έκαναν ασκήσεις πάλης. Ολα αυτά ήταν μια έκφραση βίαιης εσωτερικής συμπεριφοράς, ένα παράπονο εσωτερικό που έβγαινε με τη βία.

Οι τίτλοι σου είναι αφ’ εαυτού τους ένα ποίημα: «στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα», «η ανορεξία της ύπαρξης», «ωραία έρημος η σάρκα»… από τον τίτλο του πιάνεται ένα ποίημα;

Ε ναι, αυτή η γραμμή που είπα ήδη. Ο πρώτος στίχος.

Η ποίηση του Διαδικτύου; Υπάρχει;

Τώρα τι να σου πω εγώ, είμαι του περασμένου αιώνα.

Κατερίνα, πες μου εν τέλει τι άντεξε.

Είπαμε, αν αντέχει το σώμα, όλα τ’ άλλα κανονίζονται. Κι επίσης αυτό που αντέχει στον κόσμο είναι και η ουσία. Αυτή θα μείνει. Ολα τ’ άλλα φεύγουν, φεύγουν…

Τι θεωρείς επαναστατικό ή γενναίο σήμερα;

Να κάνεις αυτό που αγαπάς και μόνο αυτό και να παραμερίζεις το συμφέρον, το οποιοδήποτε συμφέρον. Ακόμα κι όταν σ’ αφήνει φτωχή εκείνη σου η απόφαση. Να έχεις τη δύναμη να πεις «Οχι. Οχι, δεν θα πάρω! Θα μείνω εδώ, εδώ που αγαπάω. Σε τούτο το δρομάκι, σε τούτο το σπιτάκι. Εδώ».

Τι θα άλλαζες αν κάτι μπορούσες ν’ αλλάξεις;

Θα ήθελα μια… δικτατορία της αλήθειας. Να επιζήσει ό,τι αληθινό και ό,τι δεν υπηρετεί κάποιο συμφέρον. Να γίνει αυτό πολίτευμα.

Μπορεί ν’ αλλάξει κάτι στον κόσμο η ποίηση;

Είπαμε, όχι βέβαια! Αλλά αλλάζει τους ανθρώπους. Την ίδια τη ζωή δεν την αλλάζει. Και μακάρι να αλλάξει κάποιον… υψηλόβαθμο. Αλλά αυτό είναι πια θέμα τύχης.


«Λέει η Πηνελόπη» από τη συλλογή της «Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης»

ΛΕΕΙ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ

And your absence teaches

me what art could not

Daniel Weissbort

Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,

ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα

κάτω απ’ το βάρος της λέξης

γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση

όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα.

Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου

–απουσία από τη ζωή –

κλάματα βγαίνουν στο χαρτί

κι η φυσική οδύνη του σώματος

που στερείται.

Σβήνω, σχίζω, πνίγω

τις ζωντανές κραυγές

«πού είσαι έλα σε περιμένω

ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες»

και ξαναρχίζω το πρωί

με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια

να στεγνώνουν στον ήλιο.

Δε θα ’σαι ποτέ εδώ

με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια

να στάζουν τα παλιά ταβάνια

φορτωμένα βροχή

και να ’χει διαλυθεί η δική μου

μες στη δική σου προσωπικότητα

ήσυχα, φθινοπωρινά…

Η εκλεκτή καρδιά σου

– εκλεκτή γιατί τη διάλεξα –

θα ’ναι πάντα αλλού

κι εγώ με λέξεις θα κόβω

τις κλωστές που με δένουν

με τον συγκεκριμένο άντρα

που νοσταλγώ όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας

και ν’ αρμενίζει τις θάλασσες

στου καθενός το νου.

Σε λησμονώ με πάθος

κάθε μέρα

για να πλυθείς από τις αμαρτίες

της γλύκας και της μυρουδιάς

κι ολοκάθαρος πια

να μπεις στην αθανασία.

Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.

Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω

στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία

τι απουσία ή πώς λειτουργεί το εγώ

στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο

πώς δεν σταματάει με τίποτα το αύριο

το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του

σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι

σαν να το πελεκάνε

πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο

ελπίζοντας

πως ό,τι χάνει σε αφή

κερδίζει σε ουσία.


Κατερίνας Δε.Στα.Πα, 01/12.2013

Υπάρχουν ποιητές που ποτέ τους δεν βρήκαν τον δρόμο; Και τι απογίνονται οι ποιητές όταν χάνουν τον δρόμο;

Ξέρω κι εγώ! Βεβαίως και υπάρχουν! Αν και οι ποιητές βρίσκουν τον δρόμο τους όταν γράφουν μια ποίηση που τους εκφράζει! Τώρα αν γίνουν γνωστοί ή όχι? Αρκεί μέσα από την ποίηση ν’ ανακαλύψουν πράγματα που αισθάνονται και δεν ήξεραν! Για μένα η ποίηση, κι αυτό ήταν το δώρο που μου δόθηκε, ήταν να τη βλέπω τόσο υπαρξιακά.

 

Μπορεί η ποίηση σήμερα να μας δείξει τον δρόμο;

Δεν ξέρω! Αλλά πάντως αυτό που βλέπω εκ πείρας είναι πολλές εκδηλώσεις, μια διέξοδος που ενδεχομένως και να μην την είχαν ανακαλύψει οι άνθρωποι στη ζωή τους. Η ποίηση στην εποχή μας είναι η πιο βαθυ­στό­χαστη, φτηνή διασκέδαση.

-«Στον ουρανό του Τίποτα με Ελάχιστα», αφαιρώντας βαδίζουμε στα μέγιστα;

Ακριβώς! Ολη αυτή η αίσθηση του περιττού που ζήσαμε και την οποία πληρώνουμε τώρα! Η κατανάλωση και το πνεύμα της εποχής! Αυτή η περιττοπάθεια με τρελαίνει από μικρή? ίσως επειδή μεγάλωσα μέσα στην Κατοχή…

Η εποχή μας είναι ποιητική ή αντιποιητική;

Ε, σίγουρα είναι αντιποιητική από κάθε άποψη, αφού είπαμε κυριαρχεί το χρήμα και η μπίζνα. Αλλά μπορεί οι άνθρωποι όταν χρεοκοπήσουν, ίσως, κάτι να βρίσκουν μέσα τους ποιητικό.


Ένα απλό κρεβάτι

Κινήσεις που οδηγούν

σ’ ένα απλό κρεβάτι

πώς να εμπνεύσουν πια;

Κρεβάτι χωρίς παραστάτη

χωρίς εφιδρώσεις

χωρίς εντυπώσεις

ένα άδειο στρωμένο

πανί μία οθόνη δίχως προβολή

και κινήσεις μονοσήμαντες

που σημαίνουν μόνο το τέλος

της μέρας.

Μια ειρήνη υπόγραψα φαίνεται

χωρίς καμιά μάχη

να ‘χει κερδηθεί ή χαθεί.

Ειρήνη είναι ο ύπνος

που έρχεται περιβρεγμένος

μόνο με την ελπίδα

του ονείρου.

Αλλά, αναπάντεχα

μια γλύκα απλώνεται στην επιφάνεια

της ταλαιπωρημένης σάρκας.

Τέλειωσε και τούτο το βράδυ.

Ακόμη ένα κομμάτι χρόνου

που δεν πρόδωσα

δε βλαστήμησα

την ώρα και τη στιγμή.

Ήταν η μέρα καλή

καμιά δεν ένιωσα νέα πληγή

καμιά δεν κακοφόρμισε παλιά.

Κρεβάτι απλό

με τέσσερα πόδια και καλοκαιρινά σεντόνια

βάναυσα λευκά.


DIASTIXO, 31.10.2012

«Νεαρό κλωσοπούλι του Παρνασσού, μη με ντροπιάσεις», έγραφε κάποτε ο νονός Νίκος Καζαντζάκης στη μικρή του αναδεξιμιά. Κι η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ τον δικαίωσε.

Κατερίνα, η ποίηση είναι χρησμική, λένε, και μάλλον είναι, αυτό που ζούμε σήμερα, ποιητικά το είχαμε πει, φανταστεί μέχρι τώρα;

Ούτε ποιητικά, νομίζω, ούτε ανθρωπιστικά, ούτε αστυνομικά, ούτε… δεν ξέρω, δε νομίζω. Είμαι εβδομήντα τριών χρόνων και δεν το θυμάμαι αυτό το πράγμα, που πάντα είχα συνείδηση του τι γινόταν γύρω μου απ’ όταν ήμουν μικρή. Αλλά εκείνο που είναι, νομίζω, η τραγική διαφορά είναι εκείνο που σήμερα ακούς τους υπεύθυνους, εντός και εκτός εισαγωγικών, να καταγγέλλουν ο ένας τον άλλον. Ρίχνουν το φταίξιμο της σημερινής κατάντιας-κατάστασης –η γλώσσα έχει σοφία, αρχίζουν με το «κατά» και τα δύο– και κανείς δεν έχει να προτείνει τίποτα. Κανείς! Το ένα θέμα απελπισίας είναι ας πούμε το υλικό, το οικονομικό, το άλλο θέμα απελπισίας είναι η απόλυτη έλλειψη ωριμότητας των ανθρώπων που μας διοικούν κιόλας. Πού είναι οι επικεφαλής; Το ερωτηματικόν παραμένει.

 

Η ανορεξία της ύπαρξης κατά πόσο έχει να κάνει και με τούτο που ζούμε;

Γι’ αυτό το βιβλίο λέω ότι όταν το είδα τυπωμένο διαπίστωσα ότι είναι η ακριβής περιγραφή αυτού που αισθάνομαι τώρα, εγώ, σαν ύπαρξη! Δεν τρώω, δεν έχω όρεξη για τίποτα! Τίποτα δε με εμπνέει! Κι αυτό το συνειδητοποίησα μόλις έπιασα αυτό το βιβλίο στα χέρια μου.

 

-Ήσουν πιο αισιόδοξη τότε… αλλ’ όμως και πάλι γράφεις, είσαι, ζεις μέσα στο ποίημα…

Κάτι έχω ξεκινήσει, ναι, από το 2011. Και το λέω «Η σιγανή φωνή της μνήμης».

Γράφω αυτό γιατί ένα από τα προβλήματά μου είναι η μνήμη, την έχω χαμένη, την έχω χάσει αρκετά.

-«Όσο στενεύει ο κύκλος της ζωής τόσο πιο πολύ οι κύκλοι της ποίησης πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, ταυτίζονται σχεδόν, οι εμμονές εντείνονται», μου είχες πει. Από την εποχή του Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό και του Λύκοι και σύννεφα μέχρι την Ανορεξία της ύπαρξης πόσο πλησίασαν και ποιες εμμονές σου μεγάλωσαν;

Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να μιλήσω πια για εμμονές αλλά λόγω τη κατάστασης την οποία ζούμε τώρα το 2012, αν πιάσω την πένα και προσπαθήσω να γράψω, είναι για να επιζήσω. […]Είναι μια τελείως άλλη κατάσταση από δω και μετά. Όταν αισθάνεσαι όπως κι εγώ, ότι είσαι ηλικιακά προς το τέλος της ζωής σου, είναι μια περίεργη… καλά, ώρες ώρες είναι και πανικός, θέλεις να προλάβεις το τελευταίο τρένο αλλά δεν υπάρχει τελευταίο τρένο. Δεν το πρόλαβες. (Γελά. Δυνατά.)

Έτσι είναι, αλλά… κι επίσης υπάρχει κι αυτό, για να μην τα λέμε όλα αρνητικά, λες «αχ άλλη μια μέρα, τι ωραία μέρα…» – έχεις άλλη μια μέρα

-«Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα»: προφητικό και ως τίτλος εντέλει. Αλλά η ανορεξία είναι ένα βήμα μετά, τελικά ένα ποίημα το γράφουμε, Κατερίνα, και με το σώμα;

Και με το σώμα, ναι, σίγουρα με το σώμα! Χωρίς καμία αμφιβολία. Εγώ αν δεν έγραφα με το σώμα όλα τα χρόνια που ήμουνα νέα, δε θα είχα γράψει ούτε ένα ποίημα.

 

-«Για μένα η γλώσσα είναι το παν. Οι εμπειρίες της ζωής είναι γλώσσα, η ύπαρξη είναι γλώσσα, η έκπληξη, ο πόνος, η μνήμη», κι αυτό από συνομιλία μας παλιά. Η γλώσσα σήμερα, Κατερίνα; Αντέχει τουλάχιστον αυτή σήμερα;

Σήμερα είναι πιο επίπεδο το θέμα παρά ποτέ. Κι όταν ακούω κι εγώ που είμαι και αρκετά πολύγλωσση πώς μπαίνουν τα αγγλικά μέσα στα ελληνικά… Αλλά και πάλι, δεν είναι τίποτα αυτό, έχουμε χάσει την αίσθηση της σύνταξης. Κι αυτό εμένα πάρα πολύ με τρομάζει. Και βεβαίως με όλη αυτή την παγκοσμιο-ευρωπαι… πες την όπως θέλεις, τα ελληνικά είναι καρέτα καρέτα! Είδος υπό εξαφάνιση!

Και γίνεται σε όλη τη Γη. Σε λίγο θα μιλούν όλοι αγγλικά. Εκτός αν κερδίζουν οι Κινέζοι!

 

-Από τις εκδόσεις Καζαντζάκη όπου να ’ναι θα κυκλοφορήσουν επιτέλους κι εκείνα τα γράμματα, οι επιστολές του…

Εδώ έχω φωτοτυπίες, αλλά αυτό που είναι το αγαπημένο μου λέει: «νεαρό κλωσοπούλι του Παρνασσού, μη με ντροπιάσεις».

-Κατερίνα, είναι σαν να μπήκε η ποίηση στο λάδι.

Ναι, ήμουν πάρα πολύ τυχερή. Το τραγικό είναι ότι περίμενα να τελειώσω το σχολείο και να μείνω μαζί του και πέθανε δυο μήνες πριν αποφοιτήσω απ’ το γυμνάσιο… αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ. Από τα γράμματα ό,τι θυμάμαι απ’ αυτόν, την τελευταία φορά όταν τον είδα ήμουν εφτά ετών, αλλά ήταν πάντα παρών.

Έτσι είναι η ζωή. Παίρνει από δω, δίνει απ’ εκεί. Η ζυγαριά που λέγαμε στην αρχή. Κι εμένα η αναπηρία μου ήταν το ελιξίριο.

-Υπάρχουν ποιητές που ποτέ τους δε βρήκαν το δρόμο; Που χάθηκαν, Κατερίνα;

Πάρα πολλοί. Τώρα δεν ξέρω αν ήταν ποιητές ή όχι, δε με ενδιαφέρουν αυτές οι οντολογικές αναλύσεις, αλλά αυτό που πιστεύω εκ πείρας είναι πως όταν είναι κανείς νέος, τα 90% γράφουν ποιήματα. Μέσα σ’ αυτούς είναι ένα ποσοστό με ταλέντο και το άλλο είναι η νιότη που γράφει. Ε, πέφτει η νιότη, και ντουμ!

-Άρα η ποίηση μας κρατά νέους.

Ναι, αλλά πολλές φορές εξαφανίζεται και η ποίηση μαζί με τη νεότητα. Αυτό το ’χω δει, το ’χω ζήσει δηλαδή. Κι επίσης πάρα πολλοί το γυρίζουν στην πρόζα που είναι πιο εύκολη, πιο εύπεπτη και πιο εμπορική.

-Κατερίνα, τι μπορεί να κάνει η ποίηση σήμερα; Τι είναι εκείνο σήμερα που μπορεί να κάνει κάτι;

Αυτό που προσπαθώ να κάνω τώρα είναι ασκήσεις όχι επί χάρτου, στο κενό. Είναι να κάνω πράγματα χωρίς την αίσθηση του μέλλοντος. Γιατί όλη η δουλειά μας, όπως ξέρεις, είναι κάτι που έχει σχέση με κάτι που είναι μέλλον. Αύριο θα βγει η εφημερίδα ή να δούμε τι θα γίνει με το τάδε σχέδιο. Εγώ πρέπει να συνηθίσω και κάνω ασκήσεις να ζω χωρίς μέλλον, δηλαδή «μπορώ να το κάνω αυτό τώρα;» – το κάνω. «Θέλω να το κάνω αυτό τώρα;» – το κάνω. «Δε θέλω;» – δεν το κάνω. Αλλά είναι τεράστια άσκηση αυτή. Είναι πάρα πολύ δύσκολη.

-Η εποχή μας και η ποίηση;

Σήμερα υπάρχει το πρόβλημα με τις εκδόσεις. Καλά, οι εκδότες σήμερα είναι χάλια, αλλά δε βγάζουν και ποίηση. Βέβαια, παλιά τα πρώτα μας τα πληρώναμε αλλά τώρα ακόμα κι αν τα πληρώνεις…

Εγώ όμως δεν ξέρω τίποτα, δεν καταλαβαίνω τίποτα… (Γελά.) Αυτό είναι η καινούργια διασκευή του Καζαντζάκη «δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος».

Μα όλη η κατάσταση, δεν είναι μόνο η ποίηση, όλη η κατάσταση του κόσμου, ό,τι έχει σχέση με τη σκέψη και την έκφραση, κάτω από την επιρροή όλων αυτών των ηλεκτρονικών συστημάτων νομίζω ότι θα αλλάξει πολύ στο μέλλον. Δε φανταζόμαστε! Εγώ σίγουρα δε φαντάζομαι, αλλά και οι ειδικοί δε φαντάζονται. Δηλαδή το πώς ο λόγος θα μετατραπεί, ίσως, λέω, γιατί εγώ δεν έχω ιδέα, σε σηματοδότη. Όπως βλέπεις το κόκκινο και «απαγορεύεται η είσοδος», κάτι τέτοιο θα ’ναι. Θα φτιάχνεις μια λέξη και θα σημαίνει… «είμαι ερωτευμένος και σου γράφω ένα ποίημα».

-Αλλά εμείς, Κατερίνα, πιστές στις ασκήσεις μας. «Η απολυταρχία της νιότης», είπαμε, από τη «σιγανή φωνή της μνήμης».

Ναι, «η απολυταρχία της νιότης».


 

«Σαν σκοροφαγωμένα υφάσματα απλώνουν την ασχήμια τους τα γεράματα/ ακόμα κι αν είχαν ένα ωραίο παρελθόν/ αλύγιστα πάντα τα νιάτα/ κάπου μυστικά λάμπουν σαν αστέρια / όσο άκομψα κι αν είναι, όσο κι αν κολυμπούν ανέραστα στα θολά νερά της ζωής./

Την ομορφιά της όμως της δικής μου νιότης δεν τη γνώρισα ποτέ/ αλλά ξέρω τώρα πως ναι/ την κρατούσα αγκαλιά./ Μακριά απ’ τον καθρέφτη με τη φύση μοιραζόμουνα άνθιση και καρποφορία/ σε θάλασσες επιθυμίας ταξίδευα και έβλεπα στα πρόσωπα των αγοριών/ μια φανταστική εικονογράφηση του μέλλοντός μου./ Η ιδέα του θανάτου ερχόταν μόνο σαν έμπνευση/ όταν το ποίημα γεννιόταν και διέλυε τη φοβερή υποψία ότι ως και ο πόθος υποχωρεί / μπρος στην αλήθεια του χρόνου./ Το ξέρω πως θα ‘ρθει η στιγμή που σφιχτά αγκαλιασμένα το όμορφο και το άσχημο μαζί/ θα με συνοδεύουν στου τέλους την αρχή.»

Καλό είναι; Το ξέρω από πολλούς συναδέλφους, όχι πολλούς, αρκετούς, που επειδή έχουν ζήσει μια ζωή με την ποίηση, ξεφτάει το πράγμα, δεν το βλέπουμε, δεν το παραδεχόμαστε, και εξακολουθούμε να γράφουμε κακά ποιήματα. Εξακολουθούμε και γράφουμε και το αποτέλεσμα είναι ποιήματα πολύ κατώτερα. Κι εγώ φοβάμαι. Φοβάμαι και σ’ αυτό το επίπεδο όπως και σε άλλα, ότι η μόνη μου άμυνα είναι η ποίηση και ενώ έχω… ξεμείνει που λένε, οικονομικά, μήπως εξακολουθώ και γράφω…

«Κι ήταν σαν να είχα καταπιεί ένα συννεφάκι που μέσα μου μεγάλωνε, θέριευε, τύλιγε την καρδιά μου, σκέπαζε τα σπλάχνα μου. Ναι, μέσα μου κυριαρχούσε αδέσμευτη η αγωνία, το άγχος που μεγάλωνε μαζί με την ηλικία. Υγεία υπήρχε, αλλά δυσκολεύεται η αναπνοή όταν ξέρεις πώς πρέπει πια να ζεις χωρίς την ιδέα, το ένστιχτο του μέλλοντος. Τη μέρα που έρχεται τη χαίρεσαι βέβαια και την ευγνωμονείς, αλλά νοιώθεις και πανικό μαζί, μην είναι η τελευταία. Ο πανικός -η νέα μορφή του σύννεφου- σκοτώνει και τις πιο ελπιδοφόρες στιγμές, δηλητηριάζει ό,τι καινούριο.

Ένα τόσο σκοτεινό μέσα πώς να γεννήσει ιδέες;

Θα βγω έξω, λέω, θα βγω και θα κλείσω πίσω μου τη πόρτα. Βγαίνω και τότε ξαφνικά μου κόβεται η ανάσα. Ο τρόμος που κυριαρχεί έξω στον κόσμο είναι σαν τον δικό μου εσωτερικό τρόμο. Οι άνθρωποι ζούνε -είτε το ξέρουν, είτε όχι- χωρίς ουσιαστικό μέλλον, μισιούνται, ο ένας θέλει να εξαφανίσει τον άλλον, μην του φάει το ψωμί που απομένει. Δεν ζούνε στα σύννεφα, αλλά και η πραγματικότητα ποτέ τόσο άγρια δεν είχε αποκαλυφτεί.

Επιβλήθηκε απόλυτα η καινούρια θρησκεία, ο καινούριος μονοθεϊσμός: το Χρήμα. Κυριάρχησε η τραγικότερη μεταδοτική ασθένεια: ο Καταναλωτισμός. Ξέραμε, βέβαια, ότι κάποτε θα πληρώναμε το τίμημα, αλλά δεν είχαμε φανταστεί ότι θα ‘ταν τόσο υψηλό, αφού χάσαμε την εμπιστοσύνη στον υπαρξιακό εαυτό μας, που πάντα, στο τέλος έβρισκε μια κάποια λύση.

Κοίταξα μέσα μου ξανά κι αισθάνθηκα πιο ελαφριά, αισθάνθηκα φυσιολογική αφού δεν ήμουνα μόνη εκεί που είχα βυθιστεί. Κι ανάτειλε μια απορία: από μένα, από μέσα μου ξεχύθηκε το μαύρο σύννεφο και τύλιξε τον κόσμο ή η ύπαρξή μου ρούφηξε κι αυτή το σύννεφο που ‘χε σκεπάσει όλη τη πλάση;»

Απόσπασμα από την «Η ανορεξία της ύπαρξης»

 

 

Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου

το γέλιο σου με τον ήλιο

το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.

Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες

του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν

με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά

θα βρεις τη μοναξιά σου.

Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου

μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ‘ναι γραμμένη

απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου.

Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης

και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους

θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω

γιατί δε θα το μπορούν, θα ‘ναι βαρύ γι’ αυτούς

και θα ‘ναι πάλι η μοναξιά σου.

Αν φωνάξεις την αγάπη σου

θα ‘ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή

γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες

τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα

όλους τους λασπωμένους δρόμους.

Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη

λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ

τα λόγια της μοναξιάς σου.

Θεέ μου, τι θα γίνουμε;

Πώς θα πορευτούμε;

Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;

Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων

των ψυχών από δίπλα μας;

Ένας δρόμος υπάρχει, ένας τρόπος.

Μια θα ‘ναι η Νίκη:

αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε.

Μόνοι μας.

 


 

Φθινόπωρο 1956

LIFO, 27.11.2011

-Φτάνει εδώ, στην Αίγινα, η βουή της πόλης;

Δυο βήματα είναι το Αθήνα-Αίγινα. Σαν να λέμε Ομόνοια-Πατήσια. Πώς δεν φτάνει; Χαμός γίνεται.

-Γίνεται, όντως, τόσο μεγάλος χαμός;

Κοίταξε, όσο υπάρχει επικαιρότητα για ένα θέμα, θα γίνεται χαμός. Είναι μέχρι να περάσει ο πυρετός. Αυτά που συνέβησαν στη Νορβηγία ήταν τραγικά, αν αναλογιστείς ότι επρόκειτο για μια τόσο ειρηνική χώρα. Αλλά στα άλλα, που έχουν σχέση με μας, εκεί βλέπεις ότι τους κάνουν ενέσεις μακροβιότητας. Τέτοια ατμόσφαιρα, όπως η τωρινή, δεν θυμάμαι να ξαναείχαμε. Καταλαβαίνω τι γίνεται. Δεν βρίσκομαι στα σύννεφα. Υπάρχει μια περιφρόνηση του ανθρώπινου είναι. Περιφρονούμε τους εαυτούς μας.

-Οι Έλληνες πάντα δεν τρωγόμασταν μεταξύ μας;

Βέβαια. Πάντα ήμαστε του εμφυλίου. Αλλά, η μεγάλη διαφορά τώρα είναι ότι αυτή η κακή συνήθεια που είχαμε σμίγει με τον καινούργιο μονοθεϊσμό, το χρήμα. Και αυτοί που το έχουν δεν κάνουν τίποτ’ άλλο απ’ το να το φροντίζουν κι αυτοί που δεν το έχουν κάνουν τα πάντα για να το αποκτήσουν. Τώρα δεν τα βάζουμε ο ένας με τον άλλον για θέματα γούστου, εγωισμού και ιδεολογιών, αλλά για θέματα επιβίωσης. Για θέματα επιβίωσης θέλουμε να εξοντώσουμε ο ένας τον άλλον.

 

-Τόσες χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης προόδου δηλαδή…

Και επιστρέφουμε στο ζωώδες. Βλέπουμε τη μερίδα του φαγητού και τη θέλουμε όλη δική μας.

-Εσείς πώς τους αντιμετωπίζετε όλους αυτούς που βρίσκουν νόημα στη ζωή τους μέσω του χρήματος;

Όλη μου τη ζωή είχα μια αλλεργία στο χρήμα. Δεν έκανα καμιά προσπάθεια να το αποκτήσω. Έχω να μπω σε μαγαζιά, δεν ξέρω πόσο. Μια μέρα άνοιξα το ντουλάπι μου και είπα, και να ζήσω και να πάω εκατό, έχω ρούχα να βάλω. Αυτή η αλλεργία που είχα πάντα σε συνδυασμό με αυτή την παγκοσμιότητα της αλλεργίας με τρελαίνει.

-Θυμώνετε ή μπορείτε να το καταλάβετε;

Καταθλίβομαι. Και λυπάμαι.

Ταιριάζει αυτό με τη βαθιά κατάθλιψη στην οποία έχει πέσει η χώρα τον τελευταίο χρόνο.

Αυτά που συμβαίνουν ιστορικά συνδέονται πάντα με τη δική μας ζωή. Τη δική μου κατάθλιψη μπορώ να την εξηγήσω. Καμιά φορά ο συνδυασμός είναι ολέθριος. Προσπαθώ να συμφιλιωθώ με την ιδέα του γήρατος και να ζήσω με την ιδέα της απουσίας του μέλλοντός μου. Μπορεί σ’ έναν βαθμό να το πετυχαίνω, αλλά μου αφήνει και μια σκοτεινιά. Αυτό, σε συνδυασμό με όσα συμβαίνουν έξω από μένα, δημιουργεί μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο δικός μου προσωπικός λόγος για κατάθλιψη εντείνεται όταν κοιτάω τις ειδήσεις. Με ρωτάνε όλες οι φίλες μου, «τι κάθεσαι και βλέπεις τις ειδήσεις;». Είναι ένα βίτσιο, ένας εθισμός να βλέπω δύο φορές την ημέρα ειδήσεις.

Βοηθάει η ποίηση να ξεφύγουμε απ’ τις ειδήσεις;

Ε, βέβαια. Και αυτό είναι το μεγάλο ατού της ποίησης. Όταν είσαι σε μια δύσκολη κατάσταση, πρέπει να διαβάζεις ποίηση.

 

-Τα περιγράφετε όλα, όμως, μελανά και στο ποίημά σας «Εποχή Αντιπάθειας».

Ξαφνικά, σου έρχεται και αντιπαθείς όλο το ένστικτο της ζωής. Αυτό το βλέπω και εγώ και άλλοι συνάδελφοί μου. Οι ποιητές είναι και πιο διορατικοί, βλέπεις.

-Τι μπορούμε να πάρουμε απ’ τους ποιητές σήμερα;

Είμαστε όλοι λιανικής πωλήσεως. Λαβαίνω πολλά ποιητικά βιβλία την εβδομάδα και βλέπω μια ωριμότητα στην έκφραση που εκπροσωπεί όλο αυτό το κλίμα που περιγράψαμε. Μέσα μου, όμως, νιώθω στιγμές μεγάλης αισιοδοξίας. Δεν συμβαίνει σε όλα τα μέρη του κόσμου αυτό. Παλιά, όταν λάβαινες ένα πρωτόλειο, έβλεπες μια

ανωριμότητα. Τώρα οι ποιητές εισπράττουν όλη αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και την περιγράφουν με ακρίβεια.

-Και με οικονομία στις λέξεις.

Δεν είναι μόνο η οικονομία, αλλά η ακρίβεια στην περιγραφή, στο τι του συμβαίνει του ποιητή. Το ταλέντο είναι μια άλλη ιστορία. Αυτήν τη στιγμή δεν μ’ ενδιαφέρει τόσο το ταλέντο, αλλά το πόσο ακριβής είναι στην περιγραφή της ατμόσφαιρας. Τι βιώνει ένας νέος με τα ωραία του ζουμιά και ξαφνικά κοιτάει γύρω του και φωνάζει βοήθεια. Ποιος θα του δώσει βοήθεια;

-Οι άλλοι ποιητές;

Αυτή η αίσθηση της ανημποριάς που εκφράζει τον ίδιο τον ποιητή εμένα με γεμίζει ελπίδα.

 

-Οπότε, είναι λανθασμένη η έκφραση «εδώ καταστρεφόμαστε, οπότε πού καιρός για ποιήματα;»

Καταστρεφόμαστε, καταστρεφόμαστε, αλλά όλοι κοιτάνε να πάρουν το Αρμάνι, επειδή το έχει ο διπλανός τους. Δεν ζουν πια οι ποιητές στα σύννεφα. Τώρα είναι μέσα στη ζωή, αγωνίζονται, φτύνουν αίμα και κάποια στιγμή γράφουν κι ένα ποίημα.

-Το επάγγελμά σας ποιο είναι: μεταφράστρια ή ποιήτρια;

Ποιήτρια δεν είναι επάγγελμα, είναι «βίτσιο». Το επάγγελμά μου είναι μεταφράστρια.

-Δηλαδή, οι μεγάλοι ποιητές δεν ήταν επαγγελματίες;

 

Αυτό δεν το ξέρω. Όταν πάω να τους συναντήσω, θα τους ρωτήσω.

-Το να γράφετε είναι ένα διάλειμμα στη μέρα ή η μέρα είναι ένα διάλειμμα στο γράψιμο;

Δεν υπάρχουν κανόνες. Ο καθένας έχεις τους προσωπικούς του ρυθμούς. Όταν είσαι νέος, φουσκώνεις με σκέψεις πιο συχνά κι έχεις τον μεγάλο οδηγό της ποίησης, που είναι ο έρωτας.

 

Ο χρόνος, ο πόνος και ο έρωτας είναι από τις κύριες πηγές έμπνευσης για την ποίηση. Τώρα, ενώ έχουμε τόσο πόνο, γιατί ασχολούμαστε λιγότερο με την ποίηση;

Η ποίηση θέλει και μια ελευθερία πνεύματος που δεν έχεις όταν είσαι κατακεραυνωμένος απ’ την επικαιρότητα και όταν υπάρχει τόσο μεγάλη αγωνία για την επιβίωση. Όταν ήμουν νέα, θεωρούνταν φυσικό ο ποιητής να είναι φτωχός. Η έννοια τού δεν έχω υλικά αγαθά ήταν μέσα στη ζωή. Σήμερα, το υλικό αγαθό είναι το Α και το Ω της ύπαρξης σε όλα τα στάδια. Είναι βαθύτατες οι πληγές που ανοίγει το να μην έχεις χρήματα. Εμένα δεν με πολυαπασχολούν πλέον αυτά, γιατί είμαι στην αποχαιρετιστήρια φάση και το θεωρώ θαύμα ότι ακόμα γράφω. Μάλιστα, έχω εδώ μερικά ποιήματα καινούργια που λέω να τα ονομάσω «Τα μετανεανικά ποιήματα». Η ποίηση είναι της νιότης η αδερφή και γι’ αυτό οι πολύ μεγάλοι ποιητές εξακολούθησαν να γράφουν και σε πολύ μεγάλη ηλικία.

 

Έχετε υμνήσει τόσο πολύ, όμως, και την απώλεια και την έχετε κάνει βίωμα. Έχετε καταφέρει να τη βγάλετε από τα συναισθήματά σας;

Η απώλεια, όταν γίνεται βίωμα, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Απλώς, παίρνει μια άλλη μορφή. Όπως όταν μεγαλώνει ένας άνθρωπος. Το συναίσθημα εμπλουτίζεται, όταν γίνεται εμπειρία. Το συναίσθημα παραμένει, από την εμπειρία περιμένουμε μόνο να το δικαιώσει.

Τώρα σας ενδιαφέρει πολύ περισσότερο τι αισθάνεστε εσείς ή οι δίπλα σας;

Τα δικά μου όχι και τόσο. Το έχω δει το έργο. Μ’ ενδιαφέρει από μια άλλη άποψη. Για μένα είναι μια τελείως καινούργια εμπειρία. Πιάνω τον εαυτό μου ν’ αναρωτιέται τι μπορεί να θέλει ο άλλος από εμένα. Ακόμα και συ κάτι θες να κερδίσεις από μένα.

 

-Κι εσείς, καλλιτέχνης άνθρωπος, σκέφτεστε έτσι;

Τι σχέση έχει αυτό; Είμαι ένας άνθρωπος με καρδιά και ψυχή και θέλω, όταν έρθεις να με δεις, να σ’ ενδιαφέρω ως άτομο και όχι μόνο για τη συνέντευξη. Να υπάρχει αυτό που λέγεται συμπάθεια, φιλία, ανεξάρτητα απ’ το τι προσφέρω και τι δεν προσφέρω. Ε, αυτή είναι η καχυποψία τώρα, όχι μόνο στο δικό μας επάγγελμα. Όταν συλλαμβάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται έτσι, θέλω ν’ αυτοκτονήσω.

Μήπως είναι το πνεύμα της εποχής; Μήπως είμαστε καλοί κατά βάθος;

Βεβαίως είμαστε και καλοί και ελπίζω να υπάρχουν άνθρωποι που δεν σε κυνηγάνε χρησιμοθηρικά. Είναι, όμως, τέτοιο το πνεύμα, που σου έρχεται ως αντίδραση το «τι θέλει αυτός από μένα;»

 

-Ενώ έχετε ασχοληθεί τόσο στα ποιήματά σας με την έλλειψη, τον πόνο και την απουσία, ως άνθρωπος φαίνεστε υπερβολικά cool;

Έχω ένα κέφι. Αυτό που αισθάνομαι καμιά φορά είναι ο τίτλος του βιβλίου Η ανορεξία της Ύπαρξης. Ξυπνάω το πρωί και δεν έχω όρεξη για τίποτα. Ακόμα και η ίδια η ύπαρξη, που την είχα σαν θεά, ούτε αυτή μ’ ενδιαφέρει πια.

-Τελικά, όλα αυτά τα θέματα περί ύπαρξης είναι μάταιο να τα σκεφτόμαστε; Ούτε από πού ήρθαμε, ούτε πού θα πάμε θα μάθουμε ποτέ…

Δεν είναι μάταιο. Είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου. Όπως όταν κάποιος διψάει και θέλει να πιει νερό. Γεννιόμαστε με το ερώτημα της ύπαρξης. Μορφωμένοι και αμόρφωτοι ξυπνάνε το πρωί και αναρωτιούνται πώς βρέθηκαν εδώ.

-Οι θρησκείες δεν έδωσαν κάποιες απαντήσεις;

Εγώ είμαι της επιστήμης. Δεν ήμουν ποτέ θρήσκα. Δεν ξέρω κατά πόσο δρα η θρησκεία ακόμα. Αλλά βλέπω τις εκκλησίες γεμάτες από ανθρώπους που έχουν απελπιστεί απ’ όλα τ’ άλλα. Σαν ένα νοσοκομείο.

 

 

-Σ’ ένα ποίημά σας, πάντως, γράφετε πως πρέπει να παραμεριστεί ο θάνατος γιατί η ηδονή είναι στα φθαρτά πράγματα.

Η επιτυχία είναι να καταφέρνεις να ισορροπείς στην τραμπάλα. Δεν ζούμε σε κάποιο αστυνομικό κράτος. Αλλάζουν τα πράγματα. Και οι ποιητές είναι εξαιρετικά ευαισθητοποιημένοι στις αλλαγές.

-Nτραπήκατε ποτέ να δημοσιεύσετε ένα ποίημα;

 

Όχι, ποτέ. Ντρέπομαι μόνο αν καταλαβαίνω μετά πως δεν είναι καλό. Καμιά φορά νιώθω αμηχανία προς άλλα πρόσωπα.

-Η συστολή είναι χαρακτηριστικό των ποιητών;

Όχι όλων. Εγώ ήμουν κανονικός άνθρωπος. Ούτε πάνω κάτω. Ούτε νόμιζα ότι ήμουν σκόνη, ούτε, όμως, και ο Παρθενώνας. Επειδή οι ποιητές δεν έχουμε πολλές απολαβές, ούτε υλικές, ούτε δημοσιογραφικές, μας ανεβαίνει το εγώ και νομίζουμε ότι είμαστε οι προφήτες επί της γης. Δεν είναι, όμως, έτσι τα πράγματα, πουλάκι μου.

-Τώρα οι συγγραφείς την έχουν «ψωνίσει»;

Ναι, ειδικά των αστυνομικών μυθιστορημάτων.

 

 

Εσείς πώς δεν δοκιμάσατε να γράψετε πεζογραφήματα;

Όχι μόνο δεν έγραψα, αλλά δεν μπορώ να διαβάσω πρόζα πλέον. Αυτή την καθημερινότητα που βαφτίζεται τέχνη. Δεν υπάρχει συχνά πραγματικό ταλέντο για να κάνει τα βιώματα τέχνη.

-Τι σας λείπει απ’ τα παλιά χρόνια;

Η παρέα. Αυτό που πηγαίναμε στου Λουμίδη, πηγαίναμε στο Μπραζίλιαν. Εγώ ήμουνα κολλητή με τον Καρούζο και άλλους πολλούς. Κάποιοι πήγαιναν στο ένα και κάποιοι πήγαιναν στο άλλο μαγαζί. Εγώ και στα δύο. Στο Μπραζίλιαν, επειδή καθόντουσαν όρθιοι, τους λέγαμε η «ορθή διανόηση», στου Λουμίδη, η «καθιστή». Αλλά αυτή η αίσθηση της παρέας ήταν εκπληκτική. Παίρναμε απ’ τους πιο μεγάλους, ρουφάγαμε.

-Τώρα, έχετε πάρει εσείς τον ρόλο του μεγαλύτερου;

Μου τον έχουν δώσει αναγκαστικά. Όταν έρχονται και με παρακαλάνε να γράψω γι’ αυτούς. Τώρα, έχω αποφασίσει να λέω όχι. Δεν έχω αντοχές. Αν μου μένει ακόμα κανένας στίχος να γράψω, θα τον γράψω να τελειώνουμε.

 


 

 

«ΕΠΟΧΗ ΑΝΤΙΠΑΘΕΙΑΣ»

Από τη συλλογή “Η ανορεξία της ύπαρξης” (2011)

Η αντιπάθεια απλώνεται σαν πανώλη

αντίπαλος είναι του πάθους

εχθρός της συμπόνιας.

Τα ζώα που με ημέρευαν

-όλα τ’ αγαπούσα-

σέρνονται τώρα σαν φίδια

στέκονται σαν αρπαχτικά

με γουρλωμένα μάτια

και μήνυμα μου στέλνουν

πως ό,τι ζει δεν είναι πάντα για καλό

κι ό,τι πεθαίνει

δεν είναι πάντα απελπισία.

Οι άντρες

με τα προκλητικά παντελόνια

υφάσματα τεντωμένα με φαντασία

ελαφρά αξύριστοι

με την έξυπνη ματιά

που μεταμορφωνόταν σε κτηνώδη

και χυνόταν πηχτή

στα λευκά σεντόνια

βουλιάζουν

στα μουχλιασμένα νερά της μνήμης

κι ούτε λίγη συμπάθεια

δεν αφήνουν πίσω τους

λίγο δέος για τα κατορθώματά τους.

Και οι γυναίκες, οι φιλενάδες,

που μαζί πλέκαμε τον ιστό της ζωής

γελάγαμε με κάθε στραβοβελονιά

κι άνθιζαν τα απόρρητα μυστικά

στα λαμπερά χείλη μας

εμείς, που στα σπλάχνα μας

νιώθαμε την παρουσία μας στη γη

σημαντική

ακόμη κι αν μόλις είχε βροντήξει

πίσω του την πόρτα «εκείνος»,

έγιναν κουραστικές κυρίες

με εμμονές, μανίες νοικοκυροσύνης

ή απελπισμένες κινήσεις

για να προλάβουν το τελευταίο τρένο

της διασημότητας.

Αλλά τη φοβερότερη αντιπάθεια

τη νιώθεις για κείνον

που τα νιώθει όλ’ αυτά

λες κι ήταν αυτός κάποιο ανώτερο ον

λες κι είχε φτερά

και πετούσε πάνω από νεκρούς

φιλοδοξίες και απορρίμματα

λες κι ήταν

ο δικός σου εαυτός

λιγότερο άχρηστος και αντιπαθητικός.

 


 

Συνέντευξη στον Γιώργο Δουατζή, 05.2009

 

Τι είναι η ποίηση;

Η ζωή μου είναι. Άλλοι έχουν τη θρησκεία, άλλοι τα παιδιά τους, εγώ την ποίηση.

Γιατί σπουδές λογοτεχνίας;

Δεν θυμάμαι ποτέ στη ζωή μου να μην έγραφα. Είχα την τύχη να έχω πολύ μορφωμένους γονείς και νονό τον Καζαντζάκη, με του οποίου την ενθάρρυνση δημοσίευσα το πρώτο μου ποίημα στο περιοδικό  «Καινούργια εποχή» σε ηλικία δεκαεπτά ετών. Το θυμάμαι για τη μεγάλη χαρά που μου έδωσε η δημοσίευση, αλλά και διότι δεν το πήρα πάνω μου… Μου έλεγαν «τι έγραψε για σένα ο Καζαντζάκης!» Κι εγώ απαντούσα «υπερβολές του Καζαντζάκη».

Πώς θα τον χαρακτηρίζατε;

Μοναδικό. Ως στάση ζωής, για  το πως δούλευε, πως ήτανε, πως έβλεπε τους ήρωές του, πως έκανε συνδυασμό ζωής, φιλοσοφίας, θρησκείας, πρόζας, ποίησης. Ήταν μοναδικός. Έφερε κάτι καινούργιο.

 

Γράψατε κάποτε: «Αλλά ο έρωτας είναι / η πιο σκληρή απελπισία / δεν περιέχει το τέλος του / σαν όλα τα παρήγορα πράγματα / της φύσης…». Γιατί δεν περιέχει το τέλος του ο έρωτας;

Όταν είσαι μέσα σε αυτόν, δεν μπορείς να φανταστείς ότι θα τελειώσει και όταν έχει τελειώσει δεν είσαι μέσα, δεν σε αφορά.

Τι είναι ο έρωτας;

Το παν. Και τώρα που είμαι εβδομήντα ετών και ευτυχώς καλά, ένα από τα δύσκολα πράγματα της ηλικίας είναι αυτό. Ότι ζω χρόνια τώρα χωρίς τον έρωτα. Δεν καταλαβαίνω πως αναπνέω, πως δουλεύω χωρίς αυτόν.

Ο σημερινός κόσμος;

Η εικόνα του με τρομάζει. Βρίσκω τα νέα της κάθε μέρας πολύ τρομακτικά. Όσο ζω βέβαια ελπίζω. Αλλά είναι εφιαλτικό να είσαι νέος, να σπουδάζεις, να παιδεύεσαι, να μην αρνείσαι να εργαστείς και να μένεις άνεργος.

Η μοναξιά;

Δεν με πειράζει. Δουλεύω, διαβάζω, κάνω πράγματα που με ενδιαφέρουν. Με πειράζει λιγότερο να μένω μόνη σπίτι, παρά να βρίσκομαι με ανθρώπους για να μην είμαι μόνη και έτσι να νιώθω περισσότερη μοναξιά. Έχουν αλλάξει οι σχέσεις και οι άνθρωποι.

Τα γηρατειά;

Δεν καταπίνονται εύκολα. Όσο καλές και να είναι οι συνθήκες ζωής σου, πλησιάζεις στο τέλος. Ό,τι κάνουμε, ό,τι σκεφτόμαστε βρίσκεται κάτω από την σκιά του μέλλοντος. Λέμε θα γράψω, θα κάνω, θα φτιάξω. Η ιδέα του μέλλοντος σε εμπνέει, σε σπρώχνει μπροστά. Η ηλικία μειώνει την ιδέα του μέλλοντος.

-Η ζωή σας ως μυθιστόρημα;

Αν γράψω την αυτοβιογραφία μου βασισμένη στα ημερολόγιά μου, θα είναι σαν μυθιστόρημα. Νομίζω ότι θα ήταν ενδιαφέρον διότι έχω ζήσει μια ενδιαφέρουσα εποχή λογοτεχνικά και προσωπικά.

Ο θάνατος;

Όπως είπε κάποιος μεγάλος «δύο πράγματα δεν μπορείς να κοιτάξεις κατάματα. Τον ήλιο και το θάνατο».

Μεγαλύτερο όνειρο;

Να μην απελπίζομαι.

Μεγαλύτερος φόβος;

Να απελπίζομαι. Και… φοβάμαι που ο φόβος έχει μπει στη ζωή μου. Ίσως η φύση να αναλαμβάνει να σε προστατέψει έτσι. Σου στέλνει το φόβο για να προσέχεις μην πάθεις κάτι. Μη ξεχνάτε και ότι ζω μόνη μου.

Σας απωθεί;

Η ψευτιά, η ραδιουργία

Σας θέλγει;

Στον άνδρα;

Το βλέμμα. Το οποίο πρέπει να αποκαλύπτει ευφυΐα.

Οι σημερινές γυναίκες;

Δυστυχώς πολλές δεν σκέπτονται τα δικαιώματα τους, αλλά πώς θα βρουν κάποιον πλούσιο να λύσουν το πρόβλημά τους. Το φοβερό είναι ότι θεωρούν φυσικό ως εξαρτημένες να υποδουλώνονται, αντί να μορφωθούν, να δουλέψουν, για να είναι αυτοδύναμες.

Ο χρόνος είναι…

Το μόνο πράγμα στο οποίο είμαι τσιγκούνα. Δεν θέλω όσο μεγαλώνω να τρώνε το χρόνο μου που είναι πολύτιμος.

Πλούτος είναι…

Να αισθάνεσαι ότι έχεις ζωή μέσα σου και ότι θέλεις να τη μεταδώσεις.

Να δίνεις λέτε…

Μα, δόσιμο και δημιουργία είναι ταυτόσημες έννοιες.

Έχει λόγο ύπαρξης ο ποιητής σήμερα;

Όσο υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν ποίηση, ναι. Αν η εποχή κρίνει ότι δεν χρειάζονται οι ποιητές, θα μας το πει εκείνη.

 

Γιατί εκδίδετε βιβλία;

Από φυσικότητα. Είσαι έγκυος, στους εννέα μήνες γεννάς. Έτσι είναι και το βιβλίο.

Όταν βγαίνει ένα βιβλίο σας;

Χαρά. Σαν να κάνω παιδί.

Η ποίηση μεταφράζεται;

Αυτό ήταν το πρόβλημα της ζωής μου. Ο Ρόμπερτ Φροστ είχε πει ότι «η ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση». Έχω δώσει τη ζωή μου στη μετάφραση,  δούλευα με μεγάλο πάθος. Είχα απαισιοδοξία ώσπου ανακάλυψα τον Χέλντερλιν και αυτό ήταν τεράστια ένεση ελπίδας. Γερμανικά δεν ξέρω. Και αγάπησα έναν ποιητή που έχει γράψει σε γλώσσα την οποία δεν μιλάω και τον γνώρισα από μετάφραση. Άρα οι μεταφράσεις μου δεν είναι επί ματαίω.

Η ποίηση φέρει αξίες ζωής;

Ο ποιητής πρέπει να έχει αξίες ζωής. Αν δεν έχει θα βγει κακό το ποίημα.

Ποιητές που σας σημάδεψαν;

Ο Σεφέρης. Λατρεία μου ο Καβάφης. Νομίζω ότι θαυμάζω στον Καβάφη, τον τρόπο που συνδύασε ποίηση και φιλοσοφία.

Ο ποιητής είναι…

Ένα ζώον με στεφάνι (γέλιο).

Η υστεροφημία;

Γράφουμε με την ελπίδα ότι έστω και ένα τέταρτο της ώρας αφού πεθάνουμε κάτι θα έχει μείνει. Λίγο είναι αυτό; Στο μηχανισμό της γραφής υπάρχει αυτό, ότι ίσως κάτι από ό,τι κάνω μπορεί να μείνει.

 


 

 Στον Ουρανό του Τίποτα με Ελάχιστα

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή

την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω

πώς κερδίζει πάντα αυτή

ενώ χάνουμε όλοι εμείς.

Πώς οι αξίες γεννιούνται

κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λειώνει:

το σώμα.

Πεθαίνω μες στο νου μου δίχως ίχνος αρρώστιας

ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά

ανασαίνω κι ας είμαι

σε κοντινή μακρινή απόσταση

απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…

Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς

θα εφεύρει η ζωή

ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης

και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.

Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο·

πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις

τα πετάω.

Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω·

να φεύγουν τα περιττά λέω

να μπω στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα.


 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΕΚΑΤΑ, Άνοιξη 2007, τεύχος 9

Πρωτοεμφανιστήκατε στη λογοτεχνία με ποίημα που έφερε τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μοναξιά» (Καινούργια Εποχή, 1956) και ήσαστε μόνο 17. Ξεκινήσατε να γράφετε από μοναξιά; Από πού νομίζετε πως πήγαζε αυτό το αίσθημα;

Το ‘χω σκεφτεί κι εγώ τελευταία: Τι μπορούσα να ξέρω από «μοναξιά» σε κείνη την ηλικία; Και μάλιστα δε θυμάμαι να την είχα νιώσει ποτέ. Αντίθετα, θυμάμαι, είχα πολλούς φίλους, πήγαινα σε πάρτι… Ίσως να εννοούσα -προφητικά σχεδόν- τη μοναξιά της σκέψης, τη διανοητική απομόνωση του δημιουργού, το πως για να κάνεις έργο δεν μπορείς και δεν πρέπει να υπολογίζεις σε κανέναν.

Πενήντα χρόνια αργότερα, στην τελευταία σας ποιητική συλλογή, στον Ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (2005), γράφετε για την «Άλλη μοναξιά», που «μεγαλώνει τα χάσματα». Αλλά έχει ο πόνος της μοναξιάς ηλικία; Ωριμάζει ή εξαντλείται ποτέ;

Πενήντα χρόνια αργότερα μιλάω για μια «άλλη μοναξιά»: τη μοναξιά του θνητού. Όταν η ηλικία σε κάνει όλο να πλησιάζεις προς το θάνατο, είτε των αγαπημένων σου, είτε τον δικό σου. Τα χάσματα που μεγαλώνουν είναι όταν συνειδητοποιείς πως αυτή την εμπειρία ποτέ δε θα μπορέσεις να τη μοιραστείς με κανέναν, όση φιλία και κατανόηση και να σου ‘χουν δείξει οι άνθρωποι.

Στη συλλογή Επίλογος αέρας (1990), ρωτάει η Γιαννούσα σ’ ένα ποίημα: «Γιατί γράφουν οι άνθρωποι ποιήματα;». Και απαντάει: «Για να τα ‘χουν όταν το φως τούς σβήσει η φύση». Ποια νομίζετε πως είναι ή που θα θέλατε να είναι η σχέση ποίησης-φύσης;

Πιστεύω πως κάθε ποιητής έχει τον δικό του ποιητικό κώδικα κυκλοφορίας. Για μένα, η ποίηση και η φύση είναι αδιάρρηκτα δεμένες. Δεν μπορώ να φανταστώ ένα ποίημα που να μην ξεκινάει από τη φύση, έστω κι αν θεματικά δε μοιάζει να έχει κάποια σχέση. Η φύση κατέχει την ιδέα και την εκτέλεση της ομορφιάς, και η ποίηση γεννήθηκε να εγγράψει αυτή την ομορφιά.

-Η έκδοση ποιητικών βιβλίων, πέρα από την προσωπική «έκθεση» στη γραφή, εμπεριέχει και την κοινωνική «έκθεση» στους λογοτεχνικούς κύκλους. Συμμετέχετε ενεργά σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις, συναναστρέφεστε με λογοτέχνες. Τι θετικά και τι αρνητικά βιώματα αποκομίσατε και αποκομίζετε ακόμα από αυτή την τριβή;

Όπως μια έγκυος θεωρεί φυσικό να γεννήσει ένα παιδί έτσι φυσικό είναι να βγει ένα βιβλίο που έχεις γράψει. Παιδί δεν έκανα ποτέ αλλά δεν είχα ποτέ καμιά δυσκολία να βγάλω βιβλίο. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι είμαι μπλεγμένη σε «λογοτεχνικούς κύκλους». Έχω φίλους που θαυμάζω κι αγαπώ. Μερικοί φύγανε, όπως ο Ν. Καρούζος. Ύστερ’ από μισό αιώνα ακριβώς «δημοσιευμένης» ζωής, οι φίλοι και οι φίλες συγγραφείς ποιητές – και πολύ νεότεροι από μένα- είναι αρκετοί. Όταν έχουν εκδήλωση και μπορώ, πάω. Αλλά δεν αισθάνομαι καμιά τριβή, τίποτα το αρνητικό, δεν κάνω καμιά κοινωνική προσπάθεια, ούτε έχω απαίτηση καμιά.

 


 

Η ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ  “ΤΑ ΜΗΛΑ ΤΗΣ ΝΕΚΡΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ” (ΣΕΛ. 64 )

 (13/07/2016,  ΑΘΗΝΑ, ΠΑΤΗΣΙΑ)

karagkiozis_9

 

“ΞΕΜΑΚΡΑΙΝΕΙ ΤΟ ΝΥΧΙ”

Όνειρο μηλιάς

βαθύ σαν μυστική Γραφή

κι ένα δένδρο οικόσημο

ρίζωσε πάνω στο νερό/

πέτρωσες Ελένη

και μεγάλωσες

κλαδευτήρι σου η έρημος

υποκινητής ο Μωυσής

κι ακόμη περιμένει

τις μεγάλες περιπέτειες

των ποιητών/

καμπούριασε η φωτιά

σαν την άγγιξα

κι η κατάρα να πεθάνω διασκεδάζοντας

έλεγε είσαι εσύ ο ιππότης

πέρα από το φως

κι εκείνα τα σύννεφα

πιότερο τριαντάφυλλα πόρτας ήταν

παρά σκιά αγάπης

ή ζωγράφισμα πάχνης/

ξεμακραίνει το νύχι

καθώς γράφεις

μονάχο του

χαράζει ιερατικές λέξεις

φανερώματα ψυχής

μαγνητίζουν τις πέτρες/

εγκαταλείψαμε ότι είναι καλό

διστάσαμε να διαλέξουμε

ανάμεσα σε κορφές ή πηγάδια/

οι αμυγδαλιές

έχουν πια πεθάνει

και το τοπίο τούτο

που σε γέννησε

αιχμαλωτισμένο είναι

στον ήλιο

θέλει θάρρος και κατάρα

να  ‘σαι

φωτισμένος αγιοσύνη/

περισσεύει θάνατος

πολύ μοιάζεις

με τίποτα σημάδια ουρανού

γεράκια στηριγμένα στ’ άνθη/

κι ο Μυστράς καματερός χαιρετισμός

δράκοι αγέρινοι, πασχαλινοί

μακρόσυρτες σκιές

έχει τ’ αλάτι/

μπολιασμένος φαντασία και κίνηση

ο κόσμος υψώνεται αδιόρατα

κι η θάλασσα

ριζώνει στις ελιές/

πόσο σκληρός αναβλύζεις κλάμα

κι οι γκρεμισμένες σου πηγές

πάλι δόξα και ρεματιά

θα κουβαλήσουν/

τολμώ και χάνω

βυθίζομαι στην πιο παλιά αιτία

όνειρο φως

εκεί τελειώνεις στη δική σου γη/

ιερέας ή ιππότης

δεν έχει σημασία

μιας πικρής απάντησης

και στην πρώτη αμυχή

της νεκρής θάλασσας

πας φαρμακωμένος ζωή

πάλι εγώ μαζί σου

χώρισμα νου μονάχο

από σπόρους και

αφαλούς ομφάλιων λώρων

βλάστηση

καθώς κλαίνε και προχωρούν

σέρνουν πίσω τους ακρότατο χώμα/

με πείσμα αφήνεις ένα μεσημέρι

να σε ραβδίσει σκοτάδι

και σιγοψέλνεις ιδρωμένη θάνατο

αχτίδες μυρωδικές/

νυσταγμένος σύντροφος νεφρών

σβόλος πεταλουδίσιος ποιητικής κάψας/

ξεραίνεσαι στο φως

και μοιάζεις όλο και πιο πολύ

τετράστηλο φάντασμα

κίνηση ξαναγυρισμένη

στα αρχικά της δροσίσματα/

άλογα πρωινά

λιοτρίβια χαίτης

και βοσκοί καλπασμών

όλα σου μιλάνε/

απειροδουλευτής που

μονάχος αυξάνει ο θεός

και πόσα μάτια θα μετρήσεις

φαίνονται οι άνεμοι της καλοσύνης/

αποτίναξε από τον Ίκαρο

το βάρος κάθε μοίρας

βαθύστερνη ανεβαίνει η σπορά

και στάθηκε ως τα σηκωμένα πουλιά/

πιο κοντά κι από την άνοιξη

εκσφενδονίστηκαν σύνορα πολλά

στους ουρανούς που σιωπηλοί

σαν λάκκοι χωρίς κλαριά

φανήκανε οι Ικάριες πληγές/

ρίζωσαν οι κάμποι στον ορίζοντα

κι εσύ ψυχοκλωτσούσες

έφτυνες δένδρα στα περβόλια

πέταγες ψηλά πάνω από το μαύρο

ξυλιασμένος και ξοδεμένος

κόκκαλα/

αόρατες βροχές

φεγγαρίσιοι χυμοί

μας κύκλωσαν τέλεια μήλα

σε μια μικρή κορφή

πλήθαινες τα φύλλα

κι οι διηγήσεις των δένδρων

σου αποκάλυπταν μυστικά φορέματα/

πόσο σπάνιοι είναι οι ήχοι

των περιστεριών

τότες που η φθορά της σκιάς σου

είχε κοπεί πάνω στα κλαριά/

διάλογος με τη φωτιά

δάγκωσες το δειλινό

λαρύγγι αστροπελέκι είχες

χόρευες με τους σεισμούς

γεύτηκες θειάφι, ψωμί και στάχτη

έσταζε αλάτι από τον ήλιο

πριν ακόμη τα πρώτα θλιμμένα

ταφοκυπαρίσσια

σε λιβαδίσουν παραδοχή

και παραδεισένιους κήπους

εσύ βρισκόσουν πάντα κάτω

σκαρφαλωμένος πάνω

από μια γυναίκα/

κατάπιες μυριοκέφαλα ούλα

ποτέ κανείς δεν γέννησε

τόσο τρόμο όσο ο χρόνος

λειτουργικά τέρατα τ’ άστρα

κάποιας μελλογέννητης αυγής

όλοι μαζί οι Κύκλωπες

είχανε μονάχα μια γλώσσα

βούιζε ωραία ο ιππότης

έσφιξες ότι κοντινότερο

υπήρχε σε σένα

ασφοδέλια φωτεινά

πλάθεις ποτάμια

(βαλσαμωμένα όνειρα)

Αι-λιάδες και

φοβισμένους γκρεμούς/

μεγάλο λιοπύρι η νύχτα

η γεμάτη νέες κυψέλες

και βρέθηκε είπαν στάχτη

και φόβος στις καρδιές μας

κι έσπειρες εσύ

ίχνος θανάτου

χνάρι φωτιάς

ανοιξιάτικους Οκτώμβρηδες

ακροτείχια παρθενικά/

μα χάσαμε πάλι μες τη θάλασσα

τον κυρ-Ψαρά.

@MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2016

 


 

Image result for κατερινα αγγελακη ρουκ

 

Submit a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *