Οι Τρείς Άγιοι των Εξαρχείων-Άγιος Νο 1-Κατερίνα Γώγου
Σ’ αυτήν την ιστοσελίδα οι δυο Μενέλαοι (ο Καρανάσος κι ο Καραγκιόζης) αποτιούν φόρο τιμής στους τρείς Αγίους των Εξαρχείων αλλά και στα ίδια τα Εξάρχεια. Αφού και οι δυο τους μεγαλώσαν στις δυο δεκαετίες, 70-80, στις δυο αυτές περιοχές Κυψέλη-Εξάρχεια. Εξ ου και το:
Εξ αρχής στην Κυψέλη της Ποίησης και της Μουσικής.
3 Άγιοι, 3 Μαύρα Πουλιά, 3 Πρωταγωνιστές:
Αλλά πριν ξεκινήσουμε απ’ το τέλος ας ξεκινήσουμε πρώτα απ’ τα Εξάρχεια:
Εξ τέλους λοιπόν ξεκινάμε σήμερα 13 Φλεβάρη 2015 με τον Άγιο Ν0 1. Την Κατερίνα Γώγου
Άγιος Νο 1. Κατερίνα Γώγου, Η αναρχική ποιήτρια
“Εμένα οι φίλοι μου”
Magic De Spell
Στίχοιμα
Έως τις αρχές της δεκαετίες του ΄70 ασχολήθηκε αποκλειστικά με την υποκριτική. Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Τρία κλικ αριστερά» πούλησε πάνω από 40.000 αντίτυπα, αριθμός που, όπως λένε οι εκδότες, ήταν σπάνιος για ποιητικές συλλογές και μόνο ο Ελύτης και ο Ρίτσος τον έφταναν. Το βιβλίο μάλιστα μεταφράστηκε και στα αγγλικά και κυκλοφόρησε το 1983 στην Αμερική. Το 1980 η Γώγου πρωταγωνίστησε στην ταινία «Παραγγελιά». Σκηνοθέτης ήταν ο σύζυγός της, Παύλος Τάσιος. Στην ταινία χρησιμοποιήθηκαν ποιήματά της που απήγγειλε η ίδια και ήταν επενδυμένα μουσικά από τον Κυριάκο Σφέτσα. Η Αφροδίτη Μάνου έχει αναφέρει για την ποίηση της Γώγου: «ο τρόπος γραφής της δείχνει έναν άνθρωπο πάρα πολύ ευαίσθητο. Έναν άνθρωπο που έχει βγάλει το δέρμα του και ζει σε φοβερές εντάσεις».
«Εμένα, οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα, στις ταράτσες παλιών σπιτιών,
Εξάρχεια, Βικτώρια, Κουκάκι, Γκύζη,
πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομύρια σιδερένια μανταλάκια,
τις ενοχές σας, αποφάσεις συνεδρίων, δανεικά φουστάνια, σημάδια από καύτρες,
περίεργες ημικρανίες, απειλητικές σιωπές……
κάνουν ό,τι λάχει»….
Η Κατερίνα, μητέρα
Η Κατερίνα Γώγου είχε αρκετούς συντρόφους στη ζωή της. Η μεγάλη της αγάπη όμως ήταν ο σύζυγός της Παύλος Τάσιος. Μαζί απέκτησαν την κόρη τους Μυρτώ, η οποία άθελά της έγινε η αιτία για να μπλέξει και η ίδια η Γώγου με τα ναρκωτικά. Η κοπέλα άρχισε να κάνει χρήση ουσιών σε νεαρή ηλικία και η μητέρα της προσπάθησε να τη βοηθήσει να απεξαρτηθεί. Ωστόσο, δεν τα κατάφερε και τελικά παρασύρθηκε και η ίδια. Η Μυρτώ είχε μιλήσει σε αφιέρωμα της Σεμίνας Διγενή για τη Γώγου το 1993 και είχε πει για τη μητέρα της: «η Κατερίνα ήτανε ένα παιδί και κάποια στιγμή αυτό το παιδί τρώγοντας σφαλιάρες, άρχισε να απογοητεύεται με το ότι τα όνειρά της δεν πρόκειται να γίνουν πραγματικότητα»….
Η Κατερίνα Γώγου ανήκε στον αντιεξουσιαστικό χώρο των Εξαρχείων και είχε ενεργή αντισυμβατική δράση. Στάθηκε στο πλευρό πολλών αναρχικών και συμμετείχε σε επιτροπές που μάχονταν για την αποφυλάκισή τους. Τον Μάρτιο του 1991 έστειλε ενυπόγραφη επιστολή στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, μέσω της οποίας εξέφραζε την στήριξή της προς τον αναρχικό Κυριάκο Μαζοκόπο και τον Γιάννη Πετρόπουλο που ήταν φυλακισμένοι. Η Γώγου συνήθιζε να εικονογραφεί την ποίησή της με φωτογραφίες από πορείες διαμαρτυρίας και αγώνες του αντιεξουσιαστικού χώρου. Η σχέση της με την αστυνομία δεν ήταν καθόλου καλή, καθώς είχε συλληφθεί αρκετές φορές και είχε λογοδοτήσει στις αρχές για την αντισυμβατική συμπεριφορά της. Όταν τον Ιανουάριο του 1980, η «17 Νοέμβρη» σκότωσε στο Παγκράτι δύο αστυνομικούς, η Γώγου συνελήφθη σαν ύποπτη, μετά από καταγγελία ενός μάρτυρα, που υποστήριξε ότι είδε μια γυναίκα να απομακρύνεται τρέχοντας από το σημείο της δολοφονίας. Αποδείξεις δεν βρέθηκαν ποτέ και η Κατερίνα αφέθηκε ελεύθερη. Έξι χρόνια μετά ήρθε και πάλι αντιμέτωπη με τις αστυνομικές αρχές. Αυτή τη φορά μετά από μήνυση που έκανε η ίδια στον τότε Υπουργό Δημόσιας Τάξης, γιατί κατά τη διάρκεια μιας πορείας είχε δεχτεί επίθεση από αστυνομικούς.
«Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου,
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα γιατί τους ρημάξτε το κόκκινο.
Γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα, γιατί η δική σας, μόνο για γλείψιμο κάνει»
Το μοναχικό τέλος της Γώγου
Το 1991 η Γώγου πάλευε ήδη με τους δαίμονές της. Όπως έκαναν νωρίτερα και οι άλλοι δύο «άγιοι των Εξαρχείων», όπως τους αποκαλούν, Νικόλας Άσιμος και Παύλος Σιδηρόπουλος. Εκείνη τη χρονιά η Κατερίνα είχε πει σε συνέντευξή της: «Ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο Άσιμος. Τον δολοφόνησαν. Τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το ίδιο. Η μόνη επιζήσασα, εγώ». Όχι όμως για πολύ. Στις 3 Οκτωβρίου του 1993 η Κατερίνα Γώγου βρέθηκε νεκρή στο παλιό διαμέρισμα της μητέρας της, όπου είχε αποσυρθεί. Η αιτία του θανάτου της ήταν ένα «κοκτέιλ» χαπιών και αλκοόλ.
Στο μυαλό είναι ο στόχος
«Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα στα χέρια σας. Στο λαιμό σας. Οι φίλοι μου».
“Εμένα οι φίλοι μου”
Κώστας Χαριτάτος & Μυρτώ Αλικάκη
“Αν καμιά φορά”
Αν καμιά φορά με πιάσεις να λέω ψέματα
σταμάτα να σου πω –
μη βιάζεσαι και με λες ψεύτρα..Είναι τώρα που δεν μπορώ, δεν μπορώ να ξεχωρίσω πια
και μπερδεύω που σταματάει το όνειρο
και που αρχίζει η αλήθεια.
“Αν καμιά φορά”, Σαββίνα Γιαννάτου
“Δε μένει κανείς σ’ αυτή την πόλη”
Δε μένει κανείς σ’ αυτή την πόλη!
Δε μένει κανείς;Τι έγινε και φύγανε οι κάτοικοι της βιαστικά
και αφήσανε τις πόρτες ανοιχτές
τα φώτα αναμμένα…
Τυφλά μεγάλα πουλιά συγκρούονται
μ’ ανοιγμένα φτερά
βαθιά τρομαγμένα
Η θάλασσα μπαίνει στην πόλη
μεθοδικά βουλιάζει τη στεριά
ένα καράβι με όρνια λεπρά
πλέει απ’ τις πόρτες
ξανοίγεται αργά… αργά…
αργά…
Τα παιδικά μου χρόνια
άκαμπτα παιδιά ξυλιασμένα
τα ξεθάβει ένας κίτρινος σκύλος
συνέχεια τα γυρνάει σε μέναανεβαίνουν τα νερά
τα χέρια μου σταυρώνουνε μόνα τους
σαν πεθαμένα.
Δεν είναι κανείς εδώ;
Κανένας;
ΚανέναςΈναν άσπρο με άμμο δρόμο κοιτάω εμπρός.
Πάλι η ομίχλινη βάρκα με τον πέτρινο φοίνικα
και το μαρμάρινο βαρκάρηΈνα παιδί δεν έχει αυτός ο τόπος
ΒΖΖΖΖΟΥΝΒΒΒΖΖΖΟΥΝΝΝ
Ένα παιδί;
Έλα να παίξουμε αυτοκινήτο.Έλα παιδί!
Ένα πουλί; Τσιουτσιουτσιουτσί έλα!
Έλα πουλί…Ποια ανθρώπινη ανάμνηση με κρατάει εδώ;
Γιώργο;…
Μυρτώ;…
Ποιου τρόμου το αδικαίωτο τεκμήριο με κρατάει εδώ;
Φίλοι μου; Αδέλφια μου; Σύντροφοι;
Γιώργο…
Μυρτώ…Ποιανού πλανήτη το τέλος το αισχρό
μ’ άφησαν σαν σκιάχτρο να τρομάζω εδώ…
Για δεν περνάω απέναντι
που ο άνεμος λογχίζει τις φωτιές;Μια στάλα σταλαγμίτης έμεινα.
Χωράω σ’ αυτό το άδειο μπουκάλι,
το πέταξαν ένα παλιό καλοκαίρι
οι φίλοι μου.Χωράω εκεί μέσα να μπω.
Άλλοι μακρινοί καιροί
που θα ξαναγυρίσουν
το ύστατο αλληλεγγύης S.O.S.
να αποκρυπτογραφήσουν.
“Δε μένει κανείς σ’ αυτή την πόλη”
Βαγγέλης Κοντόπουλος
“A ρε Σύντροφε πόσο μας λείπεις…”
A ρε Σύντροφε πόσο μας λείπεις…
Ο καιρός σκουλήκιασε
πυρηνικές δοκιμές, λαϊκά μέτωπα,
μπορντέλα και πολυεθνικές,
δεν μας αφήνουνε ν’ αγαπήσουμε.A ρε Σύντροφε πόσο μας λείπεις…
Τα ξέρεις, τι να σου πω.
Και μετά συνεργαστήκανε.
Στην Κίνα, Γενάρης του `77, σφάζουν εργάτεςA, ρε Σύντροφε γιατί δεν πρόσεχες
γιατί δεν πρόσεχες πιο πολύ;Εδώ, τα ίδια. Κρύβονται στο καβούκι τους οι άνθρωποι.
Αχ και να `ξερες ρε Σύντροφε τι βαρύ φορτίο κουβαλάμε…
Έτσι καί λίγο φανείς μπόσικος πέρασες απέναντι.A, ρε Σύντροφε γιατί δεν πρόσεχες
γιατί δεν πρόσεχες πιο πολύ;A ρε Σύντροφε που δεν πρόδωσες
ζούμε την βαρβαρότητα.
“A ρε Σύντροφε πόσο μας λείπεις…”
Μάρθα Φριντζήλα
Νανά Μπινοπούλου & Μυρτώ Αλικάκη
“Εμένα οι φίλοι μου”
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια, Πατήσια, Μεταξουργείο, Μετς
Κάνουν ό,τι λάχει
Πλασιέ τσελεμεντέδων κι εγκυκλοπαιδειών
Φτιάχνουν δρόμους κι ενώνουν ερήμους
Διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
Επαγγελματίες επαναστάτες
Παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
Τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνταιΕμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμέναΕμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια, Βικτώρια, Κουκάκι, Γκύζη
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
τις ενοχές σας,
αποφάσεις συνεδρίων,
δανεικά κοστούμια,
σημάδια από κάφτρες
περίεργες ημικρανίες,
απειλητικές σιωπές
κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες
καθυστέρηση
Το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά
Το ασθενοφόρο
Κανείς…Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμέναΚάνουν ό,τι λάχει
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουν με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο
Γράφουν σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δική σας μόνο για γλύψιμο κάνει
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στο λαιμό σας, στα χέρια σας
Οι φίλοι μου…Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
“Εμένα οι φίλοι μου”
Στίχοιμα
“Θα ‘ρθεί καιρός”
Θα ‘ρθεί καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
– μη βλέπεις εμένα – μην κλαις. Εσύ είσ’ η ελπίδα
άκου θάρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θά `μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι – σκέψου! – θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
Να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές
απροσάρμοστοι καταπίεση μοναξιά τιμή κέρδος εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία – δε θέλω να λέω ψέματα –
δύσκολοι καιροί.
Και θάρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω – μην περιμένεις κι από μένα πολλά –
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
παρ’ όλα αυτά Μαρία.
“Θα ‘ρθεί καιρός”
Κατερίνα Γώγου
Γιώργος Μάρτος
Κώστας Χαριτάτος
“Θέλω να κουβεντιάσω”
Θέλω να κουβεντιάσω σ’ ένα καφενείο
που να `χει πόρτα ανοιχτή
και να μην έχει θάλασσα
μονάχα άντρες άνεργους
σκόνη με ήλιο και σιωπή
να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ
κι η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας
και ας μην πάρουμε και σήμερα βρε αδερφέ
προφύλαξη για την υγεία μας
κι ούτε να δίνεις συμβουλές
το πως το κατεβάζω έτσι
και πως σκορπιέμαι έτσι
και να αφήσεις ήσυχα στα μούτρα
τις μπογιές τις μύξες και τα κλάματα
να τρέξουνε.
Μονάχα να κοιτάζεις ήρεμα
τα νύχια τα μαλλιά μου και τα χρόνια
που `ναι βρωμικα
και `γω
να μη δίνω φράγκο για όλα αυτά.
Μόνο το κόμμα, το χριστουλάκο τους
γιατί δε φτιάχτηκε το κόμμα τόσα χρόνια
και `συ να `σαι φίλος. Φίλος φίλος
έτσι όπως το λέει ο Καζαντζίδης
και το κονιάκ να `ναι σκατά
και εργολάβος πουθενά δε φάνηκε
έχει δωμάτιο για παράνομους
πάνω απ’ το καφενείο
θα σου τα ρίξω σε μια δόση
το συνηθίζω άμα μεθάω έτσι για να σε λιανίσω
να σε δω χωρίς βρακί να δούμε τι θα κάνεις
εσύ όμως λέει δε θα `σαι απ’ αυτούς
θα σηκωθείς και θα χορέψεις παραγγελιά
…βεργούλες και με δείρανε…
και θα κρατάς στις χούφτες σου
μ’ αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου
είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει.
Κι όταν
έρθουνε να σου πουν
εδώ δεν είναι
τόπος
και χρόνος
για τέτοια πράγματα
τράβηξε τη φαλτσέτα και θέρισε.
(Είχανε δίκιο οι Κοεμτζήδες.)
“Θέλω να κουβεντιάσω”
Εύα Λουκάτου
Film Noir
Διάφανα Κρίνα
Κατερίνα Γώγου
“Κανείς δε θα γλιτώσει”
Κανείς δε θα γλιτώσει.
Κι αυτό το μακέλεμα δε θάχει
ούτε μισό μισοσβησμένο Όχι.
Θα βουλιάζουμε–βουλιάζουμε–
κατακόρυφα με 300 και βάλε
σε συφιλιδικά νερά χωρίς τέλος
με αφορισμούς και χτυπήματα στο κεφάλι
απο διαμαντένιους σταυρούς τραβεστί πατέρων
γλείφοντας
υπογράφοντας
ικετεύοντας
κι ουρλιάζοντας ξεφτιλισμένα ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ.
“Κανείς δε θα γλιτώσει”
Κατερίνα Γώγου
Και η μεταποίηση του από τον Καραγκιόζη:
Ο Καραγκιόζης κι οι τρεις Άγιοι των Εξαρχείων: Τα τρία Καραγκιοζάκια δηλαδή.
Δεν γλιτώσαμε απ’ την ζωή
‘κανείς δεν θα γλιτώσει’
ούτε καν ο θάνατος μας
κατακόρυφα
στον ήλιο κατακόρυφα
βουλιάζουμε
με 300 πιστούς
ο Λεωνίδας
και βάλε μια περικεφαλαία
κι ένα δόρυ ακόμη
υπογράφουν κατά του μνημονίου
ΟΧΙ ΟΧΙ ΟΧΙ
σε συφιλιδικά κορμιά απάνω
χωρίς τέλος ο Καρυωτάκης
με αφορισμούς στίχων
και χτυπήματα ψυχής
ουρλιάζοντας
μισοσβησμένος γράφει
‘κανείς δεν θα γλιτώσει’
κι αυτό το μακάλεμα
από καυτά νερά και χύσια διαμαντένια
των γαλάζιων παιδιών
οι πατεράδες τους
ξεφτιλισμένοι
πάνω στον σταυρό του έρωτα
Χριστός ο τραβεστί
ικετεύει
για λίγο χάδι
και το χτύπημα της γλώσσας
γλείφοντας στίχους
αίμα ακέφαλο βουλιάζουμε
μέσα στο νου σου
κόκκινο πανί
λυπήσου μας
σαν ταύρους
λυπήσου
την οργή τους
τυφλοί βουλιάζουμε
και κανείς δεν θα γλιτώσει.
©MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2015
“Κανείς δε θα γλιτώσει”
Κατερίνα Γώγου
“Με κόκκινο”
Με το κεφάλι θρύψαλα
από τη μέγγενη των παζαριών σας
την ώρα της αιχμής
και κόντρα στο ρεύμα
θ’ ανάψω μια μεγάλη φωτιά.Κι εκεί θα ρίξω
όλα τα Μαρξιστικά βιβλία
έτσι που να μη μάθει ποτέ η Μυρτώ
τα αίτια του θανάτου μου.Μπορείτε να της πείτε
πως δεν άντεξα την άνοιξη
ή πως πέρασα με κόκκινο
ναι.. αυτό είναι πιο πιστευτό.Με κόκκινο αυτό να πείτε
με κόκκινο..με κόκκινο
αυτό να πείτε…Αυτό είναι πιο πιστευτό
με κόκκινο.. αυτό να πείτε
με κόκκινο, με κόκκινο
αυτό να πείτε.Με κόκκινο, με κόκκινο,
με κόκκινο.
“Με κόκκινο”
Κατερίνα Γώγου
“Η Μοναξιά”
Η μοναξιά…
δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλιών «καλών» καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοϊδίσιο βλέμμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι – Αγ. Βαρβάρα – Κοκκινιά
Τούμπα – Σταυρούπολη – Καλαμαριά
Κάτω απ’ όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ’ αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοκτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γης – εδώ κοντά είν’ η Κοτζιά –
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατέλειωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ–ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γαντζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω απ’ τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει
“Η Μοναξιά”
Γ. Βαλιάκας και Ιδανικοί
Κατερίνα Γώγου
“Ρίζα με λένε τώρα”
Προκάλεσα με πάθος την ζωή.
Ασέβησα δύο φορές γιατί τους ήξερα τους νόμους.
Τώρα πληρώνω με ντροπή
χωρίς σκυλί, χωρίς ραβδί
πηγαίνω ανάμεσά στους γόννους
Τώρα πληρώνω με ντροπήΔέντρο ήμουνα κι έσπασα
Μου σπάσαν όλα τα κλαδιά.
Ρίζα με λένε τώρα.Και ήρθανε και λιώσανε
τα νύχια του αετού απ’ τη μοναξιά
το ράμφος του αετού απ’ τη μοναξιάΡίζα με λένε τώρα.
Ρίζα με λένε τώρα.
Ρίζα με λένε τώρα…
“Ρίζα με λένε τώρα”
Βαγγέλης Μαρκαντώνης
“Τώρα όλο και πιο συχνά”
Όλο και πιο συχνά έρχονται σπίτι μου
όλο και πιο συχνά κάνουν επισκέψεις μέσα
μαζί με ένα αέρα και μία ομίχλη μπαίνουνε
οι άλλοι στο δωμάτιο καπνίζουνε φιλιούνται
Αυτοί ανάμεσά τους κάθονται με ρούχα σκούρα πένθιμα
σα σε δεξίωση μία κηδεία
Τα ρούχα τους είναι μικρά τους πάνε κοντά στα μανίκια
θα πρέπει να τα έχουνε δανειστεί από άλλους ανθρώπου ψηλούς
ή από βεστιάριο σοβαρού ρεπερτορίου
Οι άλλοι στα δωμάτια κάνουνε άχρηστα πράγματα
καπνίζουνε φιλιούνται
Παλιές ατζέντες πέτσινες με πενταψήφια νούμερα
για να προσδιορίσω το χρόνο
Μου δείχνουνε και βρεγμένες φωτογραφίες ηθοποιών
με φαγωμένα πηγούνια
Μου δείχνουνε για να μου δείξουν πως με αγαπάνε
Στη συνέχεια από ένα μακρινό τοπίο με βροχή
πίσω από ένα τζάμι η βροχή, συνέχεια κοιτάνε
Δεν έχουνε σώμα γι’αυτό δεν έχουνε λόγο
Έχουν όμως να πουν με ένα κύκλο φωτεινό σαν ήλιος στο πρόσωπο
Σιωπηλά με παροτρύνουμε εγώ να μιλήσω
Οι άλλοι στα δωμάτια κάνουν άχρηστα πράγματα
τα δόντια κροταλίζουνε τα δείχνουν σαν γελάνε
Τώρα όλο και πιο συχνά έρχονται σπίτι μου
όλο και πιο συχνά μιλάω μαζί τους όλο και πιο… ασκούμε στη σιωπή
“Τώρα όλο και πιο συχνά”
Κωνσταντίνος Βήτα
“Πώς με κοιτάζει έτσι”
Πώς με κοιτάζει έτσι
αυτό το άσπρο κομμάτι χαρτί
πώς με κοιτάζει έτσι το φεγγάρι…
Πώς θροΐζει μέσα μου
αυτό τον παγωμένο χάρτη στο βυθό
πώς με κοιτάει έτσι το φεγγάρι…
Ποιανού καιρού το λυπημένο δάχτυλο
κρυμμένο πίσω από δάση και βουνά
δείχνει παντού και πουθενά τι θέλει το φεγγάρι…
Ποιανού αλόγου τρελαμένου το χλιμίντρισμα
κάνει τόση αντήχηση μέσα μου
μού διογκώνει το Εγώ μου…
Ποιανής σελήνης έκλειψη
ποιου φεγγαριού η χάση
μαζί σηκώνει μέσα μου
άμπωτη και παλίρροια δίδυμες αδερφές μου…
πώς με κοιτάζει έτσι…
Πώς σκύβει έτσι πάνω στο στόμα μου να δει
αν ανασαίνω ο Καρυωτάκης…
“Πώς με κοιτάζει έτσι”
Τάκης Γραμμένος
Κώστας Χαριτάτος & Μυρτώ Αλικάκη
“Οι εποχές θα με σκεπάσουν”
Η αγάπη είναι χρώμα άσπρο διάφανο
και το σώμα της σχήμα της ευλογίας.
Κι αυτό το άλογο
ψάχνει μέσα από καπνούς
το νεκρό καβαλάρη του
μακριά να τον πάρει.
Σκέφτομαι αρχαία και σύγχρονη
οι εποχές θα με σκεπάσουν.
Έτσι δε θα πεινάω πια
και ούτε θα διψάσω
και ούτε ποιήματα θα γράφω πια.
Μόνο παρακαλώ Θεέ, των αστεριών πατρίδα
χρώμα άσπρο διάφανο ντύσε με
και το σχήμα μου το σώμα της Ευλογίας δώσε.
Είναι πολύ;
“Οι εποχές θα με σκεπάσουν”
Μυρτώ Αλικάκη & Κώστας Χαριτάτος
Κοιμηθείτε λοιπόν ολομόναχοι και μη φοβάστε,
δίχως σεντόνια κουβέρτες και κορμιά συντρόφων.
Αφού θα σας σκεπάσουν οι εποχές.
Ο Καραγκιόζης κι οι τρεις Άγιοι των Εξαρχείων: Τα τρία Καραγκιοζάκια δηλαδή.
“Πάμε όμορφή μου”
Πάμε όμορφή μου εκεί που χαράζει στις κορφές
Πάμε όμορφή μου εκεί που χαράζει στις κορφές
αχνό γαλάζιο, ροζ
αχνό γαλάζιο, ροζΠάμε εκεί που κορίτσια γυμνά σ’ άγρια άλογα καλπάζοντας
τα μαλλιά τους ανεμίζουν
τα μαλλιά τους ανεμίζουν
κι απάνω τους σκαλώνουνε άνθια ροδακινιάς
κι απάνω τους σκαλώνουνε άνθια ροδακινιάς
και κόκκινα αστέρια
και κόκκινα αστέρια
και κόκκινα αστέριαΑχ Παναγία Μυρτώ μου
Αχ Παναγία Μυρτώ μου
κανείς δε σ’ έχει αγαπήσει πιο πολύ
κανείς δε σ’ έχει αγαπήσει πιο πολύ
όπως μια Κατερίνα το παιδί
όπως μια Κατερίνα το παιδίΑκούω μόνο τη βροχή
ακούω μόνο τη σιωπή
σε μια καμένη γη
σε μια καμένη γη
σε μια καμένη γη
Και η μεταποίηση του απ’ τον Καραγκιόζη
“Πάμε εκεί”
Πάμε εκεί που
τα γαλάζια μαλλιά της λιμνοθάλασσας
στην ροδακινιά σκαλώσανε
κι απάνω τους ολόγυμνα τα στήθη των ανέμων
και τόσα δένδρα μας χαρίζουν όνειρα
Πάμε εκεί
στα κόκκινα αστέρια με άβαφα χείλη
που πιο πολύ κι απ’ την αγάπη
ανθίζει του έρωτα η λύπη
Πάμε εκεί
αχ Παναγιά
σε μια καμμένη γη
σπαρμένη άγρια άλογα
Πάμε εκεί που
στις κορφές χαράζει
η θλίψη σου μέλλον
και το πλοιάριο της παχειάς άμμου
σέρνει κύματα στην πλάτη
Πάμε εκεί Μυρτώ μου
που ετών 9 η μοίρα
αυτοκτόνησε κορίτσι
ροζ αχνόψυχο
και το παιδί όλο και πιο πολύ
γεννιέται μες την βροχή
της σιωπής
Πάμε λοιπόν εκεί
να δροσιστούμε
γαργαρολαίμισα νύχτα
θα πιούμε φως ακουμπώντας
τα χείλη στην πηγή του
σκοταδιού σου
Πάμε εκεί που
η ομορφιά του ανθρώπου
είναι αποθηκευμένη
στα παιδικά μας γράμματα
Πάμε εκεί
στο τι απόγινε
η μάνα των ήλιων
έχει ξοφλήσει ο νους
τα χρέη του
Πάμε λοιπόν εκεί
στα άκαυτα χρώματα της μουσικής
ποιό είναι το νόημα
απ’ τα ηλίθια γραφτά μου;
Ας πάμε εκεί
στις ράγες του ηλεκτρικού
να σκεπάσουμε με παλτό
το δανεικό μας αίμα
κι αφύλαχτα κόκκαλα
σε μια διάβαση των
παγιδευμένων λύκων
Πάμε λοιπόν εκεί
όπου λιγάκι ακόμα
και το τοπίο θα απομακρυνθεί
στα δυτικά της λύπης σου
όταν θα ‘χει φύγει η χαρά
κι ο ήλιος όλων μας
Εκεί πάμε που
σε βρίσκει η ποίηση
μ’ ένα μονάχα στίχο
σκοταδίσιο
ως το κόκκαλο.
©MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2015
“Πάμε όμορφή μου”
Κώστας Χαριτάτος
Πάνος Κατσιμίχας
“Ετών 9”
Όταν ξυπνήσεις το πρωί
και δε θα βρεις στο πάτωμα
χαπάκια, πουλόβερ και σουτιέν
και χτυπήσεις με δύναμη την πόρτα
χωρίς ν’ ακούσεις πίσω σου το υστερικό μου `’σκασμός”
μη βάλεις τα κλάματα και πας για να με βρεις
στην παιδική φωτογραφία μου που σε κοιτάει.Ποτέ δεν έβλεπα.
Ούτε στα ηλίθια γραφτά μου. Σου ‘χω πει ψέματα.
Πάντοτε σου ‘λεγα
πως είναι όμορφοι οι άνθρωποι, τα χρώματα κι η μουσική.
Μέτρησε μόνο τα μεροκάματα που έκανα
μ’ αυτό θα μάθεις πως έζησα.
Μέτρησε έπειτα το νοίκι μας
ποτέ δε φτάνανε να το πληρώσω.
Και πόσο φως έκαψα
ψάχνοντας να βρω τρόπο.
Τράβα μετά και γύρεψε απ’ τον πατέρα σου
για τελευταία φορά χρήματα
και δώσε τα χρέη μου.
Ύστερα πλύνε τα μούτρα σου
και μην αφήσεις κανέναν να σου πει
τι απόγινε με τη μάνα σου.
Μόνο κάτω απ’ αυτές
τις ηλίθιες αποδείξεις
φτιάξε έναν ήλιο απ’ αυτούς που μόνο εσύ έχεις στο νου σου
και κάτω απ’ αυτόν
γράψε με τ’ αστεία παιδικά σου γράμματα
ξόφλησε ξόφλησε ξόφλησε
“Ετών 9”
Όλγα Λαζαρίδου
“Πόσο νωρίς φεύγει το φως”
Πόσο νωρίς φεύγει το φως απ’ τη ζωή μας αδερφέ μου…
Μέσα απ’ τ’ αλλεργικά μας βλέφαρα
αργά στα νύχια πατάει η ζωή
μπας και την πάρουμε πρέφα
μακραίνει χάνεται… κοίτα έγινε κουκίδα στρίβει γωνία… πάει…
Σκοτεινιάααα!!
Αρνητικά φωτογραφίας κοιτάω και είναι λέει άνθρωποι
κόκκινα φωτιά τα μάτια τους παγιδευμένων λύκων
νύχια δανεικά – πως τους κατάντησαν έτσι – ξένες μασέλες
βδέλλες κολλάνε στο λαρύγγι μας τραβάνε τα κουμπιά μας
μπας και τη βγάλουνε λιγάκι ακόμα.
Είναι εκείνοι του τραίνου – τους θυμάμαι καλά –
που όταν κανονίσαμε το πρώτο μας όνειρο να πάμε εκδρομή
μας πέταξαν στις τεντωμένες ράγες του ηλεκτρικού
σαν άδεια σακιά σ’ αφύλαχτη διάβαση
για υπερβάλον βάρος.
Όσοι «ζήσαμε» γραμμένο με εισαγωγικά
χιλιάδες κάνες κεντράρουνε πάνω μας
απ’ την ταράτσα του ΟΤΕ
κρύο κρύο και μελό με το μακό μας φανελάκι
κάνουμε τάχα πως έχουμε παλτό
κι ένα – είδες – όλοι μας τόχουμε –
βυσινιό νεύρο κάτω απ’ το μάτι μας βαράει ακόμα.
Πόσο ακριβή είν’ αδερφέ μου η ζωή
πόσο φτηνήνανε τα είδη κουράγιο ρε.
Μερικές φορές – μα δεν το βάζω κάτω –
έρχονται τούμπα τα αντικαταθλιπτικά
και γέρνει η παλάτζα
δεν έχει άλλο μπρος
σκύβω τότε και παίρνω στα δόντια μου
το ματωμένο μου μυαλό και πάω πίσω πίσω
γυρίζω πίσω να σωθώ
κι ύστερα δε βρίσκω το δρόμο
γιατί και κει είναι σκατά – σαν να μην τόξερα –
παντού σπασμένες σιδεριές και θραύσματα οβίδας
τρομάζω τα χάνω με το παραμικρό δεν έχω που να πάω
μονάχα η πόρτα της ΥΠΕΡΑΓΟΡΑΣ είν’ ανοιχτή
και χώνομαι μέσα
κοιτάω σαν αρπαχτικό που πάνε τα λεφτά
και την αξία χρήσης
Ντελίριουμ Τρέμενς το λεν’ αυτοί ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΛΕΨΩ
Βάζω τότε μπροστά όλα τα στερεοφωνικά να παίζουν μαζεμένα
κάθε μάρκα κι άλλο σκοπό
και τα μεγάφωνα στο φουλ να σπάσουνε τ’ αφτιά τους
κι ύστερα μ’ ένα Σίγγερ ψαλιδάκι καλό
κόβω γύρω γύρω το στόμα τους το μεγαλώνω
κολλάω κει πάνω την ψυχή μου φιλί του θανάτου
και μέσα τους αδειάζω τα ψυχοφάρμακα
τα φαρμακεία τους και τους φαρμακοποιούς τους μαζί
Θάνατος στο Βυζάντιο σιχτίρ οι δυναστείες
το διάφραγμα της φίλης μου τις ειρηνικές επεμβάσεις
οι πουλημένες τραβηχτικές Kodak και Γ. Σταύρου
να πάνε να πεθάνουν
Θάνατος στους Αθάνατους
μαύρες σημαίες και κόκκινο το φως ανοίγει
– Θ’ ΑΝΟΙΞΕΙ – ο δρόμος το στόμα
τα μάτια η καρδιά και το μυαλό.
Έτσι να κάνουμε θα πέσει η πόρτα.
Κι η μηχανή με το αρχαίο φιλμ. Μη. Μη συνέχεια οι άνθρωποι
μαύρα αρνητικά και μεις ΚΑΜΕΝΟΙ ΗΛΙΟΙ.
“Πόσο νωρίς φεύγει το φως”
Κατερίνα Γώγου
“ΠΑΝΩ ΚΑΤΩ Η ΠΑΤΗΣΙΩΝ”
(Πατήσαμε ίσια και πάμε στη Πατησίων, πάνω κάτω)
ΜΠΟΥΡΔΕΛΕΟΣ…………….
ΕΔΕΣΣΑ Κόμπο τον θάνατο
κι ΕΛΥΣΑ τα Μάγια της Ζωής
Ο Καραγκιόζης κι οι τρεις Άγιοι των Εξαρχείων: Τα τρία Καραγκιοζάκια δηλαδή.
Recent Comments