ELIOT, SEFERIS, KARAGIOZIS, POETRY
ΘΩΜΑΣ ΕΛΙΟΤ, ΟΙ ΚΟΥΦΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, 1925
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ, 1936
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ, ΜΕΤΑ/POETICS, 2017
ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΥΝΤΟΜΗ (ΚΑΙ ΒΙΑΣΤΙΚΗ) ΜΕΤΑΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ Μ. ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ
ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΤΟ ΜΕΤΕΦΡΑΣΕ Ο ΣΕΦΕΡΗΣ.
ΣΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΛΟΙΠΟΝ ΠΟΥ ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΡΟΣΕΦΕΡΕ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΣΟ ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΑ,
Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΝΕΤΑΙ ΤΑΠΕΙΝΑ, ΟΜΩΣ ΜΕ ΕΚΤΙΜΗΣΗ.
ΙΣΩΣ ΔΕΝ ΘΑ ΗΤΑΝ ΕΘΝΙΚΗ ΝΤΡΟΠΗ
ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΜΕΣΟΑΣΤΙΚΗ ΜΙΚΡΟΠΡΕΠΕΙΑ
ΕΑΝ ΘΕΩΡΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΟ
ΤΟΥΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ
ΠΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΟ ΑΚΟΜΗ
ΚΙ ΑΠ’ ΤΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΑΞΗ
Κύριο Κουρτς – πέθανε”
Μια δεκάρα για τον Γέρο-ΓκάηΙ
Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποιΠΌΣΟΙ
Είμαστε οι παραγεμισμένοι άνθρωποι
Που σκύβουμε μαζί
Καύκαλα μ’άχερα γεμάτα. Αλίμονο!
Οι σ τ ε γ ν έ ς μας φωνές
Σαν ψιθυρίζουμε μαζί
Είναι ήσυχες και ασήμαντες
Σαν τον αγέρα στο ξερό χορτάρι
Ή σε σπασμένα γυαλικά των ποντικών το ποδάρι
Μες στο ξερό μας το κελάρι.
Μορφή χωρίς σχήμα,
Σ κ ι ά δίχως χρώμα,
Παραλυμένη Δύναμη
Γνέψιμο χωρίς κίνηση˙Εκείνοι που ταξίδεψαν
Με ί σ ι ε ς μ α τ ι έ ς ,
στου θανάτου την άλλη Βασιλεία
Μας θυμούνται —α! θυμούνται—
όχι σα να’μαστε χαμένες
Παράφορες ψυχές, μα μοναχά
Οι κ ο ύ φ ι ο ι ανθρώποι
Οι π α ρ α γ ε μ ι σ μ έ ν ο ι ανθρώποι.ΙΙ
Μ ά τ ι α που δεν μπορώ
ν’ αντικρίσω στα ό ν ε ι ρ α
Στου θανάτου τη βασιλεία των ονείρων
Α υ τ ά δεν φανερώνονται:Εκεί, τα μ ά τ ι α είναι
Η λ ι ο ς σε σπασμένη στήλη
Εκεί, ένα δέντρο σείεται
Και οι φωνές είναι
Στου αγέρα το τραγούδισμα
Πιό απόμακρες.. πιό επίσημες
Από τ’άστρο που σβήνει.Ας μην έρθω κοντύτερα
Στου θανάτου τη βασιλεία των ονείρων
Κι αν φορέσω ακόμη
Τέτοια μελετημένα μασκαρέματα
Ποντικού, τομάρι, κόρακα πετσί,
σταυρωτά ραβδιά
Σ’ ένα χωράφι
Κάνοντας όπως κάνει ο άνεμος
Όχι κοντύτερα—Όχι το τελευταίο τούτο συναπάντημα
στη δειλινή βασιλείαΙΙΙ
Τούτη είναι η π ε θ α μ έ ν η χ ώ ρ α
Τούτη είναι του κ ά κ τ ο υ η χώρα
Εδώ τα πέτρινα ομοιώματα
Υψώνονται, εδώ είναι που δέχουνται
Την ικεσία του χέριού ενός πεθαμένου
Κάτω από το παίξιμο του άστρου που σβήνει.Ετσι είναι τα πράγματα
Στου θανάτου την άλλη βασιλεία
Ξυπνάς μοναχός
Την ώρα εκείνη
που τρέμεις τρυφερός
Χείλια που θα φιλούσαν
Λεν προσευχές στη σπασμένη πέτρα.IV
Δεν είναι εδώ τα μ ά τ ι α
Εδώ δεν είναι μ ά τ ι α
Στο λαγκάδι των άστρων που πεθαίνουν
Στο κ ο ύ φ ι ο αυτό λαγκάδι
Τούτη η σπασμένη σιαγών
απ’τις χαμένες βασιλείες μαςΣτο τελευταίο τούτο συναπάντημα
Μαζί ψηλαφούμε
Και αποφεύγουμε τα λόγια
Μαζεμένοι στην άκρη
του φουσκωμένου ποταμούΧωρίς βλέμμα, εκτός
Αν ξαναφανούν τα μ ά τ ι α
Σαν τ’άστρο το αιώνιο
Το εκατόφυλλο ρόδο
Της δειλινής βασιλείας του θανάτου
Η ε λ π ί δ α μόνο
Άδειων ανθρώπων.V
Γύρω-γύρω όλοι
Στη μέση το Φραγκόσυκο
Φραγκόσυκο
Γύρω-γύρω όλοι
Στις πέντε την αυγήΑνάμεσα στην ι δ έ α
Και στο γεγονός
Ανάμεσα στην κίνηση
Και στη πράξη
Η Σ κ ι ά πέφτειΌτι Σου εστίν η Βασιλεία
Ανάμεσα στη Σύλληψη
Και της δημιουργίας
Ανάμεσα στη Συγκίνηση
Και στην ανταπόκριση
Η Σ κ ι ά πέφτειΗ ζωή είναι μακριά πολύ
Ανάμεσα στον πόθο
και στον σπασμό
Ανάμεσα στη δύναμη
και στην ύπαρξη
Ανάμεσα στην ουσία
και στην κάθοδο
Η Σ κ ι ά πέφτειΌτι Σου εστίν η Βασιλεία
Ότι Σου εστίν
Είναι η ζωή
Ότι Σου εστίν η..Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Όχι με έναν β ρ ό ν τ ο
μα μ’ένα λ υ γ μ όPHORUM.GR
ΠΟΙΗΣΗ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
The Hollow Men
Mistah Kurtz—he dead.
A penny for the Old Guy
I
We are the hollow men
We are the stuffed men
Leaning together
Headpiece filled with straw. Alas!
Our dried voices, when
We whisper together
Are quiet and meaningless
As wind in dry grass
Or rats’ feet over broken glass
In our dry cellarShape without form, shade without colour,
Paralysed force, gesture without motion;Those who have crossed
With direct eyes, to death’s other Kingdom
Remember us—if at all—not as lost
Violent souls, but only
As the hollow men
The stuffed men.II
Eyes I dare not meet in dreams
In death’s dream kingdom
These do not appear:
There, the eyes are
Sunlight on a broken column
There, is a tree swinging
And voices are
In the wind’s singing
More distant and more solemn
Than a fading star.Let me be no nearer
In death’s dream kingdom
Let me also wear
Such deliberate disguises
Rat’s coat, crowskin, crossed staves
In a field
Behaving as the wind behaves
No nearer—Not that final meeting
In the twilight kingdomIII
This is the dead land
This is cactus land
Here the stone images
Are raised, here they receive
The supplication of a dead man’s hand
Under the twinkle of a fading star.Is it like this
In death’s other kingdom
Waking alone
At the hour when we are
Trembling with tenderness
Lips that would kiss
Form prayers to broken stone.IV
The eyes are not here
There are no eyes here
In this valley of dying stars
In this hollow valley
This broken jaw of our lost kingdomsIn this last of meeting places
We grope together
And avoid speech
Gathered on this beach of the tumid riverSightless, unless
The eyes reappear
As the perpetual star
Multifoliate rose
Of death’s twilight kingdom
The hope only
Of empty men.V
Here we go round the prickly pear
Prickly pear prickly pear
Here we go round the prickly pear
At five o’clock in the morning.Between the idea
And the reality
Between the motion
And the act
Falls the Shadow
For Thine is the KingdomBetween the conception
And the creation
Between the emotion
And the response
Falls the Shadow
Life is very longBetween the desire
And the spasm
Between the potency
And the existence
Between the essence
And the descent
Falls the Shadow
For Thine is the KingdomFor Thine is
Life is
For Thine is theThis is the way the world ends
This is the way the world ends
This is the way the world ends
Not with a bang but a whimper.PHORUM.GR
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΕΚΕΙΝΗ Η ΔΥΝΑΜΗ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 22/12/2017)
Μίλησες εσύ ο παραγεμισμένος ποίηση αετός
για κούφιους ανθρώπους
καύκαλα αλοίμονο γιομάτοι
σκύβουν στ’ άχυρα
μαζί τους κι εμείς
οι ήσυχες, ασήμαντες υπάρξεις
σαν αγέρι στεγνό
ξερού χορταριού ο ψίθυρος
τι πιο σκιερό κελάρι
των ποντικών η στέγη
ποδάρι εσύ ανθρώπινο
είμαστε όλοι δεκάρες
του κύριου Κούρτς
κι οι τσέπες γιομάτες άχυρο φωνές
χαμένη παράφορη ψυχή
μα μονάχα σπασμένα κόκαλα και γυαλικά
χρώμα παραλυμένο και παραμελημένο
το γαλάζιο γνέψιμο χώρας δίχως κίνηση
εκείνη η δύναμη που μας ταξίδευε
μ’ ίσιες ματιές στο σχήμα της μορφής
ενός θανάτου
κι εγώ θυμάμαι την άλλη τούτη Βασιλεία
Εμπνευσμένο από το: Α’, Σελ. 107.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
Ο ΚΟΡΑΚΑΣ ΚΙ Ο ΚΟΚΟΡΑΣ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Όλα αυτά που φανερώνονται στο μάτι μέσα
σπασμένου φωτός η στήλη στέκει αγέρωχη
εκεί λοιπόν δένδρο απόμακρο σείεται τραγούδι
κι οι φωνές ναι είναι τούτες οι φωνές του αγέρα
που σβήνουν άστρο επίσημο
στα όνειρα οι θάνατοι μας αντικρίζουν
μα δεν μπορώ εκεί κοντύτερα να ‘ρθω
μελετημένα σοκάκια
στη βασιλεία των ουρανών
μασκαρέματα κόρακα και κόκορα
πετσί ασταύρωτου ποντικού
το τελευταίο τούτο δειλινό
συναπάντημα στη Βασιλεία
δεξιόστροφη ήταν η ώρα εκείνη
μέσα σε χωράφια ραβδιά
κάνοντας όπως ο άνεμος
φορεσιές φύλλων, πουλιών
μα όχι κοντύτερα μου ο ήλιος συννεφιασμένος
Εμπνευσμένο από το: Β’, Σελ. 108.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΧΕΡΙ ΙΚΕΣΙΑΣ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Πέτρινος ο νεκρός κάκτος
ομοίωμα χώρας
τούτη εδώ υψώνεται
και δέχεται τους πεθαμένους
χέρι ικεσίας
κάτω από τ’ άστρο καθώς σβήνει
πράγματα κι ανθρώπους
παίξιμο τρυφερό κάποιας ώρας
μονάχο του ξυπνά
λένε οι προσευχές
πως στα χείλια μάς φιλά
η πέτρα που τρέμει σπασμένη
Εμπνευσμένο από το: Γ’, Σελ. 109.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΨΗΛΑΦΟΥΜΕ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Στο κούφιο εκείνο άστρο
πεθάναμε σα λαγκάδια
κι είναι σπασμένη η ματιά ετούτη
σιαγών από συναπάντημα
στις τελευταίες βασιλείες
ψηλαφούμε μαζί
τους ουρανούς μας
από λόγια φτιαγμένοι
Εμπνευσμένο από το: Δ’, Σελ. 109.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΔΙΧΩΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Εκεί ανάμεσα στην πράξη κάποιας σκιάς
πέφτω εγώ το γεγονός μιας ιδέας
κίνηση-συγκίνηση αυγής
στο παρά πέντε μου
γύρω γύρω σκοτάδιασε
φραγκόσυκο εσύ ο ήλιος
ό,τι σου εστίν φραγκόσυκο
στη σύλληψή του το φως
δημιουργίας είναι η ζωή
δίχως ανταπόκριση
Εμπνευσμένο από το: Ε’, Σελ. 110.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΑΙΩΝΙΟ ΜΑΤΙ ΑΣΤΡΟΥ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Μαζεμένα τόσα ψάρια πολλά
να σας αποφεύγει φουσκωμένος ο ποταμός
εκτός κι αν όχι
το βλέμμα ξαναφανεί
αιώνιο μάτι άστρου
εκατόφυλλο άδειο πλάσμα
θανάτου ο άνθρωπος
η ελπίδα μονάχη της βασιλεύει
στο δειλινό
Εμπνευσμένο από το: Δ’, Σελ. 110.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΒΡΟΝΤΑ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Σκιά ανάμεσα σε σκιές
πέφτει σκοτάδι
η ζωή μου πολύ μακριά
από εμένα
στους πόθους της ύπαρξης
κι η κάθοδος μεγάλη εκεί
καθώς τελειώνει
ο τελευταίος σπασμός
Σου εστίν, μου ‘πες ποιητή
Σου εστίν, έτσι είναι η ζωή
ο κόσμος βροντά
λυγμός όχι Βασιλεία
Εμπνευσμένο από το: Ε’, Σελ. 111.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΘΩΜΑΣ ΕΛΙΟΤ, ΜΑΡΙΝΑ, 1930
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ, 1936
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ, ΜΕΤΑ/POETICS, 2017
Marina, a poem by T.S. Eliot
One of best educational experiences I ever had was a class called “Yeats and Eliot” that I took as a college sophomore. I’ve been reading and rereading his work ever since. The name of this blog, “The first gate(s)” comes from the opening of Eliot’s long poem, “The Four Quartets,” which matches the scope and depth of the work of any poet who ventures into ineffable realms.
Eliot must have been quite a character. He scandalized the early 20th century literary establishment with images like this, from the opening of “The Love Song of J. Alfred Prufrock:”
“Let us go then, you and I,
When the evening is spread out against the sky
Like a patient etherised upon a table;”At the same time he offended the avant garde because he worked in a bank and joined the Catholic church. Aware of such contradictions, he was never afraid to parody himself:
“How unpleasant to meet Mr. Eliot!
With his features of clerical cut,
And his brow so grim
And his mouth so prim
And his conversation, so nicely
Restricted to What Precisely
And If and Perhaps and But.”By all accounts, he was also a joker, who served whoopee cushions and exploding cigars to dinner guests. He and Groucho Marx were mutual fans.
***
“Marina” was one of the first Eliot poems I came to love, but I hadn’t read it for quite a while. Ironically, it was the political conventions that brought these lines from the poem to mind:
Those who sharpen the tooth of the dog, meaning
Death
Those who glitter with the glory of the hummingbird, meaning
DeathMarina was #29 in Eliot’s series of “Ariel Poems,” first published in September, 1930. It was based on the Jacobean play, Pericles, Prince of Tyre. Shakespeare is credited with the last acts of the play, the story of Pericles’ separation from, and reunion with, his daughter, Marina (most scholars believe the opening was composed by an inferior collaborator).
The play however, was simply a catalyst for poem that lives a life of its own, with haunting imagery that I think can speak to any of us, wherever we are.
Marina
By T.S. Eliot
Quis hic locus, quae regio, quae mundi plaga?
What seas what shores what grey rocks and what islands
What water lapping the bow
And scent of pine and the woodthrush singing through the fog
What images return
O my daughter.Those who sharpen the tooth of the dog, meaning
Death
Those who glitter with the glory of the hummingbird, meaning
Death
Those who sit in the sty of contentment, meaning
Death
Those who suffer the ecstasy of the animals, meaning
DeathAre become insubstantial, reduced by a wind,
A breath of pine, and the woodsong fog
By this grace dissolved in placeWhat is this face, less clear and clearer
The pulse in the arm, less strong and stronger—
Given or lent? more distant than stars and nearer than the eye
Whispers and small laughter between leaves and hurrying feet
Under sleep, where all the waters meet.Bowsprit cracked with ice and paint cracked with heat.
I made this, I have forgotten
And remember.
The rigging weak and the canvas rotten
Between one June and another September.
Made this unknowing, half conscious, unknown, my own.
The garboard strake leaks, the seams need caulking.
This form, this face, this life
Living to live in a world of time beyond me; let me
Resign my life for this life, my speech for that unspoken,
The awakened, lips parted, the hope, the new ships.What seas what shores what granite islands towards my timbers
And woodthrush calling through the fog
My daughter.THE FIRST GATES
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΣΤΗ ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Γλύφοντας τ’ αλμυρά νερά
και βράχια πλώρης
ποιά πέλαγα, γκρίζα νησιά
ακονίζουν στα πεύκη
αρώματα καταχνιάς;
πόσοι γιαλοί σημαίνουν
πως υποφέρουν
τα ψάρια υποφέρουν
την έκσταση του ανθρώπου
δόντι σκύλου και θανάτου αλύχτημα
λάμπεις δόξα εκεί που κάθεσαι στο στάβλο
κι η τσίχλα τούτη η μασημένη
γυρίζει κόρη μου στα χείλη σου
φιλί ζωγραφισμένο
τροχιλίζεις την ικανοποίησή σου
κι όσοι υποφέρουν
ως ανυπόστατα ζώα
υπόταξες τους αγέρα
στο φύσημά μας
δασοκελάηδιστο κι αν είναι
στη Μαρίνα των βράχων
όπως η πνοή του πεύκου η καταχνιά
ενός ακονισμένου στίχου
Εμπνευσμένο από το: ΜΑΡΙΝΑ, Σελ. 112.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΜΑΡΙΝΑ
[Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης]
Ποια πέλαγα ποιοι γιαλοί ποια γκρίζα βράχια και ποια νησιά
Και ποιο νερό γλείφοντας την πλώρη
Και το άρωμα του πεύκου κι η τσίχλα τραγουδώντας μέσα στην καταχνιά
Ποιες ζουγραφιές γυρίζουν
Ω κόρη μου.
Αυτοί που ακονίζουν το δόντι του σκύλου, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που λάμπουν με τη δόξα του τροχίλου, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που κάθονται στο στάβλο της ικανοποίησης σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που υποφέρουν την έκσταση του ζώου, σημαίνοντας
Θάνατο
Εγίναν ανυπόστατοι, τους υπόταξε ένα φύσημα,
Μια πνοή του πεύκου, κι η δασοκελάηδιστη καταχνιά
Εκείνη η χάρη τους έχει πάρει
Τι πρόσωπο είναι αυτό, πιο σκοτεινό και πιο φωτεινό
Ο σφυγμός στο χέρι, πιο αδύνατος και πιο δυνατός –
Δοσμένο ή δανεισμένο; πιο μακριά από τ’ άστρα και πιο κοντά απ’ το μάτι
Ψιθυρισμοί και ψιλά γέλια ανάμεσα σε φύλλα και πόδια βιαστικά
Στα βάθη του ύπνου, όπου σμίγουν όλα τα νερά.
Μποπρέσο ραγισμένο στην παγωνιά, ραγισμένη στην κάψα μπογιά.
Το έκανα αυτό, το ξέχασα
Και το θυμούμαι.
Η αρματωσιά δίχως αντοχή και το καραβόπανο σάπιο
Ανάμεσα σ’ έναν Ιούνιο κι έναν άλλο Σεπτέμβρη.
Το έκανα αυτό μισοσυνείδητος, ανήξερος, άγνωστος, δικό μου.
Τα μαδέρια κάνουν νερά, οι αρμοί θέλουν καλαφάτισμα.
Τούτο το σχήμα, τούτο το πρόσωπο, τούτη η ζωή
Ζώντας για να ζει σ’ έναν κόσμο καιρού πέρα από μένα· ας
Αφήσω τη ζωή μου γι’ αυτή τη ζωή, το λόγο μου γι’ αυτόν τον ανείπωτο,
Τον ξυπνημένο, χωρισμένα χείλια, την ελπίδα, τα νέα καράβια.
Ποια πέλαγα ποιοι γιαλοί ποια νησιά γρανίτες προς τ’ άρμενά μου
Κι η πρόσκληση της τσίχλας μέσα απ’ την καταχνιά
Κόρη μου.
Σημείωση: Τροχίλος: Είδος πουλιού
ΑΕΙΠΟΤΕ
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΕΥΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Ανήξερος σοφός
ο άγνωστος των βραβείων ήμουν εγώ
το δικό μου βραβείο
έζησα σ΄ έναν κόσμο ολομόναχο
δίχως παρελθόν μήτε μέλλον
έζησα κι απέφυγα το κάθε τώρα
θυμάμαι όμως πως ήμουν αρματωμένος
χωρίς την αντοχή μιας σάπιας ψυχής
ευσυνείδητος εργάτης
της κάθε μου λέξης
άφησα πέρα τους καιρούς
και τις ραγισμένες ζωές στη παγωνιά
πρόσωπα μαδέρια
θέλησα νερά καλά αλαφατισμένα
έκανα τούτον τον στίχο ανείπωτο λόγο μου
σκοτεινό προσωπείο φωτιάς
φύλλα, γέλια και ψιλά
ο σφυγμός ξεψυχά στο χέρι μας
βιαστικά ψιθύρισα ποιήματα-ράμματα
το έκανα αυτό το ποίημα εξώγαμο παιδί
και πόσο μόχθησα για να γεννηθεί
σμίγουμε βλέπεις φίλε όλοι
στους ύπνους
δανεισμένοι στον θάνατο
μποπρέσο μάτι άστρου
η κάψα καραβόπανο
πιο μακριά δεν γίνεται
στο βάθος ενός αδύναμου ονείρου
σήμερα ήμουν σχήμα
αύριο έγινα μορφή, ζώντας
Εμπνευσμένο από το: ΜΑΡΙΝΑ, Σελ. 113.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΘΩΜΑΣ ΕΛΙΟΤ, ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΠΟΛΙΤΕΥΟΜΕΝΟΥ, 1932
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ, 1936
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ, ΜΕΤΑ/POETICS, 2017
ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΠΟΛΙΤΕΥΟΜΕΝΟΥ
ΦΩΝΑΞΕ τί νὰ φωνάξω;
Χορτάρι ἡ κάθε σάρκα; συμπεριλαμβανομένων
Τῶν Ἑταίρων τὸν Λουτροῦ, τῶν Ἱπποτῶν τῆς Βρεταννικῆς Αὐτοκρατορίας, τῶν Ἱπποτῶν,
Ὢ Ἱππότες! τῆς Λεγεῶνος τῆς Τιμῆς,
Τοῦ Τάγματος τὸν Μέλανος Ἀετοῦ (α’καὶ β’τάξεως). Καὶ τοῦ Τάγματος τοῦ Ἀνατέλλοντος Ἡλίου.Φώναξε φώναξε τί νὰ φωνάξω;
Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ γίνει πρῶτα εἶναι νὰ σχηματιστοῦν οἱ ἐπιτροπές:
Τὰ γνωμοδοτικὰ συμβούλια, διαρκεῖς ἐπιτροπές, εἰδικὲς ἐπιτροπὲς καὶ ὑποεπιτροπές.
Ἕνας γραμματέας φτάνει γιὰ πολλὲς ἐπιτροπές.
Τί νὰ φωνάξω;
Ὁ Ἄρθουρ Ἔντουαρ Κύριλ Πάρκερ διορίστηκε τηλεφωνητής.
Μὲ μισθὸ μιάμιση λίρα τὴ βδομάδα ποὺ μὲ πέντε σελίνια ἐτήσια αὔξηση
Γίνεται δυόμιση λίρες τὴ βδομάδα•
Κι ἕνα ἐπίδομα τριάντα σελίνια τὰ Χριστούγεννα
Καὶ μιὰ βδομάδα τὸ χρόνο ἄδεια.
Μιὰ ἐπιτροπὴ ἔχει διοριστεῖ γιὰ νὰ ὑποδείξει ἕνα συμβούλιο μηχανικῶν
Νὰ ἐξετάσει τὴν Ὕδρευση.
Μιὰ ἐπιτροπὴ ἔχει διοριστεῖ
Γιὰ τὰ Δημόσια Ἔργα, πρωτίστως γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῶν ὀχυρωματικῶν.
Μιὰ ἐπιτροπὴ ἔχει διοριστεῖ
Νὰ διαπραγματευθεῖ μὲ μιὰ Βολσκιανὴ ἐπιτροπὴ
Τὴν αἰωνία εἰρήνη• οἱ βιομήχανοι βελῶν καὶ ἀκοντίων καὶ οἱ σιδηρουργοὶ
Ὅρισαν μιὰ μικτὴ ἐπιτροπὴ νὰ διαμαρτυρηθεῖ γιὰ τὴ μείωση τῶν παραγγελιῶν.
Ὡστόσο οἱ φυλακὲς στὰ σύνορα παίζουνε ζάρια Καὶ στοὺς βάλτους (ὢ Μαντοβάνε) κοάζουν τὰ βατράχια.
Πυγολαμπίδες λάμπουν στὶς ἀνήμπορες πάνω ἀστραπὲς τῆς νύχτας τοῦ Ἰουλίου.
Τί νὰ φωνάξω;
Μάνα, μάνα
Νὰ τὰ οἰκογενειακὰ πορτραῖτα γραμμή, σκοῦρες προτομές, ὅλες μὲ ὕφος ἀξιοπρόσεχτα ρωμαϊκό.
Ὅλες ἀξιοπρόσεχτα ἴδιες φωτισμένες διαδοχικὰ ἀπ’ τὴν ἀνταύγεια
Ἑνὸς ἱδρωμένου λαμπαδοφόρου ποὺ χασμουριέται.
Ὢ χωμένοι κάτω ἀπό… Χωμένοι κάτω ἀπό… Ἐκεῖ ποὺ τὸ πόδι τοῦ περιστεριοῦ πάτησε μὲ μιὰ σύσπαση μιὰ στιγμή,
Μιὰ ἀκίνητη στιγμή, μεσημερνὴ ἀνάπαυλα, βολεμένη κάτω ἀπὸ τὰ ψηλότερα κλαδιὰ τοῦ πλατύτερου δέντρου τοῦ μεσημεριοῦ.
Κάτω ἀπ’ τὰ φτερὰ τὸν στήθους ποὺ ἔπαιζαν μὲ τ’ ἀγεράκι τ’ ἀπογευματινὸ
Ἡ κυκλαμιὰ ἐκεῖ πέρα ἀνοίγει τὰ φτερούγια, ἐκεῖ τ’ ἁγιόκλημα σκύβει στ’ ἀνώφλι.
Ὢ μάνα (ὄχι κάποια προτομὴ ἀπὸ τοῦτες μ’ ἐπιγραφὴ ἀξιοπρεπή)
Ἐγώ ἕνα κουρασμένο κεφάλι ἀνάμεσα σὲ τοῦτα τὰ κεφάλια
Γεροὶ τράχηλοι γιὰ νὰ τὰ βαστάζουν
Γερὲς μύτες γιὰ νὰ σκίζουν τὸν ἄνεμο
Μάνα
Δὲ θὰ μπορούσαμε κάποτε, ἴσως τώρα, νὰ εἴμασταν μαζί.
Ἂν οἱ θυσίες, παιδεμοί, ἀσκητισμοί, ἐξιλασμοὶ
Ἔχουνε τώρα τηρηθεῖ
Δὲ θὰ μπορούσαμε τάχα νὰ εἴμασταν χωμένοι
Χωμένοι μέσα στὴ γαλήνη τοῦ μεσημεριοῦ, μέσα στὴ σιωπὴ τῆς νύχτας ποὺ κοάζει.
Ἔλα μὲ τὸ φτερούγισμα τῆς μικρῆς νυχτερίδας, μὲ τὸ μικρὸ λαμπύρισμα τῆς πυγολαμπίδας ἢ κωλοφωτιᾶς
Πετώντας, πέφτοντας, στεφανωμένα σκόνη, τὰ μικρὰ πλάσματα.
Τὰ μικρὰ πλάσματα τσιρίζουν ἀχαμνὰ μέσα στὴ σκόνη, μέσα στὴ νύχτα,
Ὢ μάνα
Τί νὰ φωνάξω;
Ἀπαιτοῦμεν μίαν ἐπιτροπήν, μίαν ἀντιπροσωπευτικὴν ἐπιτροπήν, μίαν ἐπιτροπὴν ἐλέγχου
ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ! ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ! ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ!
ΠΟΙΕΙΝ
Difficulties of a Statesman
CRY what shall I cry?
All flesh is grass: comprehending
The Companions of the Bath, the Knights of the British Empire, the Cavaliers,
O Cavaliers! of the Legion of Honour,
The Order of the Black Eagle (1st and 2nd class) ,
And the Order of the Rising Sun.
Cry cry what shall I cry?
The first thing to do is to form the committees:
The consultative councils, the standing committees committees and sub-committees
One secretary will do for several committees.
What shall I cry?
Arthur Edward Cyril Parker is appointed telephone operator
At a salary of one pound ten a week rising by annual increments of fiveshillings
To two pounds ten a week; with a bonus of thirty shillings at Christmas
And one week’s leave a year.
A committee has been appointed to nominate a commission of engineers
To consider the Water Supply.
A commission is appointed
For Public Works, chiefly the question of rebuilding the fortifications.
A commission is appointed
To confer with a Volscian commission
About perpetual peace: the fletchers and javelin-makers and smiths
Have appointed a joint committee to protest against the reduction of orders.
Meanwhile the guards shake dice on the marches
And the frogs (O Mantuan) croak in the marshes.
Fireflies flare against the faint sheet lightning
What shall I cry?
Mother mother
Here is the row of family portraits, dingy busts, all looking remarkablyRoman,
Remarkably like each other, lit up successively by the flare
Of a sweaty torchbearer, yawning.
O hidden under the… Hidden under the… Where the dove’s foot rested andlocked for a moment,
A still moment, repose of noon, set under the upper branches of noon’s widest tree
Under the breast feather stirred by the small wind after noon
There the cyclamen spreads its wings, there the clematis droops over the lintel,
O mother (not among these busts, all correctly inscribed)
I a tired head among these heads
Necks strong to bear them
Noses strong to break the wind
Mother
May we not be some time, almost now, together,
If the mactations, immolations, oblations, impetrations,
Are now observed
May we not be
O hidden
Hidden in the stillness of noon, in the silent croaking night.
Come with the sweep of the little bat’s wing, with the small flare of thefirefly or lightning bug,
‘Rising and falling, crowned with dust’, the small creatures,
The small creatures chirp thinly through the dust, through the night.
O mother
What shall I cry?
We demand a committee, a representative committee, a committee of investigation
RESIGN RESIGN RESIGN
BABEL MATRIX
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Όλα φτάνουν ως εδώ
στο πηγάδι σου ψυχή
επιτροπές πολιτευόμενων ανθρώπων
διαρκείς συμβούλια
υποεπιτροπές ποίησης
γνωμοδοτικά στίχων
κι εγώ τι να πρωτοφωνάξω!
των Ιπποτών εκείνων
η Λεγεώνα της Τιμής τούτο το χορτάρι
τάγμα επί τάγματος
ο Ανατέλλων ήλιος
φωνάζει και δύει
ό,τι πρέπει να γίνει
πρώτα ας το προσπαθήσω
φτάνει Αρθούρε που διορίστηκες
τηλεφωνητής της γνώσης μισθωτός
στο παρά πέντε πήρες αύξηση
μιάμιση λίρα γνώση την βδομάδα
ετήσιας ζωής οι δυόμισοι μοίρες
λίρα, σελίνι Χριστουγέννων
μας είπε τα κάλαντα ο Χριστός
κι από βδομάδα έρχεται
ο καινούργιος χρόνος
καλορίζικος να ‘ναι ο τάφος σου νεκρέ
άδειος δίχως ζωή
πήρες επίδομα ανεργίας κι αιωνιότητας
τριάντα συμβούλια μηχανικών
υπόδειξέ μου
Έντουαρ Σύριλ Πάρκερ
ποιός θα ‘ναι ο γραμματέας
από εδώ και πέρα
του μεγάλου Λουτρού αίματος
οι Αυτοκρατορίες φτάνουν
ως τη σάρκα κάθε δυσκολίας
μελανώματος αετού ήσουν
ιππότη Βρεττανικέ
συμπεραλαμβανομένης μιας εταίρας
γυναίκας παντρεμένη στιχουργού
Εμπνευσμένο από το: ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΠΟΛΙΤΕΥΟΜΕΝΟΥ, Σελ. 115.
© HELLENIC POETRY, 2017
Recent Comments