ELIOT, TRANSLATION, META/POETICS
Ο ΕΛΙΟΤ ΣΥΝΔΥΑΖΕ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΥΠΕΡΟΧΕΣ ΑΡΕΤΕΣ
(Η ΚΑΘΕ ΜΙΑ ΑΠΟ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΣΠΑΝΙΑ)
ΗΤΑΝ:
ΙΔΙΟΦΥΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΗΓΕΤΗΣ
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΨΥΧΗ
ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΡΦΗ ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ ΙΣΩΣ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΕΥΛΑΒΕΙΑΣ
(ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΥΟ ΠΡΩΤΕΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΛΥΜΑΘΕΙΑ)
ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΞΑΦΝΙΚΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ
(ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΗΜΗΣ ΧΩΡΑΣ, 1936)
ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΓΓΛΟΣΑΞOΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ
ΗΤΑΝ ΣΑΝ Ν΄ΑΝΟΙΓΕ ΤΑ ΠΑΝΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
ΘΑΛΑΣΣΟΓΕΝNΗΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΦΥΣΙΚΟ ΗΤΑΝ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ
ΝΑ ΤΟ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΝ ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΠΟΛΛΟΙ
Η ΠΡΩΤΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΓΕΝΙΑ
ΗΤΑΝ ΙΣΩΣ ΚΙ Η ΠΙΟ ΤΥΧΕΡΗ
ΑΦΟΥ ΗΤΑΝ Η ΠΡΩΤΗ (ΕΦΗΒΙΚΗ ΤΟΤΕ ΓΕΝΙΑ ΠΟΙΗΤΩΝ)
ΠΟΥ ΓΕΥΤΗΚΕ ΤΟΥΣ ΚΑΡΠΟΥΣ
ΤΗΣ ΣΕΦΕΡΙΚΗΣ ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΙΑΣ
ΠΑΡΑΘΕΤΟΥΜΕ ΕΔΩ:
Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΩΝ ΤΕΦΡΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΤΑΚΗΣ ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΣ, 1964
ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΤΑ/ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΔΡΑΣΚΕΛΙΣΜΑ
ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΟ ΤΟΥΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ
ΤΟΥ ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ, 2017/18
ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ (ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΕΙΤΟ ΚΥΡΟΥ, 1971):
Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΩΝ ΤΕΦΡΩΝ-ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΕΛ
ΣΥΓΧΩΡΕΣΤΕ ΜΑΣ ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΑ ΛΑΘΗ
ΘΩΜΑΣ ΕΛΙΟΤ, Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΩΝ ΤΕΦΡΩΝ
ΤΑΚΗΣ ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΣ/ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ, ΜΕΤΑ/POETICS
ΘΩΜΑΣ ΕΛΙΟΤ, Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΩΝ ΤΕΦΡΩΝ
ΜΕΤΕΦΡΑΣΗ ΤΑΚΗΣ ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΣ, 1964
Ι
Because I do not hope to turn again
Because I do not hope
Because I do not hope to turn
Desiring this man’s gift and that man’s scope
I no longer strive to strive towards such things
(Why should the aged eagle stretch its wings?)
Why should I mourn
The vanished power of the usual reign?
Because I do not hope to know again
The infirm glory of the positive hour
Because I do not think
Because know I shall not know
The one veritable transitory power
Because I cannot drink
There, where trees flowers, and springs flow, for there is
nothing again
Because I know that time is always time
And place is always and only place
I
Επειδή δεν ελπίζω να γυρίσω πάλι
Επειδή δεν ελπίζω
Eπειδή δεν ελπίζω να γυρίσω
Επιθυµώντας το δώρο τούτου του ανθρώπου
και την προοπτική εκείνου του ανθρώπου
∆εν προσπαθώ πια ν’ αγωνισθώ για τέτοια πράγµατα
Γιατί αλήθεια, ο αετός ο γερασµένος θα τανύση τα φτερά του;
Γιατί αλήθεια θα µοιρολογώ
Την εκµηδενισµένη δύναµη της συνηθισµένης βασιλείας;
Επειδή δεν ελπίζω να γνωρίσω πάλι
Την ανήµπορη δόξα της θετικής ώρας
Επειδή δεν σκέπτοµαι
Επειδή γνωρίζω ότι δεν θα γνωρίσω
Την µια αυθεντική πρόσκαιρη δύναµη
Επειδή δεν µπορώ να πιώ
Εκεί, που τα δέντρα ανθούν καί οι πηγές ρέουν, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πάλι
Επειδή γνωρίζω ότι ο χρόνος είναι πάντα χρόνος
Κι ο τόπος είναι πάντα και µόνον τόπος
And what is actual is actual only for one time
And only for one place
I rejoice that things are as they are and
I renounce the blessed face
And renounce the voice
Because I cannot hope to turn again
Consequently I rejoice, having to construct something
Upon which to rejoice
And pray to God to have mercy upon us
And I pray that I may forget
These matters that with myself I too much discuss
Too much explain
Because I do not hope to turn again
Let these words answer
For what is done, not to be done again
May the judgement not to be too heavy upon us
Because these wings are no longer wings to fly
But merely vans to beat the air
The air which is now thoroughly small and dry
Smaller and dryer than the will
Teach us to care and not to care
Teach us to sit still.
Pray for us sinners now and at the hour of our death
Pray for us now and at the hour of our death.
Και ό,τι είναι αληθινό είναι αληθινό µόνο για κάποιο χρόνο
Και µόνο για κάποιο τόπο
Χαίρω γιατί τα πράγµατα είναι όπως είναι
Κι αποκηρύσσω το ευλογηµένο πρόσωπο
Κι αποκηρύσσω την φωνή
Επειδή δεν µπορώ να ελπίζω πως θα γυρίσω πάλι
Έτσι χαίρω έχοντας να οικοδοµήσω κάτι
Που γι‘ αυτό να χαίρω
Και προσεύχοµαι στον Θεό να µας ελεήση
Και προσεύχοµαι για να µπορώ να ξεχάσω
Αυτά τα πράγµατα που µε τον εαυτό µου τόσο κουβεντιάζω4
Και τόσο εξηγώ
Επειδή δεν ελπίζω να γυρίσω πάλι5
Ας απαντήσουν αυτές οι λέξεις
Για ό,τι έγινε, να µη γίνη πάλι
Είθε η κρίση να µην πέση πολύ βαριά πάνω µας
Επειδή αυτά τα φτερά δέν είναι πια φτερά γιά νά πετάξουν
Αλλά µόνο ριπίδια για να χτυπούν τον αέρα
Τον αέρα που τώρα είναι ολοκληρωτικά ξερός και λίγος
Λιγώτερος, ξερώτερος κι από την θέληση
Μάθε µας να φροντίζουµε και ν‘ αδιαφορούµε
Μάθε µας να στεκόµαστε σιωπηλοί
∆εηθήτε για µας τους αµαρτωλούς τώρα και την ώρα του
θανάτου µας
∆εηθήτε για µας τώρα και την ώρα του θανάτου µας.
ΙΙ
Lady, three white leopards sat under a juniper-tree
In the cool of the day, having fed to satiety
On my legs my hart my liver and that which had been
contained
In the hollow round of my skull. And God said
Shall these bones live? shall these
Bones live? And that which had been contained
In the bones (which were already dry) said chirping:
Because of the goodness of this Lady
And because of her loveliness, and because
She honours the Virgin in meditation,
We shine with brightness. And I who am here dissembled
Proffer my deeds to oblivion, and my love
To the posterity of the desert and the fruit of the gourd.
It is this which recovers
My guts the strings of my eyes and the indigestible portions
Which the leopards reject. The Lady is withdrawn
In a white gown, to contemplation, in a white gown.
Let the whiteness of bones atone to forgetfulness.
There is no life in them. As I am forgotten
And would be forgotten, so I would forget
ΙΙ
∆έσποινα, τρεις λευκές λεοπαρδάλεις κάθισαν κάτω από µιαν άρκευθο
Όταν δροσίζει η µέρα, έχοντας φάει µέχρι κορεσµού
Από τα πόδια µου την καρδιά µου το συκώτι µου κι εκείνο που βρισκόταν
Μέσα στο κοίλο του κρανίου µου. Καί ο Θεός είπε
Θα ζήσουν αυτά τα οστά; Θα ζήσουν
Αυτά τα οστά; Κι εκείνο που βρισκόταν
Μές στα οστά (που ήταν πια ξερά) είπε τερετίζοντας:
Λόγω της καλωσύνης αυτής της ∆έσποινας
Και λόγω της καλλονής της και επειδή
Τιµά την Παρθένο όταν διαλογίζεται
Ακτινοβολούµε γεµάτα φως. Κι εγώ που εδώ κρύβοµαι
Προσφέρω τα έργα µου στη λήθη και την αγάπη µου
Στους εκγόνους της ερήµου και στον καρπό της κολοκυθιάς.
Είναι αυτό που συνεφέρνει
Τα σπλάχνα µου τα νεύρα των µατιών µου και τα µέρη τα δύσπεπτα
Που οι λεοπαρδάλεις πετούν. Η ∆έσποινα αποσύρθηκε
Σε µια λευκήν εσθήτα, στην περισυλλογή, σε µια λευκήν εσθήτα.
Άφησε τη λευκότητα των οστών να εξιλεωθή στη λησµοσύνη
∆εν υπάρχει ζωή µέσα σ‘ αυτά. Όπως είµαι λησµονηµένος
Και θα ήµουν λησµονηµένος, έτσι θα λησµονούσα
Thus devoted, concentrated in purpose. And God said
Prophesy to the wind, to the wind only for only
The wind will listen. And the bones sang chirping
With the burden of the grasshopper, saying
Lady of silences
Calm and distressed
Torn and most whole
Rose of memory
Rose of forgetfulness
Exhausted and life-giving
Worried reposeful
The single Rose
Is now the Garden
Where all loves end
Terminate torment
Of love satisfied
The grater torment
Of love satisfied
End of the endless
Journey to no end
Conclusion of all that
In inconclusible
Speech without word and
Word of no speech
Grace to the Mother
Έτσι αφοσιωµένος, συγκεντρωµένος στο σκοπό. Και ο Θεός είπε
Προφήτευσε στο πνεύµα, στο πνεύµα µόνο γιατί µόνο
το πνεύµα θα προσέξη. Και τα οστά τραγούδησαν τερετίζοντας
Με το βάρος της ακρίδας, λέγοντας
∆έσποινα των σιωπών
Ήρεµη και καταπονηµένη
Κοµµατιασµένη και τελείως άρτια
Ρόδο της ανάµνησης
Ρόδο της λήθης
Εξουθενωµένη και ζωοδότρα
Βασανισµένη αναπαυµένη
Το µόνο Ρόδο
Είναι τώρα ο Κήπος
Που όλες οι αγάπες τελειώνουν
Εξαντλήσου µαρτύριο
Του ανεκπλήρωτου έρωτα
Το µεγαλύτερο µαρτύριο
Του εκπληρωµένου έρωτα
Τέλος του ατέλειωτου
Ταξειδιού στο χωρίς τέλος
Κατάληξη όλου εκείνου
Που είναι ακατάληκτο
Οµιλία χωρίς λέξη και
Λέξη καµιάς οµιλίας
Χάρις στην Μητέρα
For the Garden
Where all love ends.
Under a juniper-tree the bones sang, scattered and shining
We are glad to be scattered, we did little good to each other,
Under a tree in the cool of the day, with the blessing of sand,
Forgetting themselves and each other, united
In the quiet of the desert. This is the land which ye
Shall divide by lot. And neither division nor unity
Matters. This is the land. We have our inheritance.
Για τον Κήπο
Που όλη η αγάπη τελειώνει.
Κάτω από µιαν άρκευθο τα οστά υµνούσαν, διασκορπισµένα και λάµποντα
Χαιρόµαστε όντας διασκορπισµένα, µικρό καλό κάναµε το
ένα στ‘ άλλο,
Κάτω από ένα δέντρο όταν δροσίζη η µέρα, µε την ευλογία
της άµµου,
Ξεχνώντας τον εαυτό τους και το ένα τ‘ άλλο, ενωµένα
Στην ησυχία της ερήµου. Αυτή είναι η γη
Που θα χωρίσετε µε κλήρο. Και που ούτε ο χωρισµός ούτε η
ενότητα
Ενδιαφέρει. Αυτή είναι η γη. Έχουµε την κληρονοµία µας.
III
At the first turning of the second stair
I turned and saw below
The same shape twisted on the banister
Under the vapour in the fetid air
Struggling with the devil of the stairs who wears
The deceitful face of hope and despair.
At the second turning of the second stair
I left them twisting, turning below;
There were no more faces and the stair was dark,
Στο πρώτο γύρισµα της δεύτερης σκάλας
Γύρισα και είδα κάτω
Το ίδιο σχήµα να συστρέφεται στην κουπαστή
Κάτω απ‘ τον αχνό στον βρωµισµένο αέρα
Σ‘ έναν αγώνα µε το δαιµονικό της σκάλας που φοράει
Το απατηλό πρόσωπο της ελπίδας και της απόγνωσης.
Στο δεύτερο γύρισµα της δεύτερης σκάλας
Τ‘ άφησα να συστρέφωνται, γυρνώντας κάτω.
∆εν υπήρχαν πια πρόσωπα και η σκάλα ήταν σκοτεινή,
Damp, jagged, like an old man’s mouth drivelling, beyond
repair,
Or the toothed gullet of an aged shark.
At the first turning of the third stair
Was a slotted window bellied like the fig’s fruit
And beyond the hawthorn blossom and a pasture scene
The broadbacked figure drest in blue and green
Enchanted the maytime with an antique flute.
Blown hair is sweet, brown hair over the mouth blown,
Lilac and brown hair;
Distraction, music of the flute, stops and steps of the mind
over the third stair,
Fading, fading; strength beyond hope and despair
Climbing the third stair.
Lord, I am not worthy
Lord, I am not worthy
but speak the word only.
Υγρή, σακατεµενένη, σαν το στόµα γέρου που σαλιάζει,
χωρίς γιατριά,
Η τον οδοντωτό οισοφάγο γερασµένου σκυλόψαρου.
Στο πρώτο γύρισµα της τρίτης σκάλας
Ήταν ένα θυριδωτό παράθυρο κοιλιασµένο, σαν τον καρπό συκιάς
Και πέρα από το άνθος του λευκάκανθου και µια ποιµενική σκηνή
Η φαρδύπλατη µορφή ντυµένη σε γαλάζια και πράσινα
Εµάγευε τον Μάη µ‘ έναν αρχαίο αυλό.
Τα ελεύθερα στον άνεµο µαλλιά είναι γλυκά,
τα καστανά µαλλιά στο στόµα γυρισµένα.
Πασχαλιά και καστανά µαλλιά.
∆ιατάραξη, µουσική του αυλού, στάσεις και βήµατα του νου πάνω απ‘ την τρίτη σκάλα,
Εξασθενίζουν, εξασθενίζουν. ∆ύναµη πέρα απ‘ την ελπίδα και την απόγνωση
Ανεβαίνοντας την τρίτη σκάλα.
Κύριε, ουκ ειµί ικανός
Κύριε, ουκ ειµί ικανός
αλλά µόνον ειπέ λόγον.
ΙV
Who walked between the violet and the violet
Who walked between
The various ranks of varied green
Going in white and blue, the Mary’s colour,
Talking of trivial things
In ignorance and in knowledge of eternal dolour
Who moved among the others as they walked,
Who then made strong the fountains and made fresh the
springs
Made cool the dry rock and made firm the sand
In blue of larkspur, blue of Mary’s colour,
Sovegna vos
Here are the years the walk between, bearing
Away the fiddles and the flutes, restoring
One who moves in the time between sleep and waking,
wearing
White light folded, sheathed about her, folded.
The new years walk, restoring
Through a bright cloud of tears, the years, restoring
With a new verse the ancient rhyme. Redeem
The time. Redeem
The unread vision in the higher dream
While jewelled unicorns draw by the gilded hearse.
ΙV
Ποιά περπατούσε ανάµεσα στο µενεξεδί και το µενεξεδί
Ποιά περπατούσε ανάµεσα
Στους διάφορους στοίχους των ποικίλλων πράσινων
Ντυµένη σε λευκό και σε γαλάζιο, της Μαρίας το χρώµα
Μιλώντας γι‘ ασήµαντα πράγµατα
Αγνοώντας και γνωρίζοντας την αιώνια οδύνη
Ποιά κινιόταν ανάµεσα στους άλλους καθώς περπατούσαν,
Ποιά τότε δυνάµωσε τους πίδακες και φρεσκάρισε τις πηγές
Έκανε δροσερό τον ξερό βράχο και συµπαγή την άµµο
Ντυµένη σε γαλάζιο λιναρήθρας, γαλάζιο της Μαρίας το χρώµα,
Sovegna vos
Εδώ είναι τα χρόνια που περπατούν ανάµεσα, παίρνοντας
Πέρα τα βιολιά και τους αυλούς, ανακαινίζοντας
Κάποια που κινείαι στο χρόνο µεταξύ ύπνου και ξύπνου,
φορώντας
Άσπρο φως διπλωµένο, σφιγµένο γύρω της, διπλωµένο.
Τα καινούρια χρόνια περπατούν, ανακαινίζοντας
Μέσα από να φωτεινό σύννεφο δακρύων, τα χρόνια, ανακαινίζοντας
Μ‘ έναν καινούριο στίχο την αρχαία προσωδία. Εξαγοράστε
Τον χρόνο. Εξαγοράστε
Την αδιάβαστη οπτασία στο υψηλώτερο όνειρο
Καθώς κοσµηµένοι µονόκεροι σέρνουν την επιχρυσωµένη νεκροφόρα.
V
If the lost word is lost, if the spent word is spent
If the unheard, unspoken
Word is unspoken, unheard;
Still is the unspoken word, the Word unheard,
The Word without a word, the Word within
The world and for the world;
And the light shone in darkness and
V
Αν η χαµένη λέξη είναι χαµένη, αν η δαπανηµένη λέξη είναι δαπανηµένη
Αν η ανάκουστη, η απρόφερτη
Λέξη είναι απρόφερτη, ανάκουστη.
Μένει ακόµη η απρόφερτη λέξη, ο Λόγος ο ανάκουστος
Ο Λόγος χωρίς λέξη, ο Λόγος µέσα
Στον κόσµο και για τον κόσµο.
Και το φως έλαµψε στο σκοτάδι
Against the Word the unstilled world still whirled
About the centre of the silent Word.
O my people, what have I done unto thee.
Where shall the word be found, where will the word
Resound? Not here, there is not enough silence
Not on the sea or on the island, not
On the mainland, in the desert or the rain land,
For those who walk in darkness
Both in the day time and in the night time
The right time and the right place are not here
No place for grace for those who avoid the face
No time to rejoice for those who walk among noise and deny
the voice
Will the veiled sister pray for
Those who walk in darkness, who chose thee and oppose thee,
Those who are torn on the horn between season and season,
time and time, between
Hour and hour, word and word, power and power, those who
wait
In darkness? Will the veiled sister pray
For children at the gate
Κι αντίθετα στον Κόσµο ο ακατασίγαστος κόσµος ακόµη στροβιλιζόταν
Γύρω από το κέντρο του σιωπηλού Λόγου.
Λαός µου τί εποίησά σοι.
Που άραγε θα βρεθή ]η λέξη, που θ‘ αντηχήση
Η λέξη; Όχι εδώ, δεν υπάρχει αρκετή σιωπή
Ούτε στη θάλασσα ή στα νησιά, ούε
Στην ενδοχώρα, στην έρηµο ή της βροχής τη χώρα,
Για κείνους που περπατούν στο σκοτάδι
Και την ώρα της µέρας και την ώρα της νύχτας
Ο σωστός χρόνος και ο σωστός τόπος δεν είναι εδώ
∆εν υπάρχει τόπος χάριτος για κείνους που αποφεύγουν το
πρόσωπο
Δεν υπάρχει χρόνος χαράς για κείνους που περπατούν µέσα στο θόρυβο και αρνούνται τη φωνή
Η πεπλοφορεµένη αδελφή θα δεηθή
Για κείνους που περπατούν στο σκοτάδι, που εξέλεξαν εσένα
και αντιστέκονται σ‘ εσένα
Εκείνους που σπαράζονται από το κέρας, µεταξύ εποχής και εποχής χρόνου και χρόνου, µεταξύ
Ώρας και ώρας, λέξης και λέξης, δύναµης και δύναµης,
εκείνους που περιµένουν
Στο σκοτάδι; Η πελοφορεµένη αδελφή θα δεηθή
Για τα παιδιά στην πύλη
Who will not go away and cannot pray:
Pray for those who chose and oppose
O my people, hat have I done unto thee.
Will the veiled sister between the slender
Yew trees pray for those who offend her
And are terrified and cannot surrender
And affirm before the world and deny between the rocks
In the last desert between the last blue rocks
The desert in the garden the garden in the desert
Of drouth, spitting from the mouth the withered apple-seed.
O my people.
Που δεν θα φύγουν και δεν µπορούν να δεηθούν:
∆εηθήτε γι‘ αυτούς που εξέλεξαν και αντιστέκονται
Λαός µου τί εποίησά σοι,
Η πεπλοφορεµένη αδελφή ανάµεσά στους λεπτόκλωνους
Σµίλακες θα δεηθή γι‘ αυτούς που την υβρίζουν
Που είναι τροµαγµένοι και δεν µπορούν να ενδώσουν
Κι επικροτούν µπροστά στον κόσµο κι αρνούνται ανάµεσα στους βράχους
Στην τελευταία έρηµο ανάµεσα στους τελευταίους γαλάζιους
βράχους
Την έρηµο στον κήπο τον κήπο στην έρηµο3
Της ξηρασίας, φτύνοντας απ‘ το στόµα τον µαραµένο µηλόσπορο.
Λαός µου
Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ: Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΩΝ ΤΕΦΡΩΝ (VI)
Μολονότι δὲν ἐλπίζω νὰ ξαναγυρίσω
Μολονότι δὲν ἐλπίζω
Μολονότι δὲν ἐλπίζω νὰ γυρίσω
Ταλαντευόμενος ἀνάμεσα στὸ κέρδος καὶ στὴ ζημιὰ
Στὸ σύντομο ἐτοῦτο διάβα ποὺ διασταυρώνονται τὰ ὄνειρα
Με τ’ ὀνειροδιασταυρούμενο ἡμίφως ἀνάμεσα στὴ γέννα καὶ στὸ θάνατο
(Ἐλέησόν με ὁ Πατήρ) μολονότι δὲν ἐπιθυμῶ νὰ ἐπιθυμήσω αὐτὰ τὰ πράγματα
Ἀπ’ τ’ ὁλάνοιχτο παράθυρο ποὺ βλέπει πρὸς τη γρανιτένια ἀκτὴ
Τ’ ἄσπρα πανιὰ πετοῦν ἀκόμη πρὸς τὸ πέλαγο, ἄθραυστα ποὺ πετοῦνε
Πρὸς το πέλαγο φτερά
Κι ἡ χαμένη καρδιὰ σκληραίνει καὶ αγάλλεται
Μὲ τὴ χαμένη πασχαλιὰ καὶ τὶς χαμένες πελαγίσιες φωνὲς
Καὶ τ’ αδύναμο πνεῦμα ἐπείγεται νὰ ἐξεγερθεῖ
Γιὰ τὴ λυγισμένη χρυσόβεργα καὶ τὴ χαμένη πελαγίσια ὀσμὴ
Ἐπείγεται νὰ ἐπανακτήσει
Τὸ κράξιμο τοῦ ὀρτυκιοῦ καὶ τὸ βροχοπούλι ποὺ γυροβολᾶ
Καὶ τὸ τυφλὸ τὸ μάτι δημιουργεῖ
Τὰ ἄδεια σχήματα ἀνάμεσα στὶς φιλντισένιες πύλες
Καὶ ὀσμὴ ἀνανεώνει τὴν ἀρμυρὴ γεύση τῆς ἀμμουδερῆς γῆς
Ἰδοὺ ὁ καιρὸς ἐντάσεως ἀνάμεσα θάνατο καὶ γέννα
ὁ τόπος μοναξιᾶς ποὺ διασταυρώνονται τρία ὄνειρα
Ἀνάμεσα σὲ γαλάζια βράχια
Ἀλλ’ ὅταν ξεμακρύνουν οἱ φωνὲς ποὺ σείστηκαν ἀπ’ τὰ σμιλάγκια
Τότε ἂς σειστεῖ τ’ ἄλλο σμιλάγκι κι ἂς ἀποκριθεῖ.
Εὐλογημένη ἀδερφή, ἅγια μητέρα, πνεῦμα τῆς πηγῆς, πνεῦμα τοῦ κήπου,
Ἀνέξου μας νὰ μὴν ἐμπαίζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ ἀπάτη
Δίδαξέ μας νὰ φροντίζουμε καὶ νὰ μὴν φροντίζουμε
Δίδαξέ μας νὰ μένουμε ἤρεμοι
Ἔστω κι ἀνάμεσα σ’ αὐτά τὰ βράχια,
Ἡ εἰρήνη μας στὸ θέλημά Του
Ἔστω κι ἂν ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ τὰ βράχια
Ἀδελφή, Μητέρα
Καὶ πνεῦμα τοῦ ποταμοῦ, πνεῦμα τῆς θάλασσας,
Ἀνέξου με νὰ μὴν ἀποχωριστῶ
Κι ἂς φτάσει ἡ κραυγή μου ἐπὶ Σέ.
ἀπὸ τὴν “Τετάρτη τῶν Τεφρῶν”
Μετάφραση Κλεῖτος Κύρου,
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΞΕΝΟΣ ΤΟΠΟΣ ΤΩΡΙΝΟΣ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Λαχταρώ κάθε σου χάρισμα
του ενός ανθρώπου η φύση
των άλλων πραγμάτων γίνεται η ελπίδα
για τέτοια γέρικα φτερά
δεν αξίζει ν’ αγωνιάς
απλώσου πένθιμος
ξαναγυρίζει στη χαμένη του δύναμη
ο βασιλιάς
σε πρόσκαιρα ταξίδια σκέψης
πόση δόξα ανθίζει στα δέντρα
και τρέχουμε σαν φύλλα βροχής
αδύναμες βρυσοπηγές
εφόσον τίποτα δεν γίνεται
όξω από την αρχή
πάντοτε ο χρόνος ξένος τόπος τωρινός
χαίρομαι που ΄χεις ευλογημένη μορφή
κι ας με απαρνιούνται οι φωνές
ελπίζω πως θα ξαναγυρίσω
να καταπιαστώ με ζήλο προσευχής κι εαυτού
τ΄ ανθρώπινα τούτα ζητήματα
εν ελέω θεού
ανεξήγητα συζήτησης
Εμπνευσμένο από το: Ι, Σελ. 15.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΙΣΩΣ ΞΑΝΑΓΙΝΟΥΜΕ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Ποιός θα μας κρίνει τώρα;
μήπως τούτες οι λέξεις;
ίσως ξαναγίνουμε
πάλι ποίημα
βαριά η απόκριση του αγέρα
θλιμμένα φτερά εδώ σαλεύουν
μικρός ο στίχος κι η θέληση μεγάλη
πες μου, ποιά είναι η ώρα του θανάτου;
δίχως απόκριση
παρά μονάχα ριπίδες βαριές
τόσο βαριές και νεκρικές
που ας φροντίσουμε να μείνουμε ήρεμοι
ξερός, αμαρτωλός εσύ
δίδαξέ μας την προσευχή
Εμπνευσμένο από το: Ι, Σελ. 16.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΣΚΟΡΠΙΣΜΕΝΟΙ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Ιδού αδιάφορη η γη
είμαστε εμείς οι σκορπισμένοι μεταξύ μας
ένα ευχαριστημένο κυπαρίσσι
έψελναν λαμπερά τα δένδρα
μα το δειλινό γιόμισε ο εαυτός
ιδού με οστά και λίγες, καλές όμως, ευλογίες
μετά βρέθηκε γαλήνιος στην λησμονημένη έρημο
αλληλοξεχνιούνται ενωμένοι οι άνθρωποι
έτσι είναι εδώ τούτη η γη
και μήτε κληρονομιά ή ενότητα
η εν κλήρω βολή
διανομή της άμμου σε κόκκους ψυχής
Εμπνευσμένο από το: ΙΙ, Σελ. 17.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟ ΦΩΣ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Γαλάζια αδελφή πηγή
που αναβλύζει πουλιά και τραγούδια
από ψηλά
φορώντας σιωπηλά τ’ ανήκουστο σύμβολο
δρόσισε λοιπόν η κάθε οδύνη
ζωήρεψε στην άμμο ο σκορπιός
στέριωσε κι η γνώση
κάποια βιολιά
φλογέρες παρασέρνοντας
ανάμεσά μας πορεύονται
ιδού, αποκαθιστώντας
στους ύπνους τις κρήνες
περπατώντας δυνάμωσα
φωτεινό δάκρυ καινούργιο
σύννεφο διπλωμένο
πορευομένο φως
φορώντας άσπρα πανιά
κινείται μέσα του ο χρόνος
προχωρώντας προς την εξορία
ντυμένος σαν λευκό δελφίνι
ο γαλάζιος βράχος
κατάξερος σάλευε
εξαγόρασε τα χρόνια μου με στίχους
χιλιάδες ανείπωτοι ψίθυροι
είναι η εξορία μας τούτος ο άνεμος
έγνεψες κεφάλι σκυμμένου θεού προς εμένα
άφωνος ο αυλός σου έβγαλε λέξεις
άστρο σμιλάγκι θαλασσινών κήπων
στο κατόπι ώσπου να τιναχτούν τ’ όνειρα
πετραδοστόλιστο όνειρο
υψηλότερο απ’ τα χρώματα
μονόκεροι θεοί σε σέρνουν
η αρχαία νεκροφόρα
χρυσοποίκιλων στίχων
εξαγοράζει, χρόνια αποκαθιστώντας
Εμπνευσμένο από το: ΙΙΙ, Σελ. 19.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Παλεύεις με την σκοτεινή σου πλευρά
σαλιαρίζεις ελπίδες πολλές
και μια μονάχα απόγνωση
πριονωτό παράθυρο κάποιου λαρυγγιού η θέα
μπλέκονται στριφογυρίσματα
στο βρωμερό κιγκλίδωμα των αγέρηδων
είδα αναποδογυρισμένη την σκάλα
μορφή ατμού κι απατηλή απόγνωση
ανθρώπου που παλεύει όπως ο διάβολος
κουλουριασμένος σαν έμβρυο
πρόσωπα δευτεροπλασμένα
όμοια οδοντωτά υγρά στόματα
γέρου καρχαρία
ανεπανόρθωτα γερασμένου
πλατύτερη γίνεται η θάλασσα
μορφή ντυμένης στα κύματα γυναίκας
τοπίο γαλάζιας βοσκής
ασπράγκαθο φουσκωμένο άνθη
ούκ ειμί ικανός σχισμένης σάρκας Κύριε
ούκ ειμί ικανός εγράψαντος
αυλού είπε λόγο
αλλά μόνον σιωπή
τρίτη σκάλα σκέψης
και πάνω σου βήματα
σβησμένα δυνατά βήματα
ανεβαίνοντας ελπίδες πολλές κι απόγνωση
σκαρφάλωνες στην σκάλα του Μάη
και πέρα μ’ αρχαίο μελάνι έγραφες
τόσο όμορφα ανεμισμένα τα μαλλιά της πασχαλιάς
καστανή διασκέδαση μουσικής οι παύσεις
Εμπνευσμένο από το: ΙΙΙ, Σελ. 18.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΣΤΡΟΒΙΛΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΤΗΧΗΣΑ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Εκείνος ήταν ακόμη ο λαός μου
εν τη σκοτία
υπέρ των αντιστεκόμενων ανθρώπων
πέπλα προσευχής σπαρασσόμενα
ανάμεσα στις ώρες
ο χρόνος, ο λόγος, η δύναμη
από εποχή σ’ εποχή
αναμενόμενη αδελφή
παρά τη πύλη του ελέους
σ’ εποίησα Λαέ μου
γιατί εκλέχτηκα εγώ
ο εν τη σκοτία προσευχόμενος
υπέρ των παίδων στίχων
για όσους αποχωρίστηκαν τις βροχερές τους χώρες
πορεύτηκαν
ουδείς φωνή μεταξύ θορύβου
καιρός αχάριστος για όσους
εξ αγαλιάσεως προσεύχονται
έχει αρκετή σιωπή εδώ
που θα βρεθεί ο λόγος
ο μέγας Λόγος ο χαμένος
στις λέξεις ξοδεμένος
ο λόγος του Κυρίου
ο ανήκουστος για κάποιον άλλον κόσμο
εν τη σκοτία ενάντια στο φως έφεγγε
γύρω μας σιωπηλός κι ανήκουστος
χάθηκε ο Λόγος τούτος
σ’ ανείπωτο κέντρο ξοδεμένος
Λαέ μου μετανάστη
εποίησα, στροβιλισμένος αντήχησα
είδα εδώ στη θάλασσα ασταμάτητα νησιά
πορεύτηκες ανείπωτο σκοτάδι
εν καιρώ νύχτας
ακατάλληλος ημέρας ο έρημος τόπος
ήταν για τους ψαράδες στεριά
αποφεύγοντας κάθε όψη και ψάρι
Εμπνευσμένο από το: ΙΙΙ, Σελ. 20.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΥΠΕΡΑΥΤΗΣ ΑΔΕΛΦΗΣ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Ο λαός μου ο έρημος της ανομβρίας
φτάνοντας ως την εσχάτη προσευχή
διαβαίνει έρημους κόσμους
ανάμεσά μας τα γαλάζια βράχια
φτύνοντας μηλόσπορο
του κήπου το μαραμένο στόμα
τρομοκρατήθηκαν παραδωμένα και ισχνά πέπλα
υπεραυτής αδελφής, δύνανται λιδωρούμενο αίμα
σμιλάγκια από φλέβες
Εμπνευσμένο από το: ΙΙΙ, Σελ. 21.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
Η ΑΚΤΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Σαν σύντομο θανατερό διάβα
ελπίζεις
να ξαναγυρίσει σε σένα ο λαός σου
χρυσόβεργα γης
εκεί που η γέννα μας διασταυρώνει
ελέησον με του θανάτου πατήρ
μολονότι ταλαντευόμενος
δεν επιθυμώ να ξαναγυρίσω
στην ανυπαρξία
ποιό το κέρδος κάθε ζωής
και τι ζημιά προκάλεσε;
σκληραίνεις ελπίζω λίγο καθώς γερνάς
χαμένο εσύ πανί πετώντας ακόμη
ολάνοιχτα πελάγη, άθραυστα κύματα
γρανιτένια η ακτή της ποίησης
προσβλέπει σε σένα
φωνές εξεγερμένες κι ας είναι αδύνατο το πνεύμα
γυροβολάς κράξιμο αετού τυφλού
αδειάζεις σχήματα ανάμεσά μας
δημιουργείς εβένινα μάτια
επανέκτιση ορυκτού
κι ημίφως ονείρου
λυγισμένο βροχοπούλι επείγεσαι
στην αμμουδερή πύλη
και τούτη η γεύση
οσμή κι αρμύρα συνάμα
ανανεώνει κάθε ορμή
χαμένος, πελαγίσιος
βλέπεις προς κάθε επιθυμία
τα πράγματα ανέγγιχτα
Εμπνευσμένο από το: VΙ, Σελ. 21.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΕΝ ΚΑΙΡΩ ΕΝΤΑΣΕΩΣ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Επί Σέ μητέρα η αδελφή του ποταμού
κι ας φτάσει ως την ειρήνη η κραυγή μου
μεγάλο πνεύμα έστω και θέλημα βράχου
μάθε μας ανάμεσά σου να μένουμε ήρεμοι
πνεύμα αποχωρίσου
της θάλασσας αγία πηγή των κυμάτων
ευλογημένη άνοιξε τους εαυτούς όλους
τούτη η απάτη ας σειστεί
απομακρύνομαι
ξεμακραίνω από φωνές, γέννες κι όνειρα
διασταύρωση πάνω στη γαλάζια μοναξιά
ο τόπος τούτος
βράχια που σείστηκαν
φωνές σμιλάγκια η απόκριση
ευλογημένε κήπε ανέξου
τόση φροντίδα
ανοιξιάτικος αποχωρισμός
κι ας φτάσεις ως εκεί εν καιρώ εντάσεως
Εμπνευσμένο από το: VΙ, Σελ. 22.
© HELLENIC POETRY, 2017
A SONG FOR SIMEON, 1928
ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΜΕΩΝ
(ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ)
Lord, the Roman hycinths are blowing in bowls and
The winter sun creeps by the snow hills;
The stubborn season has made stand.
My life is light, waiting for the death wind,
Like a feather on the back of my hand.
Dust in sunlight and memory in corners
Wait for the wind that chills towards the dead land.
Grant us the peace.
I have walked many years in this city,
Kept faith and fast, provided for the poor,
Have given and taken honour and ease.
There went never any rejected from my door.
Who shall remember my house, where shall live my children’s children
When the time of sorrow is come?
They will take to the goat’s path, and the fox’s home,
Fleeing from the foreign faces and the foreign swords.
Before the time of cords and scourges and lamentation
Grant us thy peace.
Before the stations of the mountain of desolation,
Before the certain hour of maternal sorrow,
Now at this birth season of decease,
Κύριε, oι Ρωµαϊκοί υάκινθοι ανθίζουν στα κύπελλα
Κι ο χειµωνιάτικος ήλιος έρπει κατά τους χιονισµένους λόφους.
Η επίµονη εποχή αντιστάθηκε.
Είναι η ζωή µου ελαφριά καί περιµένει του θανάτου τον άνεµο,
Όπως ένα φτερό στο πίσω µέρος της παλάµης.
Σκόνη στο φως του ήλιου και ανάµνηση στις κώχες
Περιµένουν τον άνεµο που παγώνει προς τους τόπους της νεκρής γης.
∆ώσε µας την ειρήνη σου
Περπάτησα χρόνια πολλά σ‘ αυτή την πόλη,
Πίστεψα νήστεψα, µερίµνησα για τους φτωχούς,
∆έχτηκα κι έδωσα τιµή κι ανάπαυση.
Ποτέ κανείς δεν διώχτηκε απ‘ την πόρτα µου.
Άραγε ποιός θα µνηµονεύση το σπίτι µου, άραγε που θα ζούνε των παιδιών µου τα παιδιά
Όταν θα έρθη ο καιρός της θλίψης;
Θα πάρουνε το µονοπάτι της κατσίκας και της φωλιάς της αλεπούς
Φεύγοντας µπρός στ‘ αλλότρια πρόσωπα τ‘ αλλότρια σπαθιά.
Πριν απ‘ τον χρόνο των δεσµών των µαστιγώσεων και των θρήνων
∆ώσε µας την ειρήνη σου.
Πριν απ‘ τους σταθµούς του όρους της ερηµώσεως
Πριν απ‘ την βέβαιη ώρα της µητρικής θλίψης
Τώρα σ‘ αυτή την εποχή της γέννησης του θανάτου,
Let the Infant, the still unspeaking and unspoken Word,
Grant Israel’s consolation
To one who has eighty years and no to-morrow.
According to Thy word.
They shall praise Thee and suffer in every generation
With glory and derision,
Light upon light, mounting the saints’ stair.
Not for me the martyrdom, the ecstasy of thought and prayer,
Not for me the ultimate vision.
Grant me thy peace.
(And a sword shall pierce thy hart,
Thine also.)
I am tired with my own life and the lives of those after me,
I am dying in my own death and the deaths of those after me,
Let thy servant depart,
Having seen thy salvation.
Άφησε το Βρέφος, τον Λόγο που δεν είπε και δεν λέχτηκε ακόµη,
∆ώσ‘ την παρηγορίαν του Ισραήλ
Σέ έναν άνθρωπο ογδόντα χρόνων χωρίς αύριο.
Κατά το ρήµα σου.
Θα Σε υµνούν και θα υποφέρουν σε κάθε γενεά
Με χλευασµό και δόξα,
Φως πάνω στο φως, σκαρφαλώνοντας στη σκάλα των αγίων.
Όχι για µένα το µαρτύριο, η έκσταση της σκέψης και της προσευχής,
΄Οχι για µένα το έσχατο όραµα.
∆ώσε µου την ειρήνη σου.
Και µια ροµφαία θα διαπεράση την καρδιά, και την δική σου ακόµη.
Κουράστηκα µε την δική µου τη ζωή και την ζωή εκείνων που έρχονται κατόπι µου,
Πεθαίνω στον δικό µου θάνατο και τους θανάτους κείνων που έρχονται κατόπι µου.
Άφησε τον δούλο σου ν‘ άναχωρήση,
Αφού είδε τό σωτήριόν σου.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
Ο ΧΛΕΥΑΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΔΟΞΑΣΜΕΝΗΣ ΓΕΝΙΑΣ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Θυμάσαι πως οι καιροί οι κάποτε γιομάτοι ανέσεις και τιμές
έφεραν πολέμους ως τη πόρτα
και γκρέμισαν σπίτια πολλά;
καρτερώντας χιονισμένους υάκινθους
και ρωμαϊκά βάζα
η χειμωνιάτικη εποχή μου
αντιστέκεται στους ήλιους
ανάλαφρος ο θάνατος των ανέμων
σαν φτερό ζωής
και πάνω στη παλάμη σου
σέρνονται τούτοι οι στίχοι
δικοί μας είναι
καρτερούνε ίσως λίγη σκόνη
η αλεπού η κατατρεγμένη από ξένα μαστιγώματα
κανείς ποτέ δεν την θρήνησε
ώσπου γέμισαν οι φωλιές έρημο κι οδύνη
για ογδόντα χρόνους γυρόφερνα τις θάλασσες
υπέφερα σε κάθε αύριο
τον χλευασμό μιας δοξασμένης γενιάς
προσευχές μαρτύριο οπτασίας
μνήμη που παγώνει επίμονα
όπως η νεκρή γη
πάνω σ’ ένα λιόφωτο
προς τη μεριά της Αγγλίας ανθίζω
νάτες οι γωνιές των ανέμων
εκεί έψαξα να βρω λίγη ειρήνη
ήταν ο δρόμος τούτος βέβαιος όπως η μεγάλη ώρα
όταν γεννάει τις εποχές που θα ΄ρθουν
ανείπωτος ο θάνατος
παράκληση τώρα του αμίλητου Λόγου
δρασκελώντας τα βρέφη των αγίων φως εν φωτί
σκαλοπάτι μακρινό της σκέψης
έσχατη ειρήνη έκσταση
υμνείς σε Συμεών και κανένα τραγούδι
Δος μοι γιδόστρατο κορμί
χρόνια πολλά ποιοί ευχήθηκαν
και περπάτησαν νηστικοί
φρόντισαν οι φτωχοί
και τους έδωσαν πίστη
εγώ αποδιώχτηκα στα παιδιά μου των παιδιών
έφτασε ως εμένα η θλίψη
Εμπνευσμένο από το: ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΜΕΩΝ, Σελ. 27.
© HELLENIC POETRY, 2017
The Journey of the Magi‘
A cold coming we had of it,
Just the worst time of the year
For the journey, and such a long journey:
The ways deep and the weather sharp,
The very dead of winter.’
And the camels galled, sore-footed, refractory,
Lying down in the melting snow.
There were times we regretted
The summer palaces on slopes, the terraces,
And the silken girls bringing sherbet.
Then the camel men cursing and grumbling
And running away, and wanting their liquor and women,
And the night-fires going out, and the lack of shelters,
And the cities hostile and the towns unfriendly
And the villages dirty and charging high prices:
A hard time we had of it.At the end we preferred to travel all night,
Sleeping in snatches,
With the voices singing in our ears, saying
That this was all folly. Then at dawn we came down to a temperate valley,
Wet, below the snow line, smelling of vegetation;
With a running stream and a water-mill beating the darkness,
And three trees on the low sky,
And an old white horse galloped away in the meadow.
Then we came to a tavern with vine-leaves over the lintel,
Six hands at an open door dicing for pieces of silver,
And feet kicking the empty wine-skins,
But there was no information, and so we continued
And arrived at evening, not a moment too soon
Finding the place; it was (you may say) satisfactory
All this was a long time ago, I remember,
And I would do it again, but set down
This set down
This: were we led all that way for
Birth or Death? There was a Birth, certainly,We had evidence and no doubt. I had seen birth and death,
But had thought they were different; this Birth was
Hard and bitter agony for us, like Death, our death,
We returned to our places, these Kingdoms,
But no longer at ease here, in the old dispensation,
With an alien people clutching their gods.
I should be glad of another death.
«Έπεσε πάνω στα κρύα ο ερχομός του, μέσα στου χρόνου την πιο άσχημη εποχή.
Για ένα ταξίδι, και μάλιστα τόσο μακρύ, ύπουλοι οι δρόμοι και άγριος ο καιρός, ακριβώς πάνω στην καρδιά του χειμώνα.
Και πληγιασμένες οι καμήλες, με πόδια πρησμένα να αντιστέκονται, να ξαπλώνουν πάνω στο λιωμένο χιόνι.
Κάποιες στιγμές το μετανιώναμε, νοσταλγούσαμε τα θερινά παλάτια μας απάνω στις πλαγιές, τις κάμαρες μας, τις λυγερές κοπέλες που μας κέρναγαν σερμπέτια.
Κι έπειτα οι γκρινιάρηδες καμηλιέρηδες να βλαστημούν και να το σκάνε γυρεύοντας ποτό και θηλυκά, και τις νύχτες να σβήνουν οι φωτιές και καταλύματα να μην υπάρχουν, οι πόλεις αφιλόξενες και τα χωριά εχθρικά χρεώνοντας πολλά.
Δύσκολος καιρός για μάς. Τέλος διαλέξαμε νύχτα να ταξιδεύουμε, να λαγοκοιμόμαστε, με τις φωνές να φωνάζουν στα αυτιά μας κράζοντας πως όλα αυτά ήταν μια καθαρή τρέλα.
Έπειτα το ξημέρωμα σε εύκρατη φτάσαμε κοιλάδα, υγρή, πέρα από το σύνορο του χιονιού, μοσχοβολούσε η βλάστηση εκεί, με γάργαρο ποτάμι κι ένα νερόμυλο να μαστιγώνει το σκοτάδι και τρία δέντρα στο χαμηλό ουρανό.
Κι ένα γέρικο άσπρο άλογο να ξεμακραίνει καλπάζοντας στο βοσκοτόπι.
Κατόπι φτάσαμε σε καπηλειό πού χε μια δράνα πάνω από τη μπασιά, έξι χέρια σε ορθάνοιχτη πόρτα έπαιζαν ασήμι στα ζάρια και πόδια κλωτσούσαν τα αδειανά από κρασί φλασκιά.
Όμως δεν ήξεραν τίποτε να μας πουν και συνεχίσαμε αδιάκοπα και νύχτα φτάσαμε, ούτε λεπτό νωρίτερα, το μέρος εκείνο βρήκαμε.
Ήτανε για μας μια γερή ανταμοιβή. Πάει πολύς καιρός που έγιναν όλα αυτά, θυμάμαι καλά, όμως θα το ξανάκανα. Ετούτο όμως να γράψεις καλά. Ετούτο γράψε.
Το δρόμο αυτό τον πήραμε για Γέννηση ή για Θάνατο; Σίγουρα μια Γέννηση υπήρξε, είχαμε πολλές μαρτυρίες και αμφιβολία καμιά. Είχα αντικρίσει γέννηση και θάνατο, όμως θαρρούσα πως δεν έμοιαζαν καθόλου.
Ήταν η Γέννηση αυτή σκληρή αγωνία και πικρή για μας, εκείνα τα Βασίλεια. Όμως κι εκεί, στον αρχαίο νόμο μέσα, δε βρήκαμε αναπαμό, μ’ ένα λαό πού γινε ξένος καθώς γαντζώνονταν πάνω στους θεούς του. Θα έπρεπε να χαιρόμουνα με έναν άλλο θάνατο».
Απόδοση στα ελληνικά: Θανάσης Δρίτσας
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΠΟΡΤΕΣ ΟΛΑΝΟΙΧΤΕΣ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Από πόρτες ολάνοιχτες μπήκαμε σ’ ένα καπηλειό
ασημένια αμπελόφυλλα
παίζοντας μαζί μας ζάρια-νομίσματα
κήβδιλα χέρια
ώσπου φτάσαμε σε μια γραμμή χιονιού
και μύριζε τρεχούμενο νερό η βλάστηση
χαμήλωσε ο ουρανός
νερόμυλος σκοταδιού και δένδρων
λέγοντας μας: «Δεν υπάρχει πιά καμμιά καινούργια είδηση»
κάλπαζε σαν γέρικο άλογο σ’ άσπρα λειβάδια
χτυπώντας μακριά τις κοιλάδες
μέσα στη καρδιά σου χειμωνιάζει η ψυχή μου
καιρός τόσο βαθύς, μεγάλο δριμύ ταξίδι
τι πιό χειρότερο κρύο απ’ τη ζέστη που αναζητούσαμε
πληγιασμένη λαχτάρα
καμήλας τα παλάτια θερινής κοπέλας
καθώς έσερνε πίσω της την έρημο
με λεπτεπίλεπτα κορμιά
φεύγανε σαν καμηλιέρηδες βλαστημώντας
κάθε μοίρα ή γκρίνια
ζητούν οι γυναίκες φωτιές, σβησμένες νύχτες
εχθρικά χωριά, βρωμερές πολιτείες
αναζητώ εκεί αφιλόξενος
την πιό ακριβή τιμή
δίχως αποκούμπι χρεωμένος
προτίμησα στο τέλος να ταξιδέψω
κλέβοντας τ΄ άστρα σου νύχτα
με βρήκε δύσκολος υπνάκος
ήτανε πολλά τραγούδια και παράλογα
στο αυτί μέσα
εντελώς εύκρατες φωνές
Εμπνευσμένο από το: ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ, Σελ. 25.
© HELLENIC POETRY, 2017
ANIMULA
‘Issues from the hand of God, the simple soul’
To a flat world of changing lights and noise,
To light, dark, dry or damp, chilly or warm;
Moving between the legs of tables and of chairs,
Rising or falling, grasping at kisses and toys,
Advancing boldly, sudden to take alarm,
Retreating to the corner of arm and knee,
Eager to be reassured, taking pleasure
In the fragrant brilliance of the Christmas tree,
Pleasure in the wind, the sunlight and the sea;
Studies the sunlit pattern on the floor
And running stags around a silver tray;
Confounds the actual and the fanciful,
Content with playing-cards and kings and queens,
What the fairies do and what the servants say.
The heavy burden of the growing soul
Perplexes and offends more, day by day;
Week by week, offends and perplexes more
With the imperatives of ‘is and seems’
And may and may not, desire and control.
The pain of living and the drug of dreams
Curl up the small soul in the window seat
Behind the Encyclopædia Britannica.
Issues from the hand of time the simple soul
Irresolute and selfish, misshapen, lame,
Unable to fare forward or retreat,
Fearing the warm reality, the offered good,
Denying the importunity of the blood,
Shadow of its own shadows, spectre in its own gloom,
Leaving disordered papers in a dusty room;
Living first in the silence after the viaticum.Pray for Guiterriez, avid of speed and power,
For Boudin, blown to pieces,
For this one who made a great fortune,
And that one who went his own way.
Pray for Floret, by the boarhound slain between the yew trees,
Pray for us now and at the hour of our birth.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΑΠΛΩΝΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Μελετά θαρρετά, τρυπάει ανάμεσά μας ο στίχος εκπορεύεται
δύσμορφη ποίηση ανάπηρης ψυχής
αναποφάσιστα τυλίγεσαι με ζωή
πίσω σου η φοβούμενη πραγματικότητα
ανήμπορη σιωπή, κυρίως ζώντας
κι ύστερα σκονισμένη μέσα στα χαρτιά
εναλλασσόμενες ριγηλές ψυχές θέρμης
σ’ απλό επίπεδο απάνω
απλωμένος ο θεός
σαλεύοντας η φωτεινή φωνή
θαρρετά έτοιμη για φιλιά και πανικόβλητα παιχνίδια
στους μυρωδάτους άνεμους
πρόθυμη να προχωρήσει
σχέδια ελαφιών πάνω στα χέρια
κι έτοιμα γόνατα, ασημένιο ηλιόφως
δίσκος θάλασσας φανταστικός
η ευχαρίστηση του δέντρου καθώς μεγαλώνει
Χριστουγεννιάτικο
εγώ κι εσύ φυτεύουμε λάμψεις
οι νεράιδες σφιγμένες στα φιλιά
σαν τραπουλόχαρτα
ντάμες, ριγάδες, υπηρέτες ξεθάρρεψαν
υποχωρείς προσφέροντας αίμα ακατάστατο
όλες οι δικές μας δήθεν σκιές
αρνιούνται κάθε φάσμα
τι φορτικότητα τόσο σκότος
στο στερνό δωμάτιο μετάληψη
προσευχήσου άπληστο, εγωϊστικό
προϊόν του χρόνου
τράβα μπροστά και μην υποχωρείς
μέρα με τη μέρα σαστίζει η βδομάδα
είναι ο χρόνος προστακτικός
και φαίνεται στιγμή
μου επιτρέπεται βαρύ φορτίο
πάνω σου η μικρή ψυχή
στο περβάζι των ονείρων
κάθισμα ο πόθος
άλγος προσφερόμενο ζωής αγαθής
θέλει ταχύτητα και ισχύ
γίνε κομμάτια χίλια φάρμακα
απαγορευτική επιτρέπεται
λίγη αρκούμενη υγιεία
πιότερο σε προσβάλλει
στο πάτωμα καθίσματα και τραπέζια
μπερδεμένα πόδια
ανάμεσά μας
νιώθει σκοτεινή ευχαρίστηση
η γυναίκα υγρού θορύβου
θερμή animula
Εμπνευσμένο από το: ANIMULA, Σελ. 29.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΑ ΚΟΡΗ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Πρόσωπα και περιστέρια του γκόλφ
θα φανεί άραγες η νάρκη;
συνωθούμαστε προς μια ζωή φυσική πάλι
αντιλαμβάνομαι ακόμη την θλίψη μου
κινητήρες αεροπλάνων και ψυχών
σε λέσχες στρατιωτικές
αυτά είναι παιχνίδια μονάχα της ποίησης
κι αρχηγοί τους οι στίχοι
όχι άλλο θρυαλίδες
κρατείστε όσο μπορείτε
την θριαμβευτική πορεία
στρατιωτικά οχήματα έρχονται πρώτα, 11.000
τέτοιος ναός!
συνωστισμού οι αετοί της πόλης
μέτρα τους εαυτούς
μήτε καν γνωρίζουμε
τι σημασία λιθόστρωτη!
προσμένετε 24.000 αεροπλάνα
οπλισμένα τ’ άλογα μ’ οπλές
και πέτρινους μπρούντζους
κι εμείς περιμένουμε όλμους 53.000
όχι χαρακώματα εκστρατείας
μπορείς; πες μας
πόσα τουφέκια 28.000 πολυβόλα
αρτοκλίβανοι φλέβας
μερικά χελιδόνια κρήνες
στα σκαμνάκια καθισμένα
κι οι αραβίδες 12.000
τόσα πολλά βληταγωγά 24.000
εκείνος ήρθε πρώτος
όχι είπε
μα θα σας φέρει βλήματα ίσαμε 55.000
αν μπορείς να διακρίνεις
δες πως την ημέρα εκείνη
πάρθηκαν ένα σωρό μέτρα
βαλανιδόφυλλα ελπιδοφόρας κόρης
δρόμοι τόσοι πολλοί δρόμοι
άραγες να περιμένουν ποιούς
θα περιμένουν διαβάτες;
έρχονται; ή μήπως όχι ακόμη;
νάτες πες, αν έρχονται
πέτρινες οι σάλπιγγες
φτιαγμένες από ατσάλι
κράτησε τόσο η πείνα του πολέμου
που φάγαμε λουκάνικα πολλά
στα βομβαρδισμένα μέσα μαγειρεία
Εμπνευσμένο από το: ΘΡΙΑΜΒΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ, Σελ. 33.
© HELLENIC POETRY, 2017
Triumphal March (English)
Stone, bronze, stone, steel, stone, oakleaves, horses’ heels
Over the paving.
And the flags. And the trumpets. And so many eagles.
How many? Count them. And such a press of people.
We hardly knew ourselves that day, or knew the city.
That is the way to the temple, and we so many crowding the way.
So many waiting, how many waiting? what did it matter, on such a day?
Are they coming? No, not yet. You can see some eagles.
And hear the trumpets
Here they come. Is he coming?
The natural life of our Ego is a perceiving.
We can wait with our stools and our sausages.
What comes first? Can you see? Tell us. It is
5,800,000 rifles and carbines,
102,000 machine guns,
28,000 trench mortars,
53,000 field and heavy guns,
I can’t tell how many projectiles, mines and fuses,
13,000 aeroplanes,
24,000 aeroplanes engines,
50,000 ammunition wagons,
now 55,000 army wagons,
11,000 field kitchens,
1,150 field bakeries.
What a time it took. Will it be he now? No,
Those are the golf club captains, these the Scouts,
And now the Société gymnastique de Poissy
And now comes the Mayor and the Liverymen. Look
There he is now, look:
There is no interrogation in his eyes
Or in the hands, quiet over the horses neck,
And the eyes watchful, waiting, perceiving, indifferent.
O hidden under the dove’s wing, hidden in the turtle’s breast,
Under the palmtree at noon, under the running water
At the still point of the turning world. O hidden.
Now they go up to the temple. Then the sacrifice.
Now come the virgins bearing urns, urns containing
Dust
Dust
Dust of dust, and now
Stone, bronze, stone, steel, stone, oakleaves, horses’ heels over the paving.
This is all we could see. But how many eagles! And how many trumpets!
(And Easter Day, we didn’t get to the country,
So we took young Cyril ti church. And they rang a bell
And he said right out loud, crumpets)
Don’t throw away that sausage,
It’ll come handy. He’s artful. Please will you
Give us a light?
Light
Light
Et les soldats faisaient la haie? ILS LA FAISAIENT.
magyarulbabelben
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΑΥΤΑ ΕΙΧΑ ΜΟΝΑΧΑ
(Πατησίων, 01/01/2018)
Με γαλήνια μάτια
πάνω απ’ τα χείλη
εκεί που απορία καμμιά
σε χέρια αλόγου
νάτος, δες, έρχεται
ο καλπασμός
τι διορατικά κρυμμένα μες το φως
μάτια νυχτερίδας του περιστεριού ήταν μάτια
όμως εγώ αγρυπνώ
κάτω στις μεσημεριάτικες καμπάνες
τέφρα κρατώντας και καρτερικό νερό
πάνω μας περνούν κι ανεβαίνουν
οι κρυμμένοι κόσμοι
λιθόστρωτος ναός
θυσίες περιέχει πολλές
πανούργος ο μικρούλης Κύριλλος
όπως η φοινικιά ακίνητη
πιο κάτω το τρεχούμενο σημείο
τώρα οι σάλπιγγες έρχονται χτυπημένες
φωνάζουν: «θα χρειαστούν φωτιές πολλές και φλόγες»
εμείς πήραμε στους ώμους δυό καμπάνες
μπόρεσες, είδες άλογα να πετούν πέτρες σ’ αετούς
εγώ αυτά είχα μονάχα κι έτσι τόσα είπα λόγια
ο Δήμαρχος περιστρεφόμενος της εκκλησιάς
σου πρόσφερε οπλές, θεούς κι ατσάλι
μα εσύ δεν θυσιάστηκες
πήγες στην εξοχή
κι ας ήταν Πάσχα
μέλη τρυγόνια συντεχνίας
δες τα χτυπημένα στο φτερό
ας μην πετάξουν
βαλανιδόφυλλα τέφρας
σας παρακαλώ
γιόμισε ο κόρφος δάκρυ
παρευθύς, αδιάφορα πεταμένο
εκεί σε κάποιαν άκρη
Εμπνευσμένο από το: ΘΡΙΑΜΒΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ, Σελ. 34.
© HELLENIC POETRY, 2018
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΠΡΟΣΕΥΧΗΣΟΥ
(Πατησίων, 01/01/2018)
Σμιλάγκια τώρα οι στίχοι
της γέννησης η ποίησή μας
σπαράχτηκε η ώρα
ανάμεσα από προσευχές
για εκείνο το αγριογούρουνο
μεγάλη η περιουσία σου
κι ύστερα πέθανες
μα τράβηξε η λέξη τούτη
κάποιον δικό της δρόμο
έτσι λοιπόν τώρα Φλόρετ προσευχήσου
Εμπνευσμένο από το: ANIMULA, Σελ. 30.
© HELLENIC POETRY, 2018
Recent Comments