Yannis Ritsos-Selected Poems
Posted on Feb 8, 2015 |
“LITURGICAL”
He placed the paper box on the table quietly
as though it were a closed, uninhabited monastery. For a while
he was gone in the other room,. We could hear the faucet running-
perhaps he was washing his hands with soap. On returning,
he opened the box with great care and placed
his left hand within it. Then with his right hand
he grasped his left by the wrist, took it out,
raised it up high, and showed it to us.
Athens, October 13, 1972.
From the book (page 336) Yannis Ritsos: Selected Poems 1938-1988, Edited and Translated By Kimon Friar and Kostas Myrsiades, BOA Editions.
“REAL HANDS”
He who disappeared inexplicably one afternoon (perhaps
they came and took him) had left on the kitchen table
his woolen mittens like two severed hands,
bloodless, ucomplaining, serene, or rather
exactly like his own hands, a bit swollen, filled
with the tepid air of a very ancient endurance. There,
between the slack woolen fingers,
we would place from time to time a slice of bread, a flower,
or our own wineglass, in the calm knowledge
that gloves, at least, can’t be handcuffed.
Kalamos, October 15, 1972
Selected Poems, page 337.
“Μετά την ήττα” (1975)
[…]
Πάνε πια οι ελεύθερες κουβέντες
πάει πια κι η Περίκλεια αίγλη
Ήρθε βαριά σιωπή στην αγορά
κι η ασυδοσία των τριάντα τυράννων
Τα πάντα γίνονταν ερήμην μας
και τα πιο δικά μας
χωρίς την δυνατότητα μιας έστω τυπικής
διαμαρτυρίας
Στη φωτιά τα χαρτιά και τα βιβλία
Κι η τιμή της πατρίδας στα σκουπίδια
Κι αν γινόταν ποτέ να μας επέτρεπαν
να φέρουμε για μάρτυρα
κάποιον παλιό μας φίλο
Αυτός δε θα δεχότανε από φόβο
μήπως και πάθει τα δικά μας
Με το δίκιο του ο άνθρωπος
Γι’ αυτό καλά είναι εδώ
Μπορεί και να αποκτήσουμε
μια νέα επαφή με τη φύση
κοιτώντας πίσω από το σύρμα
ένα κομμάτι θάλασσα
τις πέτρες τα χορτάρια
ή κάποιο σύννεφο στο λιόγερμα
βαθύ βιολετί συγκινημένο
Κι ίσως μια μέρα βρεθεί ένας νέος Κίμωνας
Μυστικά οδηγημένος απ’ τον ήλιο τον αετό
να σκάψει και να βρει
την σιδερένια αιχμή απ’ το δόρυ μας
σκουριασμένη λιωμένη κι αυτή
Και να την κουβαλήσει επίσημα
σε πένθιμη δοξαστική πομπή
με μουσική και στεφάνια στην Αθήνα
FACE OR MASK?
“I carved this statue in the stone-he said,
not with a chisel; with my bare eyes, my bare fingers,
with my bare body, my bare lips. Now I forget
who is me and who the statue.”
He hid behind it;
he was repulsive, repulsive-he embraced it, lifted it by the waist,
and together they walked away.
Later he would tell us that perhaps
this statue (truly admirable) was he;
or even
that the statue walked unaided. Who believes him?
From the book (pages 202-203) Yannis Ritsos: Selected Poems 1938-1988, Edited and Translated By Kimon Friar and Kostas Myrsiades, BOA Editions.

“Κουβέντα με ένα λουλούδι” (1974)
Κυκλαδινό κυκλάμινο
στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς
πού μίσχο και σαλεύεις
Μέσα στο βράχο σύναξα
το γαίμα στάλα στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα
κι ήλιο μαζεύω τώρα
“Λίγα Γαρούφαλα”, Ναζίμ Χικμέτ, Μετάφραση Γιάννης Ρίτσος
Λίγα γαρούφαλα απομένουνε στις γλάστρες
Στον κάμπο θα `χουν κιόλας οργώσει τη γης
Ρίχνουν το σπόρο
Έχουν μαζέψει τις ελιές
Όλα ετοιμάζονται για το χειμώνα
Κι εγώ γεμάτος απ’ την απουσία σου
Φορτωμένος με την ανυπομονησία των μεγάλων ταξιδιών
Περιμένω σαν αγκυροβολημένο φορτηγό
μέσα στην Προύσα
“REVERSE SIDE”
He said: “Even solitude is a correlation.”
He paused. Considered: “To what?”
Moon, beautiful loss, exhaustion,
ancient coin, I shall turn you on your other side
to see the sculptured profile of a youth
shaded by a horse’s tail and a helmet.
Samos, August, 1964
Selected Poems, page 174.

“Μολυβένια Σύννεφα”
Μολυβένια σύννεφα, πληγωμένα χέρια
μεσα απ’ τις παλάμες τους φεύγουν περιστέρια.
Σταυρωμένα σίδερα η βαριά ερημιά
οι πληγές τους άνθισαν φως και γιασεμιά.
Το ψωμί το ολόπικρο, το νερό το λίγο
σιωπηλά ετοιμάζουνε το μεγάλο τρύγο.
Σταυρωμένα σίδερα η βαριά ερημιά
οι πληγές τους άνθισαν φως και γιασεμιά
THE WIND’s BODY
I saw the full body of the wind, he said, its full body-
it slapped my cheeks, it grabbed
my chest and my groin, its knees
struck my knees; it tread
on my toes-I saw it, I tell you
here, body to body, upright both of us. Now,
in my mouth I have a great desolation
and nine fleshly leaves around my neck.
Samos, December 1964
Selected Poems, page 172.

“Ο Ντικ” (1976)
Η πέτρα σταυρωμένη από τον άνεμο
Ο άνεμος η σιγαλιά
Δεν ακούγεται τίποτα
Μόνο το καρδιοχτύπι της πέτρας
Κι η πέτρα της καρδιάς μου δουλεύεται
Με τον θυμό και με τον πόνο
Βαριά, σιγά και σταθερά
Μπόλικη πέτρα
Μπόλικη καρδιά
Να χτίσουμε τις αυριανές μας φάμπρικες
Τα λαϊκά μέγαρα
Τα κόκκινα στάδια
Και το μεγάλο μνημείο των ηρώων της επανάστασης
Να μη ξεχάσουμε και το μνημείο του Ντικ
Ναι, ναι του σκύλου μας του Ντικ
Της ομάδας του Μούντρου
Που τον σκοτώσαν οι χωροφυλάκοι
Γιατί αγάπαγε πολύ τους εξόριστους
Να μην ξεχάσουμε σύντροφοι τον Ντικ
Τον φίλο μας τον Ντικ
Που γάβγιζε τις νύχτες
Στην αυλόπορτα αντίκρυ στη θάλασσα
Κι αποκοιμιόταν τα χαράματα
Στα γυμνά πόδια της λευτεριάς
Με τη χρυσόμυγα του αυγερινού
Πά στο στυλωμένο αυτί του
Τώρα ο Ντικ κοιμάται στη Λήμνο
Δείχνοντας πάντα το ζερβί του δόντι
Μπορεί μεθαύριο να τον ακούσουμε πάλι
Να γαβγίζει χαρούμενός σε μια διαδήλωση
Περνοδιαβαίνοντας κάτου απ’ τις σημαίες μας
Έχοντας κρεμασμένη στο ζερβί του δόντι
Μια μικρή πινακίδα «κάτω οι τύραννοι»
Ήταν καλός ο Ντικ
“NEW VICTORY” (1957-1963)
So many battles, so many wounds, so many honourable defeats and
victories,
so many medals-they filled his chest, weighed upon him heavily,
hurt his eyes with glitter. He became terrified
lest this would be the only light that might illuminate
the wooden stairs at night when he returned home. He undressed,
put away his uniform in the closet, the medals in their cases,
and went to enlist as a volunteer-as a simple soldier.
No one recognised him. Perhaps that new smile of his
might bring him to the age level of the other volunteers.
Selected Poems, Pages 113-114.

“Ξελασπώστε το μέλλον”, 1976, Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι, Μετάφραση Γιάννης Ρίτσος
Το μέλλον δε θα ρθεί
από μονάχο του έτσι νετο σκετο
αν δεν πάρουμε μέτρα κι εμείς
από τα βράγχια κομσομόλε άρπαξέ το
απ’ την ουρά του πιονιέροι κι εσείς
Πόλεμος δεν είναι μόνο όπως θαρρείς εσύ
να λες ναι ναι στα μέτωπα με βολές πολυβόλου
της φαμίλιας του σπιτικού η επίθεση
για μας μικρότερη απειλή δεν είναι διόλου
Η κομμούνα δεν είναι μια βασιλοπούλα
του παραμυθιού που λες
για να την ονειρεύεσαι τις νυχτιές
μέτρησε καλοσκέψου σημάδεψε
και τράβα βήματα τα βήματα
έστω και πάνω σε μικροζητήματα
Δεν είναι μόνον ο κομμουνισμός στη γη
στα κάθιδρα εργοστάσια εκείνα
είναι και μες στο σπίτι
στο τραπεζάκι εμπρός
στις σχέσεις στη φαμίλια
στην καθημερινή ρουτίνα
“Εαρινή Συμφωνία”, 1987
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΘΕΤΗ (Γιάννη Μαρκόπουλου)
Χίλια εννιακόσια τριάντα οκτώ. Ο Ρίτσος τελειώνει την εαρινή συμφωνία.
Η εαρινή συμφωνία είναι ένα ποίημα κοινωνικό ερωτικό, γεμάτο με όλα
τα χρώματα της ίριδος. Ο ποιητής δίνει ένα παγκόσμιο μήνυμα εναντίον
του επερχομένου πολέμου, αντιπαραθέτοντας την ομορφιά της ζωής.
“Ανοίχτε τα παράθυρα να μπει το σύμπαν ανθισμένο μ’ όλες τις παπαρούνες
του αίματός μας”, μερικές φράσεις. Και…….
Απλώνουμε τα χέρια στον ήλιο στον ήλιο
και τραγουδάμε και τραγουδάμε.
Το φως κελαηδάει, άιντε κελαηδάει
στις φλέβες του χόρτου και της πέτρας.
Άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε.
Αγαπούμε τη γη, τους ανθρώπους και τα ζωα.
Τα ερπετά, τον ουρανό και τα έντομα.
Είμαστε, είμαστε κι εμείς όλα μαζί.
Μαζί κι ο ουρανός και η γη.
Απλώνουμε τα χέρια στον ήλιο στον ήλιο
και τραγουδάμε και τραγουδάμε.
Ο ήλιος με φωνάζει, ο ήλιος με φωνάζει.
Χαρά, χαρά. Δε μας νοιάζει τι θ’ αφήσει
το φιλί μας μες στο χρόνο και στο τραγούδι.
“DANGER OUTSTRIPPED”
Every so often a star or a voice
falls to such a great depth that he holds himself
by the balcony railing or by a hand
(if a hand can be found) for fear of sinking into himself.
His most trusted hand is his other hand,
but his hands thus enclose him within a circle.
He can’t endure this, and so stretches out his hands
as though to embrace someone, or to balance himself.
And thus, like a tightrope walker, looking straight before him,
he holds himself upright above his own depth.
Athens, September, 1956. Selected Poems, Page 113.
“Εδώ είναι ένα φως αδερφικό”, 1975
Εδώ είναι ένα φως αδερφικό, απλά τα χέρια και τα μάτια.
Εδώ δεν είναι να `μαι εγώ πάνω από σένα, ή εσύ πάνω από μένα.
Εδώ είναι να `ναι ο καθένας μας πάνω από τον εαυτό του.
Εδώ είναι ένα φως αδερφικό, που τρέχει σαν ποτάμι δίπλα στον μεγάλο τοίχο.
Αυτό το ποτάμι το ακούμε ως και μέσα στον ύπνο μας.
Κι όταν κοιμόμαστε, το `να μας χέρι κρεμασμένο απ’ όξω απ’ την κουβέρτα,
βρέχεται μέσα σε τούτο το ποτάμι.

“Θα σημάνουν οι καμπάνες”, 1966
Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα λάμπει, λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μέσ’ τα σίδερα και κείνοι μεσ’ το χώμα.
Σώπα όπου να `ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Κάτω απ’ το χώμα μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε τις καμπάνας το σχοινί,
προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση
τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει
Σώπα όπου να `ναι θα σημάνουν οι καμπάνες

“Μέρα Μαγιού μου μίσεψες”, 1960
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου `λεγες πως όλ’ αυτά
τα ωραία θα `ν’ δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας

“Εποχές και Συγγραφείς”
Recent Comments