Γιώργος Σαραντάρης 1908-1941 (Η μεγαλύτερη ποιητική μας απώλεια)
Ίσως δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε πως την δεκαετία του 1930 (την δεκαετία δηλαδή που γεννιόντουσαν οι ποιητές της λεγόμενης δεύτερης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς) ο Σαραντάρης (ο οποίος διέσχιζε μόλις την τρίτη δεκαετία της ζωής του) ήτανε ο λαμπρότερος ‘Ελληνας ποιητής. Θα τολμήσουμε να πούμε: Πιο λαμπρός ακόμη και απ’ τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Έτσι λοιπόν ο τραγικός του θάνατος το 1941 από τύφο υπήρξε η μεγαλύτερη ποιητική μας απώλεια.
Therefore it is not coming as a surprise the fact that Helenic Poetry said about him:
Blessed are my children. I love them all. Sarantaris was my most beloved one. And she quoted:
Πόσο αγαλλιάζω
καθώς βλέπω σιγά σιγά
τις ρίζες τους
να φτερουγίζουν
και θα γίνεται πουλί
ο χρόνος
κι ο τάφος σας
δισέγγονα μου
μια όαση στο θάνατο.
Παρακάτω θα παρουσιάσουμε κάποια ποιήματα απ’ το βιβλίο “Γιώργος Σαραντάρης, Ποιήματα; Τόμος Τέταρτος, 1936-1938” απ’ τις εκδόσεις GUTENBERG, 1987.
Όπως και την μεταποίηση τους απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη.
“Στίχοι που μου ήρθανε στη γέφυρα ενός βαποριού”, Σελίδα 227.
Ραγδαία θα σβήσουμε, όλοι θα πεθάνουμε
Ο εφιάλτης με τα κύματα στον ώμο
Μεταφράζω την θάλασσα βιαστικά
Δεν υπάρχουν ζώα φυτά ορυκτά
Δεν υπάρχει παρά ο άνθρωπος
Που δεν είναι ο θνητός εκείνος!
Όλα τα ποιήματα μου θίγονται από τον ουρανό
Που όπως δεν σαλεύει
Δεν επιθυμεί
Δεν χαιδεύει τη θάλασσα
Ο ουρανός μας που δεν έχει σχήμα.
Και η μεταποίηση του απ’ τον Καραγκιόζη:
Εισπνέοντας στάχτες αλήθειας
τον ουρανό θα σβήσω
δια πυρός και σιδήρου.
Σαν σκοτάδι ξαγρυπνώ και χαιδεύω
τους εφιάλτες της νύχτας.
Άνθρωπος η ζώο ότι κι αν είσαι
δεν έχει σχήμα η ψυχή σου.
Λησμονημένος ο βυθός απομακρύνεται
στον εαυτό του.
Με ασάλευτο χώμα σκεπασμένοι
οι νεκροί δεν επιθυμούν
να ξυπνήσουν.
Βιαστικά η θάλασσα τρέχει
ν’ αγκαλιάσει τα κύματα της.
Ποιητή τι όμορφα που
μεταφράζεις την σιωπή.
Με γαλήνια ειρωνεία
θίγεις ήλιε τα μυστικά
της παγωμένης λίμνης.
Απερίγραπτος ο νους των φυτών
ευωδιάζει υπαίθριο δάκρυ.
“1η Ημερίδα Μανδραγόρας “
Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΑΣ ΑΠΩΛΕΙΑ
“Ένα Στόμα”, Σελίδα 225.
Ένα στόμα μας τρομάζει όλους
Ανεπιτήδευτο άγγιγμα
Η ευθύτητα ενός προορισμού
Που δεν αφήνει το χώμα
Και αποβλέπει σ’ ένα λιτό
Μαύρο σκοτάδι.
12.10.1937
Και η μεταποίηση του απ’ τον Καραγκιόζη:
Ανεπιτήδευτο σκοτάδι
τα μαύρα σου μάτια που αγναντεύουν;
Λιτός ο προορισμός της ευθείας
το άγγιγμα του θανάτου άσαρκο.
Σαν λιωμένο χιόνι υπνο-
δακρύζουν τα όνειρα.
Με τρομάζεις ζωή
σε τι αποβλέπεις;
Κλάψε τυφλό μάτι
και στάξε το θλιμμένο σου φως.
Καμπουριασμένη η σάρκα
σηκώνει το βάρος της ψυχής.
Η ποιητική σου υπόληψη
ακέραιε στοχαστή
σε εγκωμιάζει.
“Είταν καιρός”, Σελίδα 391.
Είταν καιρός που η άνοιξη
Μας αγαπούσε ακόμα
Μας έστελνε πουλιά
Να κελαηδήσουν
Και με τις ώρες μας
Να περπατήσουν συντροφιά
18.10.1938
Και η μεταποίηση του απ’ τον Καραγκιόζη:
Η άνοιξη κελαηδούσε
κι εμείς περπατούσαμε
συντροφιά με τα πουλιά.
Επιτέλους άνθισε η
ψυχή του ανθρώπου.
Τις χαρούμενες ώρες αγκάλιαζε
ο καιρός ευτυχισμένος.
Ήταν τότες που ακόμη
μας αγαπούσε η ζωή.
“Ο ουρανός μύριζε δυόσμο”, Σελίδα 383.
Ο ουρανός μύριζε δυόσμο
Μα ποιός μας φύλαγε
Σαν περπατούσαμε;
Αχλάδια τρώγαμε
Ποιός μας καρτέραγε
Όξω απ’ τον κήπο
Ποιος ενοχλούσε
Την ομιλία μας
Και πηγαινοέρχοταν
Σαν σύννεφο
Ενώ είταν τέλεια
Η μοναξιά μας
Ο ουρανός μύριζε δυόσμο.
12.8.1938
Και η μεταποίηση του απ’ τον Καραγκιόζη:
Τρώγαμε τις σκέψεις του νου
και ταίζαμε την γνώση
περπατούσαμε σιωπηλοί
στον κήπο της αιώνιας φωνής
πηγαινοερχόταν νεογέννητη η ζωή
ετοιμοθάνατη
σαν σύννεφο η ψυχή
ξαπλωμένη πάνω στη σάρκα
η μοναξιά μάς καρτέραγε
ο ουρανός δεν ενοχλούσε τα άστρα.
Σαν να ενσαρκώθηκε ο θεός
αν κι εσείς τον καταραστήκατε
εκείνος σας ευλόγησε
όπως όταν τα σπλάχνα
θεοπλάθουν τις ψυχές τους
στο απειροελάχιστο όριο
σχεδόν ταυτόσημες.
“Εποχές και Συγγραφείς ΕΤ1”
Recent Comments