ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΔΡΙΒΑΣ (1899-1942)
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ ΑΥΤΗ Η HELLENIC POETRY ΑΠΟΔΙΔΕΙ ΦΟΡΟ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟ ΔΡΙΒΑ (1899-1942) ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΑΠΟ ΑΣΙΤΙΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ.
Ο Σφακιανάκης, στέρεος πεζογράφος, και ειλικρινής, όταν ήθελε να κρύψει κάτι επαναλάμβανε μέσα απ’ τα δόντια του μια ακαταλαβίστικη συλλαβή, φτο, φτο, φτο… και πάντα συμπλήρωνε: «άστα, είμαστε ένα σνάφι…», και στην περίπτωση Δρίβα ήταν κατηγορηματικός: «τον αφήσαμε όλοι να ψοφήσει από πείνα, αυτόν έναν ποιητή, έναν πραγματικό εστέτ, ευαίσθητο και πολύ περήφανο άνθρωπο».
Θεωρώ το βιβλίο, ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΔΡΙΒΑΣ, ΤΑ ΕΡΓΑ, ΝΕΟΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΣΤΑ ΚΙ ΕΛΕΝΗΣ ΟΥΡΑΝΗ, 2012, (λίγο παραπάνω από 950 σελίδες, είναι όλο το έργο του, το ποιητικό, κείμενα στοχασμού και ποιητικής, συνομιλία με τον εαυτό μας, πεζογραφήματα, τεχνοκριτικά κείμενα κλπ) εξαιρετικά χρήσιμο για τους μαχόμενους λογοτέχνες, με αναφορές ώστε να συνεχιστεί η έρευνα και από άλλους.
Η τρίτη συνάντησή μου με τον Αναστάσιο Δρίβα έγινε μέσα από το πολύ καλό βιβλίο της Μαίρης Μικέ και του Ευριπίδη Γαραντούδη. Κατάφεραν ως ομάδα εργασίας, διαμένοντας η κ. Μικέ στη Θεσσαλονίκη και ο κ. Γαραντούδης στην Αθήνα, να κοντρολάρουν τα βήματά τους με σταθερή επιστημονική συμπεριφορά, αποστασιοποιημένα από την δραματικότητα του μύθου που φέρει ο Δρίβας, και να διαβούν ένα έδαφος το οποίο είναι ολισθηρό. Μία ολοκληρωμένη και σοβαρή μελέτη που περιμένει τη συνέχειά της με αφορμή τον Δρίβα, την παραγωγική αλήθεια και να ζωντανέψει επιτέλους μια γενιά ποιητών, πεζογράφων, δοκιμιογράφων και κριτικών της νεοελληνικής λογοτεχνίας της περιόδου που πάνω της στηρίχτηκε ένα μέρος της γενιάς του ‘ 30.
Ποιητής και τεχνοκριτικός. Μια απ’ τις ιδιόμορφες φυσιογνωμίες των νεωτέρων Γραμμάτων μας. Γεννήθηκε στους Μολάους και νέος βρέθηκε στην Αθήνα, σπουδάζοντας νομικά στο Πανεπιστήμιο, χωρίς να πάρη ποτέ του πτυχίο. Άρχισε να δημοσιεύη από φοιτητής ακόμη τα πρώτα του ποιήματα στα περιοδικά «Ελεύθερα Γράμματα» και «Σήμερα». Και γρήγορα κυριάρχησε στους λογοτεχνικούς κύκλους τής εποχής για το ιδιότυπο γράψιμό του και για τις νέες ιδέες του σχετικά με την Τέχνη, που εγκατάλειψε τις επίσημες σπουδές του για να τής αφοσιωθή ολοκληρωτικά. Το πρώτο βιβλίο μ’ εκείνα του τα δημοσιευμένα ποιήματα κυκλοφόρησε μόνο το 1931, με τίτλο «Μικρά Ελεγεία».
Παράλληλα ο Δρίβας είχε μια ιδιαίτερη αγάπη για τη ζωγραφική και κοντά στους φίλους του μεγάλους ζωγράφους Παπαλουκά, Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Κόντογλου και Πικιώνη καλλιέργησε το αισθητικό του κριτήριο σε τέτοιο βαθμό, ώστε ν’ ασχοληθή επαγγελματικά με την τεχνοκριτική (έγραφε στην «Καθημερινή») και με το εμπόριο ζωγραφικών πινάκων.
Σε λίγα χρόνια ο Δρίβας συνειδητοποίησε ότι ή ποίηση χρειαζόταν μια ανανέωση και με τη συντροφιά του Γ. Σεφέρη, τού Οδ. Ελύτη, τού Εμπειρίκου και τού Δ. Αντωνίου κυκλοφόρησε το περιοδικό «Νέα Γράμματα», που αποτέλεσε σταθμό και μια νέα αφετηρία προοδευτικών τάσεων στη Λογοτεχνία μας. Χορηγός και μαικήνας τού περιοδικού εκείνου ήταν ο Γ. Κατσίμπαλης, που φιλοδοξούσε να συγκέντρωση στις σελίδες του τις νέες πνευματικές δυνάμεις τής χώρας, μ’ επίκεντρο τον Κωστή Παλαμά. Ο Γ. Κατσίμπαλης, που όλο το κύριο έργο του στα Γράμματά μας ήταν η προβολή, η συντήρηση τού Παλαμά (μας έδωσε άλλωστε και την πρώτη πλήρη βιβλιογραφία του) ήθελε να δη να συνεχίζεται από τους νέους αυτή η λατρεία απέναντι στο Παλαμικό έργο. Μα τα γεγονότα εξελίχθηκαν αντίθετα από τις προσδοκίες του.
Οι νέοι ποιητές που δημοσίευαν στα «Νέα Γράμματα» έφεραν κάτι ολότελα καινούργιο κι επαναστατικό στην Ποίηση· Έφεραν το ευρωπαϊκό πνεύμα και τους νέους ρυθμούς που ο Παλαμάς θελημένα ή άθελά του αγνόησε. Μέσα στους ηγέτες αυτής τής πρωτοπορίας ήταν κι ο Δρίβας, που με την ευαισθησία του, τον ειλικρινή λυρισμό και τον λογικό αυθορμητισμό του δέχθηκε τα νέα ρεύματα σαν εσωτερική ανάγκη. Έτσι στα 1937 κυκλοφορεί τη συλλογή «Μια δέσμη αχτίδες στο νερό». Είναι μια ολότελα απελευθερωμένη Ποίηση, που γι’ αυτήν ο Τέλλος Άγρας θα γράψη:
«Μέσα στον ελεύθερο, άνισο κι ανομοιοκατάληκτο στίχο, θέλησε να διατηρήση σ’ όλο της το φυσικό, την ακεραιότητα, την παράταιρη και ποικίλη που επρομήθευε στη φαντασία του η εικαστική πλέον αντίληψη τών πραγμάτων». Κανένας δεν είδε πιο σωστά την ποίηση τού Δρίβα, όσο ο σύγχρονός του αυτός Τέλλος Άγρας.Αλλά τί θα μπορούσε να μας δώση ακόμη ο ποιητής Δρίβας που πέθανε τόσο νέος; Ποιος το ξέρει! Σίγουρα, ωστόσο, θα παραμείνη ο μεγάλος εικονογράφος με το Λόγο τού αττικού τοπίου, που το ήξερε και το αγαπούσε σαν άξιος συνεχιστής τής παράδοσης τού Περικλή Γιαννόπουλου,, σαν άξιος φίλος τών μεγαλυτέρων ζωγράφων μας, τού Παπαλουκά και τού Χατζηκυριάκου-Γκίκα. Εκτός απ’ τις τεχνοκριτικές και τα χρονογραφικά μελέτηματά του ο Δρίβας έγραψε μια θαυμάσια σειρά από μικρά ρεαλιστικά πεζογραφήματα, που τα δημοσίευσε στα 1927 στο περιοδικό «Φραγγέλιο», κάτω απ’ το γενικό τίτλο «Τύποι από την ταβέρνα τού πόνου και τής τρέλλας».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΚΩΣΤΕΛΕΝΟΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΦΟΙ ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΥ
1979
ΑΝΕΜΟΥΡΙΟΝ
Μιὰ δέσμη ἀχτῖδες στὸ νερὸ
Ξύπνησε μὲ τὴ λαχτάρα τοῦ παιδιοῦ, / στὸν ἄνεμο ρίξε τὰ τεφρά μαλλιά σου!
Στὸ πρωινὸ ξαλάφρωμα, / ποὺ τὸ φῶς ἀλαφροαγγίζοντας τὴ γῆ / ξαναβρίσκει μὲ προαιώνιο πάθος / τὴν ἀρραβωνιαστικιά του, / δάκρυ πικρό ἂς μή σταλάξῃ / στὴ θαλασσιά ποδιά τῆς νέας γυναίκας / ποὺ σὲ προσμὲνει!.. / Μή θυμηθῇς τὰ δυνατά κρασιά, τὰ γιασεμιά, / τὰ ρόδα, / τὴν πεθαμὲνη σου ἡλικία! / Μάλαμα χυμὲνο στὰ τεφρά μαλλιά σου. / Ρανίδες ἀπὸ τὸ αἷμα της, / ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴ σάρκα της, χιόνι ποὺ σκόρπισε ὁ παιδικός της κόρφος / – μη θυμηθῇς! / Μάλαμα χυμένο στὰ τεφρὰ μαλλιά σου. / Εἰκόνα / ποὺ τὸ φεγγάρι τοῦ χειμώνα / λυώνοντας /μὲς
ἀπὸ σύννεφα τῆς ἔδωσε τὰ νηπενθῆ χρώματὰ του. / Δέξου μὲ τὰ λιγνὰ καὶ παιδεμὲνα δάχτυλα / τὸ ποτὴρι μιᾶς καινούργιας εὐτυχίας.
Κλεῖσε τὰ μάτια σου, / μίλησε μὲ τοὺς νεκρούς, / κοιμήσου. / Μὲς ἀπὸ τὸ κρύο σούρουπο, ποὺ χαμηλώνει, / ἡ φωνή τῶν πνιγμὲνων σὲ καλεῖ. / Μάταια ζητᾶς νὰ δῇς ἂν ἔρχωνται / οἱ μορφὲς που ἀγάπησες. / Μὲ τοὺς ἀνθούς ποὺ μάζωξες / καὶ λυώνεις μὲς στὴ φοῦχτα σου / μύρισε ἀπὸ τὸ ἄρωμα τῆς παιδικῆς σου ἡλικίας: / ἁρμυρισμὲνα βαθυπράσινα σκῖνα, / ἡ ἀσπράδα ἀπὸ τὸ πέλαγος / οἱ πασχαλιὲς σταυρωμὲνες μὲ κρίνα.
Πιάσε μὲ τὰ δάχτυλά σου / αὐτά τὰ λίγα βότσαλα / ποὺ ἡ ἅρμη, ὁ ἥλιος κ’ ἡ φουρτούνα / ἔχουν λειάνει / – ὀμορφιά, λυγμός, ἀνὰμνηση / ταξίδι στὰ νησιά μας, / μοναξιά μὲ ἀγριοπερίστερα μὲ σκῖνα καὶ φιδιές! / Τὸ κρασί, / κρίθινο ψωμί / καὶ τὸ φαΐ τῶν ψαράδων / ψημὲνο στὰ γκρίφφια, / ἡ βαμμὲνη κατράμι ψαρόβαρκα / καὶ τὰ βρεγμὲνα τοὺς κοκκινόμαυρα δίχτυα / – ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴ θὰλασσα, / ποὺ τὰ στιλπνά ἐτοῦτα βότσαλα / μὲ συντριβή θὰ σοῦ ποῦνε.Ξεπλυμένη ἐξέδρα, / τὸ ξύλο εὐωδιάζει / δάσος / καὶ φροῦτα καλοκαιρινά, / τὸ πέλαγος / μὲ τὴ νοτιὰ ξυπνὰει… / Στὴν παραλία μικρομάγαζα / πουλᾶνε κόκκινο θαλασσινό κρασί / κ’ ἡ τέφρα τοῦ ἀπὸβροχου / ἐνταφιάζει τὴ θολωμὲνη θὰλασσα.
Ἅρπαξε / μὲ ὅση δύναμη ἁρπάζει ὁ βοριάς τὸ σύννεφο, / ρίξε / μὲ ὅση τρέλλα ρίχνει τὸ παιδί / τὴν καλαμαριά στὸν τοῖχο!.. / Τὴ φουφού καὶ τὰ ψημὲνα κάστανα ποὺ κλώτσησες / – αὐτό θυμήσου.
Φλυαρία / φθινοπωρινῆς τεφρῆς βροχῆς, / ὅταν βραδιάζῃ τὸ φθινόπωρο / κι ὁ καστανὰς χαράζει κάστανα / στὴν ἴδια θέση…POETRY IN GREECE
[Η ΚΙΤΡΙΝΗ ΑΧΤΙΔΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ]
Η κίτρινη αχτίδα του φθινόπωρου
ζωγραφίζει το μουσκεμένο δάσος
πόση ευγένεια παλαιϊκιά πόσο πάθος
Έρημος ακούω εδώ τη δροσιά
να μιλάει ο αχός του κόσμου
Χρωματισμένα σύννεφα χρυσαφιά λυωμένα
ξεπροβοδούν έναν ήλιο νεκρό πέρα στην άφωνη δύση
Έρχεται: – το κρυερό σουρούπωμα
οι σκιεροί χρωματισμοί
το νύχτιο σιωπηλό περπάτημα των άστρων
ΩΧΡΟ ΣΤΑΦΥΛΙ ΦΑΓΑΜΕ]
Ωχρό σταφύλι φάγαμε, το μήλο, το κυδώνι,
το δειλινό μάς πρόφθασε, μονάχοι, να κοιτάμε,
φθινόπωρο! πικρή ευωδιά, το φύκι ευωδιάζει
[ΟΜΟΡΦΙΑ ΔΙΧΩΣ ΜΝΗΜΗ]
Ομορφιά δίχως μνήμη
μονάχα φως ενέργεια σιωπή –
ομορφιά παρούσα
ομορφιά εφήμερη
σαν τη σκιά.
Στην ενατένισή μου, ένα
σε λογαριάζω με τον ήχο
είσαι ήχος ταξίδι σιωπή –
ένα με τη θάλασσα τη μεγάλη
την απόλυτη ερωμένη μου.
Α! δε γυρίζω πίσω
στα μονοπάτια που περάσαμε
χθες – κάποτε.
Στην ενατένισή μου
ένας δρόμος μακραίνει
– χωρίς ανάμνηση
– χωρίς παρελθόν.
Κοντά στη θάλασσα πλανιέμαι
κι’ έχω το πέλαγος αγνάντια
τους βυθούς και το ξανθό σμαράγδινο νερό –
το στερέωμα και τη θάλασσα
και τη χίμαιρα μαζί μου –
το σώμα το δικό της
ξάφνισμα και ρίγος
άρωμα διαβατικό.
Δός μου τα χέρια σου
τα σύμβολα της σιωπής
τους μαστούς
να ξεδιψάσω.
Μουσική
για πηλός εργασμένος
με τα δάχτυλα τα νοητικά του γλύπτη
με τη σιγή την ξύπνια την εντατική του γλύπτη
φανερωμένος –
χίμαιρα δική μου
άρωμα διαβατικό.
[Σ’ ΑΥΤΟ TO ΘΛΙΒΕΡΟ ΛΙΜΑΝΙ ΒΡΙΣΚΟΥΜΑΙ]
Σ’ αυτό το θλιβερό λιμάνι βρίσκουμαι
ξένος ερημικό σημείο σύννεφο ασβολερό.
Κόκκινα πράσινα ξαγρυπνησμένα φώτα σιωπούν.
Αλλά στο πένθιμο μοναχικό λιθόστρωτο της προκυμαίας
ένα φωσφόρισμα μεταλλικό ψυχρό δικό σου ιριδίζει
κ’ είναι το γέλιο σου
ωπλισμένο με την αιχμή της περιφρόνησης
χαρισμένο με τα δάχτυλα τα σεραφικά της καλοσύνης.
ΞΕΡΩ· ΣΤΗΝ ΑΓΡΙΑ ΝΥΧΤΑ]
Ξέρω· στην άγρια νύχτα
το πολικό αστέρι ακλόνητο
φωτίζει τον απελπισμένο ναύτη
– ω! μη μου χαθείς ελπιδοφόρο αστέρι,
χρυσόθωρο, ερωτικό μου αστέρι.
Από το βιβλίο: Αναστάσιος Δρίβας, «Τα έργα», φιλολογική επιμέλεια Ευριπίδης Γαραντούδης & Μαίρη Μικέ, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2012.
ΑΛΩΝΑΚΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΔΡΙΒΑΣ: ΕΝΑΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΑΚΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
(ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ)
THE ATHENS REVIEW OF BOOK, MARCH 2015
ACADEMIA.EDU
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΡΙΒΑ
ΤΗΣ ΡΟΥΛΑΣ ΑΛΑΒΕΡΑ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΔΡΙΒΑΣ, Τα έργα, Φιλολογική επιμέλεια: Ευριπίδης Γαραντούδης-Μαίρη Μικέ/ Νοελληνική Βιβλιοθήκη / Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2012
Τρείς συναντήσεις
Τύχη καλή προς το τέλος του 2012 μου έφερε στα χέρια το βιβλίο «Αναστάσιος Δρίβας/ΤΑ ΕΡΓΑ, έκδοση του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη», με τη φιλολογική επιμέλεια των Ευριπίδη Γαραντούδη, καθηγητή της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και της Μαίρης Μικέ, καθηγήτριας στο Νεοελληνικό Τμήμα του ΑΠΘ.
Τρείς είναι οι «συναντήσεις» μου με τον Αναστάσιο Δρίβα, σε χρονική διάρκεια πολλών ετών. Η πρώτη «συνάντησή» μας έγινε προς το τέλος του 1964, όταν βρεθήκαμε με τον Τηλέμαχο Αλαβέρα στην Αθήνα με φίλους λογοτέχνες. Από το 1949 που ας πούμε τελείωσε ο εμφύλιος, μέχρι το ’64, οι όποιες διηγήσεις των μεγαλύτερων λογοτεχνών για την προπολεμική περίοδο, τον πόλεμο και τον εμφύλιο, κι όσο κι αν ενδιαφερόμουν να μάθω το τι, το ποιοι, μου φαινόντουσαν όλα και σχεδόν όλοι, πολύ μακρινοί και θα έλεγα με έναν, ελπίζω, ώριμο αυτοσαρκασμό τώρα, ότι ο Πελοποννησιακός πόλεμος μου ήταν πιο οικείος, πιο κοντινός! Υπήρχε πάντως κάτι το κρυφό στις διηγήσεις των μετεμφυλιακών για τα προηγούμενα κι όσο κι αν τα έφερναν στις μέρες τους και στα δικά τους, δηλαδή καθένας στα δικά του, ταυτόχρονα τα έσερναν προς τα πίσω και τότε χάνονταν στα λόγια, όλοι σχεδόν, όσοι τα είχαν ζήσει. Αλλά στα μάτια ενός νέου πώς να ζωντανέψουν; Αν ο χρόνος της προφορικής ιστορίας είναι ο χρόνος της μνήμης, όπως ισχυρίζονται οι ιστορικοί, οι ανθρωπολόγοι, οι κοινωνιολόγοι και οι ψυχολόγοι, όταν βρίσκονται λογοτέχνες μεταξύ τους, οι προφορικές ιστορίες τους υποκρύπτουν και σηματοδοτούν και πολλά άλλα, όχι μόνον λογοτεχνικά ή προσωπικά, αλλά κοινωνικά και πολιτικά ιδωμένα από την εσώτερη πλευρά τους, και ει δυνατόν την ανομολόγητη.
***
Επί τροχάδην αναφέρομαι στον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (1891) – αυτοκτόνησε τον Γενάρη του 1944. Ο Τέλλος Άγρας (1899) – σκοτώνεται από αδέσποτη μετεμφυλιακή σφαίρα το 1944. Για τον Αναστάσιο Δρίβα (1899-1942) πρωτοάκουσα από τον Γιώργο Θέμελη. Τον τοποθετούσε στη γενιά του ’20, ο οποίος εξελίχθηκε σε νεωτερικό. Τον Δεκέμβρη του ’64 λοιπόν στην Αθήνα, ένα μεσημέρι με τον Γιάννη Γουδέλη και τον Γιάννη Σφακιανάκη, η συζήτηση έφθασε στούς Δρίβα, Σαραντάρη, Λαπαθιώτη, Χατζηλαζάρου κλπ. Το τέλος του Αναστάσιου Δρίβα, ο οποίος πέθανε από ασιτία στην Κατοχή, δημιουργούσε έναν άλλο μύθο, μου φαινόταν σα να τον σκιαγραφούσα, αλαφροΐσκιωτο, αλαφροπάτητο. Ο Σφακιανάκης, στέρεος πεζογράφος, και ειλικρινής, όταν ήθελε να κρύψει κάτι επαναλάμβανε μέσα απ’ τα δόντια του μια ακαταλαβίστικη συλλαβή, φτο, φτο, φτο… και πάντα συμπλήρωνε: «άστα, είμαστε ένα σνάφι…», και στην περίπτωση Δρίβα ήταν κατηγορηματικός: «τον αφήσαμε όλοι να ψοφήσει από πείνα, αυτόν έναν ποιητή, έναν πραγματικό εστέτ, ευαίσθητο και πολύ περήφανο άνθρωπο».
Ήταν εμφανές ότι υπήρχε ένα όχι μόνον προσωπικό δράμα, ήταν γενικότερο, αφορούσε έναν κύκλο ανθρώπων που καταγίνονταν με τα γράμματα και την τέχνη. Μέσα στον ορυμαγδό της ιστορίας η γενιά που ερχόμασταν, είχε μπροστά της ένα αναπεπταμένο πεδίο δράσης, όπως γίνεται άλλωστε μετά από κάθε πόλεμο. Είχε αληθινό ή ψευδαισθητικό πέταμα ψυχής για καινούργια πράγματα και τα δράματα των παλαιότερων ζυμώνονταν μέσα σε άγνοιες και παραπληροφορίες. Παρόλα αυτά, δεν ξέρω από ποιά παρόρμηση η περίπτωση Δρίβα επανερχόταν. Θαρρείς και τον έβλεπα. Αδύνατο, με μουστάκι σαν του πατέρα μου, σμιχτά φρύδια, σιωπηλό, συγκρατημένο. Μερικές φορές θαρρείς και μιμούμαι την απόμακρη στάση του όταν βρίσκομαι σε ατελιέ φίλου ζωγράφου, ακόμα και του γιού μου, δε μιλώ, δε βγαίνει άχνα. Στη Θεσσαλονίκη πάντως μόνον ο Θέμελης, ο Τηλέμαχος νέος τότε, ο Γιώργος Μουρέλος, γνώριζαν τα περί Δρίβα και των γύρωθεν. Ποτέ δεν άκουσα άλλον ποιητή ή ποιήτρια, εκτός από αυτούς τους τρεις να αναφέρονται στον Δρίβα. Ο Μουρέλος είχε γνωρίσει τον Δρίβα επειδή σύχναζαν και οι δύο στο εργαστήρι του Μπουζιάνη. Ο Μουρέλος με τον φίλο του, τον ποιητή Δημήτρη Θοιβιδόπουλο, είχαν συστήσει στο μεγάλο ζωγράφο δύο κυρίες για να τις διδάξει σχέδιο. (οι δύο αυτοί φίλοι είναι που ίδρυσαν το σύλλογο «Φίλοι του Μπουζιάνη»). Έτσι, στην πρώτη συνάντησή μου με τον Δρίβα έμαθα για το ενδιαφέρον του για τη ζωγραφική, και κυρίως για τη σχέση του με το χρώμα. Αλλά και τα απομέσα του Μπουζιάνη. Θα πρέπει κάποτε να γίνει έρευνα για τα ρεύματα, και όχι μόνον, που έφεραν οι σπουδαγμένοι στη Γερμανία προπολεμικά, Σκαλκώτας, Μπουζιάνης κλπ, που επέστρεψαν στην Ελλάδα προτού καλά σκάσει μύτη ο ναζισμός, και το τι τους περίμενε στην πατρίδα.
Στα 1978, μια δεύτερη συνάντησή μου με τον Δρίβα, πάνω στο αντιτορπιλικό στο οποίο ήταν πλοίαρχος ο ευγενής Τάσος Κόρφης, όπου η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τον τραγικό ποιητή, αισθητικό και κριτικό. Ο Κόρφης ασχολήθηκε σχετικά συστηματικά και, το κυριότερο, δεν τον άφησε να εξαφανιστεί. Μιλούσε για τα Μικρά ελεγεία, την Μια δέσμη στο νερό, τη συνομιλία με τον εαυτό του, τη νεορομαντική σχολή, τη νεοσυμβολιστική, ότι από τον Σαραντάρη δέχτηκε τη γόνιμη επίδραση της Νέας Ποίησης, επίσης ότι ο Τέλλος Άγρας έγραψε για τον άνθρωπο Δρίβα.
***
Βρήκα να έχω σημειώσει εκείνο τον καιρό σε μπλοκ ένα απόσπασμα από το (The Here With a Thousant Faces/ O Ήρωας με τα Χίλια Πρόσωπα), του Τζόζεφ Κάμπελλ, αμερικανού συγγραφέα: «Δεν υπάρχει αξιόπιστο σύστημα ερμηνείας ενός μύθου. Αυτό συμβαίνει επειδή η μυθολογία μοιάζει με τον πολυμήχανο θεό Πρωτέα, ο οποίος δεν αποκαλύπτει ποτέ σε οποιονδήποτε ερευνητή ολόκληρο το περιεχόμενο και της πτυχές της σοφίας του. Απαντά ανάλογα με το ποιόν του ερευνητή».
Ο Κάμπελλ, ένα ανήσυχο πλάσμα την εποχή του 1950, με την άκοπη προσπάθειά του κατάφερνε να μη προσκολλάται ο αναγνώστης στα «εκάστοτε» λεγόμενα. Ήταν η επιδίωξή του στη συγγραφή. Κατάφερνε να αποδείχνει ότι οι τάχα μεθοδολογικές δυσχέρειες που βρίσκονταν σε πλήρη άνθηση σε καιρούς ευημερίας και, φαινομενικά σταθερούς, οι εξερευνώντες εξερευνήσεις δεν έκαμαν άλλο παρά να παραθέτουν και να αναλύουν έργα που έπλεαν στα ίδια ποτάμια, για να βεβαιωθεί ακόμα μια φορά το πατερικόν: «Εξέλιπον εξερευνώντες εξερευνήσεις». Σήμερα, καθώς τα πράγματα βγαίνουν από το μεγαλείο του τέλματος, θεωρώ ότι καλό είναι να βλέπουμε με κάποια κατανόηση τα προηγούμενα, αφήνοντας τον χρόνο να δείχνει τα καλά ή κακά κατασκευάσματα των δημιουργών και των ερευνητών-ερμηνευτών.
Ο ξεχασμένος ποιητής που πέθανε από ασιτία στην Κατοχή ωστόσο έγραφε το μύθο της ζωής του αλλά και της ποίησής του με αυθεντική τρυφερότητα αυτός, ένας εστέτ που είχε την ατυχία να μην έχει πανεπιστημιακό στίγμα, να μην είναι από τζάκι, να μην έχει οικονομική και πρέπουσα άνεση, να μην αφήσει πίσω του μία σύζυγο (ως ασκούσα δεόντως το παραλογοτεχνικό της επάγγελμα), η οποία θα αναλάμβανε την υστεροφημία του.
Αυτός που σύρθηκε πεινασμένος και μόνος, να όμως που είχε την τύχη να βρεθεί στα χέρια αυτών των δύο επιστημόνων, οι οποίοι κατάφεραν μία πρωτόγνωρη υπέρβαση στα δεδομένα, να μετατρέψουν μια πιθανή και ανιαρή μονοδιάστατη περιγραφή στην οποία θα ήταν εύκολο να περάσουν, με μια πολυδιάστατη στρατηγική στο τελικό σημείο στηριγμένο σε βάσεις συνεπείς, και η διάσταση της κατανόησης να προσκομίζει καθαρόαιμα τη νοηματοδότηση αυθεντικών θεωρήσεων. Η διάταξη των θεμάτων δίνει το ορατό, ταυτόχρονα εξασφαλίζει την εσωτερική συνοχή, φωτίζει το βάθος και τις αθέατες διαστάσεις του έργου του Δρίβα, και του προσώπου του. Θεωρώ το βιβλίο (λίγο παραπάνω από 950 σελίδες, είναι όλο το έργο του, το ποιητικό, κείμενα στοχασμού και ποιητικής, συνομιλία με τον εαυτό μας, πεζογραφήματα, τεχνοκριτικά κείμενα κλπ) εξαιρετικά χρήσιμο για τους μαχόμενους λογοτέχνες, με αναφορές ώστε να συνεχιστεί η έρευνα και από άλλους. Με καλή στοιχειοθεσία, καλό χαρτί αλλά δυστυχώς έχει το μειονέκτημα κακής βιβλιοδεσίας, πράγμα που το κάνει όταν ανοίγεις το βιβλίο να σπάζει.
Η τρίτη συνάντησή μου με τον Αναστάσιο Δρίβα έγινε μέσα από το πολύ καλό βιβλίο της Μαίρης Μικέ και του Ευριπίδη Γαραντούδη. Κατάφεραν ως ομάδα εργασίας, διαμένοντας η κ. Μικέ στη Θεσσαλονίκη και ο κ. Γαραντούδης στην Αθήνα, να κοντρολάρουν τα βήματά τους με σταθερή επιστημονική συμπεριφορά, αποστασιοποιημένα από την δραματικότητα του μύθου που φέρει ο Δρίβας, και να διαβούν ένα έδαφος το οποίο είναι ολισθηρό. Μία ολοκληρωμένη και σοβαρή μελέτη που περιμένει τη συνέχειά της με αφορμή τον Δρίβα, την παραγωγική αλήθεια και να ζωντανέψει επιτέλους μια γενιά ποιητών, πεζογράφων, δοκιμιογράφων και κριτικών της νεοελληνικής λογοτεχνίας της περιόδου που πάνω της στηρίχτηκε ένα μέρος της γενιάς του ‘ 30.
ΑΥΓΗ
ΜΙΑ ΔΕΣΜΗ ΑΧΤΙΔΕΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ*
Στο νερό το χώμα λυώνει
στη φωτιά το σίδερο και το χρυσάφι
κ΄ υπάρχουν δηλητήρια πιο δραστικά.
Μη βλαστημάς – ένα με τη σκόνη
με την άμμο μικροσκοπικά
μόρια στο λεπτόν άνεμο
της χρυσής τεφρής αυγής
κ΄ ύστερα να μην τελειώνει
βήματα
η ανθρώπινη ζωή.
Για κάτσε εδώ στην πηγή στη δροσιά
κ’ έχω μια σκέψη τρυφερή
του νερού τ’ αχτινοβόλημα του φεγγαριού την άχνη.-
Βαδίζω.
ΙΙ
Ναυαγός
Είναι η ώρα για τα μεγάλα φωτεινά επίπεδα.-
Τα φαγωμένα ερείπωμένα λυγμικά πανάρχαια γκρίφια
Τα χωνεμένα βήματα στην άμμο
τα σχοίνα
και το κρασί το σύφλογο
όμοιο βαθύ και σύφλογο, σαν ήλιος, το χειμώνα –
είναι η ώρα όπου κερδίζαμε τον θάνατο
κι΄ωσάν τις πέτρες άφωνοι και ριγηλοί
περιδιαβάζαμε στην τρικυμία.
V
(στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ)
Ούτε κι απόψε βρήκαμε τη γεύση και το χρώμα-
και το βαθύ γαρύφαλλο του κακού θα μαδήσει
στα φλογερά σου δάκτυλα σα νέφος μέσ’ στη δύση.
ΑΥΓΗ
Πρώτη δημοσίευση: Τα Νέα Γράμματα, χρ. Β΄, τχ. 9-10 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1936) σσ. 765-773. Το ποίημα «Μια δέσμη αχτίδες στο νερό ΧV» σώζεται σε ατελέστερη χειρόγραφη μορφή που παραδίδει δεκατέσσερις στίχους (η φωτογραφία του χειρογράφου στο βιβλίο Αναστάσιος Δρίβας, Μια δέσμη αχτίδες στο νερό. Ποιήματα, Επιλογή και επιμέλεια Τάσου Κόρφη, Αθήνα, Πρόσπερος 1978, σ. 8, βλ. το παράρτημα χειρογράφων. Και βλ. στο βιβλίο «Αναστάσιος Δρίβας, Τα ΕΡΓΑ» φιλολογική επιμέλεια του Ευρ. Γαραντούδη και της Μαίρης Μικέ.
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΕΝΤΡΩΤΗ
ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΤΗΣ ΠΛΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΔΡΙΒΑ
Ό ‘Αναστάσιος Δρίβας αν και συγκαταλέγεται μεταξύ των υπερρεαλιστών ποιητών (1), θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαίως ώς ό εισηγητής του Μοντερνισμού στην Ελλάδα, αν ώς Μοντερνισμός εκληφθεί εκείνη ή ιστορική διαδικασία (2) πού αποδέσμευσε τις Τέχνες άπο τις γνωστές ειδολογικές δογματικές προϋποθέσεις τοϋ19ου αιώνα. Ή τέχνη της αντιγραφής στην ζωγραφική ή ή μεταφορά ατόφιων των φυσικών δεδομένων στην ποίηση αποτελούσαν νεκρές συμβατικότητες μέ πρώτο αποτέλεσμα: οί ιδέες για τήν τέχνη και τον πολιτισμό να γίνουν βαθμηδόν αντιφατικές να συγκρούονται μεταξύ τους· και τελικό να καταρρεύσουν οί κρατούσες καλλιτεχνικές ηθικές και κοινωνικές αξίες. Στην ποίηση ειδικότερα καθαγιάζεται ό υποκειμενισμός τού ποιητή πομπού καθ” όσον τό διωκόμενον εΐναι ή ποικιλία, όχι τόσο τού εκπεμπόμενου μηνύματος όσο τής ατομικής ανταπόκρισης τού αναγνώστη λήπτη προς τό μήνυμα πού όπως θα δοΰμε παρακάτω, είναι αίνιγμα και σκοτάδι. Στό μοντέρνο ποίημα προβάλλεται μιά κεντρική εικόνα ή ποικιλία τών ατομικών ανταποκρίσεων προς αυτή τήν εικόνα συντελεί στην επίτευξη ενότητας τής οργανικής μορφής τοϋ ποιήματος Ό Γουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητςλ.χ. πιστεύει (3) πώς ή ποίηση πρέπει νά αποτελεί μιαν ολοκληρωμένη τέχνη, έκφραση τής όλης προσωπικότητας νά είναι φαντασία (κατά τα αιτήματα τών Ρομαντικών και τών Συμβολιστών), νόηση (κατά τάς γραφάς τών Βικτωριανών) και προτίστως αίμα’ και τά τρία μαζί εν ένώσει και άσχετα από το αν τίκτεται από την συναρμογή τους κατά κανόνα ασάφεια.
Εγγενές χαρακτηριστικό του Δυτικού Πολιτισμού είναι τό ότι —από τη στιγμή πού ή σχετικότητα και ή υποκειμενικότητα αποτελούν (προϋποθέσειςτου καθ” ήμέραν βίου—αυτός είναι λιγότερο βέβαιος για τό σύστημα των άξιων του σε σύγκριση με άλλους πολιτισμούς. ‘Εδώ μάλιστα κυοφορείται τό Περίπλοκον, ή επίγνωση του οποίου αναφαίνεται στον έρμητισμό της μοντέρνας ποίησης στή σχέση ποιητή καί ποίησης και στή συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι ό ϊδιος ό ποιητικός λόγος δέν είναι λύση, άλλα δεδομένο των προβλημάτων πού θέτει ή πραγματικότητα. ΌΈριχ “Αουερμπαχ σημειώνει (4) τό άμετρο, τό άπειρο καί τό αέναο των θεμάτων, της ανθρώπινης εμπειρίας καί των νοητικών συνειρμών. Με βάση αυτή τήν παρατήρηση οί παραδοσιακές ρεαλιστικές μέθοδοι κρίνονται ατελέσφορες για να αποδώσουν αυτή τήν πολυπλοκότητα καί να στοιχειοθετήσουν τήν επιθυμητή συνοχή των μερών. Γι’ αυτό ό μοντέρνος ποιητής προκειμένου να συμπυκνώσει τήν εμπειρία του, οφείλει να ανακαλύπτει τον συνέχοντα ειρμό τών επί μέρους
Στο έργο του Δρίβα τή συνοχή τή χαρίζει ό μύθος καθώς ή Μούσα του ποιητή δρέπει καρπούς άπό τό δέντρο τών γενικών εννοιών: «άπ’ τον θάνατο καί τήν αναγέννηση, τό κύκλωμα της φύσης τή σειρά τών εποχών» (5).
Κι αν ελπίζουμε σε κάτι (άνθρωπε)
εΐναι που θάρθει ή ‘Άνοιξη (6).
Ουσία να πάλλεται σε χορδή άχτίδας φτασμένης υστέρα από χιλιάδες χρόνια?‘.
“Αν μάλιστα θεωρηθεί ορθό ότι ή σέ βάθος γνώση τών προβλημάτων της Τέχνης αυτή ή αδιάλειπτη αύτοεπίγνωση, είναι χαρακτηριστικός βατήρας εκκινήσεως του Μοντερνισμού πού δωρίζει στον ποιητήτό διάδρομο συμμετοχής τή ζητούμενη οργανική μορφή δηλαδή αυτό στην περίπτωση του Δρίβα ταιριάζει απόλυτα, άφοϋ ό ϊδιος υπήρξε ποιητής δοκιμιογράφος τέχνης καί οξύτατος κριτικός νους ένας οιονεί poeta doctus.
II
“Ενα σπήλαιο είναι ή σκέψη μας
τυφλά ζώα κοιμούνται μέσα (8)
Οί στίχοι αυτοί εΐναι μια θαυμάσια λυρική εκδοχή αύτοϋ πού έγραψε ό Χουγκο Φρήντριχ: ότι ή ποίηση των αρχών τοϋ 20οϋ αιώνα μιλάει με αινίγματα, με σκοτάδια, πού γητεύουν και μπερδεύουν τον αναγνώστη 9. Αυτά τα σκοτάδια είναι προμελετημένα, ανασύρθηκαν άπο το βαθύ σπήλαιο της σκέψης των ποιητών με τήν εξοδό τους τήν καταγραφή τους δηλαδή μνημειώνουν το “Ακατανόητον, τήν νέα γλώσσα πού ομιλεί τα νέα πράγματα, και ταυτόχρονα —μέσω τοϋ λεκτικού τους θησαυρού και της μύστηριακότητάς τους—στερεώνουν μια Γοητεία ανεπανάληπτη στην ιστορία της Τέχνης καίτοι αυτό το συναπάντημα Ακατανόητου και Γοητείας ούσιοΰται σέ μια Παραφωνία: ουσιαστικό αίτημα της μοντέρνας τέχνης άφοΰ συσσωρευόταν επί έναν και πλέον αιώνα για να δημιουργήσει ύφος στην «πλοκή» τοϋ οποίου θα εΐναι αυτόνομη, αυτάρκης
Στην ερημική ξεφάντωση του μυαλού μου
σαν πουλιών αιφνίδια εωθινά ολόδροσα περάσματα
σαν υποψίες άπ’ αρώματα (10).
Πρέπει να συνηθίσουμε τα μάτια μας στά σκότη πού έριξε ή μοντέρνα ποίηση στον κόσμο στά σκότη πού εΐναι Ποίηση: άρση, με άλλα λόγια, των σημαινόντων πραγμάτων στή γλώσσα τοϋ “Ακατανόητου* καί για νά παραφράσω τον Γκότφρητ Μπέν, αφοσίωση τους σέ ήδη ακατανόητα πράγματα, πού δεν χρησιμοποιούνται πλέον για νά πείσουν κανέναν. Αυτό κρίνεται αναγκαίο νά γίνεται (καί τότε μόνο μποροΰμε νά μιλάμε για Ποίηση, άλλως γιά Ρητορική, γιατί οσάκις το μοντέρνο ποίημα μετέρχεται πραγματικότητες—εϊτε των “Ανθρώπων είτε τών Πραγμάτων— δέν τις διαπραγματεύεται περιγραφικά· αρνείται τήν (ψυχρή» θέρμη ενός έμπεπιστευμένου Όράν ή έν γένει, Αίσθάνεσθαι. “Αντίθετα, μέσω τών αινιγμάτων πού θέτει καί τών σκοταδιών πού εκλύει, το μοντέρνο ποίημα γίνεται αγωγός προς τό μή έμπεπιστευμένο, αποξενώνοντας έτσι καί παραμορφώνοντας έν τέλει τις πραγματικότητες. Μέσα σέ αυτό τό κλίμα ελευθερίας πού στοιχειώνει
Συνείδηση και αποκάλυψη της πλαστικής πραγματικότητας
ή μοντέρνα ποίηση, ή πραγματικότητα αίρεται υπεράνω χωροχρονικών, αντικειμενικών και ψυχικών τάξεων
κι ό,τι ριγεί σπαράζει εδώ σβολάδα και θα σβήσει
σε χρώμα φως μετάξινο· τη μνήμη να σφαλίσει. (11)
έχει ξεκόψει άπό τις διαφορές πού υποτίθεται ότι είναι νομοτελεια και αναγκαίες για τον «κανονικό» προσανατολισμό του Κόσμου: άπό τό “Ωραίο και τό”Ασχημο, την Νύχτα και την “Ημέρα, την Ζωή και τον Θάνατο, τήν Χαρά και τό”Αλγος τό Ένθάδε και τό Έπέκεινα:
κι όπως το πένθος σέρνει το χορό
βρήκα κι εγώ χαρά κοντά σου.(12)
Στην ποίηση του Δρίβα μπορούμε να μιλήσουμε για μιαν επιθετική δραματικότητα, ή οποία αφ’ ενός μεν κρατεί στή σχέση μεταξύ των ποικίλων θεματικών μοτίβων, πού έχουν μάλλον διαταχθεί εναντίον παρά συνταχθεί
Σ’ ερημογιάλι
στήσανε χορό ναυαγισμένοι ναύτες (13)
και άφ” έτερου στή σχέση των προηγουμένων έναντίως προς άλληλα διατεταγμένων μοτίβων, προς τήν ποιητική μορφή πού ωθεί τό ποίημα να διασκεδάσει τα σημεία του στο άπειρο.
Το σεληνόφωτο άσβολερο ναυαγισμένο βράδυ
ας ξαναπάρει τήν άφεγγη δραματική ψυχή μου.(14)
III
Ό Δρίβας είναι «poeta doctus»: δοκιμιογράφος μαζί και ποιητής αναλυτικός έμπειρος ερευνητής και έμπειρος ερμηνευτής “Οπως ό κύριος Τεστ, του Πώλ Βαλερύ έτσι κι αυτός έχει στην κυριότητα του ένα εργαστήριο στρατόπεδο, από όπου εκστρατεύει στον Χρόνο για να κατασκοπεύσει, να ερευνήσει τά βάθη τοϋ Έγώ Ή μοντέρνα ποίηση —είπα πιο πάνω —έκλύει ερέβη του ασυνειδήτου ό Δρίβας αναλαμβάνει συνειδητά την επιχείρηση του αναλυτικού φωτισμού τους να αρθούν τα σκοτάδια και οί καταστάσεις λυκόφωτος στο επίπεδο του φωτός ακόμα κι όταν το φώς είναι συνώνυμο του ‘Ακατανόητου.
κορυδαλοί π’ άνεμοφέρνουν
φωνές άπ’ τήν άβυσσο (15)
άλαφροστοίχειωτο πικρό παιδί με τή στολή της άγιαςνύχτας (16)
Ό Δρίβας μολονότι είναι μοντέρνος ποιητής δεν χάνει ποτέ από τα μάτια του τη ρομαντική θέση μιαςηλεκτρικά εναλλασσόμενης διείσδυσης Σκέψεως και Φαντασίας ‘Αγρυπνίας και Όνειροπολήσεως Επιστήμης και Μύθου στο πλαστικό corpus της ποίησης του. Ή nomenclatura των στίχων του μαςλύνει τα χέρια, μας βγάζει «όξω άπ’ τις λέξεις δίχως πουκάμισα, στους μεγάλους αγώνες της ορατότητας» (17): βρέφος θάνατος μαστός σταύρωση, χρώμα, μεσάνυχτα, νερό χώμα, αχτίδες ήλιος σκοτάδι, ύπνος αφύπνιση. Δανείζομαι τα λόγια τοΰ Βάλτερ Γένς Ό σκοπός είναι πάντα ό ίδιος να αναζητηθεί ό άνθρωπος στην μεθοριακή γραμμή της φρουρούμενης συνειδητότηταςκαι της δραπέτευσης άπ’ αυτή της διάβασηςτης μεθορίου (18). Να αναζητηθεί έκεΐ δηλαδή όπου διαφεύγει το έμπεπιστευμένο και τό “Ατομο, δρώντας καθαρώς ύποβατικά βρίσκεται καθ’ όδόν άπό τό Γίγνεσθαι στο Είναι, άπό τον κόσμο της απάτης στην ‘Αλήθεια.
IV
Ή ποίηση του Δρίβα, όπως και του Απόστολου Μελαχρινού ούσιώνεται με τή μεταφορά σε λόγο τών πλαστικών τεχνών. “Αριστος γνώστης ό ποιητής της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής και διδασκόμενος άπό τα μοντέρνα καλλιτεχνικά ρεύματα σπάζει τήν μορφική μονοτονία τής μέχρι τών ήμερών του ποιήσεως (αυτός και ό Τάκης Κ. Παπατσώνης δυο δεκαετίες σχεδόν πριν τον Σεφέρη ό δεύτερος—για να μή συνεργούμε σέ αδικίες), σμπαραλιάζει τήν παραδεδομένη τεχνική μπολιάζει τό περιεχόμενο μέ τό
απόσταγμα των μοντέρνων κατακτήσεων της επιστήμης «Είμεθα μια προβολή απάνω στα πράγματα πού βλέπουμε: εικόνα, πού φαίνεται κάθε φορά αλλιώτικη, πού αλλάζει αδιάκοπα με τον καιρό και στο τέλος χάνεται. Μη μοϋ πείτε για τήν ουσία της. Δεν υπάρχει παρά ό φωσφορισμός της αλλιώτικος άπό στιγμή σε στιγμή από σημείο σε σημείο, άπό ηλικία σε ηλικία, άπό γενεά σε γενεά άπό αιώνα σε αιώνα—ιστορία» (19). Μάχεται στο πεδίο της γνώσης τοϋ ενιαίου Ιριδισμού πού κατάγεται άπό τον ‘Αναξαγόρα (20): ό,τι απομένει είναι «ή λάμψη, παρανάλωμα άπό αναρίθμητες εντυπώσεις ζωές πού υπήρξαν μια φορά δέσμη άπό ηλιακές αχτίδες στο νερό».(21)
Πόθεν προέρχονται αυτά Θα χρησιμοποιήσω τήν έκφραση τοΰ Χάνς Βάιγκερτ: άπό την εκπόρθηση όλης της φύσης (22), πού πέτυχε βαθμηδόν ή δυτικοευρωπαϊκή ζωγραφική άπό τον 14ο αιώνα ως τον 19ο. Αυτή ή εκπόρθηση (πού συνυφάνθηκε ιστορικά με τον Τζών Κόνσταμπλ, τήν Σχολή τοϋ Φονταινεμπλώ και τους Γερμανούς Ρεαλιστές ανακάλυψε αισθητικά και κατέδειξε στον ποιητή τους δρόμους και τις ατραπούς για τήν μεταβίωση της φύσης για τήν πανηδονική συναίσθησή της Ό Δρίβας έγκυρος λήπτης αυτών των μηνυμάτων, διασκευάζει στην ποίηση του τή συμφωνία της διαλυμένης ζωγραφικής manièe των έμπρεσσιονιστών.
Οι δειλινές αχτίδες θα ματώσουν
σε βουνοκορφές τα δάχτυλα τους (23)
τήν τήξη των πραγμάτων στο ριγούν φως τοΰ ήλιου,
Ποθολυμένο σκίρτησε το γλυπτικό της σώμα (24)
τή μαρμαρυγή τοϋ “Αυλού
το σώμα το δικό της ξάφνιασμα και ρίγος άρωμα διαβατικό (25)
καί άλλα πλαστικά μοτίβα.
Και ποίος ό πορθητής Ό Σεζάν. Άπό τη στιγμή πού Φύση καί Πνεύμα, μετά την λόγω καταχρήσεως εξάντληση της πρώτης γίνονται αντίθετα, το Πνεύμα αποστρέφεται αυτόν τον απογοητευτικό κόσμο, ή ευθυμία καί ή ερωτική μεγαλοπρέπεια τοΰ Ρενουάρ είναι «αφύσικες» πλέον. Ή ζωγραφική τοΰ Σεζάν, σύμφωνα καί με το σκοπό της είναι ή παράσταση αυτού «πού προλαμβάνει στον ορατό κόσμο τό καθαρώς οράν, άποκαθαρμένο διανοητικών ή αισθητιστικών προσμίξεων» (26). Τή ζωγραφική του Πώλ Σεζάν, πιστεύω ότι μεταφέρει ό Δρίβας στην ποίηση: αυτή τήν ανυπαρξία ευτυχίας στην Τέχνη, επειδή ό καλλιτέχνης ποιητής δεν είναι πια ούτε μάγος ούτε γόης αλλά ένας πονεμένος βασανισμένος άνθρωπος—ακόμα κι όταν μέσα στή γενική Παραφωνία τό αφτί ή τό μάτι εντοπίζει άκκόρυτα ή ρυθμούς χαράς
‘Ομορφιά δίχως μνήμη
μονάχα φως ενέργεια σιωπή ομορφιά παρούσα
ομορφιά εφήμερη
σαν τή σκιά (21)
Διαβάζοντας τον Δρίβα, πέρα άπό τήν είκονοπλασία, διαπιστώνουμε ότι μαζί με τήν καταστροφή τοΰ φυσικού αισθήματος πού διδάχθηκε άπό τον Σεζάν, ή λύρα του μέλπει —με μέλος πρωτόγνωρο καί συγκλονιστικό—τήν αποσύνθεση της μορφής καί τοΰ ανθρώπινου προσώπου, καταργώντας έτσι —ή μήπως εΐναι τολμηρό να τόπώ —τό βιβλικό κατ’ εικόνα καί όμοίωσιν, ασχέτως καίπέραν τοΰ μεταφυσικού προσανατολισμού της τέχνης του.
. . . Τα μυαλάμου χυμένα τα βλέπω
/βγαλμένα τα μάτια σχισμένα τα πόδια
και το στήθος μου τρύπιο σαν άμπέχονο ζητιάνου.
Κάποια μέρα στον ήλιο θα φθάσω.
Φλογερό βασίλειο! Λιώσε τους πόνους κάνε τήν καρδιά μου κρύα
σαν το φεγγάρι κρύα (28)
“Ισως δέ στο δρόμο αυτής της διάλυσης ανιχνεύεται ό υπερρεαλισμός του
Δρίβα —ϊσως.. Κι αν Φύση πλέον για τον καλλιτέχνη είναι ό άποκαθαρμένος κόσμος Πνεύμα είναι «ή σημειογλώσσα των πραγμάτων» (29). Όpoeta doctus δουλεύει επάνω στην όλη σωματικότητα του κόσμου, ό όποιος έπαυσε πια να αποτελεί θέμα, αλλά έγινε “Υλη: υλικό πάνω στο όποιο διανοείται, καί καταλήγει ότι ακόμα καί τα οράματα του καί το ποιητικό του στυλ είναι πραγματικά.
Το σώμα κυριεύει τήν ύπαρξη μας (30)
Στην ενάργεια των εικόνων, στην αλήθεια των σημείων καί τών μορφών, στην ύλικότητα της λέξης αποκαλύπτεται στον ποιητή ό Λόγος τοΰ Είναι. Καί μέσα άπό αυτό το ‘Αποκαλυπτικό Λεξιλόγιο ή λέξη δεν είναι πια ποιητικό εργαλείο, άλλα ήχος ούσιωμένος έναρθρη ύλη, φορέας της ανθρώπινης μνήμης.
V
Ό Δρίβας χρησιμοποιεί τή μεταφορά—το αρχαιότερο ποιητικό μέσο—με εντελώς καινούργιο τρόπο: τό φυσικό της μέλος περικυκλώνει τή μεταφερόμενη ιδέα, άπό τήν όποια αποσπά μέτή βία, καί όχι απλώς επιλέγει, πάντα μια μήπραγματική ένωση τών πραγματικά καί λογικά μή δυναμένων να ενωθούν:
με τήν ευγένεια της αιχμηρής σιωπής του
σημαδεύει [το ξίφος] σκληρά το πεπραγμένο σου
χωρίς προσωπείο. (Ζί)
Στή ζωγραφική ή αυτόνομη συναρμογή χρωμάτων καί μορφών, προκειμένου νά εκπληρώσει αφ’ εαυτής τήν αυτάρκεια της εϊτε μετακινεί—άρα μεταφέρει —όλα τα αντικειμενικά πράγματα εϊτε τά άντιπαρέρχεται, καθ’ όσον δεν είναι πια γραμμική τέχνη (άπό τή στιγμή πού διαπιστώθηκε καί επιστημονικά ότι τό μάτι μας βλέπει μόνο χρώματα ήχρωματικά ίχνη διαφόρων μεγεθών, μορφής καί φωτεινότητας καί όχι φόρμες ή περιγράμματα, 32). Τό αυτό συμβαίνει καί στην ποίηση, όπου ή αυτόνομη συναρμογή γλωσσικών (συγ)κινήσεων επιτρέπει συνηχήσεις έξω —δηλαδή ελεύθερες—από τις αισθήσεις και με τέτοια ποικιλία εντάσεως ώστε το ποίημα, όντας στην επικράτεια τοΰ ‘Ακατανόητου, δεν προσεγγίζεται ερμηνευτικά μόνο με τη λεκτική μαρτυρία πού μας παρέχει, δεδομένου ότι ή ουσία του ποιητικού του στοιχείου εντοπίζεται στην είρημένη δραματικότητα της μορφικής του ισχύος εσωτερικής και εξωτερικής.
Είναι ή ώρα πού κερδίζομε το θάνατο
κι ωσάν τις πέτρες άφωνοι και ριγηλοί περιδιαβάζουμε στην τρικυμία. (33)
Ό Στρατής Δούκαςγράφει (34) ότι το βαθύτερο αίσθημα τοΰ Δρίβα είναι «μια νοσταλγία πού μας άποκλύπτει ένα άτομο πού συγγενεύει μέ τή γυμνή τήν πρωταρχικήγή μέ τον γυμνό πρωταρχικό ήλιο, ή αιωνιότητα τοΰ οποίου είναι περισσότερο παρελθόν παρά αιωνιότητα». Πρόκειται για μιαν ιδιότροπη κοσμική ευσέβεια: ή λατρεία τής φύσης αποδεσμεύεται από τις θρησκείεςτου έπέκεινα, τις τόσο περιφρονητικές γιά τον κόσμο, «καθώς ξεπηδά άπό ένα πανθεϊστικό αίσθημα, πού αναγνωρίζει και τιμά τον Θεό στα πλάσματα Του» (35)· ή όπωςτο διατύπωσε ό Σπινόζα: Deus s we natura. Ό ισχυρισμός τοΰ Ρομάνο Γκουαρντίνι, ότι το Φυσικόν εΐναι ταυτοχρόνως και Θείον και Ευσεβές (36), άφοΰ ή Φύση είναι «Θεός Φύση» και αντικείμενο λατρείας και ταυτόχρονα «Μητέρα Φύση», στην οποία αφοσιώνεται ό ναυαγός άνθρωπος μέ απόλυτη εμπιστοσύνη, στην περίπτωση τοΰ Δρίβα ισχύει απολύτως.
Σκέψου τον άνθρωπο
πούδεν είχε καπνό να φουμάρει
το ζητιάνο πού πέθανε
επειδή δεν είχε ζεστό ροΰχο να φορέσει
το ραχητικό παιδί την άσχημη γυναίκα.
‘Η βροχήπού ξεπλένει τα μάρμαρα
όάνεμος πού χρωματίζει τή θάλασσα
τήν αυγή και τή χλόη
παιανίζουν με κύμβαλα πιο θεϊκά το μισεμό τους (31)
Ό ποιητής αναγνωρίζει ότι είναι ξένος προς αυτό πού αποκαλείται πραγματικότητα. Ή καντιανή άρνηση της ικανότητας τοϋ Λόγου να συλλάβει το πράγμα καθαυτό υλοποιείται σε αυτήτήν αποξένωση, όπου ο άνθρωπος δεν βρίσκει πια ούτε τα ϊχνη ούτε τα σημάδια τοϋ Θεοϋ Τό κομμάτιασμα, ή αποσάθρωση της πολυπτυχίας τοϋ πραγματικού κόσμου, άπεικάζεται σε ενα κενωμένο από νόημα παιχνίδι με τις άσήμαντες μορφές και τα χρώματα —έκφραση αύτοΰ πού ό Χάιντεγκερ καλεί nichtendes Nichts και ό Σαρτρ Néntissant —πού ποθεί τή συντριβή των σκληρών μαύρων αντικειμένων και τό κέρδος ενός φωτός μυστικόν.
Αντικείμενα /μαΰρα σκληρά και το μάτι να τρέμει.
Δειλινή μια φωτιά σιγοτρέμει
σα φωνή στο κενό σα φτερά
Στο ποτήρι μου χρώμα βαθύ ξαλαφρώνει το νου μου
κι ή παλέττα τοϋ γκρίζου ουρανού σ’ ενα φώς μυστικό θα βρεθεί (38)
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ, ΤΟΜΟΣ Λ’, ΙΟΥΛΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ, 1988
Recent Comments