ΜΕΤΑ: Μεταποιώντας τον Ελύτη ΤΑπεινά
The poetry effort (rather than collection) “ΜΕΤΑ: Μεταποιώντας τον Ελύτη ΤΑπεινά”
Η μετα-ποιητική αυτή προσπάθεια (παρά ποιητική συλλογή) του Καραγκιόζη ξεκίνησε να γράφεται στα τέλη Ιούλη του 2014 στη Μήλο και συνεχίστηκε τον Οκτώβρη του 2014 στο Λονδίνο. Κάποια μικρά της αποσπάσματα γράφτηκαν στη Τουλούζη της Γαλλίας στο τέλος Αυγούστου, και στην Αθήνα στις αρχές Σεπτέμβρη. Το μεγαλύτερο όμως κομμάτι της γράφτηκε τον Αύγουστο του 2014 στη Νίσυρο.
Ελπίζουμε ότι θα έρθει κάποτε η ώρα που η ταπεινή αυτή προσπάθεια του Καραγκιόζη θα γίνει ένα πρώτο ολοκληρωμένο έργο το οποίο θα είναι ικανό να δημοσιευθεί από κάποιον εκδοτικό οίκο, ίσως την Ακακία.
Και λέμε ένα πρώτο έργο γιατί τον Αύγουστο του 2014 ο Καραγκιόζης έδωσε όρκο τιμής και πίστης να συνεχίζει αυτή την προσπάθεια (έστω κι αν στο τέλος αποδειχθεί αποτυχημένη) μια φορά κάθε τόσα καλοκαίρια ώσπου να ‘ρθει το τελευταίο του καλοκαίρι που θα είναι και το πιο φωτεινό του.
Γιατί όπως είπε κι ο Γιώργος ο Σαραντάρης, ίσως η πιο αγνή Ελληνική ψυχή όχι μόνο του 20ου αιώνα αλλά και των τελευταίων τόσων πόσων Ελληνικών αιώνων, στον φίλο του Τάκη Πανόπουλο λίγες μέρες πριν ξεψυχήσει:
«ΤΩΡΑ ΦΕΥΓΩ ΠΑΩ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΑΛΙ ΦΩΣ»
Κι έτσι απλά στα 33 του χρόνια φτερούγισε προς τη μεγάλη λάμψη:
ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ
Σελίδα 253 (η πρώτη)
Τρεις μέρες βάφω μωβ την αλήθεια
και τρεις φορές τρέμει η ψυχή σου
πως αλλιώς για μια στιγμή
θα γεράσει αλλού το φως
μέσα στα σκοτεινά της γάτας μάτια.
Είναι αλήθεια πως πέρασαν
όλα τα πιστεύω μας /
με νόμισμα δριμύ
εξαργυρώνω τους θανάτους.
[…]
Κληματαριά, κλωνάρια
χαρακιές ψυχής
μαδάω από παντού
αναβοσβήνω πένθιμα,
κάτω απ’ τα νερά οι βάρκες.
Εάν είναι αυτά τα χέρια σου
τα ξύλινα στον τοίχο
που γύρευαν τους φράχτες
κρυφά το ένα στο άλλο φόρεσε τα
ν’ ανέβουμε μέσα στον αέρα
και μέσα στα σώματά μας.
Ζώο ήμουν κάποτε
με ανοιχτόχρωμη ψυχή
τώρα αναζητώ μια μουσική.
Σελίδα 254
Ψηλά στο σπίτι
χτίζω ένα λιμάνι
για το μικρό το πόδι σου
μέσ’ τ’ αχανή κόκκινα σεντόνια
απλώνω παντού γιασεμιά
και δένδρα της θάλασσας.
Μπαίνω στο ρούχο
που άγγιξε το κορμί σου
να σου ανάψω το φανάρι της ψυχής.
Βραδιάζει ο θάνατος
κι ήρθε ο κόσμος να λιβανίσει
τα βράχια και τα σπλάχνα
πάντα εγώ η λάμψη
και πάντα εσύ δεξιά του αέρα
σ’ αγαπώ στο ‘τι’ των κυμάτων
και σ’ αγαπώ στο ‘ε’ του όρμου.
Μέσα από τα κρυφά περάσματα
τα φεγγαρωμένα αράχνες
ανοίγω στον άνεμο τη λατρεία σου.
Φυσώ την αποκοιμισμένη σου
για μένα αγάπη
και τη πηγαίνω
υπνωτισμένη
στις στοές που ασημίζουνε
άκου το νερό καθώς κρυώνει
τόση είναι η σιγαλιά του.
Σε κοιτώ πως χαϊδεύεις
το σκοτεινό πλεούμενο
τριαντάφυλλα βρεγμένα λάμψη
σας έχω ακουστά
και γίνομαι άγαλμα
που μεγαλώνει τη καρδιά του
κι ας έχει πέτρινη ψυχή.
Στον λαιμό της σκιάς σου
τριγύρω
ψιθυριστά φιλώ το φως.
Σελίδα 255
Τα άστρα σωριάζονται στο πάτωμα
κι αγριεύουνε τη νύχτα
είναι νωρίς για τα κορμιά μας
να ποθήσουν την αγάπη.
[…]
Στη κάμαρα της θάλασσας
γκρεμίζω τους τέσσερις τοίχους
το αίμα των ψαριών
να σε ξεπλύνει,
τριγύρω ο ουρανός,
στα μάτια σου
έχει εξημερωθεί το φως του.
Ακουστά σ’ έχουν τα κριάρια
που τρέχουνε για σένα και για μένα
να πενθήσουν την αγάπη.
Είναι νωρίς ακόμη
μα θα τα θάψουν
μ’ ένα αδοκίμαστο μαχαίρι μυτερό
κι ένα νυφικό λευκό.
Απ’ το πιο λυπημένο σου σπλάχνο
έπλασα τον κόσμο τούτο
κι ας μην ήμουν θεός
συμπόνιας και δύναμης εγώ.
Αναπνοή απόμεινα
ελάχιστο άστρο
‘δεν έχω τίποτα άλλο’
παρά ένα γερτό παντζούρι,
στάλα νύχτας και βοή αναπνοής.
[…]
Είμαι το σύννεφο
που σου κρατεί το χέρι
πάνω απ’ την βροχή.
Τα κουπιά τσακίζουνε το κύμα
κι ύστερα από χιλιάδες χρόνια πρωτογονικά
δεν απόμειναν τέρατα
στα πετρώματα της καρδιάς.
Να μυρίζω τα βήματά σου
θα φωνάζω στους ουρανούς:
Μ‘ ακούς;
Σελίδα 256
Φτιάξαμε ένα ξωκλήσι από βότσαλα
οι φιγούρες των ψαριών πικρές
απόμαχος είσαι κι εσύ της θλίψης
νερό τρεμούμενο το αίμα σου
χιλιάδες κομμάτια γίνεται ο άνθρωπος
όταν αγιάσει.
[…]
Δάκρυ καμπάνας θ’ ανθίσει.
Ανοίγουνε αψηλά
οι άγιοι τα φτερά τους
περιμένοντας να περάσουνε οι αετοί.
Πουθενά δεν πάω χωρίς εσένα, μ’ ακούς;
Ανεβάσαμε ολόκληρη την αγάπη
στους κάβους του νησιού
με τις γκρεμισμένες σπηλιές .
Σε μια άλλη γη
αγγίξαμε τις καταιγίδες
υπάρχει στο χώμα
θαμμένο ένα αστέρι
που κάποτε το ακουμπήσανε
τα βλέμματά μας
και τα δυό μαζί.
Μετρώ στα ιερά νερά
ένα ένα
τα δάκρυα και τα κύτταρά σου.
[…]
Σε περιμένω στα μέρη τ’ αψηλά
τα κατοικημένα μόνο από άγρια άλογα.
Ευτυχισμένο λουλούδι ιασμένο
που σ’ άλλους καιρούς υπήρξες
μόνο εμείς σε μυρίζουμε
δεν αγγίξαμε τους βοριάδες
στο θέλημα της θάλασσας πνιγήκαμε.
Δεν υπάρχει το φως
σε χιλιάδες κομμάτια
για πάντα το κόψαμε
όπως και τον αέρα
μονάχα εμείς υπάρχουμε
δυο φωτεινές ανάσες.
Βαθύς κι αληθινός ο στίχος
ποιός κλαίει καταμεσής της λέξης εκείνης της αγάπης;
ο κηπουρός του χειμώνα;
όπου κάποτε θα τινάξουμε απ’ τον χρόνο
την απονιά του ανθρώπου.
Σελίδα 257
Ποιός οδηγεί το χέρι σου θάλασσα
στο μονοπάτι της καρδιάς μου;
μήπως είναι ο καλπασμός του ανέμου;
που στέκεται πάντα εκεί
ως πατέρας για μένα.
[…]
Μονάχοι βαδίζουμε
στη γη και στους ουρανούς
ώσπου καταδέχτηκε να μας αγκαλιάσει ο θεός
λίγο πιο πέρα
η κόρη του γιαλού
προσεχτικά κυματίζουνε
οι λύπες στα μαλλιά της.
Πότε θα πρωτοφανεί το μανιτάρι
στο στήθος σου το αγιασμένο φύκια;
Κιτρινισμένη η παλιά η περηφάνια.
Για σένα
πιο δω, πιο κει
σ’ όλο το τίποτα
ξέσκεπα τα μαλλιά σου
σ’ όλο το γύρο του κορμιού.
[…]
Απόμαχος της θλίψης
ανταύγεια από καιρούς παλιούς
για σένα έχω μιλήσει
στο κυπαρισσόξυλο
και στις πλάκες της αυλής.
Μέσα στο σπίτι, ψηλά στο δώμα
είμαι εγώ, το πεύκο, που φωνάζω
κι είμαι εγώ το αυγό, που κλαίω
μ’ ακούς;
μ’ ακούς είσαι ενσωματωμένη στη ψυχή μου
και μ’ ακούς.
Τι να ’ναι η τοιχογραφία αυτή στο πρόσωπό σου;
Μεγάλη να χωράς στους λόφους και στους κόλπους
όσο σε θέλησε η φλόγα στο κεράκι .
Όρθια η θάλασσα μέλλει κοντά σου να’ ρθει’.
Σελίδα 258
[…]
Μες τον κρατήρα της ψυχής
μυρωδιά του κόκκινου
βρίσκει το σώμα
πικρή ηχώ κορμιού
όλο αθωωμένο.
Σε διώχνω μέσα μου
έχω νικηθεί απ’ αυτήν τη μουσική
που κανείς ποτέ δεν άκουσε.
Μες τους σκοτεινούς ατμούς
χρυσώνω τον καιρό
που ζήσαμε μαζί
όσο ύψος κι αν έχει
ο βυθός του παραδείσου.
Μου αρκεί για σένα
ο αυλόγυρος της θάλασσας
και τα κύματα πάνω στα βουνά
για σένα
τα βοτάνια με το κοφτερό τους χείλι
με φιλούνε
για σένα
η γη ακουμπισμένη
στο στήθος του ήλιου.
[…]
Παίζει η θεά τη ρολογιά της
και στο γκιούλ της ψυχής
μαζί πηγαίνουμε.
Μπρισίμι λοιπόν μπρισίμι.
Σ’ έχω κοιτάξει
καθώς μεσ’ απ’ το πέρασμά σου
αφήνεσαι ωραιότερη
να πατείς
στους δίχως στέγες περιστερώνες
πρωτόπειρο φτερούγισμα.
Σελίδα 259
Μόνος του ο ήλιος, μόνος του ο ουρανός
μόνος του κι ο στίχος αυτός:
ένα παιδί νεογέννητο πενθώ
το ‘χει ο χρόνος σημαδέψει.
Πρωτόπειρε ψαρά
έριξες πάλι τα κύματα
πίσω στο πέλαγος.
Νικήθηκε η πατρίδα
από πόρτες κλειστές
και πέτρες όμορφα αρχαίες.
Άπατος ο καιρός μας
καρφιτσωμένος στο μέλλον.
Ξενυχτισμένος
ξυπνώ το πρωινό.
Στη λύπη του νερού χαθήκαμε
σ’ έχω σημαδέψει
μες το τίποτα
πήγαινε πάλι πίσω
στο απαράλλαχτο εγώ
ακολούθησε το δελφίνι
στα άπατα λιβάδια.
Να μ’ αγαπήσουν
μου έστειλες
τις μέλισσες
τις μεθυσμένες
απ’ το αίμα σου.
Μου αρκεί ο λόγος ο αέρινος
με τις ολοστρόγγυλες λέξεις
σαν βότσαλα.
Βλεφάρισμα κυμάτων
αήττητη αχτίδα κυανή.
ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΕΥΚΑΥΡΙΑΣ
Σελίδα 441
[…]
Τι πάει να πει:
«Κυλήσαμε έως εδώ»
Παίχτες της μελέτης
και σειρήνες των στίχων.
Αν εξαιρέσουμε το κυανό
που αποδεικνύει ότι είμαι
ο τελευταίος που ασκεί
το «δεν καταλαβαίνω»
απομένει ακριβώς ένα ρεύμα με σπίθες .
Πέρα απ’ το φράγμα
την ώρα την συντελεσμένη
βρίσκεται η τελειότητα του χρόνου.
Κάπου έλα νόημα.
Ρυάκι ήχου
το ζωγραφίζει
στο αντίθετό του
ο θεός.
Πηδώντας νερό
έλα στον ήλιο κι εσύ.
[…]
Οι προς τα επάνω ήχοι
αφήνονται στη καμπύλη της γης.
Ο κήπος λύθηκε σε
χρώματα και κύματα.
Το μέλλον
οι δέσμες του φωτός
που το τραβάνε;
Μένουμε στα ψηλά
σαν μηνύματα.
[…]
Ποιός νέμεται τους ιριδισμούς,
το σώμα και τα μυριάδες νήματα;
Σιωπηλά πέφτουν πάνω μας
οι νύχτες οι παρατημένες.
Ψυχές αχρηστευμένες
στην έρημο.
Αριστερά Υιέ μου
είσαι εσύ
κι οι εφευρέσεις σου
δεξιά η Κυρία που βλέπει
τα σανσκριτικά θρησκεύματα.
Μόλις που διακρίνεται το αόρατο
καθώς πέφτει προς το γυμνό της ώρας.
Σελίδα 443
[…]
Κοντά σου
όλα θα ικανοποιηθούν
μεταφορικά
παλεύοντας να ζωγραφίσεις
τα ηλεκτρονικά ηλιοτρόπια.
[…]
Οι άλλοι εμείς
ζούμε μυημένοι στη νύχτα.
Τότε που ακόμη υπήρχανε
αλάνθαστα σώματα
και φυσημένες μουσικές
αυτοαχρηστευθήκαμε
όπως η αλληλούια των αγγέλων.
Πλαγιάζει απέραντος ο αέρας
ως το μαξιλάρι της ουσίας.
Κατεβαίνεις στο
αλεξίπτωτο της σημασίας
μ’ ένα χρυσό αλληλούια
ήχοι από τουλίπες
στις συρματοφόρες πεδιάδες.
Σελίδα 444
Σ’ άλλους καιρούς
«όπου όταν προχωρούμε»
αναδύεται η ανάγκη
του να πετάς σαν ήλιος.
Υποτίθεται, ας πούμε
πως το μερίδιο του Θεού
αφήνει τις σκιές του…
με άλλα λόγια
το αντίστοιχο του Σύμπαντος
είναι τρεις εικόνες.
[…]
Στα πανύψηλα όρη οι κορυφές τους
(«όπου όταν προχωρούμε» αραιώνει η ύλη)
αλλάζουν θέση
κι εκεί το ανθρώπινο όργανο
κινεί κι ερμηνεύει
τη μαγεία.
Κάποτε τα κατάφερες
εστηρίχθηκες στο κάτι ελάχιστο
σαν αέρας από αντιύλη
ηχογραφείς, σταματάς, λιποθυμάς
τόση καθαρότητα.
Σελίδα 445
Ακινητημένος στα δάχτυλα
ο πόθος του στίχου.
[…]
Στα νερά τα πράσινα
τεντωμένο το κύμα.
Κόρες και γιοί των βουνών
που έχουν πάρει κιόλας
το μεγάλο μάτι
υπό την προστασία τους.
Μας χαρίζει η θάλασσα
με τον τρόπο της
απ’ το να ’μαστε όλοι μας
ψαράδες και κηπουροί συνάμα.
Βουνίσιοι άγγελοι
είχε δίκιο το χέρι ή όχι
να γράφει;
[…]
Τα σήματα και τα λουλούδια
δέσαμε και τη θάλασσα
στο κομμάτι μιας χρυσόμυγας
το φιλοσοφικό.
[…]
Σελίδα 446
[…]
Κει που στα παράλια
της Μικράς Ασίας
δεν σκοτωνότανε κανείς
θα ξαναγίνουν πόλεμοι
θα υπερισχύσουν οι γενναίοι
κι η νεότης του κόσμου.
Δόξα να’ χει το φρούτο
άπλωσε το χέρι ανάμεσα στα δόντια
ως πέρα στο στήθος μιας νέας γυναίκας/
αποθέματα σκέψης χωρίς σκοπιμότητα.
Σελίδα 447
Θα συνεχίζεται στα μισά η ζωή
όπως ακριβώς του ήλιου
ας μπορούσα να δω τη ψυχή
χωρίς να φαίνομαι στο φως.
[…]
Με διαπερνά η ελευθερία
του να προφταίνω τους προγόνους.
«Ο το τοι» πατέρες σας τρόμαξε
μια διαφάνεια άξαφνης γέννησης.
[…]
Τούφες βουνά
κι απάνω τους
στις αντιπέρα κορφές
η ανάγκη της μητέρας.
Ασχημάτιστη θάλασσα
στα νερά σου πνίγονται
οι λευκές ιδέες.
Σελίδα 448
Μια μεγαλόνησος
μόνη στη θάλασσα
και τα γιγάντια πόδια της
σβηστήκανε στην Ιστορία.
Στο νερό προχωρείτε
κόρες με το γυαλιστερό κορμί σας
όπως οι ώρες βλέπουν τον άνεμο
και στρέφονται εναντίον μου.
Πριν ακόμα γίνουν οι φοίνικες
κατεβαίνω σε μια σκιά
από ανεπαίσθητα επίπεδα
φέρνοντας ταραχή στα χόρτα/
ενώ στα λόγια της δύσης
φυσάει αυτά που αισθάνομαι.
[…]
Ποίηση φτιαγμένη από μέντα
κι από ανάλαφρους θανάτους.
Απαλή σαν όστρακο
μόνη
η ανατολή των πουλιών.
Σελίδα 449
[…]
Επάνω στο αηδόνι
ξάφνου το ξημέρωμα
κι απάνω του οι ανεμοδείχτες.
Αντιγράφεις στο κύμα
το υπέροχο ψάρι
ελαφρά βηματίζοντας
όπως η κόρη του πελάγους.
Το χέρι σου είσαι εσύ/
μες τις ροδιές μια εκκλησιά.
Σελίδα 450
Κανείς δεν ξέρει
τι μέλλει να του συμβεί
στάση ζωής
το φιάσκο που είμαι
κι έγινα.
Ένα κοριτσάκι τρέχοντας
προς τα σπίτια τα αιωνόβια
πάει ν’ ανασηκώσει την άκρη του γιαλού
σκεπασμένο με τραπεζομάντηλο
το κορμί της
και το άλλο το νεκρό παιδί
πίσω απ’ την σκοτεινή του όψη
κείτεται τοποθετημένο
στο μάκρος της θάλασσας
«ενός δρόμου μελαγχολικού».
Γύρω μας τόσες δυνατότητες
παραπλανεί ο ουρανός
κι εμείς
δεν καταλάβαμε ποτέ
την σκέψη
πριν υπάρξει το σώμα τούτο
γεμάτο δυνατότητες.
Θάλασσες με τα σκέλη ανοιχτά κρούονται.
Βαθιά κρυμμένο το μνημονικό
δυο σπιθαμές πάνω απ’ το
αδάγκωτο κεφάλι των περιστεριών.
Λευκά κυλιόμενα κύματα
αστράφτουν πριν υπάρξει ο θεός.
‘Επέπρωτο’ ποίημα ψιθυρισμένο
«θα έλεγες από τότε ακόμη»
απραγματοποίητο.
Σελίδα 451
Μου στοιχίζει η λάμψη της νύχτας
μοιράζοντας βροντές εδώ κι εκεί.
Σε διάφορους αστερισμούς
σχηματίζω τη μοίρα μου
για να αποσχιστώ πάλι.
[…]
Ποιος θα με πιστέψει εμένα
που ανασκαλεύω τις στιγμές.
Παρά τη θέλησή μου φωνάζω
αει αει μοίρα.
[…]
Γυναίκες
με τρομερές οπές
μεγεθύνονται
τι γίνεται
άμα συμβεί
να ερωτευτούν;
Στη ανύποπτη χώρα
στα μυριάδες της χρόνια
αει αει Μητέρα
και παραμένεις αίμα
αντανακλάς τον κόσμο.
Γράφω ζητώντας
να ψήσω επάνω στην θράκα
τα γραφτά μου.
Θάνατοι σχηματίζουνε τις νύχτες.
Εάν ήξερε η γη
να μοιράσει την απόγνωση
στα κυπαρίσσια.
Σελίδα 452
Έλα τώρα εαυτέ
μας προσφέρεις το θαύμα
που πάντα κάτι του λείπει.
Κόντρα στο παν
χτένισες την ηλιθιότητά σου
για να αρέσεις.
Σγουρέ εαυτέ με
τα κρυφά μαλλιά σου
αρμόζουν στη περίσταση.
Τι λοιπόν κι αν
έχει αφαιρεθεί το δέος
απ’ τα λόγια.
Ν’ ασθμαίνεις τόσο
όσο ένας νεκρός
σαν θα χλομιάζει ο θάνατος.
Μα που λοιπόν δένεις το κύμα;
στον κάβο;
στο κάτι τι το δίχως φως;
το νιώθεις
πως χρειάζεται ευτυχία και τύχη
το ψάρι την ώρα
που οι πάντες το κυνηγάνε
μια στον Άδη και μια
στο αρχαίο αστεροσκοπείο.
Ν’ απλώνεται ο ύπνος
πέρα απ’ τον χρόνο
στα θρύψαλα του Παραδείσου
και στο ντιγκ της λάμψης.
Είναι τέλειο το πένθος
μες στα φυλλώματα
τα ωραία και τα αγριεμένα.
Σώζονται οι άνθρωποι
που ολοένα και κατεβαίνουν
προς τις ρίζες τους.
Άδικα πάλλομαι.
Ο καρπός του πιο τρομερού αγαθού
είναι ο άλλος ο άνθρωπος
εκείνος που δεν σου δόθηκε ποτέ.
Σελίδα 453
[…]
Τέλειο επίτευγμα οι
γυμνόστηθες γυναίκες
όπως άλλωστε κι οι στίχοι αυτοί:
οι νωποί
στους τοίχους που απομένουν
μετά απ’ έναν σεισμό
γιατί τότες
κι οι δυο-τρεις ορθές κολώνες
ένα επίτευγμα είναι.
Όλα να τα ‘χεις
τα υπάρχοντά σου
αποθηκευμένα στον θάνατο.
Μια έκλειψη ολική του νου.
Θυμήσου λοιπόν τη ρότα σου
και κοιμήσου.
Εν αγνοία μου
αφαιρώ τις νύχτες
απ’ τον σπινθήρα
που βγάζουνε
τα εχθρικά σου μάτια.
Μονάχα σε μια στιγμή
ενθουσιασμού κι αγάπης
εμφανίζονται κάτι κρίνοι
στη κοινωνία τούτη.
Η σκιά η ανασχετική
των άστρων
στέκεται στην ίδια θέση
έχοντας απαλείψει
τις μαύρες ώρες
απ’ τη θάλασσα την ωραία εκείνη.
Σελίδα 454
Στην περίφημη αυλή της Αίτνας
φαίνεται ακόμη ψηλά
η ευχή της λάβας.
Εκείνο που δεν γίνεται
να συμβεί στα ορεινά
ερημώνει τα πελάγη.
Σε κάτι ουράνιους φίλους
πάντα να ζητάμε
τούτο το δάκρυ της αγρύπνιας.
Ξεψυχισμένης αλήθειας
οι υπέροχες στιγμές
κι ο δρόμος βαστάει
για δυο-τρία λεπτά ακόμη.
Το χέρι το λευκό το
στο μαύρο ποίημα
απάνω ακουμπισμένο
γράφοντας κάτι
που ποιος ποτέ δεν το κατάλαβε;
Είσαι μες το πικραμύγδαλο προδότης
άντεξες κι εσύ
απόμεινε η τιμωρία της ώρας.
Βαστάει η πίκρα
εωσότου ο κόσμος πάψει.
Σελίδα 455
Χαλάλι του θα ‘ρθει το δειλινό
ίσως και να ‘χω λάθος
να ‘με άνθρωπος σωστός
που ολομόναχος
κρέμεται μες τους καιρούς.
Ω φίλε αμάρτησες
και ψάξαμε μες τις σελίδες
όσο γίνεται ψάξαμε
ένα ένα τ’ αστέρια
να βρούμε από που ξεκίνησε
το δάκρυ της ζωής
και πάει Θεέ μου
το σπέρμα αντίο γίνεται
χάμου εκεί στη θάλασσα
ο άνθρωπος τρώει την ύλη
και την ανάγνωση απ’ ένα κλώνο
στου βόρειου Αιγαίου την γραφή
κοίταξε σε μια ταράτσα
η μουσική να ‘ρχεται απ’ αλλού
ίσως και να ‘ναι πανί
δεν ξέρω αν γίνεσαι πιο πιστευτός
ψέμα κι αλήθεια
βομβούν σ’ όλα τα όντα.
Κάποτε γίνεται να βρεις
να κάψεις το θυμητό στη μέση
λέει και ηχεί παράτονα
το κατακερματισμένο θαύμα.
Σελίδα 456
Γίνονται τώρα νους
οι πολλές φουρτούνες
τριανταφυλλένια σκέψη
η θάλασσα που είναι
αντανάκλαση του απόλυτου
μισοκλείνει τα νερά της
όλο κάλλος ο αρχαίος ψαράς
που εγνώρισε άθελά του
τα μπρος λοιπόν
και δείχνει με το τρικάνι του
τις λησμονημένες σαύρες.
Χρόνους μετά
στα μεσάνυχτα των μνημείων επάνω
οι αρχιτέκτονες
χτίσανε το αξιωματικά ζω
και μετά θάνατον
είναι σαν να βρίσκομαι
στο σημείο που ‘χω γεννηθεί
επάνω στο χαρτάκι
όπου εμφανίζονται οι λέξεις
ουρώντας στίχους
του διαβητικού ποιητή.
Σελίδα 457
Στα όρη του αιώνα
στέκω και θωρώ
ό,τι πιο τέλειο
νοείται στη ζωή και ίπταται
σαν κάτι που απάγει το ψηλά
ειδεμή διόλου κόσμος.
Ποτέ του δεν υπήρξε
το κόκκαλο το απροσμέτρητο.
Να μην ασχημονήσει
το ίσια της μητέρας
συνεχίζω τη πάλη με το ανέφικτο
θα με συναντήσετε πού, πότε;
ποιόν θα ζητήσετε να βρείτε;
με το πόδι εμπρός
και την μικρή αλήθεια τη Κυνηγέτιδα
ευρήσετε ένα μαύρο χρώμα,
έναν πνιγμένο στο κύμα και
την χρυσή φθορά.
Σελίδα 458
[…]
Δύστυχε όπως όλοι μας
άλλωστε και καταμόναχος ο χρόνος
στη μάντρα έγκλειστος
χτυπώντας τα κοτρόνια
γιομάτος άδεια οικόπεδα
που τους βάλανε φωτιά.
Ντύνεται η ιστορία
τα επερχόμενα
της μοίρας.
Σελίδα 459
[…]
Σελίδα 460
Γέρνεις λίγο προς τον κάτω κόσμο
ορχειοειδή θαμμένο σ’ αγρόκτημα
ασύμμετρο απ’ το ‘να μέρος.
[…]
Και το γεννησιμιό σου
όπου μέλλει
συ ο μικρός ουρανός κι η αναχώρηση εδάφους
Στο κοπάδι των ακαδημαϊκών ανήκεις
πάντοτε μέσα στα όρια σου.
Στο βάθος μιας λεύκας
αφαιρούσες απ’ το φως
τον νου σου.
‘Συ σι ελάσσον’
εξακολουθητικά γράφεις
επειδή το ‘συ σι έλασσον’
σου δίνει την εντύπωση ενός στίχου.
Δεν παύεις ποτέ να μεγεθύνεσαι
μια οροσειρά από μάτια γίνεσαι.
Σελίδα 461
Ανάμεσα στους Γαλαξίες
οι κλειστές πόρτες
αντέχουν το άγνωστο
πάει καιρός που δεν τις έχω ανοίξει.
Ολόκληρο σήμα
που είναι μια ζωή
και το νόημά της
πέτρινο, θαλασσινό,
χιονισμένα ασπρουδερό, σπασμένο.
Αυτό είναι η ζωή τελικά
μπαίνεις και πεθαίνεις
βγαίνεις κι είσαι νεκρός.
Κυματίζει το φαινόμενο
μονάχα για αυτούς
που ακούνε φωνές
στο εκάστοτε αυτί τους.
[…]
Ανέκαθεν υπήρξαν ωραίες
οι κόρες με τη μια φωνή
που ελευθερώνεται και τρέχει.
[…]
Σελίδα 462
Κι οι μεγάλες επαναστάσεις
με τους μικρούς γλωτούς
έτυχε κάποτε να συμβούν
ανεξήγητα .
Σ’ εξουθενώνουν
τα νερά του Ιορδάνη
όταν πνίγομαι
μεσά σ’ αυτά
τα τρεχούμενα νερά.
Δούλες οι λέξεις
δούλες του στίχου.
Έτσι συμβαίνει κάτι που συμβαίνει
για το καλό μου
δεν έπεσε ο νυχτερινός ουρανός πάνω στον ήλιο
κι ας ακούστηκε ένας γδούπος μπουμ
στο μέτωπο εκείνο της Αριάδνης.
Παραστρατίζω σημαίνει
δίνω ώθηση στον θάνατο.
Ανά πάσα στιγμή
εννοείται
πως εξακολουθεί
χωρίς ποτέ να το εντοπίσουμε
το ανατρίχιασμα
στο γιασεμί της νύχτας
με το δεξί του πόδι ξυπόλυτο
και το αριστερό να φωτίζει τους πολέμους.
Θα ‘λεγες ότι ανεβαίνει
στα ξέπλεκα μαλλιά της
ο νους
και ξετυλίγεται
ποτέ όμως ως το τέλος
και χύμα το νήμα
καταπάνω σου.
Γλυκιές νύχτες
που τις έβαλα σημάδι
και δεν έπεσαν
έτυχε απλώς να συμβεί το τεράστιο
ενώ βέβαια
εμείς δεν σωθήκαμε.
Να μεγαλώνει η θέα
μεγαλώσαμε όλοι
ποιός θα συνεχίσει να γερνάει
και πέρα απ’ τον θάνατο;
Σελίδα 463
Αγνοώντας τους βόρειους ύπνους
κόντρα σε άδειο άνεμο
ορθοί οι φοίνικες
έχουν μπει για τα καλά
μέσα στον εαυτό μου.
Πόσο άχρηστο στο ναρκοπέδιο το πόδι.
[…]
Φοβάμαι να μιλήσω κι εγώ
σαλεύει η θάλασσα
αφού κι οι εχθροί μου
κάποτε ήτανε κύματα.
Φορέας είμαι του αινίγματος
στο σκοτεινό ακρόκλωνο
επάνω έχω μπει
κι επαγγέλλομαι την άγνοιά μου.
[…]
Έχοντας στο χέρι
το κέρινο ομοίωμα
της Ελληνικής αξιοπρέπειας
αυνανίζομαι.
Σελίδα 464
[…]
Το κάτι επιπλέον
θεϊκό
κι ασύλληπτο άγγελμα.
[…]
Για μια στιγμή
η ποίηση
για άλλη μια φορά
εκείνο το ύστερα
αντιλαμβάνεται
‘πως χάνεται απ’ την υπόστασή σου’.
Άχνα Έλληνα
να εμπνέεσαι
κι απ’ το πανέρι
ανέρχεται φίδι.
Άντε ο γηραιός
αλησμονάει και πάει.
Όπου λάχει μια χώρα
μ’ αψηλά μάτια
πελάγους κλώνους ροδιάς
και το κύμα
τακτικά κομίζοντας ψάρια.
Μονάχος, θαλασσινός.
Προτού σε χάσω
κουτουλώντας πηγαίνουμε
σε μια πατρίδα.
Σελίδα 465
[…]
Είμαστε στο ελάχιστο του λευκού πράγματι;
και ιδού απ’ την ανάποδη
η γήινη σφαίρα μας
όπως το αέτωμα
που αναλογίζομαι
στον όρθρο ενός βοριά.
[…]
Όπως και χάνομαι
στο ευλογημένο χέρι
να φανεί το δάχτυλο
που ανεξήγητα γράφει
μες τις χρυσές εικόνες
υπογράφω
πνοή
οι μυριάδες ανάσες
που είμαστε.
[…]
Νιώθω στο νερό ελαφρά
να λειτουργεί και να με παίρνει
ο βράχος.
[…]
Σελίδα 466
Τι να πει κανείς
το ξέρεις με τρόπο δόλιο
κι ούτε που θα σ’ εξουθενώσει η ηχώ του
αρκεί να διατηρήσεις
το ύφος μιας χτυπημένης απ’ την βροχή
ανωτερότητας
να φέρεσαι στις πράξεις σου
που έτειναν να μην συμβούν
ρυθμικά όπως όταν
δεν τις νογάει κανένας
ανάμεσα από ανθρώπους
παραπλανητικά ζωντανούς
εωσότου γίνουμε κι εμείς
πελαγίσιο γάλα.
Στα ελαιόδεντρά της
ταξιδεύει η Μεσόγειος.
Να μας επιστραφεί η υγεία
μετά θάνατον.
Ξέμαθε ο Οδυσσέας
πάνω σε μια σχεδία
να φωνάζω στα Ελληνικά
κι ούτε ένας στον κόσμο
δεν μου αποκρίνεται κανένας.
Αποσύνδεσα το μεσημέρι
απ’ τους αιώνες
στο άλφα του χρόνου τώρα
κι από που τ’ ωμέγα
αντανακλάται;
η ανία της Ομορφιάς
μια διαφορετική εκδοχή:
‘μη με πιστεύετε’
η ωραία ηχώ του.
Στο υπάρχει γερνώ
καταλαβαίνω ποιός εντέλει
είναι που πλέον
τόσο λιγότερο τι πάει να πει και πως
ακουμπάει στον ώμο της πείρας.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Σελίδα 471
Οι βελανιδιές σου Παναγιά
σέρνονται στην σκεπή
της παλιάς Εκκλησίας
όπου ρίχτηκα όπως η πίστη
να φύγω
κι ολοένα εισχωρώ
μέσα σ’ εκείνο το έργο
ίσως μιας ποίησης
γρήγορα να σταματήσουνε άξαφνα
τη τελευταία λέξη
πριν γραφεί: ‘Δρυς’.
Χωρίς να το ‘χει δει κανένας
τα θύματα της νύχτας
παλιώσανε
όπως ο τόπος αυτός
σε λίγες μονάχα ώρες.
Κάποτε στα κρυφά
πρέπει να βγάλουμε
από πάνω μας
τους δαιμονικούς πόνους
θα ξεφορτωθούμε την απειλή
κι ας σκεπάσουμε με λευκά σεντόνια
τα μαύρα άλογα.
Τώρα.
Πλησιάζει η σελήνη
με τις χρυσές ερημιές.
Κει Κλέωπα
στη ρίζα της οξιάς
θεριέψου.
Κάντε πέρα τα παιδιά
που κηδεύονται
στέκεται προσοχή ο αέρας
στο δεξί μου χέρι
κρατάω τα μπαλκόνια
και το ασήμωμα του λουλουδιού.
[…]
Κατά τα μεσάνυχτα
είδα τη μητέρα
ντυμένη στ’ άμφια
πάνω στο αεροδρόμιο
κρεμάστε τα πουλιά
να στεγνώσουν απ’ τη ζωή.
[…]
Αδειάζοντας τη ψυχή
μ’ ένα πελώριο χωνί
απ’ τον θώρακα.
[…]
Σελίδα 472
Και πάνω στα άγραφα χαρτιά
οι ανορθόγραφες σελίδες τους
σαν να κουβαλούσαν
κάτι το Ελληνικό.
Ανακατεύονται
στο κουρελιασμένο παντελόνι
δυο πόδια φερμένα
απ’ την θάλασσα.
Κάποια μέλη
της πράσινης ορχήστρας
κλαίνε
κι η μουσική θολώνει.
Τώρα που μας καλύψανε τα νερά
Θεοί και σκύλοι αλυχτάνε
σαν βρεγμένες γάτες.
Τι φοβερά γεγονότα που είναι
οι ερχόμενες γενεές.
Πάνω στην ομορφιά του κύκνου
και το μαυριδερό του αυγό
ξόδεψα όλο μου το βλέμμα.
[…]
Έτσι θέλω να μ’ έβρει
από πολύ μακριά
η στύση του νου/
μας παρακολουθούσανε οι χειμώνες
ενώ εμείς βρισκόμασταν σφηνωμένοι
στα στενά του Παραδείσου.
Χωρίς φωτιά μου αναλογούσε να πάω
στην παγωνιά της νύχτας.
Σελίδα 473
Έγειρα με τα χείλη
στο πλάι των ματιών
λοξά αρώματα
οι θηλυκοί χαιρετισμοί τους
σχεδόν μπατάρισα
σε μια θανάσιμα γλυκύτατη
θάλασσα
μεσ’ στους ψαλμούς
του πρώιμου ουρανού
έτοιμος πια
για τη ψύχρα των λέξεων.
Ταλαιπωρημένος πέθανε
στην άλλη όχθη του καλοκαιριού
τον θάψαμε παρέα
με το αλεξίπτωτό του
που κατέβαινε
σαν παλιός φίλος.
Γέμισε ο τόπος
τα χείριστα πλάσματα
είχα δει κάποτε τον πατέρα μου να μ’ ανεβάζει
πάνω σε δυό γιγάντιους ώμους
τον Αύγουστο του ‘22
κι έβλεπα απ’ τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα
τους κήπους των δακρύων.
Σελίδα 474
Όταν γράφω
προχωράω αργά κι ανάλαφρα
σαν ανάμεσα από τάφους
στις κακοκαιρίες
κρατιέμαι απ’ τα μάτια των γυναικών
όπως το πήλινο γεράκι
και μοιάζω όλος
τρεχούμενα νερά
Κυριακή κορνιζωμένη
‘στις τέσσερις εποχές’.
Ανακάθισε ύστερα
στην άκρη του γκρεμού
κι έβαλε το χέρι ήρεμα
στις ρίζες του δένδρου
πίσω της ριπές γαλάζιες
κι ο στίχος
ο πλεγμένος στα δάχτυλά μου
έγινε ένα κομμάτι θάλασσας
τότε μπήκε μέσα
η μοίρα και ξεψύχησε.
Βουτούσε ο άγγελος
στο αστραφτερό το τζάμι
κι έξω τα απογεύματα
καθισμένα στο πεζούλι
κι o σκύλος που έσερνε πίσω του
μια μικρή εκκλησία
φορούσε πάνινα παπούτσια
ως τα μισά
μέσα στο κύμα.
[…]
Σελίδα 475
[…]
Στις πόρτες και τα παράθυρα της Τετάρτης
στην τρομπέτα του δειλινού
γέρασε περιμένοντας τον εχθρό
ο στρατιώτης με τα γατίσια μάτια
ή μήπως σκοτεινιάζει το ξημέρωμα;
άρχισε να φυτρώνει η μοναξιά
και ν’ αναδύεται ο χρόνος
απ’ το ρολόι το δίχως δείχτες
στο μέρος της εκπυρσοκρότησης
σ’ ένα παρατεταμένο θάνατο
έλειπε απ’ τη θέση του το πέλαγος.
Και το καημένο πεύκο
δεν πρόκειται να μας συγχωρέσει
πατερομήτερο πλάσμα
δικέφαλο τέρας
μύριζε η νύχτα
προγονικό τοπίο.
Σελίδα 476
Κι ο ευπαθής γέροντας
με σάπιες δαγκωνιές
νιώθει τώρα ν’ αγαπάει
τις ανεμώνες του νερού
ακούραστος
στο μάκρος μιας ζωής
τολμούσε ακόμη
να μπαινοβγαίνει
απ’ τη μισοκατεστραμμένη πόρτα.
Τετάρτη γεννήθηκα
ανάμεσα στα σερνάμενα τέρατα
κι έφυγα με πλάγια βήματα
άλλωστε ποιός νογάει
τα έμβρυα;
Μέσα μου είμαι ακατοίκητος
κείθε περνάω
στον κισσό του κινηματογράφου
και στις μυστικές πατρίδες
πάω σε μια γλυκύτερη κοιλιά
να μην απομείνει
παρά η μήτρα κλειστή.
Στα αίματα του Απρίλη
γονατισμένες τώρα
πάνε κάποιες νύχτες
να προσκυνήσουν.
Απ’ την εποχή του Αδάμ
τ’ αποτρόπαια γεγονότα
περνάω και πάω
πιο πίσω ακόμη στον χρόνο.
Στο αντικρινό αυτί σφύριζε
μια ζωή ολόκληρη που έφυγε
η μακρινή φωνή των δέντρων
ολοένα και σκοτείνιαζε
έφτανε λίγος αέρας
και παραήμουν ζωντανός.
Σελίδα 477
Στα σμαραγδένια μεσάνυχτα
μετακινείται η μοναξιά
σαν να διασκεδάζει.
Με δυο κιθάρες
βρήκα εκείνη τη θάλασσα
στη γειτονιά της αλήθειας
στον αντικρινό τοίχο
κάπου φαίνεται
λοξά το νερό
φέγγει, λύσε το λουρί της σκιάς.
Στη μοναξιά της Άρκτου
η Παρθένος, πολύ μακριά
μέσα του ψάχνει
ολοένα τις νέες πληγές.
Κάπου στον μόλο της Ερυθράς θάλασσας
ένας κόσμος ίδιος
όπως τ’ αποκαΐδια του
ξεφεύγει πολύ πιο χαμηλά
απ’ το επίπεδο της θάλασσας.
Μες τα παλαιά νούφαρα
εγνώριζα πως θα γράφω ακόμη
για κατάρτια που
δεν υπάρχουν διόλου.
Θα’ χεις βουλιάξει
σαν να’ σαι αληθινός
στην Ανδρομέδα των ουρανών
επιπλέουν γέλια ανθρώπων
σιμά τ’ αρχαία σπίτια.
Σελίδα 478
[…]
‘Το φιλί του θανάτου’ βουβό
έβλεπα γύρω μου
τις τριανταφυλλιές
με τα χαλασμένα φώτα
σε πρώτη προβολή
‘οι τελευταίες μέρες’
εάν όχι το μυστήριο του χρόνου.
Στα βλέφαρα λίγο μαλακό χώμα
στο τέμπλο της μνήμης
εμφανίζεται η μαυροφόρα γυναίκα.
Άξαφνα έβλεπες τον αέρα
να μοιρολογά
όμως από κοντά
φτάνει στον τάφο
και μεμιάς εχάθη η μέρα.
Μια βοιδοκέφαλη, μια νεκροκεφαλή
μια ακέφαλη μοίρα
δένω το μισοφέγγαρο
στους κλώνους
και κάνω το σταυρό μου.
[…]
Σελίδα 479
Για λίγο
κάθε όνομα
συντηρεί τη διάρκειά του
κι ύστερα σβήνει
το πέτρινο κερί
κι η ψυχή της γυναίκας.
Κρατώντας στην αγκαλιά της Τετάρτης
πολλές μικρές Τρίτες και Πέμπτες
ήταν μια εποχή γεμάτη από χρόνια
μετατοπίζονταν οι άσπρες φλόγες
πάνω στα βλέφαρα
να φεύγουν οι φωτιές
προς τη θάλασσα.
Ήταν απλός ένας λάθος αιώνας
γιομάτος λυπημένους πολέμους
και φορτηγά
που μεταφέρουν αίμα.
Σκαρφάλωσα στη κορυφή των ματιών της
ποιό ζηλευτό φως
αγναντεύει το υπέροχο εκείνο δάκρυ;
Ξεσηκωθήκαμε
ενάντια στα πράγματα
πράγμα κι εμείς.
Ύστερα
‘θα μπορούσε να ‘ναι’
υπέροχο το καλοκαίρι.
Σελίδα 480
[…]
Ο Άγγελος της Αστυπάλαιας
επνίγηκε
επιπλέει τώρα το κοντάρι του.
Ο δούλος του Κριναγόρα
από δω και πέρα
θα ζήσει ελεύθερος
στο νησί της εξορίας
της αρεσκείας του όμως.
Όσο δε
για τον Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο
τον αναπαλαιώσανε.
Ο Όμηρος
‘μαζί με ολόκληρη την Ιλιάδα του’
μετακόμισε κάπου στην Μογγολία.
Στα Ψαρά
ξημερώθηκε η ιστορία του Έθνους.
Στη Φαιστό
επίκειται να γίνει
το επόμενο πανηγύρι.
Όπως και να ‘ναι
ακόμη βρέχει
στις άγριες ερημιές.
[…]
Ο ιβύκος ο ερωτομανέστατος
ήταν ο πρώτος
που έγραψε ένα τουριστικό οδηγό
του σεξ.
Με την τρυφεράδα του ο ουρανός
έφραξε το λιμάνι.
Κόντρα σε μια στιγμή ο αέρας
και ξεκινά ο θάνατος
να κατακλύζει τα μουράγια της σάρκας.
[…]
Από μια ευτυχία
λεπτή σαν απελπισία
πρόλαβες να την αδράξεις
και φορτωμένος χάνεσαι
καπνός βαποριού.
Σελίδα 481
Κάθομαι ώρες
στα σκαλοπάτια του Σαββάτου
και κοιτάζω μια
πιθανότητα θανάτου.
Φέγγει στο νερό
η γαλήνη που
της αφαίρεσα όλα
τα συναισθήματα.
[…]
Ορχιδέες σκαλισμένες
στη βοή του
‘ποτέ πια να μην είσαι’.
Υπάρχουν πολλά ζώα
εγκλωβισμένα στα μπαλκόνια.
‘Από την οσμή του καμένου’
νάτο το ανήσυχο βλέμμα
της φλόγας.
Πλανιέται κάπου ένα πρόσωπο
που λείπανε τα μάτια του
ως το τέλος
ώσπου γίνεται το υπέροχο.
Καμιά κόκκινη κίνηση
στα μεσάνυχτα του καταστρώματος.
Η συμπαγής ψυχή μου
μη αναγνωρίσιμη.
Συσκευασμένες θάλασσες
ίσως να μεταφέρω το πέλαγος
στη Κιβωτό του Νώε.
Δείχνουν αδημονία τα καράβια
καθώς τα τοποθετώ προσεχτικά
στους χειμωνιάτικους βυθούς.
Σελίδα 482
Στα φρέσκα πέταλα της Τρίτης
έπεσα να κοιμηθώ
κι ύστερα ουράνιος
συμφώνησα με τη Δευτέρα.
Μ’ αναμμένο φως
μου κάνει νοήματα
το άγνωστο.
Προσωρινά θα πεθάνουμε
αλλά προς τί
το ακάλυπτο του ουρανού;
Δεν έχει τέλος
το πρόσωπό μου
ανοιχτό σαν άστρο
αιώνια βορινό.
Ξεχασμένο μέσα στη νύχτα
κάποιο φως σελήνης.
Οι παλιές μου περιπέτειες
μετρημένες νάτες
στο σπασμένο παράθυρο
της Κυριακής.
Τις πρωινές ώρες του ήλιου
κατάκοπος ήμουν
φορώντας την προσωπίδα σου.
Μόλις σήμερα βρήκα
το χρυσό ρολόι της Σελήνης
πάω κοντά του
ακολουθώντας το σκύλο
με το μεγάλο άσπρο καπέλο.
[…]
Σελίδα 483
Λιποθύμησες προσεχτικά
πίσω από μένα, θλιμμένα
γύρισα να δω κάτι μυρωδιές
αν και πρόσεξα ένα γαρύφαλλο
δεν πρόλαβα να του ξεσκεπάσω
το θάρρος.
Να ξεχωρίσεις καθαρά
τι σημαίνει άνθρωπος.
[…]
Ο αναστεναγμός σου
ανόητα όμορφος
θα πρέπει να ήταν
πολύ νέος.
Γεμίζουν τα ηλιοβασιλέματα
με κατεβασιές
και δύουνε αραχνιασμένες
στον ψυχρό ουρανό
οι όμορφες εκείνες μέρες.
Τα χωματένια ηλιοβασιλέματα.
Σελίδα 484
Ο τελευταίος ασπασμός νεοσύλλεκτος
μόλις ξεκινά το φως
μες το κερί
σε κατάσταση ανάσας.
Ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη της αλήθειας.
Φάνηκαν πίσω
απ’ το πελώριο ηλιοβασίλεμα
οι νεκροί στα βουνά.
Μονολογώ
όπως ο θεός
που πίνει το φαρμάκι του.
Σωπαίνω γουλιά γουλιά.
Αργότερα χάθηκαν
μες τους ατμούς
τα φίδια.
Ίσως και να’ μαι
ακόμη στο ιερό πηγούνι
των ζώων
πένθιμο θυμιατήρι
γιομάτο πράους ήχους
με το αυτί μες το λιβάνι
ή μπορεί
εκείνες οι παλιές μητέρες
να βρίσκονται
σε ανάπαυση αγαλμάτινη.
Δεύτε λάβετε
τα βότανα τα λαβωμένα.
Πάντα σωστός να ‘σαι
σαν θόρυβος μεταλλικός.
Μια κρύα Παρασκευή
τότες που ήτανε ακόμη
νέος ο χρόνος
οι τουφεκιοφόροι των ονείρων
μας ραντίζουν
σαν να ήμασταν
ο φόβος που ακούει
για πρώτη φορά τον θάνατο
και θαμβώνεται.
[…]
Σελίδα 485
Άρα κατεβαίνεις κι εσύ
στο πιο χαμηλό σου δάχτυλο
ν’ αντικρίσεις αυτό που σου ανήκει
καταλαβαίνεις λοιπόν το γιατί;
Από παιδάκι χαμένος
στα αποποιηματάκια.
[…]
Να μοιράσεις κορδέλες
δωρεάν και καπνούς
ώστε να φαίνεται
καθαρά το άπιαστο
κι από κοντά
κι από μακριά.
Κάτω απ’ το παράθυρο
κατά τα δυτικά
να πετάξεις ψηλά.
Η άγια θάλασσα
διπλωμένη στα φτερά των βουνών.
Ανήμερα του προχθές
η χθεσινή μέρα ακινητεί
πολύ χαμηλά
κι από ‘κει
φαίνεται διάφανη σαν Κυριακή.
[…]
Μου χαμογέλασε
αφού πρώτα ύστερα
χάθηκε το πέλαγος.
Πλέω κι εγώ
δεξιά της ψυχής
εκεί που βράζει
το αγέρωχο.
‘Όλο παλιά νεότητα’
για μια στιγμή ακόμη.
Στον κουβά με το μαύρο
ένα σύννεφο ναυαγισμένο.
Πάει ν’ αδειάσει
τις μωβ μέρες της
η ζωή μου
‘μες τηνκοιλιά της θάλασσας’
απορρίμματα, αποτσίγαρα κι αποφάγια.
Οι περαστικοί θεοί
στις επάνω φωνές
κυκλοφορούνε μυστικά.
Σελίδα 486
Ώσπου πιο θαρραλέα
να χτίσεις έναν τάφο στη Κέρκυρα
που να θυμίζει άλλο τοπίο
όχι νησιώτικο.
[…]
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου
στριμωγμένα όλα
στο μεσαίο μου δάχτυλο.
Στη διαπασών
ακουγόταν απ’ το ραδιόφωνο
λέξεις άγνωστες: ύρφη, δελεάνα.
Στο μεθαύριο του Κάλβου
θα ‘ρθουν οι άλλες κόρες
οι βαριές
ώστε να ηλικιωθεί η θάλασσα.
Η καρδιά των βουνών
ελαφριά
και πάνω στις γραμμές των πουλιών
‘η χρυσή μυρωδιά’.
Τώρα τελευταία
στέκεται η νύχτα
γυμνή μπρος τον καθρέφτη
χτες το βράδυ
είχα μαλλιά ριγμένα
στο πένθος της κουκουβάγιας.
Των αγριόχορτων
τα θροΐσματα υφασμάτων.
[…]
‘Έτσι αργά βουλιάζουμε όλοι μας’
όπως ένα δαχτυλίδι βαρύ
και το δωμάτιο μουσικής
το πλημμυρισμένο
με παλιά τραγούδια.
Σελίδα 487
[…]
Η αραχνοΰφαντη ανάσα
της πεταλούδας ζεστή.
Ίπταται μια σκούρα θάλασσα
‘στον χορό των μεταμφιεσμένων’.
Σερνάμενα ή πετούμενα
βλέμματα ή μάτια
κάμπιες μες τις φλέβες
φίδια και κόκκαλα
σαύρες με χτυπάνε
οι συρμάτινες κεραίες τους
λέπια πιασμένα στα παρδαλά πνευμόνια.
Στην χρυσή καταπακτή
‘έτοιμα όλα τους να πάνε’.
Η άνοιξη του Άδη
‘αφήνει μια τρύπα’
την Πρωτομαγιά.
Στο διανεκές μιας μαργαρίτας
να βλέπεις κοπέλα ωραία.
Πάνε κι έρχονται
οι Κυριακές και τα Σαββάτα
την ώρα που εγώ ανοίγω
τη ψυχή ενός ζουζουνιού κόκκινου
και πλήθη από αμφιέσεις
πολυγωνικής φωνής.
Σελίδα 488
Η αιχμή μιας ηχούς
κι η άγνωστη απόκριση της ώρας
να με περισφίγγουν.
[…]
Στη χώρα των λωτοφάγων
το χώμα ανεβαίνει
όλο και πιο χαμηλά
και διαλύεται
σαν να ήταν συμπαγές
όπως μια λέξη.
‘Ύστερα το άγνωστο’
το ανάκουστο ακουγόταν
‘εδώ σ’ αυτά τα μέρη του φωσφόρου’.
Σελίδα 489
Μες τη ζωή
όλα μένουν κι όλα χάνονται
στις κορφές ένα μικρό καράβι
απλώς εγώ: ένα σύννεφο.
Η ανωμαλία του να’ σαι νέος.
[…]
Εγώ φεύγω με τόση άνεση
που δεν ξέρω αν είναι αληθινή
εκείνη η φυγή μου.
Σ’ απολύσανε ακριβώς
όταν έγινες χιλιάδες ετών.
[…]
Διαβάζω στο θαύμα
μια απ’ όλες τις ανθρώπινες συγκινήσεις
κι απορεί.
[…]
Ξαναβρίσκω το τίποτα
στο εξωτερικό κέλυφος του χρόνου.
Το ευτύχημα είναι ότι
‘του καθενός έρχεται η ώρα’
του φεύγει
‘εσείς να δούμε τώρα’
θα καταφέρετε
να χρησιμοποιήσετε
την μινωική γραφή
ως ποιητική έκφραση;
Η λευκή οπτασία του κόσμου
αποξενώνεται μόλις την αγγίξω.
[…]
The poetry collection “ΜΕΤΑ: Μεταποιώντας τον Ελύτη ΤΑπεινά” includes also την μεταποίηση των ποιητικών συλλογών του Ελύτη:
“Τα Ετεροθαλή”
“Μαρία Νεφέλη”
“Τα Ρω του Έρωτα¨
DEAR READER HELLENIC POETRY IS THANKFUL
FOR YOUR ATTENTION!
TEARS AND SMILES ARE MADE FROM THE SAME MATERIAL
AND HAVE THE SAME FATHER: THE SUN
Η ΜΕΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ
ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΛΥΜΠΙ ΕΦΟΣΟΝ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΚΟΛΥΜΒΗΤΗΣ
ΚΙ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΤΟΥ ΚΥΜΑΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Η ΠΟΙΗΣΗ ΖΕΙ ΣΤΟ ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ
ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ ΚΙΝΕΙΤΑΙ ΑΝΑΛΑΦΡΑ ΣΑΝ ΣΥΝΝΕΦΟ
ΟΠΩΣ ΚΙ Ο ΧΟΡΟΣ
ΕΝΑ ΥΠΕΡΟΧΟ ΠΟΙΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΚΙ ΕΝΑΣ ΥΠΕΡΟΧΟΣ ΧΟΡΕΥΤΗΣ
Ο ΝΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΕΝΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΧΟΡΕΥΕΙ
Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑ ΜΙΑ ΘΕΑ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΝΤΟΥ
ΣΕ ΔΥΟ ΠΤΕΡΥΓΙΑ ΚΑΡΧΑΡΙΑ, ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ
ΣΤΑ ΠΛΗΚΤΡΑ ΤΟΥ ΠΙΑΝΟΥ
ΟΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΙΝΗΣΗ ΥΠΑΡΧΕΙ ΖΩΗ
ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΟΙΗΣΗ
Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΕΜΠΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ
ΚΙΝΗΣΗ ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΜΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ, ΑΕΝΑΗ ΚΙΝΗΣΗ
ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΠΟΙΕΙ
ΤΑ ΠΑΝΤΑ Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΙΝΕΙ
ALWAYS SAY YES TO LIFE, NEVER DENY HER
AND CELEBRATE DAILY YOUR EXISTENCE, EVEN IN THE MOST DESPERATE MOMENTS
Recent Comments