New Poems-Τα καινούργια του Καραγκιόζη
‘ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΙ ΚΟΣΜΟΙ’
(03/03/2015, 8am)
Μετά από χιλιόμετρα δρόμο
το αηδόνι αποφάσισε να ξαποστάσει
πάνω σε δένδρα προσέκρουσαν οι άνεμοι
δημιουργία κόσμων καινούργιων
ελαττωματική όμως
θεοί συννεφιασμένοι
φτερουγισμένες οι μορφές σας
προς τί ανθρώπινο χάδι η λειτουργία σου;
κι ευγένεια θλίψης πολύ
κάπως έτσι πεθαίνουνε τα χελιδόνια
ανήμερα θανάτου
κελαηδίσματα λύπης
νεογέννητο δάκρυ ήλιου
προς τα που πηγαίνουμε
φανέρωσέ μας
κι η μέρα εκείνη
με δυό ηλιοβασιλέματα
σαν περίεργη σκέψη ανθρώπου
εγκυμονούσαμε ψυχές
ήμασταν όλοι παιδιά
γεροντομοίρες ταϊσμένα
βυζαίνουνε θάλασσα τον πνιγμένο σου πόνο
κι ενηλικιώνονται τα ψάρια
παντού φωτιές
ένα πυρπολημένο Αιγαίο
περήφανες εκεί που στέκανε οι σημαίες
λαμπερές
φύτρωσαν τώρα ολοκαίνουργια αγκάθια
κανένας ολόγυρα
μονάχα οι αγέρηδες
στις πλάτες των βλεμμάτων
κουβαλάμε πένθιμες τηλεοράσεις
σεντόνια ποτισμένα
ιδρώτα
λυτρώστε μας απ’ τους πόθους
ανθίστε σπλάχνα
αγέρι στριφογυρίζεις φυλακισμένο
ξάπλωσε
αναπαύσου κι εσύ
πολύμορφες νεράιδες
νερένιες κι ας είναι οι καρδιές σας
αγαπήστε με
τώρα έρχομαι να πυρπολήσω
τις φλόγες ήχων απομακρυσμένων
παρέλαση κυμάτων
καθώς βυθιζόμουνα
φανερώσου μεγάλο μυστικό
οι καινούργιοι κόσμοι
θα ‘ναι χαρούμενοι
κι ανάλαφροι σαν ψέμα
τικ τακ τικ τακ
η καρδιά ενός λεμονιού
εκπυρσοκρότησε
χυμούς ζωής ξινισμένης
βουβό αηδόνι σκέψης κωφάλαλης
ως και τα ποτάμια ελπίζουν
γερνώντας πως θα συναντήσουνε
τις ώριμες εκείνες θάλασσες
αγέρωχες σκιές λύπης
πάνω τους ταξιδεύουνε
οι σιωπηλοί κομήτες
αγριοκόκκαλη πόρνη
μαστιγώνοντας σε το χρήμα
επιτέλους εκπολιτίστηκες
ένα πεφταστέρι σου ξομολογήθηκε
την ώρα που αλλάζουν φορεσιές οι ουρανοί
κρίμα οι τόσες λέξεις οι ορφανές
και τα φτερά κάποιων αγγέλων
σκουριασμένα
ολόλευκο χαρτί μου φανέρωσες
το ποίημα
χωρίς γιοφύρι, λίμνη, κέρμα
κάναμε μια ευχή
κι ας είναι ελπιδοφόροι
οι θάνατοι σας είπαμε:
εναπόθεσε το σπέρμα σου
σε με φουσκωμένες κοιλιές
τάφους
όλα για να ξαναρχίσουν…
© 2015, Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry.
ΣΑΝ ΝΑ ΗΤΑΝ ΧΕΡΙΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΟΥΝ ΠΟΙΗΣΗ
Ν’ αφήνεις πίσω σου
κάποιες μορφές θλίψης
σαν άυλα αγάλματα του είναι
κελαηδήσματα πόθων
και φτερουγίσματα πτώσης.
Ο ερχομός των απελπισμένων ήλιων
γιατί θεωρείται γιορτή;
αφού εμένα με διακατέχει η φυγή τους
κυριαρχημένοι είμαστε απ’ το σκοτάδι.
Κλαριά γνώσης απελπισμένα
κρέμονται παράλυτα
σαν να ‘ταν χέρια
που γράφουν ποίηση.
Μέσα σε δένδρα
κρυμμένο το σπέρμα σας
κι οι σπόροι της
εγκάρδιας απελπισίας
γινήκανε σιγά σιγά
(αφού έτσι αλέθει ο χρόνος)
φυλλωσιές μοίρας.
Ω ζώα που κοιμάστε
απάνω στα δένδρα
πενθείτε τους ανθρώπους
κι η γη τώρα Έχει
μέλλον γερασμένο
ή εξαιτίας μας
κατάντησε κακόμοιρος πλανήτης;
έως ότου μαραζώθηκε το άπειρο.
Όλες αυτές οι κλητωρίδες
που αγγίξανε τα χείλη μου
τόλμησαν ιέρειες να με καβλώσουν
δεν ήτανε παρά πόρνες ψυχές συγκάτοικοι
μα ακόμα πιο γενναία η φυγή τους
στα άλλα χείλη
ίσως περισσότερο προσοδοφόρα
το ήξερα εξ αρχής
πως είναι μολυσμένες
έρωτα οι ανάσες σου
μα ειχα ανάγκη το δηλητήριο
ρούφηξα και ρούφηξα αγάπη
κι ύστερα εγκαταστάθηκα
στις κορφές μιας μοναξιάς.
Πετάμε αρρωστημένοι
με καχεκτικά φτερά
όπως ένα σύννεφο
σέρνει πίσω του
τις λάσπες των ουρανών.
Γεννησημιό θανάτων
υπάρχει ακόμη ο πόθος
αν και καταβεβλημένος
τρίξιμο ψυχής
και κόκκαλο που εξανεμίζεται.
Φιλόσοφοι-σκουπιδιάρηδες
γινήκατε οι βυθισμένες θάλασσες
στα σωθικά σας θα πνιγούμε.
Κι ο αυνανιστικός έρωτας
των πιθήκων
θέλγει
τις τόσες και τόσες μοναξιές
που κάποτε ονομάστηκαν
υπερανθρώπινες.
Εκσπερματώθηκα σε στέκια ναρκομανών
από μολυσμένη πηγή γνώσης
ήπια τις κραυγές σου σοφία
και σχεδόν μέθυσα τη σιωπή
με επιθανάτιους ρόγχους
ήμουν στολισμένος
είχες επώδυνη γέννα σύμπαν
και ταλαιπωρέεσαι
ήσουν η μανία των άστρων
με κακορίζικια κοιλιά
και μήτρα στουμπωμένη σάρκα.
Ο ανεμιστήρας αφόρητα με δροσίζει
αφού τον κινούνε οι στάχτες
κυλιέμαι πάλι ανάμεσα στους νεκρούς
είμαι ζωντανός μονάχα
όταν κοιμάμαι κι είναι
τα όνειρά μου πεθαμένα.
Ελπιδοφόροι τάφοι
στείλτε τα μηνύματά σας
σε κούφιο αυτί
και σκύψτε ν’ ακούσετε
πως μοιρολογά το χώμα.
Απλήρωτοι λογαριασμοί
ολόγυρά μου
και κύτταρα πολλά η λίγα
αμέτρητα δισεκατομμύρια
απείρου θα ‘λεγα ο φθόνος.
Ελάτε στο κατώφλι της καταστροφής μας
εκεί να αποχαιρετιστούμε
Ευρωπαίοι πρέπει
στο νότιο κατώφλι
κι ο ήλιος διχασμένος
θα ανατείλει δύοντας.
Κι ας είναι κάτασπρο
του πόνου το σεντόνι
αχ κι αχ ολόλευκο αχ
ο αυτόχειρας χαμογελαστός
θα πράξει τη τελευταία του
κίνηση.
Κυλιόμενες οι σκάλες
των γκρεμών και της αβύσσου
για να μην κουραστούνε τα ποδάρια
γόνατο συνθλίφτηκες προσκυνώντας
άσωτους, ανήθικους θεούς
κι αετούς λυπημένου ύφους.
Έλα λοιπόν
γράψε έναν ακόμη στίχο
μια λέξη παραπάνω
ώσπου να τελειώσουν
τα χαρτιά σου
και μη φοβηθείς
που θα στεγνώσει το μελάνι
συνέχισε και γράψε
σαν να ‘σουν εσύ
κάποιο ποίημα
ζωής μισοτελειωμένης
ενταφιασμός υπέρτατος
κι η ελεημοσύνη των πουλιών
σκορπισμένη στους αγέρηδες
πάρε το φτυάρι και ξεκίνα
σκάψε βαθιά στην μνήμη
ώσπου να φτάσεις
θα ξαποστάσεις
σπηλιές αρχαίες
κατοίκησε τες.
Μα εδω τελειώνω επίσημα
κουστουμαρισμένος
δάκρυ και μέλι πικρό
γιατί της μέλισσας ο μόχθος
έλεος αγνό ήταν
και στάλαξε πάνω μου
όπως οι χειμώνες
γδαρμένο απ’ τη παγωνιά.
Ακουστήκαμε που βογγούσαμε
ψιθυρισμένα απελπισμένοι ήμασταν
λίγο πιο πέρα
οι ξεψυχισμένες πεταλούδες
ανορεξία ομορφιάς αντιπροσώπευαν.
Οι ήλιοι επιστρέφουν
μετά από μια μακρά περίοδο ανάρρωσης
προσφέρουν φως κι ελπίδες
στα κρεβάτια των αρρώστων
© 2015, Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry.
Recent Comments