Navigation Menu+

THE GENERATION OF THE 70’s-POULIOS

Posted on Jun 2, 2017 | 0 comments

 

 

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ (1944-)

 

 


[…] The speaker, for example, in Lefteris Poulios’s poem “Αμέρικαν μπαρ στην Αθήνα” (American bar in Athens) turns his own anxiety of influence into a much more general statement of disrespect. At the end of the poem he blithely invites his “grandfather,”  the revered Greek poet Kostis Palamas (1859-1943), on a late-night prowl to desecrate Greece’s national monuments:

Πάμε να κατουρήσουμε όλα τ΄αγάλματα

της Αθήνας· προσκυνώντας μονάχα του

Ρήγα. Και να χωρίσουμε ο καθένας στο

δρόμο του σαν παππούς κι εγγονός που

βρυστήκανε…

(Poulios [1973] 1982, 22)

Let’s go piss on a;; the statues

in Athens, paying homage only to

Rigas. And then each go

our own way like a grandfather and grandson

who have quarrelled…

[Rigas Pheraios is an important revolutionary hero from the War of Indepedence. the youth organization of the of the Communist Party of the Interior, with which many of these poets were involved, was founded in 1968 and named after him.]

 Image result for λευτερησ πουλιοσ

[…] In their search for new modes of figuring the political , these younger poets, though deeply indebted to the use of the Greek language by Cavafi, Seferis, Anagnostakis, Sachtouris, and other Greek poets, usually look elsewhere for intellectual and spiritual mentors. In interviews, articles, and poems they frequently cite Jung, Lao-tzu, the American Beat Generation, and other foreign writers as sources for their perspectives, on politics. This poem by Poulios, for example, (which I come back to later), is a rewriting of quintessentially American poems-tributes by Allan Ginsberg and Ezra Pound to the “grandfather” of the Beat poets, Walt Witman-and has no formal connection to Palamas’s poetry.

[…]

Vasilis Steriadis, an important poet of this generation, first invoke this term (the generation of the 70s) in 1970 in a review of the poetry of Lefteris Poulios, another key figure. He was referring specifically to a group who officially became the “six poets” when, in March of 1971, he, Katerina Anghelaki Rooke, Dimitris Potamitis, Nana Isaia, Lefteris Poulios, and Tasos Denegris published a collection of new works under the bland but, as far as the censors were concerned, unproblematic title Six Poets. Despite quibbles-the two women are now often considered to belong to the second postwar generation, and other poets such as Mastoraki, Kondos, Laina, and Pampoudi not included would later be considered accomplished members of the generation-this anthology signaled a new kind of poetry and introduced a new group of younger poets.

[…]

Lefteris Poulios, also involved in both Six Poets and the Anti-Anthology (another anthology), was equally instrumental in baptizing the generation of the 1970s and in differentiating it from previous generations. In one poem he directed the whole generation to model their poetics on his:

Γενιά μου ανάπηρη κοίτα σε μένα

την κατάντια σου σα σε καθρέφτη· και

χειρονόμα όπως εγώ· με δίχως χέρια

δίχως ασπίδα δίχως αύριο.

(Poulios 1973, 19-20)

My crippled generation look at me,

your adverse plight reflected in a mirror; and

gesture as I do; without hands

without defense, without tomorrow.

[…]

One of the most striking aspects of this new poetry is that it mentions many things heretofore considered unpoetic, advertisments, television, and other machines, comic strips, and sex. In “Ωδή στην Μαίρυλιν Μονρόε” (Ode to Marilyn Monroe)

GREEK POETRY SINCE 1967

 

 

 


 

ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟ POETICANET

 


Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Γαλάτσι, που τότε, βέβαια, ήταν εξοχή. Άλλαξα γειτονιά μόλις το ’99, οπότε μετακόμισα στον Άγιο Παντελεήμονα. Την εποχή, δηλαδή, που οι Αθηναίοι είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν το κέντρο, εγώ κατηφόριζα! Ήρθε και η αδερφή μου η Γρηγορία μαζί –επίσης ποιήτρια–, με την οποία είχαμε ανέκαθεν μεγάλη ψυχική και πνευματική επαφή, και έκτοτε συγκατοικούμε. Δεν ήταν, βέβαια, ακόμα τότε έντονα τα προβλήματα που εμφανίστηκαν αργότερα στην περιοχή, όπως οι παρατημένοι στην τύχη τους μετανάστες, που στρέφονταν στην παραβατικότητα, και η εγκληματική δράση των χρυσαυγιτών. Στην πολυκατοικία μας είμαστε πια οι μόνοι Έλληνες. Δεν έχουμε όμως θέματα, αν εξαιρέσεις ότι κάποιοι ανοίγουν διαρκώς την αλληλογραφία μου – ίσως πιστεύουν ότι μου στέλνουν λίρες και δολάρια, αλλά πού τέτοια τύχη!

Ναι, αληθεύει ότι η ποίηση προϋποθέτει μια άλφα ψυχική ταλαιπωρία. Είναι μια διαδικασία λυτρωτική κι επώδυνη, όπως η γέννα. Χρειάζεται να έχεις πονέσει, να έχεις δεχτεί οδύνη για να παράγεις ώριμους καρπούς. Πέρασα, ξέρεις, δύσκολα παιδικά χρόνια, στερημένα. Ήταν κι ο πατέρας μου Αριστερός και μας κατέτρεχαν οικογενειακώς, ήμουν κι εγώ ευαίσθητος, εσωστρεφής, τα έπαιρνα όλα τοις μετρητοίς, καταλαβαίνεις τώρα. Χρειάστηκε να δουλέψω από μικρός στην οικοδομή και να κάνω κι άλλες χειρωνακτικές δουλειές για να τα βγάλω πέρα. Αλλά τη δεκαετία του ’60 άλλαζαν πολλά στον παγκόσμιο χάρτη. Αμφισβήτηση, ροκ μουσική, μπιτ ποίηση, ψυχεδελική κουλτούρα… Μόλις αρχίσαμε να τα οσμιζόμαστε αυτά στην Ελλάδα, μας φορέσανε τη χούντα. Ωστόσο, η κουλτούρα αυτή επιβίωσε και ρίζωσε, έστω σε στενό αρχικά κύκλο, γιατί ήταν επίσης μια εποχή έντονων πνευματικών και πολιτιστικών αναζητήσεων. Είχα απαγγείλει ποιήματά μου σε πλακιώτικες μπουάτ κι αμέσως βρέθηκαν ποιητές και άλλοι πνευματικοί άνθρωποι που με πρόσεξαν, με αγκάλιασαν, με βοήθησαν – δεν υπήρχε αυτός ο άγριος σημερινός ανταγωνισμός.

805074_IMG_9231

Παρέες μου ήταν ο Κίμων Φράιερ, ο οποίος με συμπεριέλαβε στους Έξη Ποιητές που κυκλοφόρησε το 1971, ο Ρένος Αποστολίδης, ο Τάκης Σινόπουλος, ο Αντρέας Μπελεζίνης, η Μυρτώ Αραβαντινού, ο Λεωνίδας Χρηστάκης, ο Πουλικάκος, ο Κουτρουμπούσης, ο Δενέγρης… Με τον Αποστολίδη, τον Σαββόπουλο και τον Δημήτρη Ιατρόπουλο εκδώσαμε, μάλιστα, την εφημερίδα «Απολογία», που όμως κυκλοφόρησε μόνο ένα φύλλο, επειδή υπήρξαν «ενοχλήσεις» από την Ασφάλεια. Άλλα μπλεξίματα με τις Αρχές δεν είχαμε, υπήρχε όμως ο φόβος των αστυνομικών του Λαδά που κυκλοφορούσαν στην Πλάκα με ψαλίδια κι αν σε πετύχαιναν «μαλλιά» σαν κι εμάς, σε κούρευαν επιτόπου.

Παρά τον «γύψο», λαχταρούσε ο κόσμος τότε, όπως το ξερό χώμα, το νερό οτιδήποτε αφορούσε σύγχρονη ποίηση, τέχνη, κουλτούρα, δημιουργία. Και υπήρχαν αξιόλογες εστίες πολιτισμού, όπως το Γαλλικό Ινστιτούτο. Θυμάμαι την πρεμιέρα του Woodstock στο σινέ Παλλάς, παρουσία μάλιστα του σκηνοθέτη Μάικλ Βαντλάιχ. Χαμός γινόταν απέξω, κρατούσαμε αναμμένα κεριά – μιλάμε για πρωτοφανές πανηγύρι! Τη δεύτερη προβολή την απαγόρευσαν, επειδή υπήρξε συνωστισμός και «ντου» αλλά κι επειδή «διέφθειρε τα ήθη των νέων». Ξέσπασαν διαμαρτυρίες και σοβαρά επεισόδια, εν τέλει το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε αργότερα σε πέντε κινηματογράφους. Θυμάμαι έπειτα την κηδεία του Σεφέρη που εξελίχθηκε στην πρώτη μεγάλη αντιχουντική διαδήλωση… Τότε κυκλοφόρησαν και τα Νέα Κείμενα, με κείμενα αντιστασιακών συγγραφέων και προμετωπίδα δική του.

 Image result for λευτερησ πουλιοσ

Τα ’60s ήταν ένα όμορφο παραμύθι που ζήσαμε έντονα και μας γοήτευσε πολύ. Δυστυχώς, όμως, στην πορεία, πράγματα όπως το ελεύθερο σεξ, οι ουσίες και ο μυστικισμός, που τόσο αισιόδοξα είχαμε υποδεχτεί, αποδείχτηκαν παγίδες γιατί πολλοί τα χειρίστηκαν λάθος και γιατί εν τέλει ευνόησαν τον ατομικισμό σε βάρος της συλλογικότητας. Και σήμερα ζούμε έναν θρίαμβο του ατομικισμού που έχει μουδιάσει τη ζωή σε πολλούς τομείς. Υπήρξε, όμως, επίσης εποχή ριζοσπαστικής πολιτικής αμφισβήτησης, ήταν τα κινήματα, η Νέα Αριστερά. Εκεί κάπου το ’68, με τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, αναρωτηθήκαμε για πολλά κι αρχίσαμε να αμφισβητούμε τα ιδεολογικά θέσφατα. Έτσι υιοθέτησα κι εγώ έναν πιο αναρχικό τρόπο σκέψης.

Ο καλός ποιητής πατά με το ένα πόδι στην πραγματικότητα και με το άλλο στο όνειρο. Είναι, βέβαια, θαυμάσιο όταν τα δύο αυτά συναντιούνται. Το δικό μου όνειρο ήταν ανέκαθεν ένα όνειρο ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Γι’ αυτό, αν και δεν στερήθηκα ούτε έρωτες, ούτε σχέσεις, δεν παντρεύτηκα ποτέ, ούτε απογόνους έκανα. Πάντα τη γλίτωνα στο παρά τρίχα τη βέρα! Ναι, έχω αποκαλέσει «ένοπλο» τον έρωτα, γιατί προστατεύει από τη φθορά και τη χυδαιότητα. Δεν τον υπερτιμώ, όμως, κιόλας – το πάθος, βλέπεις, απογειώνει αλλά και καταστρέφει. Η ύπαρξη καθαυτή είναι ακόμα μεγαλύτερη αξία και τύχη ξεχωριστή.

805073_IMG_9176a_1

Δεν είμαι άθεος, μα ούτε οπαδός κάποιου δόγματος. Αμφισβητώ τις κατεστημένες θρησκείες, η σχέση μου με το θείο είναι ενός αιρετικού. Πιστεύω, ας πούμε, στον θεό του Καζαντζάκη, του Μπερντιάεφ, του Κρισναμούρτι. Είναι κάτι που υπάρχει εντός μας και ταυτόχρονα ξέχωρα. Το αντιλαμβανόμαστε μόνο σε στιγμές μεγάλου πόνου και ακραίων δοκιμασιών. Μπορεί, όμως, να ανιχνευθεί και μέσω βαθιάς σκέψης, διαλογισμού, ουσιών ακόμα. Δυστυχώς, συχνά οι μεταφυσικές εμπειρίες αντιμετωπίζονται ως ψύχωση και όχι ως ανάταση και άνοιγμα οριζόντων.

Αντί για υλικά αγαθά, προτίμησα να κυνηγήσω εμπειρίες. Δεν έκανα ποτέ χρήματα κι όμως, ό,τι θέλησα στη ζωή μου, το είχα ή μου συνέβη. Η ευτυχία είναι δύσκολο πράγμα να κατακτηθεί ακριβώς επειδή είναι το πιο εύκολο – δύσκολο καταντά εξαιτίας της απλότητάς του! Και ευτυχία είναι η κατάφαση σε ό,τι προστατεύει τη ζωή. Θεωρώ κορυφαία προτερήματα την ταπεινοφροσύνη και τη γνησιότητα. Η υποκρισία και η επιδίωξη να επιβάλλεσαι είναι, πάλι, μεγάλη δυστυχία.
Πιστεύω σε μια ελληνικότητα διεθνιστική, κοσμοπολίτικη, όπως την εξέφραζαν ιδίως οι στωικοί και οι επικούρειοι. Ο σύγχρονος Έλληνας είναι ένα μεσοβέζικο πλάσμα, με χαμένο προσανατολισμό. Τον έχασε κάπου εκεί στην ύστερη αρχαιότητα κι ακόμα τον αναζητεί. Είναι μεν φιλότιμος κι εγκάρδιος αλλά τρομερά φίλαυτος. Την Ελλάδα, εντούτοις, ως χώρα δεν την αλλάζω, ούτε την Αθήνα ως πόλη, κι ας έχω ταξιδέψει ελάχιστα. Με ευχαριστούν πολύ οι καθημερινοί μου περίπατοι στην Αχαρνών και στην πλατεία Βικτωρίας. Εντάξει, λείπει το πράσινο και τα υπέροχα νεοκλασικά της ρημάζουν, έχει όμως ένα χρώμα, μια ζεστασιά και μια μαγεία μοναδική.
(LIFO)

 


 

 

Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΥΑΛΩΤΗ

 

Μανιασμένη βροχὴ

πάνω ἀπ’ τὰ θαμμένα δάχτυλά μου.

Εἶδα τὸ ἀνθρώπινο πλάσμα

κάτω ἀπὸ ’να δέντρο

ἔξω ἀπ’ τὴ σπηλιὰ

Μ’ ἄγριες κουρελιασμένες προβιὲς

Καὶ βιβλικὴ γενειάδα –

ἡ Ἀμφισβήτηση εἶναι τσουκνίδα

εἶναι εὐάλωτη –

Κακοσιτισμένο

Νὰ ἀγναντεύει τὸ μαχητικὸ ἀφρὸ

τῆς ἀκροθάλασσας

Καθετὶ εἶναι γεμάτο

καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ ἐλευθερία.

Εἶδα τὸ ἀνθρώπινο πλάσμα

Στὸ ναὸ τῆς φαντασίας μὲ ἰκετήρια κλαδιὰ

Τρέμοντας μὲ σκέψεις φτωχοῦ θεοῦ

Τὸ εἶδα

στὴ στοιχειωμένη πολυκατοικία

Ὁδηγημένο στὴν ἀφθονία μὲ αὐτοκίνητο οὐίσκι ἔντυπο

ἢ στὸ ἄντρο τῆς μιζέριας

Μὲ ὁλόλαμπρη γύμνια χλωμὰ στήθια

Ὀρυχτὰ στολίδια νεκρὸ βρακὶ

Ἡ μεγαλειότητά του περιμένοντας φώτιση

κάτω ἀπὸ ληστρικὰ νύχια

Ἔξαλλο βασανιστήριο

Φτυστὰ στὸν καιρό.

Κακόμοιρο πετσὶ θαμμένο

μέσα σὲ τόση νύχτα

Ἡ Ἀμφισβήτηση εἶναι εὐάλωτη

Μέσα στὸν ἀέρα τοῦ κόσμου.

(EKEBI)

 

ΠΑΡΝΗΘΑ

??????????????????????????????????????????????????????????????????????????????

Καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ σάλπισμα τοῦ ἀγγέλου, θειάφι

κίτρινο ζωηρὸ καὶ μενεξεδὶ ζωηρὸ

πάνω στὸ βουνὸ μὲ τὴ μορφὴ ποὺ ἔτρεχε σὲ συνάντησή μου

πίσω ἀπὸ θολὸ τζάμι.

Δρόμος κανένας γιὰ τὸ γυρισμὸ

δυὸ ἀερικὰ ἦρθαν κοντά μου καὶ μὲ παρέσυραν.

Ἡλιοβασίλεμα σχεδὸν ἀνεπαίσθητο

καὶ τῆς κόλασης τὸ στόμα ὀρθάνοιχτο

μετὰ τὸ σκίσιμο τοῦ οὐρανοῦ.

Ἄρτεμη, γιατί μ’ ἔδιωξες;

Ἡ ὥρα σὰν ἀνυπόμονο λεοντάρι μὲ τὴ χαίτη

ριγμένη πρὸς τὰ πίσω καταπίνοντας πυρακτωμένα καρφιά.

Ὁ Ὄλυμπος κι ὁ Γολγοθὰς δυὸ πόλοι

τοῦ ἴδιου ποιήματος.

Ἄγρια μάχη κενταύρων στὸ βορινὸ μέρος

τὰ μπράτσα μου ἐνάντια στὸ δαίμονα

καὶ τὰ κοράκια ψηλὰ ἀνακατεύοντας πριονίδι

καὶ παγάκια στὴ χούφτα μου.

Νοσταλγία τοῦ βράχου ποὺ πάνω του κάθισε

κάποτε ὁ Πὰν παίζοντας τὸν αὐλὸ

μὰ δὲν κάθεται πιὰ παρὰ ἡ μαύρη δυσοίωνη

κουκουβάγια ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό.

Ὁ φονιὰς ἄγγελος τράβηξε τὸ σπαθί του

ἀσήμι λαμπερὸ καὶ καμφορὰ στὴ λαβὴ τοῦ σπαθιοῦ.

Γλίτωσα τὴ ζωή μου, ἕνα βλαστάρι ἀνάμεσα

στὰ λιθάρια. Κράτησα τὴ ζωή μου ἐκεῖ ποὺ

ἡ δύση ἦταν κοντὰ ἀτενίζοντας τὸ ἀόρατο

μέσα στὸν τρόμο καὶ σήκωσα σὰν μιὰ πέτρα

τὸ πρόσωπό μου.

(EKEBI)

Image result for λευτερησ πουλιοσ

 

ΣΤΡΙΓΚΛΙΣΜΑ

 

Μέσα κι ἔξω ἀπ’ τὶς μεγαλουπόλεις μὲ πείνα μὲ τόλμη

μὲ ἁγιότητα σούρανε τὰ μακρουλά τους ποδάρια

Τὰ σβησμένα ἀπ’ τὸ ὄπιο μάτια τοὺς τ’ ἀλουμινένια

πιάτα τοὺς τὰ κουρέλια τους στὸ χωματόδρομο

Τὰ παιδιὰ τῆς γενιᾶς μου γίνανε ἀφίσες τῶν τοίχων

Ξερατὸ καὶ λουλούδια ἐνὸς πολιτισμοῦ ἄθλιου

Ὁ δρόμος ἔχει τὴν ἀγωνία του τοὺς θλιβεροὺς μαντρότοιχους

μὲ τ’ ἀγκωνάρια τῆς παραφορᾶς

Καὶ στὴ βάση κάτ’ ἀπ’ τὸ δέντρο ὁ ἐλεύθερος

ἀπλώνοντας ρίζες καὶ κλωνάρια

TitleScreenTheFugitive

Ὁ δραπέτης τῆς ζούγκλας τῶν πόλεων

Σχεδὸν ριπίδι σχεδὸν ἀκάθαρτη συμμετρία

Ὥριμος γιὰ τὴ στιγμὴ τῆς κρίσης

Ἡ ἀγάπη τὸν κυριεύει, ἐπουλώνει τὴ λέπρα τῆς ἐσωτερικῆς γῆς

Ἄνθρωπε τῆς ἐποχῆς μου παράδειγμα

Δόξα σ’ αὐτὸν ποὺ τὸ σκάει

Ποδοπατώντας σάπιες ἀξίες βαραθρώνοντας τέλματα

Μὲ τὰ παπούτσια στὸ κούτελο τῆς καλοπέρασης

Ἔστω καὶ μὲ τὴ στολὴ τοῦ νικημένου

Μακαρίζω αὐτοὺς ποὺ τὸ στῆθος τους οὐρλιάζει

στὴ μυστηριακὴ ἐρημιὰ τοῦ κόσμου

σὰν ἄστρο.

Αὐτοὺς ποὺ ἀνοίγουν στὸ μέλλον δρόμο

κομμένα ἁγνὰ προϊόντα της φύσης

Στὴν ἀνώνυμη ἱστορία.

Τὸ μπρίκι

Εἶναι τὸ αἰώνιο τσίγκινο μπρίκι

αὐτὸ πού μου ἔδωσε ὅ,τι καλύτερο εἶχε

αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ μᾶλλον ὁλότελα ξαφνικὰ

χωρὶς οὔτε ἀρχὴ μήτε τέλος.

ellinikos_kafes

Νὰ ψήνει καφὲ καὶ νὰ ντιντινίζει στὸ ράφι.

Εἶναι τὸ δηλητηριῶδες τσίγκινο μπρίκι

ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ξυριστικὴ μηχανή.

Δείχνει μὲ τὸ δάχτυλο τὸ τέλος τοῦ χειμώνα

σὲ θερμότητα κανονικὴ σὰν ἐκείνη τοῦ ἥλιου.

Μουντζουρωμένο καὶ μαλακὸ ἀλλὰ ὄχι γιὰ πέταμα.

(EKEBI)


 

* Στην εποχή μας υπάρχει χώρος για τους ποιητές;

Η εποχή μας είναι πολύ σκληρή, δολοφονεί τους ποιητές. Είναι το αντίθετο της ποίησης αυτό που βιώνουν σήμερα οι άνθρωποι, αλλά, μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της αναζήτησης του κέρδους και της ηδονής, ο άνθρωπος τρέχει προς την ποίηση, όπως αυτός που έπαθε σκορβούτο και τρέχει προς τα χορτάρια. Ο ποιητής έπαψε πια να είναι το κέντρο του ενδιαφέροντος, όπως ήταν άλλοτε, κι έχει γίνει υπάλληλος της κοινωνίας. Αν θέλει να επιβιώσει αξιοπρεπώς, πρέπει να συμπορευτεί με τους όρους που θέτει η σύγχρονη εποχή. Αυτοί οι όροι είναι να εξυπηρετεί κάποιον κοινωνικό σκοπό ή κάποια κοινωνική ομάδα. Η εποχή μας θέλει συμβιβασμένο τον ποιητή, να εξυπηρετεί κάποια συμφέροντα, αν θέλει να επιβιώσει.

* Εσείς εμφανιστήκατε το 1969. Πώς ήταν εκείνη η εποχή;

Ήταν η χούντα, εγώ έπρεπε να εκφράσω την ανθρώπινη πρωτοτυπία μου και ταυτόχρονα να έρθω σε ρήξη με το καθεστώς. Αυτή ήταν η επιταγή της ψυχής μου. Μόλις είχε σταματήσει η λογοκρισία και μπορούσαμε να εκφραστούμε κάπως ελεύθερα μέσα από υπονοούμενα και σπόντες. Ο κόσμος μας αγκάλιασε και ήταν πολύ ζεστός απέναντί μας, η νεολαία μας αποδέχτηκε αμέσως, όταν εξέδωσα το πρώτο μου βιβλίο, τη συλλογή “Ποίηση”, την οποία έδινα χέρι με χέρι στις μπουάτ της Πλάκας. Απήγγελλα ποιήματά μου στις “Εσπερίδες”, τα “Ταβάνια”, την “Απολογία” και σε άλλες μπουάτ της Πλάκας και παράλληλα πουλούσα τη συλλογή. Το νέο κύμα και οι χίπις με τα τραγούδια τους κι εγώ με τα ποιήματά μου. Πολλές φορές είχαμε να αντιμετωπίσουμε την αστυνομία που έμπαινε μέσα και διέλυε τις εκδηλώσεις μας, μερικές φορές μας κούρευαν κιόλας, τους ενοχλούσαν τα μακριά μαλλιά μας. Στη συνέχεια εξέδωσα μια εφημερίδα λογοτεχνική που την έλεγαν “Απολογία”, όπως την μπουάτ. Βγήκε ένα μόνο φύλλο, γραμμένο από μένα, από τον Ρένο Αποστολίδη, τον Διονύση Σαββόπουλο και τον Δημήτρη Ιατρόπουλο. Μετά παρουσιάστηκα σε μια βραδιά ποίησης που οργάνωσε ο Κίμων Φράιερ στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, το 1970, μαζί με τη Νανά Ησαΐα και τον Βασίλη Στεριάδη.

* Από εκείνη τη βραδιά προέκυψε το “Βιβλίο των έξι ποιητών”;

Ναι. Αμέσως μετά συνδέθηκα με μερικούς διανοούμενους, που με επικεφαλής τον Σεφέρη ετοιμάζανε τα “18 Κείμενα” και μετά τα “Νέα Κείμενα”, στα οποία συμμετείχα κι εγώ με τρία ποιήματα. Ήταν άγρια η χούντα. Αλλά υπήρχε μια αισιοδοξία, αισθανόμασταν ότι είναι κάτι προσωρινό, ότι είναι ένα σύννεφο και θα περάσει. Για παράδειγμα στην κηδεία του Σεφέρη είδαμε ξαφνικά χιλιάδες λαού να κατακλύζει τους δρόμους από τους οποίους πέρναγε η σορός του ποιητή. Τότε δεν το περιμέναμε μας εξέπληξε. Ήταν η πρώτη ουσιαστικά μαζική αντιστασιακή πράξη. Εκείνη περίπου την εποχή παίχτηκε και η ταινία “Γούντστοκ”. Πάρα πολή νεολαία με αναμμένα κεριά ήταν μέσα στον κινηματογράφο κι απ’ έξω οι δρόμοι γεμάτοι αστυνομία.

* Εσείς δείχνατε μια ιδιαίτερη προτίμηση στον Ντίλαν τότε, τον έχετε βάλει και σε ποιήματά σας.

Τότε, ναι. Στην αρχή ήταν ένας τροβαδούρος της αμφισβήτησης. Όταν έγινε ηλεκτρονικός και εμπορικός, πολλοί θαυμαστές του άρχισαν να τον εγκαταλείπουν και περισσότεροι όταν αργότερα έγινε χριστιανός. Τότε περίπου τον εγκατέλειψα κι εγώ.

 Image result for λευτερησ πουλιοσ

* Τώρα ακούτε καθόλου Ντίλαν;

Όχι, καθόλου. Τώρα ακούω πολύ κλασική μουσική, ρεμπέτικα, τζαζ και μπλουζ.

* Ο Γιώργος Μαρκόπουλος, στην εκδήλωση που οργάνωσαν προς τιμήν σας οι “Βικτωριανοί”, έλεγε ότι με την εμφάνισή σας ταράξατε τα ποιητικά ύδατα. Τι νομίζετε ότι ήταν αυτό που εντυπωσίασε στην ποίησή σας;

Ίσως η αμεσότητα και το θάρρος μου να χρησιμοποιώ λέξεις, έννοιες και σχήματα λόγου που δεν χρησιμοποιούσαν οι ποιητές μας μέχρι τότε. Αλλά ποιος να ξέρει τι είναι στην πραγματικότητα αυτό που εντυπωσιάζει από ένα ποίημα.

* Εσάς τι σας εντυπωσιάζει στην ποίηση;

Το μεγαλείο. Αυτό που υπάρχει στα ποιήματα του Χέντερλινγκ, του Πάουντ, του Καβάφη, του Σεφέρη.

* Τι προσπαθείτε μέσα από την ποίησή σας;

Προσπαθώ να εκφράσω, με έναν δικό μου τρόπο, αυτά που με έχουν επηρεάσει και που μου έχουν δημιουργήσει μια ωραία αίσθηση. Πιστεύω ότι χρειαζόμαστε την ποίηση για να παραβιάσουμε τα σύνορά μας, να επεκτείνουμε τα όριά μας, να γεμίσουμε το κενό μας, να ολοκληρωθούμε. Η ποίηση δεν προσφέρει γνώσεις, βοηθάει όμως να ξυπνήσει ο άνθρωπος από τον ύπνο της καθημερινότητας και να βρει τον εαυτό του. Είναι λυτρωτική διαδικασία, κυρίως γι’ αυτόν που τη γράφει, και επίπονη.

* Είναι όντως “προϊόντα λύσσας, έρωτα και ανάγκης” τα ποιήματά σας;

Ναι, το έχω πει και μη μου ζητάτε να εξηγήσω παραπέρα.

02607109-eb4d-4b4c-aee5-fbcf0b3149f3

* Έχετε θέσει στον εαυτό σας το ερώτημα του στίχου: “Κάποτε θα τελειώσουν όλα, τι έχεις να πεις τώρα που βλέπεις πια ότι κάποτε θα τελειώσουν όλα;”.

Κάποια στιγμή όλοι ερχόμαστε αντιμέτωποι μ’ αυτό το ερώτημα, ιδιαίτερα στις ηλικίες που αρχίζουμε να στοχαζόμαστε γύρω από τον θάνατο. Είναι ένα θέμα στενάχωρο ο θάνατος. Αλλά σημασία έχει αν έχεις ζήσει έστω και για λίγο αληθινά. Δικαιώνει όλη την ύπαρξή μας.

* Από το έργο σας ξεχωρίζεται κάποια συλλογή που αγαπάτε ιδιαίτερα;

Τον “Γυμνό ποιητή”, γιατί είναι ένα βιβλίο που περιέχει ποίηση εξομολογητική, πολιτική και κοινωνική της πιο ώριμης περιόδου μου. Είναι μια ζωντανή ποίηση, βγαλμένη από μια ζωντανή εποχή. Ήταν η περίοδος που στην Αμερική η beat και ο απόηχος των αντιπολεμικών κινημάτων ήταν ακόμα ζωντανά και ακόμα πιο ζωντανή ήταν η αμφισβήτηση της παραδοσιακής Αριστεράς έξω αλλά και εδώ στην Ελλάδα.

* Την Αριστερά σήμερα την παρακολουθείτε;

Βεβαίως. Είναι μεγάλη η ευθύνη που αναλαμβάνει ο ΣΥΡΙΖΑ για την αλλαγή της κοινωνίας στις σκοτεινές υπάρχουσες καταστάσεις και μακάρι να πετύχει στο σκοπό του.

* Η κοινωνία είναι έτοιμη να αλλάξει;

Είναι και δεν είναι, σημασία έχει να αρχίσουν να αλλάζουν τα άτομα μέσα στην κοινωνία.

* Τι θέση έχει η ποίηση σε μια τόσο λερωμένη εποχή σαν τη δική μας;

Πιστεύω και μπορώ να πω πως οι ποιητές είναι οι ακρίτες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η ποίηση είναι ένα είδος πνευματικής τροφής για μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων. Είναι αριστοκρατική, η ποίηση και ως ποιότητα απευθύνεται σε ορισμένους, αλλά δεν είναι μόνο για μία ελίτ, αλλά είναι όπως το φως. Όποιο ον έχει μάτια δεν μπορεί να μην το δει.

* Ο Σολωμός και ο Παλαμάς, ο Κάλβος και ο Καβάφης ποια θέση έχουν στον ποιητικό σας στοχασμό;

Ο Σολωμός, ο Παλαμάς και ο Σεφέρης είναι οι λογοτεχνικοί μου πρόγονοι στην Ελλάδα. Ο Καβάφης είναι μεγάλος, αλλά δεν έχει συνέχεια, είναι ιδιαίτερη περίπτωση. Κάποιος έχει πει ότι είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος.

* Γράφετε κάτι αυτή την εποχή;

Γράφω, συνεχίζω τα ολιγόστιχα, τα στοχαστικά ποιήματά μου. Συνεχίζω δηλαδή το είδος που έχω αρχίσει από το ’98 με το “Διπλανό δωμάτιο”. Είναι πιο εσωτερική ποίηση και υπαρξιακή.

 Image result for λευτερησ πουλιοσ

* Πως έχετε ονειρευτεί τον κόσμο μας κύριε Πούλιο;

Σε ένα ποίημά μου λέω “βρομάω μοναξιά και ουτοπία”. Επομένως η ουτοπία είναι πάντα μπροστά μου.

Έχοντας δημοσιεύσει το πρώτο του ποίημα στην “Αυγή” το 1961, ο Λευτέρης Πούλιος δωρίζει σήμερα στην εφημερίδα μας και τους αναγνώστες της δυο ανέκδοτα ποιήματά του, ατιτλοφόρητα ακόμα, τα οποία προορίζει για την επόμενη συλλογή του.

Ο κόσμος ένα αχανές μυστήριο

στο χρόνο που καταστρέφει

και στο χρόνο που συντηρεί.

Η γη κινείται με τη δύναμη του χρήματος

και τη βλακεία του κοσμάκη.

——

Συνήθως υπάρχει μια διέξοδος

όμως για μένα βραδιάζει.

Τα λάθη μου πολλά

το χρέος μου μεγάλο

και στο τραπέζι αντίκρυ μου

κάθεται το μηδέν.

 (ΑΥΓΗ)

 


 

Λευτέρης Πούλιος: «Η κρυφή συλλογή». Εικόνες: Χρόνης Μπότσογλου. Εκδόσεις «Κέδρος», 2008, σελ. 81.

541ccc9269dc5_picture_201412(092)

Είναι ένα διπλό βιβλίο η «Κρυφή συλλογή» του ποιητή Λευτέρη Πούλιου (γεν. το 1944). Απαρτίζεται από 36 ποιήματα (τα έξι υπό τον κοινό τίτλο «Πρελούδιο») και ισάριθμες εικόνες του Χρόνη Μπότσογλου (συν ένα προοιμιακό πορτρέτο του ποιητή διά χειρός του ζωγράφου). Δεν είναι τούτη η πρώτη φορά που οι στίχοι του Πούλιου συνυπάρχουν με έργα ζωγραφικής. Επί παραδείγματι, δεκαπέντε χρόνια πριν, στη συλλογή του «Αντί της σιωπής» του 1993, τα ποιήματα συνυπήρχαν με δώδεκα πίνακες του Τάσου Μαντζαβίνου, ενώ ο Δημήτρης Γέρου είχε τονίσει με πέντε σχέδιά του τη συλλογή «Μωσαϊκό» (2001) και με τέσσερα τις «Συλλαβές για τον άνεμο» (2003).

Ο,τι αλλάζει τώρα δεν είναι απλώς η αριθμητική ισοτιμία ποιημάτων-εικόνων, που και μόνη της πάντως έχει κάτι να δηλώσει. Οι εικόνες του Μπότσογλου, στις αριστερές σελίδες όλες τους, δεν συνιστούν μια δάνεια φωνή ανεξάρτητα ετοιμασμένη και με δική της, αυτόνομη σκόπευση, αλλά αφορμώνται από τα ποιήματα που παρατίθενται στις δεξιές σελίδες και, σε πλήρη αντιστοιχία μαζί τους, συνιστούν μιας μορφής έμπρακτη αλληλεγγύη. Ποίηση και ζωγραφική δεν πορεύονται σε μια ουδέτερη παραλληλία αλλά διασταυρώνονται και συνομιλούν. Το γεγονός ότι τα περισσότερα ποιήματα (ολιγόστιχα στην πλειονότητά τους) σχηματίζουν μία εικόνα με μόνες τις λέξεις τους, ευχεραίνει το έργο της ζωγραφικής· αν ο λεκτικός μικρόκοσμος ήταν περισσότερο σύνθετος, πιθανόν ο χρωστήρας του ζωγράφου θα υποχρεωνόταν να επικεντρωθεί σε μία μόνο νοηματική ή εικαστική «στιγμή» του ποιήματος.

200px-It_G_Enorasi_sti_Grafes_2008_cover-1

Ενόραση

Πάει πολύς καιρός τώρα που ο ποιητικός λόγος του Λευτέρη Πούλιου υποχώρησε ως προς την έκτασή του (εν συγκρίσει με την καταγγελτική ευφράδεια των πρώτων του ορμητικά αμφισβητησιακών βιβλίων), δέσμευσε την εικονοπλαστική του ορμή, απάλυνε την οξύτητα της αρχικής ρητορικής του, και έγινε εσωτερικότερος, ενίοτε σκοτεινότερος και δυσπέλαστος μες στην αποσπασματικότητα ή και τον κερματισμό της αφήγησής του (όπως, για άλλους λόγους και με άλλους τρόπους, συνέβη και με έναν παλαιότερο ποιητή, τον Μιχάλη Κατσαρό, που επίσης είχε οικειωθεί αρχικά το ρόλο του λογοτέχνη-προφήτη). Η πολιτική σκόπευση και η θυμωμένη ιδεολογική εναντίωση έδωσαν τη θέση τους στην υπαρξιακή αναδίφηση και την οντολογική αναζήτηση. Ωστόσο, ο «χώρος της διαίσθησης και της ενόρασης», τον οποίο προγραμματικά από κάποια στιγμή κι έπειτα θέλησε να αποδώσει ο Πούλιος, θεωρώντας τον «πολύ πιο αυθεντικό από τον κόσμο της νόησης και της λατρείας της λογικής» (βλ. συνέντευξή του στο περιοδικό «Ατυπον», τεύχος 5, Ιανουάριος του 1997), δεν μεταδίδεται πάντοτε ακεραιωμένος και σαφηνισμένος στον αναγνώστη. «Η φωνή μου βγαίνει/από ένα ηφαίστειο/που ραγίζει και φτύνει» διαβάζουμε στο ποίημα «Ζωντανή ζωγραφική». Και η φωνή αυτή δεν κρύβει τα δικά της ραγίσματα.

f_syndesi

Ο Ρουμί

Το καινούργιο βιβλίο ανοίγει με μότο τη φράση «Οι διψασμένοι αναζητούν το νερό, αλλά και το νερό αναζητά τους διψασμένους» του Πέρση ποιητή Τζελαλετίν Ρουμί (στις μεταφράσεις ποιημάτων του από την Καδιώ Κολύμβα, πάντως, στις εκδόσεις «Αρμός», το όνομά του αποδίδεται ως Τζελαλαντίν, δίνεται άλλωστε εκεί η εξήγηση ότι ο πατέρας του τού έδωσε ένα όνομα που σημαίνει «η δόξα της θρησκείας», εφόσον Τζελάλ σημαίνει δόξα και Ντιν, θρησκεία). Εχει το νόημά της η απόφαση του Πούλιου να διαλέξει σαν μότο το λόγο ενός ποιητή που υπήρξε και δάσκαλος της θεολογίας και, κυρίως αυτό, μυστικός Σούφι. Το όνομα του θεού, που απασχολεί συχνά τον Πούλιο στα τελευταία του βιβλία, ακούγεται με αρκετούς τρόπους (λ.χ. στη σελ. 15: «Η ίδια η φωτιά του Θεού/μάς τραβάει μπροστά») στην «Κρυφή συλλογή», όπου το «κρυφή», σε συσχετισμό με τον Ρουμί, μπορούμε ίσως να το διαβάσουμε σαν σήμα μιας απόκρυφης, ενορατικής αναζήτησης. Αλλά και της αγάπης το όνομα ακούγεται στο νέο βιβλίο του Πούλιου (λ.χ. «Πρέπει να ‘ναι κανείς στρατιώτης/της αγάπης»), κι αυτό μας συνδέει και πάλι με τον Ρουμί, υμνωδό παθιασμένο της αγάπης, όπως αρκούν για να το αποδείξουν ετούτοι οι στίχοι του: «Ναι, όλη η βροχή τ’ ουρανού πέφτει στη θάλασσα/μα δίχως αγάπη/ούτε μια σταγόνα δεν γίνεται μαργαριτάρι».

Αν ο Ρουμί είναι η προδηλούμενη σκέπη ή το βάθρο της συλλογής του Πούλιου, της πνευματικής του στάσης, δύο κίονές της, για να το πω σχηματικά, έτσι όπως ορίζονται από το πρώτο και το τελευταίο ποίημα, είναι ο Γερμανός ποιητής Φρίντριχ Χέλντερλιν και ο Αμερικανός ομότεχνός του Εντγκαρ Αλαν Πόε. Κανείς από τους δύο δεν κατονομάζεται. Εντούτοις και μόνο ο τίτλος του πρώτου ποιήματος, «Ενας άνθρωπος στην Πάτμο του», πέρα από τα θρησκευτικά, μυστικιστικά ή αποκαλυψιακά του συμφραζόμενα, φέρνει αμέσως στο νου τον Χέλντερλιν: στη συλλoγική μνήμη της λογοτεχνίας ο ύμνος «Πάτμος» του μεγάλου Γερμανού, γραμμένος στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, σαν μια προσωπική συνοπτική θεολογία, λειτουργεί σαν σήμα του αιγαιοπελαγίτικου νησιού όσο και το ταραγμένο κείμενο του οραματιστή Ιωάννη. Στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου πάλι, ο στίχος «Ποτέ πια, λέει το κοράκι» παραπέμπει βέβαια στο «Nevermore», την επωδό στο διάσημο «Κοράκι» του Πόε.

«Κούφια γνώση»

Με «το μυαλό θρυμματισμένο/από την κούφια γνώση» και τη «ζωή αιχμάλωτη/στο χρόνο που καταστρέφει», και με μοναδικό εφόδιο την καρδιά («η καρδιά μάς απομένει ακόμα»), ο ποιητής ασφυκτιά σε έναν κόσμο που τον περιγράφει, ήδη στο πρώτο του ποίημα, «παρωχημένο και κουρασμένο», κι ύστερα «διαλυμένο» («Σ’ έναν διαλυμένο κόσμο./Εδώ πέρα, τον πρώτο λόγο/τον έχει ο πόνος και η συμφορά») και σε μια πραγματικότητα που ορίζεται «δύσμορφη». Δεν παύει εντούτοις να ονειρεύεται ή να ελπίζει σε έναν «καινούργιο κόσμο» («Νέοι τρόποι ας ελευθερώσουν/τον καινούργιο κόσμο./Ειρήνη και Αρμονία/Τα σιωπηλά όπλα της αγάπης/ας πλήξουν τ’ αστέρια»), σε μια αναγέννηση («Αύριο από το βάθος του καιρού/τέλειοι θα ξαναγεννηθούμε»). Το τέχνασμά του δεν είναι παρά το στρατήγημα της λογοτεχνίας εν γένει (και ενίοτε και των κατ’ εικόνα του ανθρώπου θεών): να δίνονται νέα ονόματα στα πράγματα, με την ονοματοκρατική προσδοκία ότι αυτό θα αλλάξει και το χαρακτήρα τους. Αυτόν ακριβώς το σκοπό υπηρετεί το ποίημα «Βεβηλωμένος παράδεισος»: «Αφού η ζωή είναι μία/κι ό,τι είναι να ‘ρθει κανείς άνθρωπος/δεν γνωρίζει,/ονομάζω αυτόν τον κόσμο καλό/και ιερή την πραγματικό τητα/που δεν τολμώ/για να τη συζητήσω».

Η ευφημιστική ή ανακουφιστική μετονομασία δεν επαρκεί αλλά ο Λευτέρης Πούλιος, που «ξέρει ότι κατάγεται από την πραγματικότητα», σύμφωνα με την αυτογενεαλόγησή του στη συλλογή «Μωσαϊκό», εξακολουθεί να πιστεύει πως «υπάρχουν τόσο πολλά πράγματα/σ’ έναν κόσμο που ισοδυναμεί με το τίποτα!», όπως διαβεβαίωνε πέντε χρόνια πριν, στις «Συλλαβές για τον άνεμο». Για έναν αποφασισμένο ποιητή, που ζει για την ποίηση και από την ποίηση, ακόμα κι αν οι «λέξεις κινούνται πάνω στους σταυρούς», όπως αποφαίνεται τώρα, «αρκεί ένα κάτι, μια ασήμαντη στιγμή», για να θυμηθούμε και πάλι το «Μωσαϊκό».

 (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)

bg_2671374253130


Ασχημοι καιροί

Ασχημοι καιροί
καιροί ηλεκτροκίνητων μαστιγίων
χτυπάω τις πόρτες για να μιλήσω.

Δεν ξέρει τίποτα το ανύποπτο παγόνι
που παίρνει πικρή ανάσα
σε τούτη τη δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα.

Ασχημοι καιροί
καιροί του χαμένου θάρρους
κι η ποίηση στη μέση του
γονατισμένου λαού.

(PROTAGON)

 


 

Από τη συλλογή Γυμνός ομιλητής (Αθ. 1977)

Eiμαστε οι ζωvτανότεροι τoύτης της νύχτας-
Οι χαφιέδες μας κοιτάζουν καxύπoπτα και τα φώτα σβήνουνε σε μια ώρα.
Ποιος θα μας κουβαλήσει στο σπίτι; Κωστή Παλαμά, έρημε φωνακλά, άσωτη
κλήρα μου. Τι ρωμιοσύvn δασκάλευες με φωτιά και βουή, ανεβασμένος στην κορφή της ελπίδας, όταν ξαφνικά n vύχτα πετάχτηκε σα μαχαίρι
απ’ τη θήκη. Κι απόμεινες στην καρέκλα παράλυτος με τ’ όραμα μιας αυγούλας που άχνιζε.
Νιώθω σκολιαρόπαιδο που τούλαχε στραβόξυλο δάσκαλος. Καιρό λογάριαζα μαζί σου πώς
θα τα πάω. Φρικτό γερασμένο σκυλί πάμε
να ξεράσουμε τ’ αποψινό μας μεθύσι,
σ’ όλες τις πόρτες των κλειστών βιβλιοπωλείων. Πάμε να κατουρήσουμε όλα τ’ αγάλματα
της Αθήνας, πρoσκυvώvτας μονάχα του
Ρήγα. Και να χωρίσουμε ο καθένας στο
δρόμο του σαν παππούς κι εγγονός που βριστήκανε. Φυλάξου καλά απ’ την τρέλα
μου γέρο. Όποτε μου τη δώσει, θα σε σκοτώσω.

 (FOTOFRAKTIS)

QR1A5220β


 

 

Submit a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *