Navigation Menu+

ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΙ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ II

Posted on Feb 23, 2017 | 0 comments

 

 ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΜΕ:

 

I. ΚΕΙΜΕΝΑ (ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ) ΓΙΑ:

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΑΤΖΗΣ

ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΣ

ΝΟΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΑ

ΕΝΟ ΑΝΓΚΟΛΛΙ

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΑΙΝΙΑ

HANNE GABY ODIELE

ΘΑΝΟΣ ΓΩΓΟΣ

«Femmes d’homosexuels célèbres» του Μισέλ Λαριβιέρ

Γιώργος Ιωάννου

Το ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟ γονίδιο της τέχνης

ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΜΑΛΟΥΚΑΣ

ΤΖΟΥΛΙΕΤ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Τζέφρυ Ευγενίδης

Delcourt Marie

ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΣ

ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ

ΣΥΜΠΟΣΙΟ

ΣΠΥΡΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ

Προβλήματα Μουσικού Ανθρωπισμού

 

 

ΙΙ. ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΩΝ: ΓΙΩΡΓΟ ΔΟΥΑΤΖΗ, ΝΟΤΗ ΓΕΡΟΝΤΑ, ΓΙΩΡΓΟ ΒΟΛΟΥΔΑΚΗ, ΣΤΡΑΤΗ ΠΑΣΧΑΛΗ, ΕΝΟ ΑΝΓΚΟΛΛΙ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ, Γιωργου Τσιγκου, ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ, ΘΑΝΟΥ ΓΩΓΟΥ, ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΛΙΣΑΝΟΓΛΟΥ, Γιώργου Ιωάννου, ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΛΙΣΑΝΟΓΛΟΥ, ΚΩΣΤΑ ΜΑΜΑΛΟΥΚΑ

 

ΙΙΙ. ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ: MAGIC DE SPELL

 


ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΑΤΖΗΣ

Ο ποιητικός του λόγος ισορροπεί την εμπλουτισμένη οικεία γλώσσα με το στοχαστικό περιεχόμενο μέσα σε ένα μεγάλο στίχο με έντονα στοιχεία πεζού λόγου· ελευθερόστιχα πεζοποιήματα συνδέονται σε μια φόρμα (το πουκάμισο, κενό, αιώρηση) ή υβριδική όπου πεζοποιήματα διακρίνονται σε στροφές (κόκκινο κασκόλ, κουράστηκα, χέρια φτερούγες).

 

 

Και η απλότητα της γραφής του Δουατζή υπηρετεί την εξωστρέφεια τούτη. Τα πεζολογικά χαρακτηριστικά και η προφορικότητα της γλώσσας του, σε συνδυασμό με τη δραματικότητα και την αρτιότητα του στιχουργικού ρυθμού, ενισχύουν την κοινωνικότητα και καθιστούν εύκολη την πρόσληψή της από τον αναγνώστη/ακροατή. Άλλωστε, τούτη η δυναμική του ετερόχρονου διαλόγου με τον αναγνώστη, αποδεικνύει τούτη την εξωστρέφεια του Δουατζή μαζί με η διαχρονικότητα της ποιητικής του.

Η ποίηση του Δουατζή όμως διαθέτει μία ιδιότυπη εξωστρέφεια. Αν και κυριαρχεί η ποιητική αυτοαναφορικότητα (τρίπτυχο, το πουκάμισο, περίπατος, δικαιολογία, το χρέος, μη λυπηθείς, στολίδια, ο ακροατής, γύμνια, δρομέας, το υπόγειο, υπερηφάνεια, είπε, αντίτιμο, η στέγη, μυστήριο, οι άγιες νύχτες μου) και η πρωτοενική εκμυστήρευση, η ποιητική του είναι εξωστρεφής. Πολύ συχνά το μήνυμα εμφανίζεται στο τέλος μετά από έναν εσωτερικό περίπατο στις προσωπικές εμπειρίες και τις μνήμες ή μία στοχαστική διαδρομή του ποιητή μ’ αφορμή όσα παρατηρεί (διαφάνεια, μελωδίες, η κουρτίνα, το ήμισυ,  γενναίων απώλεια, αιώρηση).

Οι κλειστοί χώροι διαμορφώνουν μία αποπνικτικά μοναχική σκηνή ποιητικής δράσης κάτι στο οποίο συναισθηματικά συνηγορούν και οι πρωτοπρόσωποι μονόλογοι (στολίδια, απούσες ευχές, σπατάλη, η κουρτίνα, υπερηφάνεια, η στέγη). Και η σκηνογραφία τούτη αισθητοποιεί τις υπαρξιακές αναζητήσεις του ποιητή για την κοινωνία (δόλιοι, παιδί, αιώρηση), το χρόνο (είδωλο, νεύματα, υψοβαρής προστασία, φανοστάτης) και τη μνήμη (απούσες ευχές) ή τη μοναξιά και το χωρισμό (η συντροφιά, απόσταση) με τον έρωτα (τα χέρια).

Ωστόσο, από τους στίχους του αναδύονται με έναν συνειρμικό αυθορμητισμό εικόνες “θολές” με χρώματα (τα χέρια, αντίτιμο), ήχους/μουσική (μουσική) και κίνηση (τα χέρια, αντίτιμο, απόσταση) σαν σε θεατρική παράσταση. Αν και σκηνοθετικά η σκηνή του δεν είναι πάντα νυχτερινή, ένα τέτοιο αίσθημα απλώνεται άμεσα (φόβος, αιώρηση, η στέγη, γενναίων απώλεια, θάμβος, οι άγιες νύχτες μου, το χρέος, περίπατος, φανοστάτης) ή ενίοτε συμπεραίνεται συνειρμικά από την απουσία φωτός (στάση, παιδί).

Ο Γιώργος Δουατζής είναι ένας ακάματος εργάτης λόγου και ύφους αδαπάνητος και πολυμορφικός. Ξεχωρίζει στα ελληνικά γράμματα με την ιδιαίτερη ποιητική φωνή του μέσα από την εκφραστική του ποικιλία και το στοχαστικό του ύφος πλουταίνοντας το συναισθηματικό μας κόσμο.

Με την εμπειρία της ζωής και την ποιητική πείρα, η νέα του ποιητική συλλογή, «έρχεται να ταράξει τα ελληνικά γράμματα. Με ποιητικούς ακροβατισμούς ανάμεσα στην εσωστρέφεια και την εξωστρέφεια και με μία γλωσσική ευγένεια και στιχουργική ολοκλήρωση, ο Δουατζής γράφει για την ποίηση, μιλά για την πολιτική και τις κοινωνικές σχέσεις, το συλλογικό αδιέξοδο και τις ανθρώπινες αγωνίες.

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

Η συγγνώμη

Η ελάχιστη συγγνώμη μας

να στρώσουμε τα ποιήματά μας
πορφυρό χαλί
στις λεωφόρους του μέλλοντος

να διαβούν οι νέοι
με τα χέρια υψωμένα
σε γροθιές διεκδίκησης

με την ελπίδα να μεταλάβουν
τουλάχιστον αυτοί
την ύστατη δικαίωση

Κόκκινο ποίημα

Στάζανε οι λέξεις κάτι κόκκινο
αίμα, χρώμα
κάτι κόκκινο έσταζαν οι λέξεις
και το ποίημα έδειχνε αιμόφυρτο

αλλά κι αν ήτανε κρασί
κόκκινο, κατακόκκινο
και μεθυσμένο το ποίημα
αιμόφυρτο θα έδειχνε

σαν το πρώτο παιδικό ποδήλατο
που σκουριασμένο στο υπόγειο
ανακαλεί μνήμες δεκαετιών
κι ακόμα κοκκινίζει τα γόνατα
με ματωμένες αταξίες

Η Ποίηση είναι, μην ανησυχείς
φεύγει μόνο με αποδόμηση κυττάρων
κι ίσως με τη σιωπή της γνώσης
κάνει τα όνειρα αληθινά
κι ας είναι αιμόφυρτα ή μεθυσμένα

ΒΑΚΧΙΚΟΝ

 

 

Ο Γιώργος Δουατζής απαγγέλλει ποιήματά του

 


 ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΣ

 

 ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΣ

1. Πηγές και μύθος

Ο Ερμαφρόδιτος παρουσιάζεται στην ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία και τέχνη ως το ον που έχει ταυτόχρονα τα χαρακτηριστικά και των δύο φύλων. Η πρωιμότερη αναφορά στον Ερμαφρόδιτο είναι αυτή του Θεοφράστου, τον 4ο αι. π.Χ. Γνωρίζουμε ακόμα τη συγγραφή ομώνυμου δράματος από τον Έλληνα κωμωδιογράφο Ποσείδιππο, που έζησε στο α’ μισό του 3ου αι. π.Χ., το οποίο δυστυχώς δε σώζεται. Όλες οι άλλες λόγιες πηγές που αναφέρονται σε αυτόν είναι μεταγενέστερες. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, στα μέσα του 1ου αι. π.Χ., μας πληροφορεί για την καταγωγή και την ονοματολογία του Ερμαφρόδιτου. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι ήταν γιος του Ερμή και της Αφροδίτης και ότι το όνομά του αποτελεί συνδυασμό των ονομάτων των γονέων του.

Εκτενέστερα ο μύθος του Ερμαφρόδιτου παραδίδεται από το Λατίνο ποιητή του 1ου αι. π.Χ. Οβίδιο. Ο Ερμαφρόδιτος ήταν γιος του Ερμή και της Αφροδίτης τον οποίο ανέθρεψαν οι νύμφες στις σπηλιές του όρους Ίδη της Φρυγίας. Στο πρόσωπό του αντιφέγγιζε η χάρη και η ομορφιά και των δύο γονέων του, από τους οποίους πήρε και το όνομά του. Όταν έγινε δεκαπέντε χρόνων, εγκατέλειψε το βουνό όπου μεγάλωσε για να περιπλανηθεί στη Μικρά Ασία και να γνωρίσει καινούργια μέρη. Πέρασε από πόλεις της Λυκίας, καθώς και από την Καρία, όπου σταμάτησε να ξεκουραστεί σε μια πηγή που ονομαζόταν Σαλμακίς, τα νερά της οποίας σχημάτιζαν λίμνη. Η ομώνυμη νύμφη της πηγής, η φιλάρεσκη Σαλμακίς, μαγεύτηκε από την ομορφιά του νέου και τον ερωτεύτηκε παράφορα. Ο Ερμαφρόδιτος όμως έμεινε ασυγκίνητος και αδιάφορος μπροστά στο ερωτικό πάθος της. Όταν εκείνη ένιωσε πως οι προσπάθειές της να τον κατακτήσει απέβαιναν μάταιες, προσποιήθηκε την αδιάφορη και απομακρύνθηκε από την πηγή. Ο Ερμαφρόδιτος, νομίζοντας ότι έμεινε μόνος, βούτηξε στο νερό της πηγής. Η Σαλμακίς όμως, που είχε κρυφτεί σε ένα γειτονικό θάμνο και παρακολουθούσε τις κινήσεις του νέου, βλέποντάς τον ανυπεράσπιστο μέσα στο βασίλειό της, βούτηξε και αυτή στην πηγή. Ο Ερμαφρόδιτος, όσο και αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να ξεφύγει από την αγκαλιά της νύμφης, που τυφλωμένη από το πάθος παρακάλεσε τους θεούς να μη χωρίσουν ποτέ οι δυο τους. Οι θεοί πραγματοποίησαν την επιθυμία της και συνένωσαν τα δύο σώματα σε ένα, δημιουργώντας ένα καινούργιο ον με διττή φύση, ούτε ξεκάθαρα γυναικεία ούτε ξεκάθαρα ανδρική. Ο Ερμαφρόδιτος, καθώς ένιωθε το σώμα του να αφομοιώνεται με το θηλυκό, καταράστηκε την πηγή και παρακάλεσε τους γονείς του όποιος άντρας πέφτει στα νερά της να χάνει τον ανδρισμό του και να εκθηλύνεται. Ο Ερμής και η Αφροδίτη εισάκουσαν την παράκληση του γιου τους και έδωσαν στην πηγή τη μυστηριώδη αυτή δύναμη.

Ο μύθος που παραδίδεται από τον Οβίδιο είναι αιτιολογικός και έχει πιθανώς ελληνική καταγωγή. Ο ποιητής ξεκινά τη μυθική διήγηση προσπαθώντας να αιτιολογήσει την κακή φήμη που είχε η πηγή Σαλμακίς, για την οποία κάνουν λόγο τόσο ο Στράβων όσο και ο Βιτρούβιος. Παράλληλα ο Οβίδιος αιτιολογεί την ιδιόμορφη φυσιολογία και το ασυνήθιστο όνομα του Ερμαφρόδιτου. Η παράδοξη διττή υπόσταση του Ερμαφρόδιτου προκάλεσε το ενδιαφέρον πολλών συγγραφέων της όψιμης περιόδου, όπως του Λουκιανού, του Μαρτιάλη και του Αυσονίου. Mνεία στον Ερμαφρόδιτο γίνεται και στην Παλατινή Ανθολογία και αφορά μια παράδοση πιθανής ερωτικής συνεύρεσής του με το Σειληνό, που απηχείται στην τέχνη.

2. Λατρεία

Η θεοποίηση καθώς και οι απαρχές της λατρείας των ερμαφρόδιτων όντων προέρχονται από τις ανατολικές θρησκείες, όπου η ερμαφρόδιτη φύση εξέφραζε την ιδέα ενός αρχέγονου όντος το οποίο συνένωνε τα δύο φύλα και είχε τη δύναμη να αυτογονιμοποιείται. Στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία ερμαφρόδιτα χαρακτηριστικά εμφανίζουν κατά περίπτωση γνωστές μεγάλες θεότητες, όπως ο Διόνυσος, ο Ζευς Στράτιος, ο Έρως, η Κυβέλη, η Άγδιστις και η Αφροδίτη, η οποία στην Κύπρο λατρευόταν ως Αφρόδιτος και παριστανόταν ως θηλυκή υπόσταση με γενειάδα και φαλλό.

Στον ελλαδικό χώρο η λατρεία που Ερμαφρόδιτου πρέπει να εισήχθη στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., οι γνώσεις όμως για αυτήν είναι πενιχρές. Δεν έχουμε πληροφορίες για το αν αποτέλεσε μία από τις σημαντικές θεότητες στο ελληνικό πάνθεον ούτε για το είδος των ιδιοτήτων που είχε. Διατυπώθηκε η υπόθεση, καθώς ο Ερμαφρόδιτος ενσάρκωνε την πλήρη ενότητα και αρμονία των δύο φύλων, ότι επρόκειτο πιθανόν για θεότητα άμεσα συνδεδεμένη με τη γονιμότητα και την αναπαραγωγή και λατρευόταν ως προστάτης του γάμου και της σεξουαλικής ένωσης.

Παράλληλα, οι απεικονίσεις του κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο σε ιδιωτικές οικίες, θέατρα, λουτρά και γυμνάσια οδήγησε στο συμπέρασμα ότι πιθανώς είχε αποδοθεί στη θεότητα αποτροπαϊκή ιδιότητα. Επιπλέον οι μορφές του Ερμαφρόδιτου από τερακότα που βρέθηκαν σε ελληνιστικούς τάφους στην Ελλάδα και οι απεικονίσεις του σε ρωμαϊκά ταφικά μνημεία απηχούν ίσως κάποια χθόνια υπόσταση. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς δε φαίνεται να τον συσχετίζουν με τους ανθρώπους που εκ γενετής είχαν αδιευκρίνιστα σεξουαλικά χαρακτηριστικά, οι οποίοι θεωρούνταν μίασμα και δυσοίωνα όντα και γι’ αυτό θανατώνονταν. Από τα λεγόμενα του Θεοφράστου διαφαίνεται ότι ο Ερμαφρόδιτος δεχόταν λατρευτικές τιμές, ενώ ο Αλκίφρων κάνει λόγο για την παρουσία ιερού αφιερωμένου στη θεότητα στο δήμο Αλωπεκής της Αττικής. Δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία για ιερά αφιερωμένα στον Ερμαφρόδιτο στη Μικρά Ασία.

3. Τέχνη

Ο Ερμαφρόδιτος εικονίζεται συχνά στην ελληνιστική και ρωμαϊκή τέχνη σε γλυπτά, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά. Φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες αναφέρουν γλυπτά έργα με τη μορφή του. Αξιοσημείωτη είναι η μνεία του Πλινίου σε ένα χάλκινο άγαλμα που επονομαζόταν Hermaphroditus nobilis, κατασκευασμένο από το γλύπτη Πολυκλή.

Ο Ερμαφρόδιτος εικονίζεται στα έργα τέχνης της Αρχαιότητας γυμνός ή εν μέρει ντυμένος, είτε έχοντας κορμί εφήβου με γυναικεία στήθη και ανδρικά γεννητικά όργανα είτε με ευλύγιστο καλλίγραμμο γυναικείο κορμί και ανδρικά γεννητικά όργανα. Στη γλυπτική ιδιαίτερα διαδεδομένος ήταν ο τύπος του «ανασυρόμενου Ερμαφρόδιτου», που ανασηκώνει τα ιμάτιό του επιδεικνύοντας τα γεννητικά του όργανα. Περίφημη όμως είναι και η φιγούρα του επονομαζόμενου «κοιμώμενου Ερμαφρόδιτου», έργο της Ελληνιστικής περιόδου που σώζεται σε πολλά ρωμαϊκά αντίγραφα. Συχνά συναντούμε τον Ερμαφρόδιτο σε γλυπτά συμπλέγματα, είτε μαζί με την Αφροδίτη είτε μαζί με Ερωτιδείς ή τον Πάνα είτε με μορφές του βακχικού θιάσου. Στις τοιχογραφίες της Πομπηίας απεικονίζεται με το Σειληνό, γεγονός που απηχεί μάλλον την παράδοση που συνδέει τα δύο αυτά μυθικά πρόσωπα. Δε γνωρίζουμε έργα τέχνης της Αρχαιότητας τα οποία να απεικονίζουν το μύθο του Ερμαφρόδιτου και της νύμφης Σαλμακίδος που παραδίδει ο Οβίδιος. Αντίθετα, στην Αναγέννηση και σε μεταγενέστερες περιόδους ο μύθος αυτός αποτέλεσε πηγή έμπνευσης πολλών καλλιτεχνών.

Στη Μικρά Ασία βρέθηκε μικρός αριθμός γλυπτών με τη μορφή του Ερμαφρόδιτου. Από τη Σμύρνη προέρχεται ένα άγαλμα του τύπου του «ανασυρόμενου Ερμαφρόδιτου», ενώ δύο μαρμάρινες ερμαϊκές στήλες με τη μορφή του Ερμαφρόδιτου ανακαλύφθηκαν στο Πέργαμον. Στο Πέργαμον βρέθηκε επίσης ένα εξαιρετικό μαρμάρινο άγαλμά του που χρονολογείται στο 2ο αι. π.Χ. Ο Ερμαφρόδιτος στέκεται ημίγυμνος, με μανδύα ριγμένο στο αριστερό του χέρι και λυγίζοντας το σώμα προς τα πίσω, αποκαλύπτοντας έτσι τα γεννητικά του όργανα. Η στάση παραπέμπει σε αγαλματικούς τύπους της Αφροδίτης, του Διονύσου και του Απόλλωνα. Κάποια τμήματα από γλυπτά συμπλέγματα Ρωμαϊκής εποχής που παρίσταναν τον Ερμαφρόδιτο μαζί με σάτυρο βρέθηκαν στη Σίδη, στη Σμύρνη, καθώς και στην Αντιόχεια της Συρίας, από όπου προέρχονται και σπαράγματα μωσαϊκών που έφεραν και αυτά παράσταση του Ερμαφρόδιτου με σάτυρο.

ASIAMINOR

 

 

 


 

ΝΟΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ

 

Τα γελοία ναυάγια-ΣΥΝΕΧΕΙΑ της ιστορίας του σονέτου

Πιθανώς λοιπόν η υπόθεση να αφορούσε μόνο τους ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥΣ.Αυτοι οι οποίοι βγήκαν από τα έγκατα της γης και γέμιζαν τα ξωκλήσια νερά και μιλούσαν από τον άμβωνα για την σχέση του κέντρου βάρους με την ελαστικότητα της μήτρας των αμφίβιων θηλαστικών ενώ οι ανεμόσκαλες ήταν ριγμένες παρατεταγμένα κάτω από
τους πολυέλαιους δεν έφταιγαν τα κεριά αλλά το βλακώδες χαμόγελο των αγίων κολλητά στην αγία τράπεζα που έκαναν τη προπέλα να γυρίζει τρελά ενώ το κέντρο βάρος των βράχων είναι για περίπου ένα αιώνα σταθερό και η άνωση είναι που κάνει τα χαλιά να μην ανεβαίνουν στο ταβάνι το βασικό πρόβλημα ετέθη μεταξύ του Σαίξπηρ και του Βaudelaire όταν στο καφενείο το οποίο ήταν και υπερσύγχρονο μαιευτήριο και κέντρο
αποκατάστασης συφιλιδικών με γρασίδι και υπερσύγχρονες ομπρέλες ώστε να απορροφούν όλο το σκότος για να δυνηθεί το φως να καταστήσει δυνατές όλες τις επεμβάσεις ο πλοίαρχος αμφισβητούσε το τετελεσμένο των δεκατεσσάρων στίχων
ως παρεκτροπή των διατυπωθεισών υπό του Νευτωνος και συγχρόνου του Αρχιμήδη […]

ΠΟΙΕΙΝ

 

http://1.bp.blogspot.com/_K6N4XwMsAzc/TPqVPpPCITI/AAAAAAAAAA8/61ZxIYoQHbw/S250/binos-gerontas.jpg

 

Ο Νότης Γέροντας (1953 – 2007) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκης τον Ιούλιο του 1953. Για ένα μικρό διάστημα έζησε εκεί. Αργότερα η οικογένειά του συνέχισε τη ζωή της στην Αθήνα, όπου ο Νότης τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο Κυψέλης και το Γυμνάσιο, στην Λεόντιο Σχολή Πατησίων. Το 1971 εισήλθε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, απ’ όπου και παραιτήθηκε το 1974, ένα μήνα πριν ορκισθεί ως μάχιμος του Πολεμικού Ναυτικού. Ακολούθησε αλλαγή πλεύσης στο Εμπορικό Ναυτικό, όπου έκανε υπεραντλατικά ταξίδια για μία 15ετία περίπου. Αγαπούσε τη λογοτεχνία και λάτρευε την ποίηση. Μικρό παιδί ακόμα έγραψε το πρώτο του ποίημα. Άφησε μεγάλο συγγραφικό έργο, σε ποιήματα και πεζά. Ήταν ψυχή ελεύθερη, ασυμβίβαστη, ερωτική, αγέρωχη και συνάμα ευαίσθητη.

ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ

 

 

Ο Μονόλογος της Μαρίας

Η δουλειά ενός αγγέλου
Είναι να προσέχει τις σιδηροδρομικές διαβάσεις
Ενώ δεν υπάρχουν τραίνα

Και τα δένδρα μοιάζουν κάπως με δένδρα
Και η χλόη
Και η θάλασσα
Και οι σκύλοι

Νιώθω λίγο σαν εξωγήινη

Έχω ένα χαρτοφύλακα
Μια συμπαγή επαγγελματική
Προσωπικότητα

Όμως και οι άνθρωποι
Ώρες ώρες
Μου θυμίζουν κάτι

Ίσως έχω ένα σαλεμένο μυαλό

Όμως η μνήμη μου
Δεν με απάτα

Ίσως έχω ένα σαλεμένο μυαλό
Και η μνήμη μου μοιάζει
Σαν τις αναμμένες λαμπάδες
Την Ανάσταση
Που με πήγαινες
Μικρή

Πάντως και οι άγγελοι
Που φυλαγουν
Τις δήθεν σιδηροδρομικές
Διαβάσεις

Είχαν το πέος
Κάπου στο στήθος

Όμως το πρόσωπο τους
Ήταν φτιαγμένο
Από το χώμα
Ενός άλλου πλανήτη

Ώρες ώρες
Νιώθω λιγάκι
Εξωγήινη

Και οι άνθρωποι
Μου θυμίζουν
Κάτι

Και πίνω
Γιατί
Ώρες ώρες
Νιώθω λίγο εξωγήινη

Κι εκεί στα μπαρ
Κάπου στο σώμα
Σαν ναχαν φτερά
Κι από το στόμα τους
Σαν τσιγάρο
Κρέμεται
Το συκώτι τους

Όμως νομίζω
Ότι κάποτε
Γνώρισα
Ένα άγγελο

Έκανε το πόνο
Άθελα του
Όμως το αποτέλεσμα
Του πόνου

Ήταν ένα έργο τέχνης

Κάπως σα νύχτα
Με φωτεινά μανιτάρια

Κι όταν πέθανε
Η γιαγιά μου

Νόμιζα ότι είχα
Δει
Ότι ξαναπεθαινε

Κι όταν έψαξα
Να τη βρω

Είδα ένα λύκο
Με ένα
Λευκό
Τριαντάφυλλο
Στο
Στόμα

Και τα δάση κάπως
Μου θυμίζουν τα δάση

Και τα άλογα έχουν
Κάπως μεγαλύτερα μάτια

Κι ότι ένα άλογο
Πέρασε μια καβαλάρισσα
Μια τέτοια σιδηροδρομική
Διάβαση

Ο άγγελος κατέβασε
Τη γιαγιά μου
Και σκότωσε
Το λύκο

Κι έμεινε το τριαντάφυλλο
Ανάμεσα στα φωτεινά μανιτάρια

Πίσω από μια κυλόττα
Που αιωρειτο στο στερέωμα
Μια βιντεογραφικη κάμερα

Έδειχνε σε κάποιον
Κατώτερο υπάλληλο
Του ουρανού

Δυο άντρες που περπατούσαν
Ανάμεσα σε ένα δάσος με λεύκες
Που έμοιαζε με δάσος με λεύκες

Ο ένας έμοιαζε με το μπαμπά μου
Ο άλλος ήταν κάποιος που είχα δει
Να κοιμάται
Με το κεφάλι ακουμπισμένο
Πάνω στο μπάγκο
Του μπαρ

Γιατί νιώθω λίγο εξωγήινη
Και που και που πίνω

Μόνο που όταν τα θυμάμαι αυτά
Ο κόλπος μου μετατοπίζεται
Έξω από το κορμί μου

Προς ένα σημείο
Εφαπτόμενο του κεφαλιού
Πάνω στο μπάγκο του μπαρ

Μπαρ που έμοιαζε κάπως με μπαρ

Περίπου σαν κι αυτά
Που πίνουν οι ηλιαχτίδες
Του ήλιου

Ενός ήλιου
Που μοιάζει κάπως
Με τον ήλιο.

Κι ακούω
Ένα γέλιο
Που μοιάζει
Με το γέλιο
Των σκύλων

Στον ουρανό

Κι ακούω
Ένα κλάμα
Που μοιάζει
Με το κλάμα
Των σκύλων

Στον ουρανό

Και πίνω που και που
Γιατί νιώθω λίγο εξωγήινη
Στα μπαρ
Ανάμεσα
Στο κάπου
Και στο πουθενά

Σκύλων λιγάκι διαφορετικών

Αλλά όσο πιο δυνατά
Παίζει η μουσική
Τόσο πιο πολύ
Ακούω

Το γέλιο των σκύλων
Και το κλάμα των σκύλων

Στον ουρανό

Κι ακούω ιστορίες

Ότι είχα διαβάσει
Για το κοιμισμένο
Κεφάλι
Στο μπάγκο
Του μπαρ
Σ ένα μυθιστόρημα

Στο ίδιο μυθιστόρημα
Η μαμά μου λέει
Πως το δάσος
Με τις λεύκες
Υπάρχει

Μόνο που δε φαίνεται
Γιατί το κρύβουν
Πυκνά σύννεφα

Σύννεφα κάπως σαν σύννεφα

Ακούω κι άλλες ιστορίες

Τις ακούω
Τόσο ζωντανά
Όσο το γέλιο
Και το κλάμα
Των σκύλων

Αλλά μόνο τις ακούω
Δεν τις σκέπτομαι

Δεν μπορώ να σκεφτώ
Γιατί κουβαλώ
Αυτό το μεγάλο
Χαρτοφύλακα

Που μοιάζει με χαρτοφύλακα

Που είναι γεμάτος
Φάρμακα για τρελούς
Και ποιήματα

Φάρμακα περίπου σαν φάρμακα
Και ποιήματα περίπου σαν ποιήματα

Δεν ξέρω
Ποιος έγραψε
Αυτά τα ποιήματα

Ίσως ο άντρας που κοιμάται
Στο μπαρ

Η μαμά μου
Μου λέει
Πως τα έγραψαν
Οι λεύκες

Το τρομερότερο
Όλων
Είναι
Πως
Φαντάζομαι

Ότι
Το μπαρ
Και ότι υπάρχει
Μέσα
Και γύρω
Από το μπαρ

Καταστρέφονται
Από ένα τραίνο

Κάπως σαν τραίνο
Αφού δεν υπάρχουν
Τραίνα

Και το μόνο
Που μένει
Είναι
Εκείνο
Το άσπρο
Τριαντάφυλλο

Που είχα ακούσει
Κάπως
Κάποτε

Αλλά τώρα δεν θυμάμαι

Κάπως δε θυμάμαι
Δεν θέλω να θυμάμαι

Φτερά φτερά φτερά
Θέλω ν αγκαλιαστώ
Και να πετάξω
Με φτερά

Φτερά πεθαμένων αγγέλων
Ανυπέρβλητων

Όμως μαμά
Έχω διακοπές

Ώρες ώρες νιώθω
Εξωγήινη
Και ξεχναω

Κάπως σαν να ξεχναω

Α θυμήθηκα
Πάω διακοπές
Πάω για μπάνια

Πάω ν αγοράσω
Ένα μπικίνι
Ένα αληθινό μπικίνι
Ένα μπικίνι που να μη μοιάζει
Με κάπως σαν μπικίνι.

ΠΟΕΙΝ


 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΟΛΟΥΔΑΚΗΣ

 

 

ΝΕΟΔΜΗΤΟ  ΠΑΡΑΝΑΛΩΜΑ
Όταν  οι  αισθήσεις  μας
απομένουν  κατάμονες
υπάρχει  κάποια  μυστηριακή λειτουργία
που  θεμελιώνει  τους  πόθους  μας.
Φωταγωγούμε  μια  έξοδα
πλάθοντας ένα  καινούργιο σύμπαν
από  μετέωρες  αλήθειες
δίκοπες,  ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΕΣ.
Τρέχουμε  πάνω  στις  πλάτες
αφηνιασμένων αλόγων
μέσα  σ΄ ανάσκελο  σκοτάδι
με  τα  χέρια εκτεινόμενα
στο  ανάγλυφο  του  χάους,
καθώς  απ΄ τις  παλάμες  μας
φυτρώνει φρέσκο  χρώμα.
Είμαστε εμείς  οι  εραστές
των  μη  συνειρμικών  ήχων
με  φωνές  που  αναλιώνουν
σκονισμένη  τρυφερότητα
σχισμένο πάθος
σαν ιερείς
σ΄ ένα  κονσέρτο ηλεκτρονικής
χωρίς μηνύματα
μονάχα  ψηφία  που  ξεπηδούν
από  αδιάκοπα  πλήκτρα.
Κύμβαλα  της  υπάρξεως  εμείς,
πλανώμενα  βέλη  του  ανέμου
ψάχνουμε  στα  τοιχώματα  τα΄ ουρανού
μαύρες  τρύπες,  μαύρα  ανάκλιντρα
σ΄ ανάψουμε  το   ύψος  μας.

ΠΟΙΕΙΝ

 

Ο Γιώργος Βολουδάκης στον καθ. Βασίλη Φίλια

 


 

ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ

 

Μια Νύχτα του ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥ, Αθήνα, Ίκαρος, 1989

 

Θέατρο Νο

Ενα ποίημα κουβέντιαζε με τη γλάστρα του
Κι ήθελε να χορέψει
Μα δεν μπορούσε καθηλωμένο από παράλυση φιλολογικού
Ντετερμινισμού
Και τότε από ψηλά ένα μυθιστόρημα
Στην άκρη του χαρτόδεντρου
Μεταμορφώθηκε σε δοκίμιο ξωτικό
Χόρεψε εκείνο αντί για το ποίημα
Τραγουδώντας το παραμύθι του
Για το πώς έγινε κι οι στίχοι που κάποτε πετούσαν να είναι τώρα
απαθή
Βλέμματα μπουκέτων ανθοπωλείου
Που κοιτάζουνε τις ξερές αγριάδες της κριτικής.

ΠΟΕΜΑ

 

Ο Στρατής Πασχάλης (γενν. Αθήνα, 1958) είναι Έλληνας βραβευμένος ποιητής, λογοτέχνης και μεταφραστής. Έχει καταγωγή από τη Λέσβο. Σπούδασε πολιτική επιστήμη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η πρώτη ποιητική συλλογή του, δημοσιεύθηκε το 1977. Έλαβε το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή Μαρίας Ράλλη (1977), το Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1994), το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης (1998) και το Βραβείο Ποίησης του λογοτεχνικού περιοδικού Διαβάζω (1999).

ΒΙΚΙΠΕΔΙΑ

 

 

Μια νύχτα του Ερμαφρόδιτου

 

Με υπόκρουση Αλμπινιόνι

II.
Βολταϊκές αστραπές ιβίσκου –
απομαγνητοφώνηση χαραυγής με καράβι –
πληκτρολογώ την αγγελοφωλιά –

ματωμένα χαρτομάντηλα
γιαπωνέζικα πεύκα –

εκεί μας σταύρωσε η στιγμή

ζηλωτές του Αγίου Ανύπαρκτου –

ΠΟΕΜΑ

 


 

 

Magic De Spell – Όταν νυχτώνει

 

 

 


ΕΝΟ ΑΝΓΚΟΛΛΙ

 
 

Πώς περιγράφει το Εντευκτήριο τη συλλογή “Ποιητικό Αίτιο”: «Είναι μια κλειστοφοβική πραγματεία για την οντολογία της απώλειας. Κείμενα ειδολογικά, γλωσσικά, μορφικά, και σχεδόν κυριολεκτικά ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΑ, κείμενα που ασφυκτιούν μέσα στην αυτοαναφορικότητά τους, κείμενα σε έναν ακατάσχετο εσωτερικό διάλογο μεταξύ τους, ιχνηλατούν την εμπειρία της ενηλικίωσης ως άθροισμα απωλειών. Οι ακροβασίες της συλλογής μεταξύ ποίησης και πρόζας, ελληνικών και άλλων γλωσσών, χαρτογραφούν τη γεωγραφία του έρωτα, της μητρικής φιγούρας, του εαυτού, του θανάτου, της ίδια της ποίησης. Στον πυρήνα της μαίνεται ακέραιο το προαιώνιο δίλημμα της απώλειας: από τη μια, η βουδιστική ατραπός της εξάλειψης της επιθυμίας, που υπόσχεται ανοσία στην απώλεια· από την άλλη, η καθολική κατανάλωση, η ασφυκτική αγκαλιά σε όσα επιθυμούμε, που πολλαπλασιάζει τον μετέπειτα θρήνο. Και στο τέλος μια ενοχή που δεν ξέρουμε καν από ποια Εδέμ μας ήρθε.

— Πολλοί γράφουν στα δεκαπέντε τους ποίηση, συνήθως γεμάτη υπαρξιακά κλισέ, απαισιοδοξία και έρωτες. Ελάχιστοι όμως αξίζουν κι ελάχιστοι γίνονται στ’ αλήθεια ποιητές. Ποια ήταν η διαφορά σου απ’ τους άλλους πιτσιρικάδες;

 

Ίσως το ότι δεν το έκανα από ανάγκη αυτοέκφρασης. Αντιμετώπισα την ποίηση ως ένα γνωστικό αντικείμενο κι όχι ως μέσο που θα με βοηθούσε να εκφράσω τα εσώψυχά μου. Η ποίηση σαφώς και συνιστά αντικείμενο μελέτης και – ίσως απλώς – τυχαίνει ένα μεγάλο μέρος του αντικειμένου να είναι η δημιουργία. Δηλαδή, η δημιουργία στην ποίηση συμβαίνει να είναι στην πραγματικότητα μια μεθοδολογική διαδικασία μέσα από την οποία επιτυγχάνεται η οποιαδήποτε γνώση για τον κόσμο σού παρέχεται από αυτήν, την ποίηση.

— Μικρός τι ήθελες να γίνεις;

Ποιητής. Αλλά το αποφάσισα λαθραία, σχεδόν τυχαία. Μας ρώτησε κάποτε η δασκάλα της μουσικής τι θέλαμε να γίνουμε – ξέρεις, τα κλασικά – κι έλεγαν οι άλλοι μπαλαρίνες, αστροναύτες, διάφορα τέτοια εντυπωσιακά. Κι όταν έφτασε η σειρά μου και δεν είχα σκεφτεί επάγγελμα ποτέ πιο πριν, αυτοσχεδίασα. Παρότι όμως έτσι έγινε, το πήρα σοβαρά. Έγραφα και καλές εκθέσεις ανέκαθεν, πιο γλαφυρές απ’ τα άλλα παιδιά, χρησιμοποιούσα περισσότερα επίθετα. «Εξωσχολικά» κείμενα έγραφα ήδη από το τέλος του δημοτικού, αλλά ποιήματα ξεκίνησα στην πρώτη γυμνασίου. Τότε έγραψα ένα και το έστειλα σε έναν διαγωνισμό του Συνδέσμου Εκδοτών Βορείου Ελλάδος. Κέρδισα αναπάντεχα το πρώτο βραβείο και συνέχισα να στέλνω ποιήματα μέχρι το τέλος του λυκείου, κι έβγαινα ανελλιπώς πρωτοδεύτερος.

— Κοιτάζοντάς εκείνα τα ποιήματα σήμερα, ποια είναι τα συναισθήματά σου;

Μου αρέσουν, αλλά ταυτόχρονα τα μετανιώνω. Βέβαια αυτού του είδους η μετάνοια είναι για μένα ένας σημαντικός δείκτης, κι επομένως επιθυμητή. Είναι μεν ένα κάποιο κίνητρο, αλλά κυρίως αποτελεί ό,τι καλύτερο διαθέτω σε έναν υποτυπωδώς ποσοτικό δείκτη προόδου. Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα νιώθω σε μερικά χρόνια για την πρώτη μου ποιητική συλλογή, και όντως ελπίζω να μετανιώσω για τα ποιήματα αυτά.

— Μήπως όμως αυτοϋπονομεύεσαι ήδη για να μην απογοητευτείς; Αν μετανιώσω ή ντραπώ θα είναι η πιο αξιόπιστη ένδειξη ότι έχω εξελιχθεί. Αν συνεχίσω να θαυμάζω πλήρως, αμετανόητα τα παλιότερα ποιήματά μου θα σημαίνει πως δεν έχω αλλάξει καθόλου. Και θέλω να αλλάζω, βέβαια, να μην ταυτίζομαι με πολλά – μόνο τα απαραίτητα.

— Γεννήθηκες στην Αλβανία το ’94, και τρία χρόνια μετά ήρθατε μόνιμα εδώ. Θες να μου μιλήσεις για την αποξένωση που ένιωθες μεγαλώνοντας στην Ελλάδα; Νομίζω πως δεν την ένιωσα. Και αυτό το συνειδητοποιώ με μεγαλύτερη σαφήνεια τώρα, εκ των υστέρων, έχοντας νιώσει αποξενωμένος σε άλλες χώρες όπου έχω ζήσει, όπως οι ΉΠΑ ή το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ελλάδα είναι μια χώρα εξαιρετικά ομοιογενής στην κουλτούρα της, τη θρησκεία της, αλλά και φυλετικά, που καθιστά κάπως ανώμαλη τη διαδικασία αφομοίωσης. Δηλαδή, τα αρχικά στάδια, οι αρχικές απόπειρες αφομοίωσης (εκατέρωθεν) είναι κατά κανόνα ανεπιτυχείς, κουραστικές, δύσκολες. Ταυτόχρονα όμως, ακριβώς επειδή είναι τόσο ομοιογενής, κάποια στιγμή, σχεδόν ως δια μαγείας, αφομοιώνεσαι κι αν καταφέρεις τελικά να αφομοιωθείς, αφομοιώνεσαι πλήρως. Γίνεσαι απολύτως Έλληνας. Εγώ θεωρώ τον εαυτό μου εκατό τοις εκατό Έλληνα. Νιώθω πολύ πιο κοντά στην ελληνική παρά στην αλβανική κουλτούρα, μιλάω καλύτερα ελληνικά, νιώθω πιο κοντά στον Χριστιανισμό παρά στο Μουσουλμανισμό,

-Αυτό έγινε από ανάγκη;

Όχι, ήταν εντελώς έξω απ’ το δικό μου έλεγχο. Ειδικά όταν είσαι παιδί δεν παίρνεις απόφαση το πόσο απ’ την προηγούμενη κουλτούρα σου θα κρατήσεις και πόσο θα παραχωρήσεις. Ήταν εντελώς ασυνείδητη η διαδικασία και έγινε ερήμην μου. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρότερος μάς προσέγγιζαν συνέχεια άνθρωποι της Εκκλησίας για να μας προσηλυτίσουν. Τώρα το συνειδητοποιώ βέβαια, αρχικά πίστευα ότι ήθελαν απλώς να κάνουν παρέα μαζί μας κι ότι νοιάζονταν για μας ασχέτως θρησκείας. Η πλύση εγκεφάλου ήταν αρκετά πετυχημένη πάντως: μέχρι να φτάσω στην εφηβεία και να καταλήξω οριστικά στον αθεϊσμό, είχα πάρει ένθερμα το θέμα του Χριστιανισμού. Ήξερα το «Πιστεύω» πολύ πριν το μάθουν οι συμμαθητές μου.

-Τώρα που είσαι μεγάλος σκέφτεσαι πως ίσως υποσυνείδητα ήθελες απλά να ταιριάξεις; Ή πραγματικά σου άρεσε τόσο πολύ η ελληνική κουλτούρα και η θρησκεία, γιατί εμάς ως παιδιά δεν μας ξετρέλαινε κιόλας αυτή η ελληνικότητα, μάλλον μας απωθούσε.

 

Προφανώς προσέφερα πλήρως τον εαυτό μου προς αφομοίωση, αλλά δεν ήταν κάτι που έκανα λόγω της καταγωγής μου. Οι λόγοι μου, ο κινητήριος μοχλός αυτών των αποφάσεων ήταν η ροπή που κυριαρχεί, ώς και δαιμονίζει, στους εφήβους: η ροπή για εξομοίωση, για «ανήκειν», για να ταιριάξουμε στις παρέες.

-Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με την ποίηση;

Είχα από μικρός τη στοιχειώδη επαφή με τα κείμενα που κάναμε στο σχολείο, αλλά η πρώτη αυτόνομη εξωσχολική επαφή ήταν με το «Άξιον Εστί» του Ελύτη. Σε ‘κείνη τη φάση έκανα κάποια πρωτόλεια σκαριφήματα, αλλά πιάνοντας στα χέρια μου το «Άξιον Εστί», έμεινα άφωνος. Η γλώσσα του Ελύτη, αυτά τα ελληνικά on steroids, με συγκλόνισε. Έκτοτε και για μικρό διάστημα έγραφα κι εγώ έτσι, προσπαθώντας να ανταγωνιστώ τη γλώσσα του, να ανταγωνιστώ το «ερεβόφιλο ρόδι» και τα «ωκύμορα φιλιά». — Ήταν μάταια η προσπάθεια να τον ανταγωνιστείς; Όχι, παρότι προφανώς δεν ήμουν Ελύτης. Αποκήρυξα σύντομα εκείνον τον τρόπο γραφής, όμως χάρη σ’ αυτόν ερωτεύτηκα τα ελληνικά πρώτα απ’ όλα – τη φυσική υπόσταση της γλώσσας, το πώς φαίνονται οι λέξεις στο χαρτί, τους ήχους, τις συνηχήσεις, τις παιχνιδιάρικες αναδιπλώσεις κτλ.

-Θυμάμαι πως στο σχολείο μας ανέλυαν τα ποιήματα λέξη λέξη. Το πρόλαβες αυτό;

Εννοείται. Οι μαθητές μαθαίνουν απέξω τα ερμηνευτικά σχόλια, αλλά δεν μαθαίνουν ερμηνεία. Αυτό δεν έχει αλλάξει, όχι μόνο από τότε που πήγαινες εσύ σχολείο, αλλά και από τότε που υπάρχουν σχολεία στην Ελλάδα. Είχα την ευτυχία, όμως, μετά την Α’ Λυκείου να πάω στο Διεθνές Απολυτήριο στο Ανατόλια, που έχει το δικό του πρόγραμμα σπουδών – κοινό σε όλο τον πλανήτη – κι εκεί έμαθα να αναλύω λογοτεχνία. Ποτέ δεν ήρθαν οι καθηγητές να μας υποδείξουν τι θέλει να πει εδώ ο ποιητής. Μας έδιναν φυσικά τα κατάλληλα εργαλεία για να ξεκλειδώσουμε τον εσωτερικό κώδικα ενός κειμένου αλλά ποτέ δεν ισχυρίστηκαν πως ήξεραν ποια ήταν η ερμηνεία του. Εξασκούσαμε το λεγόμενο «σωκρατικό σεμινάριο», δηλαδή η καθηγήτρια καθόταν στην άκρη, κάναμε έναν κύκλο με τις καρέκλες, και προσπαθούσαμε από κοινού να εναποθέσουμε στη προφορική δεξαμενή της τάξης τις ιδέες, τα στοιχεία από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει ένα πειστικό ερμηνευτικό μοντέλο. Η καθηγήτρια μόνο επιμελείτο τη συζήτηση κι επενέβαινε σε συγκεκριμένα σημεία, δηλαδή ήταν πράγματι μια καθηγήτρια κι όχι μια δασκάλα.

— Στο δικό μου σχολείο πάντως, που ο καθηγητής έπιανε το ποίημα λέξη λέξη και μας υπαγόρευε τι πρέπει να γράψουμε δίπλα. Πάντα αναρωτιόμουν πώς θα ένιωθε ο ποιητής αν μας έβλεπε από καμιά γωνιά. Οπότε, ευκαιρία να ρωτήσω εσένα: αν κάποτε κάποιο ποίημα σου διδαχθεί έτσι, πώς θα νιώσεις;

Αυτό που με σοκάρει πραγματικά είναι η αλαζονική πεποίθηση πως το Υπουργείο έχει το μονοπώλιο στην αλήθεια των κειμένων. Πρόκειται για ύβρι. Πολλές φορές γράφω κάποια φράση που μού είναι ανεξήγητη, καθώς μια λέξη μπορεί να μου έχει έρθει διαισθητικά χωρίς να προηγείται κάποια ορθολογική ή εύκολα ορθολογίσιμη διαδικασία. Υπάρχουν μυστικά στο γράψιμό μου, γρίφοι που είναι άλυτοι για εμένα τον ίδιο πόσω μάλλον για τον κάθε καθηγητή λυκείου.

-Ήσουν ο μόνος στην τάξη που αγαπούσε την ποίηση;

Μάλλον. Οι φίλοι μου δε διαβάζουν ποίηση, κι ούτε μιλάμε ποτέ για ποίηση. Για πάρα πολύ καιρό η ποίηση ήταν πολύ ιδιωτική διαδικασία για μένα. Μόνο όταν εισήλθα – λίγο – στους λογοτεχνικούς κύκλους της Θεσσαλονίκης, αντιλήφθηκα την ποίηση ως κοινωνική διαδικασία. Μέχρι που έστειλα τα κείμενά μου στο Εντευκτήριο και ξεκίνησε η δημόσια πορεία τους, έγραφα απλώς ποίηση στο δωμάτιό μου, χωρίς να συζητάω με κανέναν γι’ αυτήν.

Το έκρυβες δηλαδή; Όχι. Έλεγα πού και πού ότι γράφω ποιήματα, αλλά μέχρι εκεί. Πίστευα και πιστεύω ότι, παρόλο που με τον τρόπο της είναι αναμφίβολα κοινόχρηστο είδος η λογοτεχνία και η τέχνη εν γένει, η παραγωγή της οφείλει αυστηρά να γίνει σε ένα room of one’s own. Και στο μπλογκ μου απ’ το οποίο ξεκίνησαν τα ποιήματα, δεν έγραφα με το όνομά μου, αλλά με ψευδώνυμο. Δεν με ήξερε κανένας απ’ αυτούς που με διάβαζε κι αυτήν την ιδιωτικότητα την ήθελα και την επιδίωκα ως συνθήκη της παραγωγής της λογοτεχνίας μου. — Τώρα δεν τη θέλεις όμως… Την θέλω. — Ναι, αλλά δεν έβγαλες τη συλλογή με ψευδώνυμο, την έβγαλες με το ονοματεπώνυμό σου. Άλλο η ιδιωτικότητα, κι άλλο η κρυψίνοια. — Δηλαδή θα μου έλεγες ποιο ήταν το μπλογκ σου ή το έχεις ακόμα κρυφό; Ναι φυσικά, το λέω, δεν το κρύβω. Δεν είμαι εμμονικός με την ιδιωτικότητα. Είναι το DOCTORAGOLLI, και το έφτιαξα στα 16 μου. Δεν το ανανεώνω πλέον και τόσο συχνά.

-Ένιωσες περίεργα όταν αποκάλυψες το όνομά σου βγάζοντας το βιβλίο;

Ήταν τελεσίδικο. Ένιωσα πως αυτό που κάνω έχει έναν πραγματικό αντίκτυπο στον έξω κόσμο. Κι η αίσθηση πως η ποίησή μου ήταν πλέον χειροπιαστή, τυπωμένη σε χαρτί, ήταν επίσης τρομακτική ώς και τρομοκρατική. Καθώς δεν είμαι κοινωνικός χαρακτήρας, με φοβίζει αυτή η έκθεση – ακόμα κι η ελάχιστη έκθεση που έχει ένας ποιητής.

 

-Είναι αλήθεια αυτό που λένε ότι εν μέσω της ελληνικής κρίσης η ποίηση ανθεί;

 

Νομίζω ναι, και είναι απ’ τους ελάχιστους τομείς που ανθούν. Το πιστεύουν και πολλοί ξένοι μελετητές. Η Κάρεν Βαν Ντάικ, καθηγήτρια στο Κολούμπια εξέδωσε πρόσφατα μία ανθολογία για την ελληνική ποίηση κατά την περίοδο της κρίσης και λέει πως «η Ελλάδα τώρα τα έχει όλα λιγότερα, εκτός απ’ την ποίηση». Κάτι παρόμοιο εξέδωσε και ο Θοδωρής Χιώτης στο Ηνωμένο Βασίλειο, και άλλοι ίσως που θα μου διαφεύγουν.

 

-Όμως όλοι οι σταρ της ποίησης, οι πιο γνωστοί εκπρόσωποί της δηλαδή, είναι όλοι ηλικιωμένοι. Κανένας απ’ τη νέα γενιά δεν έκανε το τεράστιο μπαμ ακόμη;

 

Εντός των κύκλων αυτό δεν πολυ-ισχύει. Νομίζω όμως ότι, επειδή τώρα η ποίηση είναι πιο κοινωνική διαδικασία, δεν υπάρχουν μονάδες που μπορούν να προσεγγίσουν φήμη όπως παλιότερα. Λειτουργούμε περισσότερο ομαδικά. Μιλάμε περισσότερο για ρεύμα παρά για μεμονωμένους διάσημους.

 

-Πιο γνωστό είναι το ρεύμα λοιπόν παρά τα άτομα που το αποτελούν…

 

Ο μελετητής Βασίλης Λαμπρόπουλος του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν μιλά για την Γενιά της Αριστερής Μελαγχολίας.

 

 

-Αυτοί είστε λοιπόν;

Έτσι μας έχει ονομάσει. Λέει πως ένα απ’ τα χαρακτηριστικά μας στοιχεία, που ίσως μόνο στην Γενιά του ’30 υπήρχε, είναι η συλλογικότητά μας. Λείπει το έντονα ατομικό – ή καλύτερα μεμονωμένο – στυλ γιατί δημιουργούμε ένα συλλογικό. Πρόκειται για μεταβολή στη έμφαση στο φάσμα ατομικού-συλλογικού. — Αυτό σ’ ενοχλεί; Όχι, ίσα ίσα. Μου δίνει μια ασφάλεια.

 

-Πώς εισπράττεις τον όρο Αριστερή Μελαγχολία με τον οποίο σας ταυτίζει ο καθηγητής;

 

Ο όρος είναι δανεισμένος από ένα δοκίμιο του Φρόιντ που λέει ότι οι άνθρωποι έχουν δύο τρόπους να αντιμετωπίζουν την απώλεια: ο ένας είναι ο θρήνος, που πέφτεις στα πατώματα και κάποτε το ξεπερνάς, κι ο άλλος είναι η μελαγχολία εξαιτίας της οποίας ποτέ δε συμβιβάζεσαι με την απώλεια – είτε προσώπου, είτε ιδεολογίας, είτε οτιδήποτε –, και ποτέ δεν την ξεπερνάς. Απ’ όσα έχω έχω καταλάβει, ο καθηγητής Λαμπρόπουλος χρησιμοποιεί τον όρο για να περιγράψει το κίνημα που ξεκίνησε περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 2000, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τότε που όλα είχαν παγιωθεί. Είχαμε μια πολιτική και πολιτιστική σταθερότητα, χωρίς διάθεση για πειραματισμούς και πρωτοπορίες. Σ’ αυτήν την παγιοποίηση και παραίτηση ήρθε η γενιά της Αριστερής Μελαγχολίας, όχι τόσο για να ανατρέψει όσο για να αναστοχαστεί. Δεν ρίχνουμε αγάλματα, αλλά δεν μπορούμε και να αποδεχτούμε το λιμνάζων στάτους κβο. Μια γενιά της κρίσης, πριν την μεγάλη κρίση, αυτήν του 2008 που συνεχίζει.

 

-Τι σε τράβηξε στη φιλοσοφία;

 

Η συνειδητοποίηση πως έχουμε τις διανοητικές ικανότητες να βρούμε επιχειρήματα τα οποία θα κλονίσουν τα θεμέλια πραγμάτων που θεωρούμε τελείως δεδομένα. Τίποτα δεν είναι βέβαιο όσο έχουμε τις διανοητικές ικανότητες να το αμφισβητήσουμε ή να το επανεξετάσουμε. Κάτι του τύπου: μήπως είναι όλα, μα όλα, μια θεατρική παράσταση;

-Και μέσα απ’ τη φιλοσοφία, ο κάθε διανοητής προσπαθεί… Αλήθεια, τι προσπαθεί να βρει; Μήπως τελικά είναι κάποιου είδους πνευματικός αυνανισμός;

Συμβαίνει κι αυτό. Στην Ελλάδα υπερτερεί η ηπειρωτική φιλοσοφία – Χέγκελ, Χάιντεγκερ, Σαρτρ, Φουκώ, Μπάτλερ, Κρίστεβα. Η ηπειρωτική, κατά την ταπεινή μου άποψη, κάνει σε μεγάλο βαθμό αυτό που λες. Μοιάζουν να γράφουν για να ακουστούν βαθυστόχαστοι, να ακουστούν φιλοσοφικοί με την κλασική, λαϊκή έννοια. Η αναλυτική φιλοσοφία, την οποία σπουδάζω εγώ, π.χ. Ράσελ, Βίτγκενστάιν, αλλά και άγνωστα σχεδόν ονόματα όπως Μπράντομ, ΜακΝτάουελ, Πάτναμ, Τσάλμερς, Φόντορ, Κρίπκε κ.ά., δεν έχει καμία διάθεση αμπελοφιλοσοφίας ή δυσνόητης έπαρσης. Οι αναλυτικοί χρησιμοποιούν τα εργαλεία της Μαθηματικής Λογική. Αν γνωρίζεις τα βασικά, αποκλείεται να τελειώσεις το διάβασμα μένοντας με τις συνήθεις απορίες που σε αφήνουν εμβρόντητο στα ηπειρωτικά κείμενα.

-Βλέπουν τη φιλοσοφία περισσότερο ως επιστήμη, παρά ως ποίηση δηλαδή…

Ακριβώς. Επειδή είμαι και ποιητής θα υπήρχε ο κίνδυνος να αντιμετώπιζα την φιλοσοφία με μια ποιητική, συνειρμική, φλου διάθεση…

— Δεν συνέβη;

Όχι επειδή θεωρώ πως δεν έχουν και τόσα κοινά η ποίηση μου και η φιλοσοφία.

— Αλήθεια; Έχουν τόσα κοινά όσο, ας πούμε, η μουσική και η μοριακή βιολογία. Όμως τελευταία προσπαθώ να φέρω κοντά την ποίηση με την αναλυτική φιλοσοφία, κυρίως επειδή δεν έχει γίνει ποτέ από όσα ξέρω. Προσπαθώ με τον δικό μου τρόπο να πάρω κάποια ρεύματα της αναλυτικής φιλοσοφίας που είναι κάπως πιο προσφιλή στο χώρο της ποίησης – τουλάχιστον όπως την οραματίζομαι εγώ – και να τα παντρέψω μαζί της.

[…]

-Έχεις πειράξει ποτέ τα πρώτα σου ποιήματα;

Ναι, και μάλιστα το θεμελιώδες ποίημα της πρώτης μου ποιητικής συλλογής προέρχεται από ένα ποίημα που έγραψα στα δεκαοκτώ μου για το διαγωνισμό που λέγαμε. Φυσικά έχει υποστεί αλλαγές, αλλά κι έτσι αλλαγμένο αποτελεί τον κορμό της συλλογής. Λέγεται «Τρεις μέρες υπαρξιακής αγωνίας μακριά απ’ το Κιότο» – μεγάλος τίτλος, και επίτηδες πομπώδης. Έχει να κάνει με την πρωτοπρόσωπη εμπειρία της ενηλικίωσης, μια αρκετά αχαρτογράφητη επικράτεια στα ελληνικά γράμματα. Είχα επίγνωση πως είμαι ένας νέος που γράφει ποίηση και προσπάθησα να σταχυολογήσω την πρόοδο της ενηλικίωσης, ειδικά ως παράλληλη με αυτήν της αποξένωσης – της κυριολεκτικής αποξένωσης ετου αλλοδαπού. Η ηρωΐδα του ποιήματος που ανέφερα σπουδάζει στην Ευρώπη, όμως η ζωή της όλη είναι στην Ιαπωνία. Απ’ το παλιό ποίημα διατήρησα τη θεματολογία και ξαναδούλεψα το τεχνικό κομμάτι – τις ρίμες, τους υπότιτλους, τη δομή.

-Θα σκεφτόσουν να γράψεις ένα μυθιστόρημα;

Όχι.

— Γιατί;

Δε νομίζω ότι μπορώ να βρω αρκετές αλήθειες, τόσες ώστε να χρειαστεί να τις απλώσω σε εκατοντάδες σελίδες. Θεωρώ ότι μπορώ να πω αυτά που θέλω, καταλαμβάνοντας πολύ λιγότερο χώρο. Είναι θέμα λακωνικότητας, δεν είναι θέμα είδους.

-Μήπως επειδή οι ποιητές είστε τελειομανείς με την κάθε λέξη και θα σας έπαιρνε δεκαετίες να γράψετε μυθιστόρημα; Είναι αλήθεια πως ψειρίζετε πάρα πολύ ακόμα και το κάθε γράμμα ενός ποιήματος πριν το εκδώσετε…

Ναι, μα αυτό επιβάλλεται. Για να είναι κάποιος ποιητής πρέπει να γνωρίζει καλά ότι η κάθε λέξη μετράει. Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες ποιητών. Οι τελειομανείς, και οι καλοί editors. — Εσύ τι θα έλεγες πως είσαι; Το δεύτερο. Όταν γράφω δεν με ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες. Γράφω ελεύθερα, αυτό που θέλω, και μετά κόβω ή προσθέτω. Η γραφή μου έτσι κι αλλιώς δεν είναι απολύτως ορθολογική, αλλά διαισθητική: κάτι βλέπω, κάτι ακούω, κάτι θυμάμαι χωρίς να ξέρω γιατί. Προσπαθώ τότε να μεταφέρω το εκάστοτε αίσθημα σε λέξεις. Είναι σα να προσπαθείς να μεταφέρεις μια εικόνα σε ήχο ή μια μυρωδιά σε εικόνα. Είναι μια συναισθησιακή διαδικασία την οποία δε μπορώ να διακόψω για να σκεφτώ αν πρέπει να μπει κόμμα ανάμεσα σε δυο λέξεις ή αν επέλεξα τη σωστή λέξη.

-Νιώθεις να σε αντιμετωπίζουν ποτέ σαν ούφο;

Όχι, γιατί προσπαθώ πάντα να απομυθοποιώ την εικόνα του Αγίου και Βασανισμένου Ποιητή. Διαφωνώ με την αίγλη που μας περιβάλλει. Ο ποιητής δεν κάνει κάτι πολύ πιο σπουδαίο από έναν εργαζόμενο γραφείου που δουλεύει οκτάωρο. Η δουλειά του ποιητή – γιατί δουλειά είναι – έχει και το τεχνικό της κομμάτι, ένα σωρό βαρετά πράγματα που πρέπει να γίνουν. Δεν λουόμαστε αέναα στο θεϊκό φως της Έμπνευσης. Όχι, καθόλου.

LIFO

 

 

«Καθώς δεν είμαι κοινωνικός χαρακτήρας, με φοβίζει η έκθεση που έχω βγάζοντας το βιβλίο – ακόμα κι η ελάχιστη έκθεση που έχει ένας ποιητής». Φωτo:  Κωνσταντίνος Τσακαλίδης  / SOOC

 

 

Οδηγίες για μια αποδομημένη οντολογία του έρωτα (V)

Φυσάει ένας άνεμος που έρχεται από τις ίδιες
τις άγνωστες καταγωγές της λίμνης, κι
ένα maelstrom ανθίζει αδίστακτα στα μικρά του
ματάκια,

λες κι ο ίδιος το έχει
κλητεύσει,

όπως κάθε έπιπλο της ζωής μου.

Όχι, όχι
δεν αγαπώ αυτόν
στην πραγματικότητα
αλλά την πραγματικότητα όπως
την χύνει
από μέσα του,
ηβική,

σαν υπόσχεση.

DOCTORAGOLLI

 

Ο ΕΝΟ ΑΓΚΟΛΛΙ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟ, «ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΙΤΙΟ»

 

 


 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ

 

Η μνήμη

η έχιδνα αυτή

με τις ερμαφρόδιτες παχύσαρκες κόρες της

τις Τέχνες —εφτά τον αριθμό.

Η μνήμη μου στον αριστερό μου κρόταφο

στο σιδερένιο τρίγωνο της στρογγυλής πλατείας

πέντε φορές είναι πυρπολημένη.

Βαθιά πολύ

στα έγκατα

στα βάθη

κάτω από το χώμα

κάτω από τη φωτιά

τον αέρα, τη βροχή, σε κόκκαλα αρχαιότητας

είναι καλά κρυμμένη.

Λέξεις ανάκατες

ασφυκτιούν, σαλεύουνε

χωρίς αίμα να πάρουν αίμα

στο φως θέλουν να βγούνε.

Να βρουν θέλουνε

την πρωταρχική τους Αρχή.

Ο Λόγος είναι πράξη.

Εγώ κατάφερα

να μη με θυμάται,

να μη με γνωρίζεινα μη με γυρεύει.

Να μη μ’ εξωθεί.

Και το δεξί μου δάχτυλο

αυτό που συνέχεια με δείχνει

με σκαλίζει

με καταγράφει με βρόμικο σπασμένο γυαλί

πέντε φορές το έσφαξα

πέντε ράμματα έμεινα.

Πεντάλφα της Μαγείας.

Δεν έχω Μνήμη, Αύρα, Ποίημα, Μουσική.

Άγγελοι του Σκότους

Προδότες του Φωτός την Πύλη του Δάντη με

υπόκωφη βοή μ’ ανοίγουνε

ίσα ίσα μόλις λοξά περνάω.

Χέρια που τελειώνουν κι όλο μακραίνουν

βγαίνουνε σούρνοντας από τον αιώνιο σεισμό

εκμαγείο στο πρόσωπό μου σφραγίζουνε το σημάδι

του Κάιν, «Κι άλλους κι άλλους» ψιθυριστά

ουρλιάζουνε, «φέρε μας εδώ να πληθύνουμε,

κατέβασε κι άλλους».

Μνήμη του Δικαίου

γύρισε για μια στιγμή

μια λέξη μικρή ολομόναχη

σαν εμένα είναι…

ΟΧΙ

POETRYBOOKS

 


Γιωργος Τσιγκος

και Μαυροι Κυκλοι Στων ονειρων τη βεραντα

 

 

Στων Ονείρων τη Βεράντα

Δευτέρα στις καρδιές μας λιώνουν παγωμένοι δυναμίτες
Τρίτη ανάβουμε φυτίλια μαδώντας βλέφαρα από τερμίτες
Τετάρτη θυσίες προσφέρουμε σε αρχάγγελους αγύρτες
Πέμπτη τις ψυχές μας πουλάμε ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΙ προφήτες
Παρασκευή τραγοπόδαροι άγιοι επικαλούνται θεία δίκη
Διψασμένοι ουρλιάζουν στις οδικές αρτηρίες μας οι λύκοι
Σαββάτο festival καρναβαλιού κι o κόσμος μας ανήκει
μονομάχοι θεατές αιμοδιψείς απαιτώντας νίκη.

Μα της Κυριακής τα βασιλέματα
σαν χάρτινα καράβια μου βουλιάζουν
σαν μια αγάπη αταξίδευτη λιμνάζουν
ψιθυρίζοντας “θα σ΄ αγαπάω για πάντα”
αγναντεύοντας το κόσμο
απ΄ των ονείρων τη βεράντα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΓΚΟΣ

 

 

 

 


 ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

 

“Ο Καιόμενος”

 

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα.
Ήταν στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται.
Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

 

Σημειώσεις

Το ποίημα εντάσσεται στη συλλογή «Μεταίχμιο Β’» η οποία εκδόθηκε στα 1957. Αναφέρεται στην αυτοπυρπόληση, την έσχατη μορφή προσωπικής διαμαρτυρίας των διάφορων απελπισμένων ιδεολόγων.

 Νοηματική απόδοση

Ένας άνθρωπος από τα πλήθος βλέπει κάποιον να καίγεται και το δηλώνει ταραγμένος στους άλλους. Όλοι στρέφουν τα μάτια τους σε εκείνον που αυτοπυρπολείται μαζί και ο ποιητής, που αναγνωρίζει στο πρόσωπό του, τον άνθρωπο με τον οποίο πριν από λίγο προσπάθησαν να επικοινωνήσουν, αλλά εκείνος αρνήθηκε να μιλήσει. Ο ποιητής θλίβεται από την πράξη του αλλά δεν σπεύδει να του προσφέρει βοήθεια. Εξάλλου εκείνος δεν τη ζητά.

Έτσι, παραμένει αμέτοχος, μια και η κατάσταση είναι δύσκολη και φοβάται τις συνέπειες από οποιαδήποτε συμμετοχή του στο γεγονός. Για αυτό και μένει να παρακολουθεί τον άνθρωπο να αυτοπυρπολείται, σύμβολο ξεχωριστό και φωτεινό, σαν τον ήλιο. Αντιλαμβάνεται πως στη δύσκολη αυτή εποχή που ζει, δύο μπορεί να είναι οι στάσεις των ανθρώπων: να βρίσκονται μέσα στη φωτιά ή απ’ έξω και να χειροκροτούν όσους τολμούν να διαμαρτύρονται. Ο ποιητής διστάζει να πάρει κάποια θέση ανάμεσα στις δύο αυτές στάσεις και διχάζεται.

 Δομή
Νοηματικές ενότητες/Επιμέρους πλαγιότιτλοι
Το ποίημα μπορεί να διακριθεί σας εξής ενότητες:

1η ενότητα: Στίχος 1: το πλήθος αντιλαμβάνεται πως κάποιος αυτοπυρπολείται.

2η ενότητα: Στίχοι 2-13: ο ποιητής παρακολουθεί το γεγονός, χωρίς να αντιδρά, και
3η ενότητα: Στίχοι 14-16: ο διχασμός του ποιητή.

Πραγματολογικά – Ιδεολογικά – Πολιτιστικά σχόλια

1η ενότητα: Ο ποιητής με ιδιαίτερη δραματικότητα αναφέρεται στο γεγονός της αυτοπυρπόλησης. Μάλιστα, με το ρήμα «Κοιτάχτε», στρέφεται η προσοχή του πλήθους προς τη φωτιά, που γίνεται το κοινό σημείο αναφοράς τόσο του πλήθους όσο και του καιόμενου.

2η ενότητα: Στην ενότητα αυτή ο ποιητής τονίζει τις αντιδράσεις του πλήθους αλλά και τα χαρακτηριστικά του καιόμενου. Το πλήθος στρέφει την προσοχή του στον καιόμενο και παρακολουθεί τη θυσία του με κάποια επιφανειακή συγκίνηση που δεν είναι παρά αδιαφορία στην ουσία της.

Ο καιόμενος έχει απομονωθεί και αποστασιοποιηθεί από το πλήθος. Η διαμαρτυρία του είναι βουβή. Δεν αντιδρά, δε ζητά βοήθεια. Επιλέγει το συγκεκριμένο τρόπο να διαμαρτυρηθεί για την απεμπόληση των ιδανικών του και σηκώνει το σταυρό του μαρτυρίου του βουβά αλλά και μοναχικά. Κανείς δεν του συμπαραστέκεται. Έτσι, με τη θυσία του, με την αποφασιστικότητά του να σταθεί ενάντια στην αδιαφορία και τη φθορά αναδεικνυεται σε σύμβολο αγώνα και θυσίας που φωτίζει στους ανθρώπους το δρόμο για ανάλογη δράση.

Όσο για τον ποιητή, εκείνος διστάζει να πάρει κάποια θέση ανάμεσα στον καιόμενο και το πλήθος. Συγκινείται από τη θυσία του καιόμενου αλλά φοβάται να τον βοηθήσει ή έστω να τον αγγίξει, μια κι εκείνος δε ζητά βοήθεια. Εξάλλου, οι καιροί είναι δύσκολοι και οποιαδήποτε επαφή με τον καιόμενο μπορεί να θεωρηθεί αντίδραση απέναντι στο κατεστημένο. Όπως εξάλλου τον συμβουλεύουν οι άλλοι: «Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις», γεγονός που δείχνει την απειλή που θα υπάρξει σε βάρος του αν αναμιχθεί στη θυσία του καιόμενου, απειλή που αποτελεί και την αιτία της αναστολής του.

Δεν είναι τυχαίο πως το ποίημα αναφέρεται στη μετεμφυλιακή εποχή, σε μια περίοδο μίσους και όξυνσης των παθών που η συμμετοχή με τη μία ή την άλλη πλευρά εγκυμονούσε κινδύνους.

3η ενότητα: Τα δίλημμα και ο διχασμός του ποιητή είναι πια φανερός, γεγονός που τον καθιστά τραγικό πρόσωπο, αφού δυσκολεύεται να πάρει σαφή θέση ανάμεσα στη διαμαρτυρία και τη σιωπηλή αποδοχή της κρίσης και της φθοράς.

«Αυτός ο ατέρμων αγώνας, δημιουργεί άλλο δράμα, μέσα πια στην ανειρήνευτη καρδιά του ποιητή, ο οποίος, αφομοιώνοντας τα αλληλοσυγκρουόμενα, μεταβάλλεται αυτός στο μοναδικό πρωταγωνιστή. Έτσι, γέρνει πότε προς τον ένα, πότε προς τον άλλο» (Μ. Μερακλής, «Η ποίησή μας, ο διχασμός, το Μεταίχμιο», Καλαμάτα 1959, σελ. 52).

Τέλος, όπως σημειώνει ο Κίμων Φράϊερ: «Ο κόσμος στην εποχή μας έχει γίνει παρανάλωμα του πυρός, αλλά και, ταυτόχρονα, θεατής που χειροκροτεί αυτή τη φωτιά, βλέποντας τηλεόραση, συμμετέχοντας αλλά και παραμένοντας στην απομόνωσή του, ενώ οι σπουδαστές της Πράγας και οι Βουδιστές μοναχοί του Βιετνάμ, μεταβάλλονται σε θυσιαστήριες δάδες διαμαρτυρίας, εναντίον ενός σχιζοφρενικού κόσμου που έχει κοπεί στα δύο. Στον παρανοϊκό εφιάλτη αυτού του κόσμου ο ποιητής, σαν ο πιο ευαισθητός παρατηρητής του και συμμέτοχος, έχει γίνει κι αυτός κατά κάποιο τρόπο σχιζοφρενικός. Προσβλημένος από την αρρώστια της εποχής μας, είναι μια ύπαρξη διχοτομημένη, όπως οι ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΙ της Διοτίμας, που κομμένοι στη μέση, ύστερα από την ύβρη τους, από τον κεραύνιο Δία, αγωνίζονται, μάταια, να ξανακερδίσουν τη χαμένη τους ακεραιότητα» («Τοπίο Θανάτου», σελ. 29).

TEACHINGGREEK

 

 


ΤΑΙΝΙΑ-ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΑ ΣΚΟΥΛΗΚΑΚΙΑ ΣΤΑ ΕΝΤΕΡΑ ΜΑΣ

Πώς παθαίνουμε ταινία και ποια είναι τα συμπτώματά της;

 Με τον όρο ταινία εννοούμε την Tenia solium και γενικότερα τις ταινίες, σκουλήκια που αναπτύσσονται ως παράσιτα στο έντερο ανθρώπων και ζώων.

Οι ταινίες είναι ερμαφρόδιτες, έχουν και αρσενικά και θηλυκά όργανα αναπαραγωγής. Διαθέτουν όρχεις και ωοθήκες και γονιμοποιούνται διαδοχικά παράγοντας χιλιάδες γονιμοποιημένα αβγά τα οποία αποβάλλονται με τα περιττώματα. Ένας άνθρωπος μπορεί να προσβληθεί τρώγοντας ωμό ή ελάχιστα μαγειρεμένα κρέας που περιέχει σκουλήκια. Η Tenia solium προέρχεται από το χοιρινό, ενώ η Tenia saginata από το βοδινό κρέας. Τα εντερικά σκουλήκια είναι επιβλαβή για τον οργανισμό και προκαλούν διάφορες διαταραχές όπως αλλεργική ναυτία, απώλεια βάρους, νευρικότητα και κοιλιακούς πόνους. Είναι αρκετά διαδεδομένη στους ανθρώπους και θεραπεύεται με ειδική φαρμακευτική αγωγή που σκοτώνει τα παράσιτα. Η Tenia solium φτάνει ακόμη και τα οκτώ μέτρα μήκος.

TRANSLATUM

 


HANNE GABY ODIELE

 

 

Τοπ μοντέλο αποκαλύπτει ότι γεννήθηκε ερμαφρόδιτη

Hanne Gaby Odiele: «Στην εποχή μας δεν πρέπει να αποτελεί ταμπού»

Το μοντέλο Hanne Gaby Odiele αποκάλυψε για πρώτη φορά στη ζωή της και στην 11χρονη καριέρα της ότι γεννήθηκε ερμαφρόδιτη. Η 29χρονη Βελγίδα γεννήθηκε με το σύνδρομο θηλεοποιητικών όρχεων (AIS), μια σπάνια διαταραχή των γεννητικών οργάνων. Μια διαταραχή που «δίνει» στα κορίτσια χρωμοσώματα XY, τα οποία συνήθως απαντώνται σε άτομα του αρσενικού φύλου. Η Odiele προχώρησε σε επέμβαση αφαίρεσης των όρχεων σε ηλικία 10 ετών καθώς οι γιατροί την είχαν προειδοποιήσει για το κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου.

 

Hanne Gaby Odiele: «Στην εποχή μας δεν πρέπει να αποτελεί ταμπού»

Είναι πολύ σημαντικό για μένα σε αυτή τη φάση της ζωής μου να σπάσω ένα ταμπού», δήλωσε η Βελγίδα στο USA Today. «Σε αυτήν την εποχή που ζούμε δεν θα έπρεπε να υπάρχει πρόβλημα να μιλά κανείς ανοικτά για τη σεξουαλικότητά του», πρόσθεσε.

Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη τα ερμαφρόδιτα-μεσοφυλικά άτομα αποτελούν το 1,7% του παγκόσμιου πληθυσμού.

«Μετά την επέμβαση κατάλαβα πως δεν μπορέσω ποτέ να αποκτήσω παιδιά. Δεν είχα περίοδο. Καταλάβαινα ότι είχα κάποιο πρόβλημα», είπε η Hanne Gaby Odiele, η οποία υποβλήθηκε σε νέα επέμβαση σε ηλικία 18 ετών για την αποκατάσταση του αιδοίου της.

 Όλες αυτές οι επεμβάσεις άφησαν το σημάδι της στη ζωή και στην ψυχολογία του μοντέλου. Ο λόγος που μίλησε ανοικτά για την κατάστασή της είναι για να αποθαρρύνει άλλους γονείς να υποβάλουν τα παιδιά τους στη διαδικασία αλλεπάλληλων και μη αναγκαίων εγχειρήσεων. «Δεν είναι πια και τόσο σοβαρό θέμα να είσαι ερμαφρόδιτος», λέει η Hanne. «Αν ήταν ειλικρινείς από τη αρχή θα είχα αποφύγει τα ψυχικά τραύματα», σχολίασε αναφερόμενη στους γονείς της.

Ο σύζυγος της Βελγίδας, επίσης μοντέλο, δήλωσε «περήφανος» για την Hanne που μίλησε δημόσια και ανοικτά για το πώς γεννήθηκε.

ATHENSVOICE


 

ΘΑΝΟΣ ΓΩΓΟΣ

 

 

Πρόκειται για ένα ζωντανό –και την ίδια στιγμή ημιθανές– 48σέλιδο, γεμάτο παραπαίοντα νοήματα, θρυμματισμένες εικόνες και ερμαφρόδιτες θεάσεις ενός παρόντος, όπου οι γυναίκες μοιάζουν με κορίτσια που σπάνια βρίσκουν τρόπο να χαλαρώσουν. Κορίτσια ατιμώρητα που φαντάζουν με υπερευαίσθητους εκ φύσεως άνδρες, στο μεταίχμιο των συναισθημάτων τους. Είκοσι επτά ποιητικές απόπειρες, σχεδόν ερμητικές, τριών ενοτήτων, όπου ο Γώγος επιχειρεί να φανερώσει όσα δεν γνωρίζει με ποιον τρόπο να κρύψει. Ή επιχειρεί να κρύψει εκείνα που μπερδεύουν τη γλώσσα, προκαλώντας στον αναγνώστη πολλαπλά νοηματικά σαρδάμ.

ΔΙΑΣΤΙΧΟ

 

Απόψε που κρίνεται η απολέπιση των αξιών μας
Τα πιο τρελά μας χρώματα
Είναι μόνο μάτια
Με ένα χέρι κλειστό

Στοχάσου:

Ένα παράθυρο από φύλλα
Όστρακο
Και κάτι ευθύ:

Υπάρχουν έξω καρδιές που σχηματίζουν πνευμόνια
Και σκαλίζουν το πρόσωπό σου στο πρόσωπό μου
Αιμοπετάλια στο χρώμα της κίνησης
Τραγουδούν το νήμα της οδοντοστοιχίας
Έχοντας απολέσει κάτι για τον καθένα.

[…]

 

*

Σαν παιδί
δοκίμαζε τον ουρανό
πετώντας τις προσευχές του
έξω απ’ τον κόσμο

Τώρα πια
χωρίς τετραγωνικές ρίζες
για το κεφάλι του
θέλει να ζήσει
σε κάθε σώμα.

*

(δίχως αισθαντικότητα καμιά)

Ανάμεσα στα μικροσκοπικά της δάκτυλα
Που αλείφουν την πόλη τ’ απογεύματα
Και όχι πολύ μακριά από αυτό που αποκαλούν μυαλγία
Στις εφτά και δεκαέξι ακριβώς
Μια τρύπα στο χρονικό των ταχυδευτερολέπτων
Ανοίγει

Και όπως
ΑΝΟΙΓΕΙ
Ανοίγουν και δυο βεντάλιες
Γοητευτικές
με τις οξείες τους
και τα ποιήματά της
νιφάδες
Να εκτρέπουν αυτή τη γυμνή φιλαρέσκεια
που επιδέξια τόσο έχει δημιουργήσει.

ΠΟΕΙΝ


 

«Femmes d’homosexuels célèbres» του Μισέλ Λαριβιέρ

 

Νέο βιβλίο που κυκλοφόρησε στη Γαλλία φέρνει στο φως πικάντικα περιστατικά από την κρυφή ερωτική ζωή μεγάλων λογοτεχνών και ποιητών

Τα έργα τους έμειναν στην ιστορία της ποίησης και της λογοτεχνίας, αλλά οι ιδιαιτερότητες της προσωπικής ζωής τους «κρύφτηκαν» στα παρασκήνια της Ιστορίας, τις περισσότερες φορές πίσω από γάμους.

Ενα νέο βιβλίο που κυκλοφόρησε στη Γαλλία έρχεται να ξεσκεπάσει τους γάμους-βιτρίνα μεγάλων μορφών των γραμμάτων, όπως ο Γερμανός Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκέτε, ο φιλέλληνας Λόρδος Βύρωνας, ο Οσκαρ Γουάιλντ, ο Γάλλος ποιητής Πολ Βερλέν και ο δημοσιογράφος, ποιητής και πρωτοπόρος του υπερρεαλισμού Λουί Αραγκόν.

 

Στο «Femmes d’homosexuels célèbres» του Μισέλ Λαριβιέρ αποκαλύπτονται σπαρταριστά περιστατικά από τους γάμους των ομοφυλόφιλων συγγραφέων με γυναίκες που, κατά κανόνα, δεν γνώριζαν την αλήθεια για τις σεξουαλικές επιλογές των ανδρών που παντρεύτηκαν. Ακόμα και μες στην άγνοιά τους οι περισσότερες ήταν δυστυχισμένες από τη στάση τους, με μόνη εξαίρεση την Κριστιάνε Φούλπιους, τη γυναίκα του Γκέτε. «Η ΕΡΜΑΦΡΌΔΙΤΗ χάρη της» άρεσε στον ποιητή, που γράφει ευθέως -πιο ευθέως και κυνικά δεν γίνεται- στο έργο του «Ποίηση και αλήθεια»: «Είναι αλήθεια ότι έχω κάνει έρωτα και με αγόρια, αλλά προτιμώ τα κορίτσια, επειδή όταν με κουράζουν ως κορίτσια, μπορεί να επωφεληθώ από αυτά, όπως θα μπορούσα να επωφεληθώ και από τα αγόρια».

 

 

 

Η σεξουαλικότητα, αντίθετα, του Οσκαρ Γουάιλντ, του Πολ Βερλέν και του Λ. Αραγκόν γνώρισε δύο περιόδους. Στην πρώτη, πίεζαν τους εαυτούς τους να συνευρεθούν με γυναίκες, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Ο Αραγκόν είχε παραδεχθεί «ανολοκλήρωτες στύσεις», κάτι που ξεπέρασε πιο μεγάλος, όταν ήταν πια ανοιχτά γκέι. Ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας Αντρέ Ζιντ δεν μπόρεσε να λειτουργήσει την πρώτη νύχτα του γάμου του, κάτι που ωστόσο βόλεψε τη σύζυγό του Μαντλέν Ροντό, που φοβόταν το σεξ. Η Ροντό δεν έδειξε να ανησυχεί ούτε όταν ο άνδρας της σπίτωσε τον νεαρό Ατμάν, κάτω μάλιστα από την ίδια στέγη μ’ εκείνη.

 

 

Ωστόσο, το 1899 σ’ ένα ταξίδι τους στην Αλγερία τον είδε ερεθισμένο από την «τρυφερή, κεχριμπαρένια σάρκα» τριών μαθητών. Λίγη ώρα αργότερα τον επέπληξε, λέγοντάς του: «Είχες την όψη εγκληματία ή τρελού». Και πάλι, όμως, έπεσε από τα σύννεφα το 1916, όταν ανοίγοντας κατά λάθος μια επιστολή που είχε αυτόν για παραλήπτη, διάβασε με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια τις παιδεραστικές περιπέτειές του. Για να τον εκδικηθεί, του έκαψε αλληλογραφία 20 ετών. Οι περισσότερες γυναίκες, ωστόσο, όταν το μάθαιναν, φρόντιζαν να το αποκρύπτουν είτε από μεγάλη αγάπη είτε από ντροπή. Ετσι, οι σύζυγοι του Βερλέν, του Γουάιλντ, ακόμα και του Ιουλίου Βερν όταν το σκάνδαλο ήρθε στη δημοσιότητα, δεν έλεγαν κουβέντα.

 

 

Οπως τονίζει πολλές φορές στο βιβλίο του ο Λαριβιέρ, η σύζυγος λογιζόταν, ειδικά τις εποχές του κοινωνικού αποκλεισμού των ομοφυλοφίλων, ως μια υπόσχεση άνετης και φυσιολογικής ζωής, όμως η εξέλιξη αυτής της καλά τακτοποιημένης ζωής ήταν αρκετές φορές χυδαία. Αναφέρει χαρακτηριστικά την περίπτωση του Λόρδου Βύρωνα, ο οποίος είχε βάλει στο μάτι την προίκα 1.000 λιρών της Αν Ιζαμπέλα Μιλμπάνκε, αλλά δεν φρόντιζε να κρατά ούτε τα προσχήματα.

Αργησε να εμφανιστεί στον γάμο τους και στο αυτοκίνητο δεν κρατήθηκε και της είπε ότι την παντρευόταν για τα μάτια του κόσμου. Το βράδυ δε του γάμου τους η νεαρή γυναίκα μπήκε σε μια «κατοικία σκοτεινή και άδεια». Της σέρβιραν ένα κρύο δείπνο και ο Λόρδος Βύρωνας ανέβηκε να κοιμηθεί μόνος του, λέγοντάς της: «Απεχθάνομαι να κοιμάμαι με γυναίκα».

DETE


ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Ο… ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΣ ρόλος του Στράτου Τζώρτζογλου

O Στράτος Τζώρτζογλου με κραγιόν και φόρεμα με τιράντες! Ο γνωστός ηθοποιός για τις ανάγκες του νέου ρόλου του στο θέατρο κάνει μια εμφάνιση στη σκηνή, που παραπέμπει στον σκοτεινό κόσμο του αγοραίου έρωτα. «Είσαι σκοπός και γύρω σου χορεύουν τσοπανόσκυλα». Αυτός είναι ο τίτλος της ιδιαίτερης παράστασης που ανεβάζει στις 26 Δεκεμβρίου στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης η θεατρική ομάδα «Bijoux de Kant» με πρωταγωνιστή τον Στράτο Τζώρτζογλου. Πρόκειται για μια συρραφή κειμένων και σκόρπιων φράσεων από το έργο του συγγραφέα και ποιητή Γιώργου Ιωάννου, με έμφαση κυρίως στη «Μεγάλη Αρκτο», τον μοναδικό και ανέκδοτο θεατρικό μονόλογό του.

 

Η εμφάνιση του Στράτου Τζώρτζογλου βασίζεται σε μια extreme γυναικεία εικόνα.

 

Ο Στράτος Τζώρτζογλου υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Γιάννη Σκουρλέτη (έχει αναλάβει και τη σύνθεση των κειμένων, και τη σκηνογραφία της παράστασης) υποδύεται έναν ήρωα-φάντασμα της νύχτας με ιδιαιτερότητες στον έρωτα, του οποίου η εμφάνιση βασίζεται σε μια extreme γυναικεία εικόνα. Αλλωστε ο συγγραφέας-ποιητής του έργου αυτό επιβάλλει μέσα από τα λεγόμενα των κειμένων του: «Οι μαχαιρωμένοι περιμένουν δικαιοσύνη. Οι ληστεμένοι και σφαγμένοι περιμένουν δικαιοσύνη, αλλά αυτή αργεί να φανεί. Οι ληστεμένοι, σφαγμένοι και διασυρμένοι περιμένουν την καταιγίδα των δακρύων που θα ξεπλύνει τα αίματα, μα αντί γι’ αυτήν, ξεπηδούν χάχανα από παντού… Οι ληστεμένοι, σφαγμένοι, διασυρμένοι και προδομένοι περιμένουν τουλάχιστον από μας να μην τους ξεχνάμε και να μη γελάμε μαζί με τον κοινό εχθρό, μα εμείς κυλιόμαστε στις ίδιες κοίτες με τους διώκτες μας…»

 

Στην ίδια παράσταση παίζουν και οι Λένα Δροσάκη και Ιούλιος Τζιάτας. Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής Γιώργος Ιωάννου θεωρείται από τους πιο σπουδαίους εκφραστές του ελληνικού μοντερνισμού της αστικής ζωής. Σύμφωνα με τους μελετητές του συγγραφικού και ποιητικού έργου του, «τα κείμενά του είναι αυτοβιογραφικά και αποτυπώνουν την Ελλάδα της ενοχής, που χάνεται, που ρημάζει, που χρεοκοπεί και αναζητεί την ταυτότητά της στα υπόγεια, στη λάσπη και σε μια μοναξιά αδιαπραγμάτευτη και τελεσίδικη…»

ESPRESSONEWS

 

 

 

Ο Γιώργος Ιωάννου στον Κεραμεικό. Βλ. Anemourion.

 

Ποιήματα 1954-1985, ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

 

Η νέα συγκεντρωτική έκδοση των λιγοστών, πλην πολύτιμων, ποιημάτων του Γιώργου Ιωάννου σε έναν εξαιρετικά καλαίσθητο τόμο που υιοθετεί εν μέρει την τυπογραφία των εκδόσεων του πάλαι ποτέ περιοδικού «Διαγώνιος», μας δίνει την ευκαιρία, τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του, να σκύψουμε ξανά στο λυρικό υπόστρωμα του συγγραφέα που μας άφησε τόσο νωρίς (1985). Στην έκδοση περιλαμβάνονται οι δύο ποιητικές συλλογές του Γιώργου Ιωάννου, «Ηλιοτρόπια» (1954) και «Τα χίλια δέντρα» (1963) μαζί με τις τελευταίες ποιητικές ενότητες: «Δούλος ιερός του έρωτα» (1980) και «Πέντε ποιήματα» (1985). Η τελευταία ενότητα εκδίδεται για πρώτη φορά∙ πρόκειται για ποιήματα που ο συγγραφέας έγραψε λίγο πριν από τον θάνατό του.

Ασφαλώς δεν είναι ευρέως γνωστόν ότι ο Ιωάννου ξεκίνησε ως ποιητής, μέχρι να στραφεί ολοκληρωτικά στην πεζογραφία («Για ένα φιλότιμο», 1964). Έτσι, θα μπορούσε κανείς να διαβάσει τα ποιήματά του ως προοίμιο στην εξομολογητική πεζογραφία του […]

 

Η ποίηση του Ιωάννου δεν διαφέρει από την πεζογραφία του. Προσωπική, άκρως βιωματική, μεταφέρει, όπως είναι φυσικό, τις πρώιμες εμπειρίες του συγγραφέα από την εφηβική και μετεφηβική ηλικία του στη Θεσσαλονίκη («Ηλιοτρόπια»), τα τραύματα μιας δύσκολης εποχής, την κατοχή, την ενηλικίωση, και προπαντός το στρίμωγμα – κάθε λογής, ενός ανήσυχου και ευαίσθητου ανθρώπου («Τα χίλια δέντρα»). Τα «Ηλιοτρόπια των Εβραίων» –όπως ήταν ο αρχικός τίτλος της συλλογής, τον οποίο ο Ιωάννου μετάνιωσε που δεν υποστήριξε εν τέλει– μας εισάγουν στο κλίμα της εποχής

Κάθε φορά που τρίζει η σκάλα μας, / «λες να ’ναι αυτοί επιτέλους;» σκέφτομαι, / κι ύστερα φεύγω και με τις ώρες / κατακίτρινα ζωγραφίζω ηλιοτρόπια. / Όμως αύριο ώσπου να ξεχαστώ, / στην αίθουσα αναμονής το τρένο / απ’ την Κρακόβια θα περιμένω. / Κι αργά τη νύχτα, όταν ίσως κατεβούν / ωχροί σφίγγοντας τα δόντια∙ / «αργήσατε τόσο να μου γράψετε» / θα κάνω δήθεν αδιάφορα.

Η εξομολόγηση, η μοναξιά, ο υπαινιγμός, η ερωτική απόκλιση, η απουσία, η αναζήτηση του άλλου, η μαρτυρία, ο καημός, οι δρόμοι και η πόλη συνθέτουν με το λιτό, διαυγές και άμεσο ύφος του συγγραφέα μια μυθολογία καθαρά αστική, που δεν της λείπει η δύναμη, η έμπνευση, η ευαισθησία και η πρωτοτυπία. Ό,τι δηλαδή θα συναντήσουμε αργότερα στα άρτια πεζογραφήματά του εμφανίζεται εν σπέρματι στις νεανικές ποιητικές εγγραφές του.

Untitled-14_160[1]

Κάτι ζητάει φέτος το φθινόπωρο. / Σου ζήτησα μια πρόχειρη φωτογραφία. / Αν όμως βρέχει απόψε, πάλι θα χαθείς. / Βροχές, φωτογραφίες και φθινόπωρα. / Αγάπη μου, / αγάπη μου χωρίς ελπίδα.

Στις δύο τελευταίες ποιητικές ενότητες, ο Ιωάννου, σπουδαίος και αναγνωρισμένος πεζογράφος πια, θέλει να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Απελευθερωμένος από συμβάσεις που τον κρατούσαν δέσμιο τα προηγούμενα χρόνια. Ο έρωτας, η μοναξιά, η ωριμότητα και η αποτίμηση της ζωής έχουν τον πρώτο λόγο. Η περιφρούρηση της μοναξιάς ως πολύτιμο πετράδι του βίου, το κλείσιμο στο σπίτι και το ανεκπλήρωτο του έρωτα, η προσμονή κι ένας συγκρατημένος θυμός προϊδεάζουν για το τι θα επακολουθούσε συγγραφικά εάν η μοιραία ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, ύστερα από χειρουργική επέμβαση προστάτη, δεν έκοβε πρόωρα το νήμα της ζωής του Γιώργου Ιωάννου.

Μόνο το σπίτι μου υπάρχει, / όλα τ’ άλλα χάθηκαν. / Είσαι μέσα εσύ, είσαι εντός, / με καρτεράς που έρχομαι. / (…) Αχ, βάζω το κλειδί όπως στον έρωτα. / Το σπίτι ευωδιάζει απ’ την ανάσα σου, / τα μέλη σου ανθούνε στο ημίφωτο. / Έλα και τύλιξέ με, δε ζητώ φαΐ, / δεν θέλω ύπνο, μιας στιγμής ξεκούραση. / Ακούμπα με, με το κορμί σου ντύσε με.

LITART

 


 

 

Το ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟ γονίδιο της τέχνης

 

Έργο των Guerrilla Girls — ακτιβίστριες καλλιτέχνιδες των mid. 80s, που επηρεάστηκαν από τη Nochlin

 

«Από τα εκατοντάδες επαγγέλματα  που ασκήθηκαν σε αναρίθμητες κοινωνίες πριν από την εφεύρεση της γραφής, η μεταλλουργία είναι η μοναδική τέχνη που αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο των ανδρών.
Προϋποθέτει δύναμη και καλό χειρισμό του χώρου, δεξιότητες που αποτελούν, σύμφωνα με κάποια άποψη, δυο κατ’εξοχήν ανδρικά χαρακτηριστικά.
Στους χιμπατζήδες, αντίθετα, τα θηλυκά είναι αυτά που χρησιμοποιούν περισσότερο τα εργαλεία, άρα οι μηχανικές δεξιότητες δεν είναι πάντοτε κωδικοποιημένες στο χρωμόσωμα Υ».

Οι ενδιαφέρουσες πληροφορίες, προέρχονται από το σχετικά πρόσφατο βιβλίο του βρεττανού καθηγητή γενετικής, Στηβ Τζόουνς*, Η καταγωγή του άνδρα.

 

bourgeois_louise_parkett_82[1]

THE MATERNAL MAN

 

Το παράδειγμα της μεταλλουργίας, λοιπόν, που αναφέρει ο Τζόουνς, μου φέρνει αμέσως στο νου πολλές περιπτώσεις γυναικών καλλιτεχνών που, μέσα στον 20ό αιώνα, καταπιάστηκαν επιτυχώς με το σκληρό και κατεξοχήν αντρικό αυτό υλικό και αναδείχθηκαν, κυρίως χάρη στα ογκώδη μεταλλικά γλυπτά τους.

 

Το επιβλητικό ΕΡΜΑΦΡΟΔΥΤΟ γλυπτό, φαλλός και αιδοίο μαζί, της Λουίζ Μπουρζουά, καθώς και τα γλυπτά – εργαλεία της Ναταλίας Μελά, (με δίπλωμα οξυγονοκολλητή παρακαλώ, εκτός από το δίπλωμα γλυπτικής της Σχολής Καλών Τεχνών, το 1948), είναι δυο μόνο παραδείγματα από τα πολλά, που έρχονται να ενισχύσουν τις σύχρονες επιστημονικές θεωρίες περί γεννετικού κομφούζιου και να ξεκολλήσουν τις ετικέτες από τα βαζάκια της τέχνης.

 

 

 

 

 

Η Μαίρη Γουόλστονκραφτ Σέλλεϋ (Mary Wollstonecraft Shelley, Λονδίνο, 30 Αυγούστου 1797 – 1 Φεβρουαρίου 1851) ήταν Αγγλίδα συγγραφέας και σύζυγος του ρομαντικού ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ, γνωστή για το μυθιστόρημά της Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας.

 

Τώρα πια, αν, ανοίγοντας ένα βαζάκι με την ετικέτα «Ροζ λογοτεχνία», […]  δεν περίμενα, όμως, πριν από αρκετά χρόνια —το ομολογώ— να ανακαλύψω μέσα στο βαζάκι που έγραφε απέξω Φραγκενστάιν, τη συγγραφέα Μαίρη Σέλλεϋ: μια απελευθερωμένη νέα γυναίκα, μητέρα, προερχόμενη από φιλελεύθερη οικογένεια της αγγλικής αριστοκρατίας του 19ου αιώνα. Η περίπτωση της Σέλλεϋ είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, καθώς αποτελεί εξαίρεση ως προς τα πάντα. Εκτός από την επιλογή της θεματολογίας της, η ίδια η προσωπικότητα της Σέλλεϋ έρχεται να ανατρέψει κάθε προκατάληψη και παραδοχή.

[Η Μαίρη Σέλλεϋ ήταν κόρη του φιλοσόφου Ουίλλιαμ Γκόντουϊν και της συγγραφέως Μαίρης Γουόλστονκραφτ. Ερωτεύτηκε τον ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ, ο οποίος την απήγαγε το 1814 στην Ελβετία. Παντρεύτηκαν μετά τον θάνατο της γυναίκας του Σέλλεϋ, Χάρριετ Γουέστμπρουκ. Το 1816 κατά τη διάρκεια ταξιδιού με τον Σέλλεϋ, και ενώ φιλοξενούνταν στη βίλα του ποιητή Λόρδου Μπάυρον στην Ελβετία, ξεκίνησε να γράφει το πασίγνωστο μυθιστόρημα Φρανκενστάιν. Τελείωσε το έργο το 1817 και εκδόθηκε το 1818. Μετά το θάνατο του συζύγου της αφοσιώθηκε στη συγγραφή.

WIKIPEDIA]

 

 

 

Θα ήταν εύλογο το συμπέρασμα πως η ενασχόληση με την τέχνη καθώς και η παραγωγή της, είναι άμεσα συνδεδεμένες με την κοινωνική τάξη, κυρίως πριν τον αντισυμβατικό 19ο αιώνα, καθώς η αριστοκρατία κατείχε φυσικά όλα τα ευνοϊκά μέσα: την οικονομική άνεση, το πατρονάρισμα, το sponsoring, που θα λέγαμε σήμερα, και φυσικά το εκ προιμίου έτοιμο κοινό της. Και όμως· τόσο από άντρες καλλιτέχνες από την τάξη της αριστοκρατίας, όσο και από γυναίκες καλλιτέχνιδες γενικότερα, κυρίως όσον αφορά τις εικαστικές τέχνες, οι θυσίες που απαιτούνται για την πλήρη αφοσίωση στην τέχνη, είναι τεράστιες. Προϋποθέτουν την παραίτηση από ρόλους και υποχρεώσεις που και στις δυο περιπτώσεις, όπως φαίνεται, είναι σχεδόν αδύνατη.

Γι’αυτό και η αριστοκρατική τάξη, ακόμα και στούς δικούς μας «δημοκρατικούς» καιρούς, πολύ λίγο συνέβαλε στην τέχνη και με μάλλον ερασιτεχνικές προσπάθειες. Αυτά καταγράφει η αμερικανίδα ιστορικός τέχνης, Λίντα Νόκλιν,* δίνοντας έτσι μια συγγενή απάντηση και στα δυο ερωτήματα που θέτει: «γιατί δεν υπήρξαν “μεγάλοι” καλλιτέχνες από την τάξη της αριστοκρατίας;» και «γιατί δεν υπήρξαν “μεγάλες” γυναίκες καλλιτέχνιδες;» Η Νόκλιν, μ’αυτό το μάλλον άβολο και σκληρό ερώτημα που έθεσε το 1971, στην ουσία προκάλεσε τις γυναίκες να αναρρωτηθούν σοβαρά πάνω στο σύνθετο αυτό θέμα, να αναζητήσουν έμπρακτα την ισότητα και να μη μένουν στα λόγια και στα φεμινιστικά κλισέ.

[…]

 

 

 

Τριάντα χρόνια μετά, το 2001, στο συνέδριο «Γυναίκες καλλιτέχνιδες στο Μιλλένιουμ», η Νόκλιν επαναφέρει το ερώτημα, επισημαίνοντας πως οι αλλαγές που έγιναν είναι πολλές. Αν σκεφτούμε πως μέχρι το 1970 στα πανεπιστήμια δεν υπήρχαν, ούτε κατά διάνοια, σπουδές φύλου, ή σπουδές μειονοτήτων, ούτε τίποτα απ’όλα αυτά που υπάρχουν σήμερα, μπορούμε να πούμε πως παρ’ όλες τις υπερβολές τους στη φάση του αναβρασμού, τα κινήματα των 70s για την ισότητα και την ελευθερία άλλαξαν πολλά  στο χάρτη του πολιτισμού.

[…]

* Linda Nochlin: Αμερικανίδα ιστορικός της τέχνης, (γενν.1931, Νέα Υόρκη) καθηγήτρια πανεπιστημίου και συγγραφέας. Θεωρείται αυθεντία στις φεμινιστικές σπουδές της ιστορίας της τέχνης. Το Why have there been no Great Women Artists? είναι ένα από τα πιο γνωστά της δοκίμια.

DIMART


ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΙΣΑΝΟΓΛΟΥ

 

 

Γιώργος Αλισάνογλου

Μετά την όραση- η Θεά

Ι. Οριζοντίως
η μεταποίηση

Οριζοντίως-
Το αυτί μου
Σύρριζα του ψιλού χορταριού
Ακούω τις εύθραυστες φωνές
Του μικρόκοσμου-
Των νεκρών
Τις επικιλήσεις
Μίλια και μίλια μακριά
Ομως
Κυρίως
Ακούω τα μυρμήγκια-εργάτες
Που δουλεύουν
Ενάντια στη βαρύτητα
Της ημέρας
Κατά μήκος
Των τεντωμένων μου
Νευρώνων
Παράλληλα
Με τον ορίζοντα
Των άκρων-
Μυρμήγκια μεσημβρίας
Με περιτριγυρίζουν-
Με κυκλώνουν
Με πλησιάζουν
Μου επιστρέφουν
ό,τι δε μου ανήκει:
1. την ψυχολογία του ηδονοβλεψία
2. τη μάθηση της όρασης ξανά
3. ένα παράθυρο/κορνίζα
πέρα στον ορίζοντα-
Η δεξιά κόρη ανοίγει διάπλατα
(η αριστερή συστρέφεται
μες στο μάτι-καύκαλο
εκείνο που γλείφει το χώμα)
Συλλαμβάνει μέσα απ’ το

Παράθυρο
Το οπτικό αντικείμενο-
Τελετουργεί-
Πετάρισμα λευκής πεταλούδας
Ελευθερώνει προσευχές
Στον αέρα/
Τελετουργεί ξανά
Προς στιγμήν βλέπω-
Χορευτές
Να
Περνάνε
Πίσω απ’ την κορνίζα-
Μετά κενό
Ο ένας χορευτής
Πλησιάζει προς
Το μέρος μου
Αφήνει
Μπροστά μου
Ενα κουτί γεμάτο
Χειρόγραφα-
Τα χαϊδεύω
Με αφή όρασης
Τα διαβάζω-
Είναι η ποίηση
Που γράφαμε στο μέλλον-
Ερποντας προσπαθώ
Να διασχίσω
Το γρασίδι-
Η χλωροφύλλη
Μου καίει τα μάτια-
Ξαφνικά
Η ραχοκοκκαλιά μου
Πλημμυρίζει από γύρη
Βαπτιστήριας μέλισσας-
Η νέα προσφορά
Τα χρυσά φωνήεντα της Θεάς
Με εμπιστεύονται-
Λεπτές κλωστές τα σύμφωνα
Κρέμονται
Απ’ τις γύρω αδραχλιές-
Δονούμαι
Θα
Ξανά
Ενα αψεγάδιαστο
Δονούμαι/
Σύννεφο
Πάνω απ’ το
Μισό μου προφίλ
Το κουμπώνω
Γύρω απ’ το κορμί μου
Οι νέες λέξεις θα/
Οταν βρέξει-
Τα μάτια μου τσούζουν
Από λαχάνιασμα θειαφιού-
Ο ύπνος
Φωτιά
Ουρλιαχτά
Το έργο
Της φύσης
ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΗ γονιμότητα

Ο ύπνος-
Είναι σημείο αγιότητας-

(ξύπνησα στο δεξί πλευρό
κουλουριασμένος  σε επιτραπέζια κορνίζα)

[Απόσπασμα από το υπό έκδοση ποιητικό βιβλίο Jesu Christiana-Μια μελλοντική προσευχή]

 E-POEMA

 

alisanoglou[1]

 

 Γεννήθηκε στην Καβάλα το 1975. Σπούδασε κοινωνιολογία στη Μεγάλη Βρετανία και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές σε θέματα Διεθνούς Πολιτικής. Ζει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη και είναι ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου «Σαιξπηρικόν» καθώς και του ομώνυμου εκδοτικού οίκου. Επίσης, ασχολείται με τη μετάφραση.

TRANSLATUM

 


 

ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΜΑΛΟΥΚΑΣ

 

 «…της νοσταλγίας μας η λυδία λίθος…» – ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΜΑΛΟΥΚΑΣ 1954-2006

Ο Κώστας Μαμαλούκας γεννήθηκε στην Λευκάδα το 1954. Γυιός της Νανάς και του Τάκη Μαμαλούκα, δικηγόρου και ανήσυχου πνευματικού ανθρώπου. Σπούδασε φυσική και εργάσθηκε σαν καθηγητής. Εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές («Διαχρονισμοί», 1982 και «Αλλοτροπία του Φθινοπώρου», 1983) και την εφημερίδα «Άποψη» (1995-1998). Ποιήματα και άρθρα του δημοσιεύτηκαν στις τοπικές εφημερίδες της Λευκάδας. Διάσπαρτα ποιήματά του κυκλοφορούν σε μία ανθολογία εκτός εμπορίου με τίτλο “Υπαινιγμοί” τον Ιούλιο του 2009. Στίχους από την συλλογή “Αλλοτροπία του Φθινοπώρου” μελοποίησε ο Διονύσης Γράψας.

Ο ποιητής Κώστας Μαμαλούκας σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα στις 21 Δεκεμβρίου 2006 σε ηλικία 52 ετών.

 kostas_mamaloukas[1]

Τo πορταίτο ενός “Λευκάδιου ευπατρίδη”1

Η οικογένεια
Γιος της Νανάς και του Τάκη Μαμαλούκα, δικηγόρου και ανήσυχου πνευματικού ανθρώπου, συνδεδεμένου στενά με την βιβλιοθήκη, εφόσον συγκαταλέγεται στους ιδρυτές της. Μόχθησε για να συγκεντρωθούν τα πρώτα βιβλία που απετέλεσαν τον πυρήνα της, αλλά και τα κειμήλια από εκκλησίες και μοναστήρια για να στηθεί η συλλογή μεταβυζαντινών εικόνων.

DIGITAL CAMERA

Η οικογένεια Μαμαλούκα γράφει και δημοσιογραφεί …Ξεκίνησε ο πατέρας Τάκης Μαμαλούκας με τα «Λαογραφικά» και τα «Λευκαδίτικα ευθυμογραφήματα» και ο μεγαλύτερος γιος ο Λάκης εξέδιδε την εφημερίδα «Λευκάς».

(Μαρία Ρούσσου)


«Αυτή η εποχή αναποδογυρίζει
Τίς ευτυχίες της
Αυτός ο κόσμος προσφέρεται έτσι σαν
Υπνωτισμένος
Η πρόοδος τον αγγίζει
Μόνο φαινομενικά
Κατά βάθος είναι ο ίδιος
Πρωτόγονος
Κι΄ εκεί που χρειάζεται
Κι΄ εκεί που δεν χρειάζεται
Γενικά η εποχή είναι ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΗ»
Διαχρονισμοί

ΚΟΛΥΒΑΣ


 ΤΖΟΥΛΙΕΤ

 

6bf4a37ba127c6c03cd2efc56e466114_XL[1]

 

 

Την 27χρονη Τζούλιετ, την ερμαφρόδιτη απόγονος της βασιλικής οικογένειας της Δανίας, υποδέχθηκε σήμερα, στην εκπομπή της η Ανντίτα Πάνια.

Η Τζούλιετ αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Ελλάδα με την οικογένειά της, καθώς η βασιλική οικογένεια θεώρησε ότι τους ντροπιάζει!

Ωστόσο, δεν ήταν αυτός ο λόγος που η Τζούλιετ άφησε τους πάντες… παγωτό, αλλά το εντυπωσιακό της ύψος!

THESTIVAL

 

 

 

 


 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

 

 Οι Εξι νύχτες στην Ακρόπολη αποτελούν ομολογουμένως το νόθο τέκνο μιας μακρόχρονης κύησης. Νόθο, με την έννοια ότι δεν έγινε ποτέ αποδεκτό ως ισότιμο λογοτέχνημα του σεφερικού corpus από την κοινότητα των λογίων και από την κριτική. Μακρόχρονη η κύηση, εφόσον η πρώτη σύλληψη και γραφή έγινε όταν ο Σεφέρης βρισκόταν στα 26 του χρόνια και η οριστική σχεδόν 30 χρόνια μετά (1954). Η δημοσίευση του έργου καθυστέρησε επίσης πολύ: έγινε 20 χρόνια μετά τη γραφή του 1954 και τρία χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή, με επιμέλεια του καθηγητή Γ. Π. Σαββίδη (Ερμής, 1974). Ωστόσο το ότι ο ποιητής δουλεύει και ξαναδουλεύει ένα κείμενο στο μεγαλύτερο μέρος της δημιουργικής ζωής του, και μάλιστα με πρωτοφανές πάθος (Μέρες Στ’, Ικαρος, 1986, σελ. 119-120 και 134)· το ότι επίσης ο ήρωας Στράτης, που πρωταγωνιστεί στο πεζογράφημα, εξελίσσεται σταδιακά (κατ’ άλλους ήδη από το 1924, κατ’ άλλους από το 1931) σε προσωπείο του ποιητή που διατρέχει εκ παραλλήλου ποίηση και ημερολόγια (Δ. Μεντή, Στράτης Θαλασσινός και Μαθιός Πασκάλης / Δύο προσωπεία του Γ. Σεφέρη, περιοδικό «Ποίηση», αρ. 13/99, σελ. 189, σημ. 6) είναι γεγονότα που υπογραμμίζουν το διαρκές ενδιαφέρον του Σεφέρη για το μυθιστόρημά του.

Η ιστορία: Ο άρτι αφιχθείς από την Εσπερία Στράτης συναντιέται με μια παρέα αθηναίων φίλων που αποφασίζουν να επισκέπτονται την Ακρόπολη επί έξι συνεχείς πανσελήνους. Η συνάντησή του με δύο γυναίκες είναι καταλυτική. Η ερωτική σχέση σκηνοθετείται ως δοκιμασία ψυχής: η πρώτη γυναίκα περισσότερο ως όραμα (Σαλώμη) και λιγότερο ως καθημερινότητα (Μπίλιω), καθοδηγεί τις ερωτικές και διανοητικές ισορροπίες του Στράτη στα όρια ζωής και θανάτου· η δεύτερη (Λάλα), βαθμιαία «μεταστοιχείωση» της πρώτης, τον ελευθερώνει στην καλλιτεχνική δημιουργία. Η Ακρόπολη, ως μυθικός τόπος, πέρα από χρόνο και τόπο, ανάμεσα στο εκτυφλωτικό φως του μεσημεριού και στο αχνό της πανσελήνου, μεταμορφώνεται σε ονειρικό τόπο δοκιμασίας και κάθαρσης κατά το πρότυπο του δαντικού Καθαρτηρίου.

Δαντική αλληγορία

Εφόσον, όπως ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής (Δοκιμές Β´, Ικαρος, 1981, σελ. 249), «γνώρισε» τον Δάντη στα 35 του χρόνια για πρώτη φορά, είναι φανερό ότι το νεανικό κείμενό του δουλεύτηκε με τη δαντική αλληγορία στην ωριμότερη επεξεργασία του 1954. Η δαντική ατμόσφαιρα διαποτίζει όλο το κείμενο ­ με τη γήινη, σωματική διάσταση που της αποδίδει ο Σεφέρης όταν αναλύει τη Θεία Κωμωδία, μία δεκαετία μετά την ολοκλήρωση του μυθιστορήματός του, το 1966: «…με την κόλαση και τον παράδεισο που μας δόθηκε να ζήσουμε…» (ό.π. σελ. 282).

Η αθηναϊκή πολιτεία της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα παίρνει έτσι για τον ποιητή τη θέση της δαντικής Φλωρεντίας του 1300· «… η Ακρόπολη αγκυροβολημένη· έτοιμη να σαλπάρει», γίνεται το νησιωτικό βουνό του Πουργατόριου· οι άνθρωποι κινούνται ανάερα, σαν νεκρές ψυχές, όποτε δεν είναι μνήμες, σκιές, φαντάσματα· όνειρα και λιποθυμίες επαναλαμβάνονται σύμφωνα με τον ίδιο μυητικό ρόλο που κατέχουν στη Θεία Κωμωδία· η τοπογραφία ζωγραφίζεται επανειλημμένως με δαντικές αποχρώσεις· και ο λόγος, εκτός από τα δηλωμένα δαντικά δάνεια (Μνήμες Dante, ό.π., σελ. 271-273), βρίθει μεταφορών στο πνεύμα και στο γράμμα του ιταλικού αρχετύπου. Η σκοτεινή Σαλώμη κάποτε γίνεται ο Βιργίλιος του ποιητή, κάποτε αποκτά το φως της Ματίλντα, και όταν εξαφανίζεται, καθώς επίσης ο Βιργίλιος στο Καθαρτήριο, αφήνει τη θέση της σε μια ατθίδα Βεατρίκη, τη φωτεινή Λάλα.

Το στοίχημα είναι προφανές: μέσα στο σκοτάδι της πνευματικής σύγχυσης που ακολουθεί τη μικρασιατική καταστροφή, ο ποιητής θα βάλει τις αδελφές ψυχές να κοιταχτούν «όπως συνηθίζουμε το βράδυ να κοιταζόμαστε στο νέο φεγγάρι» (Κόλαση, XV, 18). Αλλωστε οι Εξι Νύχτες με πανσέληνο, στην ημερολογιακή τους ανακύκλωση, αποτελούν μια αχνή υπόμνηση της θωμιστικής γεωμετρίας του Δάντη. Διαβάζονται δηλαδή ως ανωφερής κλίμακα δοκιμασίας του ποιητή (και μαζί τού αναγνώστη): «αυθεντικοί ήρωες μπορούν να υπάρξουν» μέσα από τον ίδιο τον δημιουργικό εαυτό μας, με την προϋπόθεση ότι αυτός τολμά να αντικρίσει την πραγματικότητα στα μάτια των συνανθρώπων του, όσο «κολασμένοι» και αν είναι (ή του φαίνονται) οι τελευταίοι ­ και αυτή βεβαίως είναι μια πέρα για πέρα δαντική θεώρηση του κόσμου.

Οι απόψεις των μελετητών

Στο καθ’ όλα γήινο Καθαρτήριο του Εξι νύχτες στην Ακρόπολη τη Βασιλεία των Ουρανών κερδίζει εν τέλει ο δημιουργός εκείνος που «μεταχειρίζεται τους μάταιους ίσκιους σαν πράγμα στερεό» (Καθαρτήριο, ΧΧΙ, 136). Ο Στράτης εγγράφεται έτσι στη χορεία των ηρώων / προσωπείων του τύπου του Αντρέ Βαλτέρ (Ζιντ), του Α. Ο. Μπαρναμπούθ (Λαρμπό), του Στίβεν Ντένταλους (Τζόις), ή των Μπερνάντο Σοάρες, Ρικάρντο Ρέις κ.ά. (Πεσόα), που η καταγραφή της προοδευτικής καλλιτεχνικής τους Οδύσσειας συνιστά αντίστοιχη μυητική διαδικασία για τον αναγνώστη. Ο Στράτης, το ίδιο όπως το ποιητικό του alter ego στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’ (1944), είναι ένας πρόσφυγας στον τόπο του ο οποίος «πρέπει να ρωτήσει τους νεκρούς για να μπορέσει να προχωρήσει παρακάτω».

Ο Νάσος Βαγενάς δικαιολόγησε, λίγα χρόνια μετά την έκδοση του σεφερικού μυθιστορήματος (Ο ποιητής και ο χορευτής, Κέδρος, 1979, σελ. 138), την πανθομολογούμενη τότε αποτυχία του σεφερικού πεζογραφήματος με το γεγονός ότι «η αφήγηση παραμένει στο επίπεδο της ημερολογιακής εξομολόγησης χωρίς να κατορθώνει να γίνει μυθιστορηματική». Ο ίδιος αργότερα συνέδεσε αυτό το επιχείρημα με την εγγενή, κατά την άποψή του, αδυναμία του ημερολογίου να συγκροτήσει αμιγή λογοτεχνία (Το Ημερολόγιο ως μυθιστόρημα, περιοδικό «Διαβάζω», 142, 23.4.1986, τώρα στο Η ειρωνική γλώσσα, Στιγμή 1994, σελ. 227-229). Η βαλερική επίδραση κατά τον τρόπο του Κυρίου Τεστ και κατά τον τρόπο των ηρώων του Ζιντ και του Λαρμπό που αναφέραμε είναι βεβαίως σαφής. Το βιβλίο φέρει άλλωστε προκλητικά τα σημάδια της ημερολογιακής πηγής του: ο καθ’ όλα επιμελής Σεφέρης δεν έκανε απολύτως τίποτε για να τα κρύψει… (εν αντιθέσει π.χ. με τον Λαρμπό που κατέστρεφε μεθοδικά σελίδες του προσωπικού του ημερολογίου καθώς τις ενσωμάτωνε στο ημερολόγιο του ήρωά του).

Νεότεροι μελετητές όπως η Νάτια Χαραλαμπίδου (Εξι Νύχτες στην Ακρόπολη, «Καθημερινή», Αφιέρωμα στον Γ. Σεφέρη, 13.10.1996, αλλά και στο Greek Modernism and Beyond, Rowman & Littlefield Publishers, 1997, σελ. 163-176) και η Αλεξάνδρα Σαμουήλ (Ο βυθός του καθρέφτη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998, σελ. 241-258), κρίνουν το πεζογράφημα ως «φιλόδοξο πειραματισμό» ενώ εκ παραλλήλου επανεξετάζουν κάποιες μοντερνιστικές τεχνικές και επιρροές του από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία (εσωτερικός μονόλογος, «ανανέωση» της συμβολιστικής παράδοσης, mise en abyme κ.ά.)· αλλά οι επισημάνσεις τους δεν επηρεάζουν θετικότερα την αρνητική πρόσληψη του μυθιστορήματος ­ άλλωστε δεν έχουν αυτή την πρόθεση.

Το βιβλίο ωστόσο έχει σαφή πλοκή με αρχή, μέση, τέλος, κάποια πρόσωπα, έναν πολύ συγκεκριμένο δραματικό χρόνο, και οπωσδήποτε τεχνικές μυθοπλασίας ­ με κεντρική την αναφερθείσα δαντική αλληγορία (για την οποία ακόμη μένει να γίνει συστηματική έρευνα) ­ που το καθιστούν ενδιαφέρον. Βεβαίως δεν πρόκειται για συμβατικό μυθιστόρημα. Το πρώτο πρόσωπο διαδέχεται το τρίτο, την αφήγηση η ημερολογιακή εγγραφή, ενώ η ποιητικότητα της γραφής είναι έντονη. Τα πρόσωπα επίσης είναι περισσότερο δαντικές σκιές ιδεών παρά ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, αντιπροσωπεύουν άλλοτε μια ατμόσφαιρα εποχής, π.χ. των διανοουμένων που πλήττουν, άλλοτε απλώς σκιαγραφούν τύπους της επίγειας Κωμωδίας, όπως π.χ. ο «ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΣ» Λογκομάνος (Καθαρτήριο, XXVI, 73-82). Αυτή ακριβώς υπήρξε όμως η έμπνευση, η πρόθεση και το θέμα ενός έργου που θέλει να διαβαστεί ως ερωτική ιστορία ­ αλλά με τη δαντική έννοια του όρου. Trasumanar per verba· ο περίφημος νεολογισμός του Δάντη εμπρός στη Βεατρίκη (Παράδεισος, Ι, 70) για τη μεταστοιχείωση του ανθρώπου σε κάτι που τον υπερβαίνει, για την αδυναμία μετάδοσης αυτής της εμπειρίας με τον λόγο, καθορίζει υπογείως και την ερωτική / μυητική / ποιητική υπόσταση του μυθιστορήματος.

Φυσικά όλα αυτά τηρουμένων των αναλογιών. Ο Σεφέρης μεταχειρίζεται το δαντικό κείμενο όπως ακριβώς ο Τζόις το ομηρικό στο Ulysses. Η περίφημη διατύπωση της «μυθικής παραλληλίας» του Τ. Σ. Ελιοτ, την οποία ήδη από το 1946 ο Σεφέρης υιοθετεί στο δοκίμιό του «Κ. Π. Καβάφης, Θ. Σ. Ελιοτ· παράλληλοι», διαγράφει με σαφήνεια τα όρια οποιασδήποτε σύγκρισης ανάμεσα στα δύο κείμενα ενώ ταυτοχρόνως υποδεικνύει μια διαφορετική ανάγνωση του σεφερικού μυθιστορήματος.

ΤΟΒΗΜΑ

 

 


 

 Τζέφρυ Ευγενίδης

 

 Ο Τζέφρυ Ευγενίδης (Jeffrey Eugenides), κατάγεται από την Προύσα της Μικράς Ασίας και γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1960 στο Ντιτρόιτ του Michigan. Σπούδασε Αγγλική και Αμερικανική Λογοτεχνία και Φιλολογία και Δημιουργική Γραφή στα Πανεπιστήμια Μπράουν και Στάνφορντ. Το πρώτο του μυθιστόρημα, “Αυτόχειρες παρθένοι” (“The Virgin Suicides”), εκδόθηκε το 1993 και έγινε ταινία το 1999, σε σκηνοθεσία της Σοφίας Κόπολα, με πρωταγωνιστές τους Κίρστεν Ντανστ, Τζος Χάρτνετ, Καθλίν Τέρνερ και Τζέημς Γουντς. Το βιβλίο αυτό έχει μεταφραστεί σε 15 γλώσσες. Το δεύτερο μυθιστόρημά του “Middlesex” -κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τίτλο “Ανάμεσα στα δύο φύλα”- που εκδόθηκε το 2003, απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και βραβεύτηκε με το βραβείο Πούλιτζερ. Επίσης, είχε συμπεριληφθεί στη βραχεία λίστα για το βραβείο του National Book Critics Circle, το λογοτεχνικό βραβείο του International IMPAC Dublin και το Prix Medicis της Γαλλίας. Το “Σενάριο γάμου” (“The Marriage Plot”, 2011) είναι υποψήφιο για το National Book Critics Award 2012. Κάποια από τα έργα του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά όπως “The New Yorker”, “The Paris Review”, “The Yale Review”, “Granta”, “Best American Short Stories”. Εκτός απο το βραβείο Πούλιτζερ, έχει επίσης βραβευτεί με το Whiting Writers Award, και με το Harold D. Vursell Award, από την Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Γραμμάτων. Έζησε για λίγα χρόνια με την σύζυγό του Karen Yamauci και την κόρη τους στο Βερολίνο, ενώ σήμερα κατοικεί και πάλι στο Σικάγο.

ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ

 

9789604900565[1]

 

Ό,τι ξεχνούν οι άνθρωποι,
τα κύτταρα το θυμούνται.
Το σώμα, αυτός ο ελέφαντας…

Τζ. Ευγενίδης

Ψυχολογικό μυθιστόρημα με επική μορφή, ήρωας του οποίου είναι ένας ερμαφρόδιτος άνθρωπος. Η Κάλλι, καρπός του έρωτα δύο αδαών Μικρασιατών προσφύγων, μετέπειτα Ελληνοαμερικανών, περνά τα πρώτα χρόνια της ζωής της ως η χαϊδεμένη κόρη της οικογένειάς της και στα 14 της ανακαλύπτει, ότι για λόγους βιολογικούς είναι αγόρι παγιδευμένο σε κοριτσίστικο σώμα. Το χάσμα μεταξύ αρσενικού και θηλυκού, Ελλήνων και WASPS, μαύρων και λευκών, παλαιού και νέου κόσμου, δεισιδαιμονίας και επιστήμης, πεπρωμένου και ελεύθερης βούλησης, συνιστά κεντρικό άξονα της αφήγησης που θέτει το ερώτημα: πρόκειται για την ιστορία συγκεκριμένων ηρώων ή για την ιστορία μιας συγκεκριμένης δομής DNA;

 

 Ο Έλληνας γίνεται Αμερικανός. Το κορίτσι μεταμορφώνεται σ αγόρι. Με το Μiddlesex ο Ευγενίδης θέλει να μας πει πως οι ταυτότητές μας, εθνικές, κοινωνικές, οτιδήποτε, ακόμα και σεξουαλικές, είναι ρευστές – η Καλλιόπη γίνεται ο Καλ, που δουλεύει στο Βερολίνο ως διπλωματικός υπάλληλος. Χωρίς να βγάζει κήρυγμα. Χωρίς ηθικολογίες. Το θέμα της αιμομιξίας, για παράδειγμα, των παππούδων της Καλλιόπης, παραμένει πληροφορία (παρ ότι επώδυνη για τη Δεισδαιμόνα την ίδια) κι ο συγγραφέας το διαπραγματεύεται υποτονικά. Ο ερμαφροδιτισμός της Καλλιόπης, οι ομοφυλοφιλικές και αμφιφυλικές της σχέσεις, ακόμα κι όταν «πουλιέται» στα peep-show του Βερολίνου διαδραματίζονται βατά. Ανθρώπινα. Και κει έγκειται η μαεστρία του συγγραφέα: στο ότι, δείχνοντάς μας την ακαταστασία της ζωής των άλλων, μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι όλοι βράζουμε στο ίδιο καζάνι.

ΤΟΒΗΜΑ


 Delcourt Marie

 

60180[1]

 

 Η Μαρί Ντελκούρ (Marie Delcourt) γεννήθηκε στις Βρυξέλλες το 1891 και πέθανε στη Λιέγη το 1979. Υπήρξε μια από τις σημαντικότερες ελληνίστριες του 20ού αιώνα. Έχει γράψει έργα για τον Αισχύλο και τον Περικλή, καθώς και διάφορες μελέτες για την ελληνική μυθολογία. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι εργασίες της για τον Οιδίποδα (“”Oedipe ou La legende du conquerant”) και τους Έλληνες ήρωες (“Legendes et cultes de heros en Grece”).

 

b116769[1]

Ο ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΣ

Μύθοι της αμφιφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα

Hérmaphrodite: Mythes et rites de la bisexualité dans l’ Antiquité classique

[…] Μια μελέτη που θα περιοριζόταν στη μορφή του Ερμοαφρόδιτου δεν θα είχε καμία πιθανότητα να αποκαλύψει τις δοξασίες και τα συναισθήματα από τα οποία απορρέει. Όμως τα γαμήλια έθιμα, που προέρχονται με τη σειρά τους από το τελετουργικό των μυήσεων, αποκαλύπτουν ένα ψυχολογικό υπόβαθρο στο οποίο μπορεί να στηριχθεί μια θρησκειολογική μελέτη. Οι έρευνες των κοινωνιολόγων έφεραν στο φως την πρωταρχική σημασία της ανδρογυνικής μορφής ενώ αργότερα, η εμβάθυνση προήλθε από την ψυχανάλυση. Ο Καρλ Γιούγκ απέδειξε τον ρόλο της στο σύμπαν των αλχημιστών: η μορφή αυτή αναπαράγει, σε γενικές γραμμές, την ονειροπόληση, όπου το συνειδητό συναντά το υποσυνείδητο, όπου ο animus ενώνεται με την anima για να αποσυνθέσει μαζί της μια ισορροπημένη ψυχή.

Τέτοιου είδους προσεγγίσεις προσδίδουν στον μύθο του Ερμαφρόδιτου μεγαλύτερη σπουδαιότητα από ό,τι μια υποτιθέμενη λατρεία, ένας ανύπαρκτος θρύλος, κάποια αγάλματα, όπου περισσότερο αποτυπώνονται γλυπτικές αναζητήσεις παρά θρησκευτικά συναισθήματα. Έτσι, οι φιλολογικές έρευνες παρουσιάζονται κάτω από ένα νέο φως. Η ψυχανάλυση ενός μύθου αποκαλύπτει τον αιώνιο άνθρωπο και έτσι μπορούμε να επανέλθουμε, με την ελπίδα πως θα κατανοήσουμε καλύτερα αυτές τις έρευνες, στις λεπτομέρειες μιας τοπικής λατρείας, ενός παράξενου εθίμου, ενός μισοξεχασμένου θρύλου. Έτσι τα νέα πορίσματα γίνονται πιο σαφή κι αν τα συσχετίσουμε, σημασιοδοτούνται όλο και περισσότερο. Τα κεφάλαια που ακολουθούν στοχεύουν να σκιαγραφήσουν και έπειτα να συγκεκριμενοποιήσουν τα κοινά σημεία που ο συγγραφέας έχει επισημάνει και θέλει να γνωστοποιήσει με επιφυλακτικότητα και χωρίς σπουδή.

Οι ελληνικές αναφορές, σε αυτήν την καταγραφή, είναι σαφώς οι περισσότερες. Όσες προέρχονται από τον ρωμαϊκό κόσμο φαίνονται σε πρώτη ματιά ασήμαντες. Ευθύς αμέσως όμως μας εκπλήσσει η παραλληλία τους με όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα. Όσο για τις ανδόγυνες μορφές στις ανατολικές θρησκείες, είναι πάρα πολλές και πάρα πολύ πρωτότυπες για να συζητηθούν εδώ. Θα πρέπει λοιπόν να αποτελέσουν αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης.

(από την εισαγωγή του βιβλίου)

ΠΕΡΙΖΗΤΗΤΟ

 


ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ (ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ)

 

 

Ένας από τους επιφανέστερους αντι­προσώπους της λεγόμενης προσωκρατικής φιλοσοφίας. Γεννήθηκε στον Ακράγαντα γύρω στο 495 π.Χ. και πέθανε το 43 5. Άκμασε σε περίοδο κατά την οποία η ελληνική σκέψη, όσο κι αν επενήργησαν πάνω της εξωτερικές επιδράσεις, όπως υποστηρίζουν κάποιοι συγ­γραφείς, από την Αίγυπτο και την πιο μακρινή Ανατολή, εμφανίζει εκθαμβωτική λάμψη μέσα από την ακτινοβολία των προσω-κρατικών διανοητών. Τους απασχολούν τα μεγάλα, αιώνια, ακατάλυτα προβλήματα της γνώσης, χωρίς να τους απομακρύνουν από την πολυμερή φρο­ντίδα της πρακτικής ζωής. Θαλής, Αναξίμανδρος, Ξενο­φάνης, Παρμενίδης, Ηράκλειτος, Πυθαγόρας, Αναξαγόρας, Εμπεδοκλής και άλλοι υποδεέστεροι. Στοχαστές ταυτο­χρόνως και πολιτικοί άνδρες, κυβερνήτες και προφήτες, πνεύματα καθολικών τάσεων, πρωταθλητές της θεωρίας και της δράσης.

Ο Εμπεδοκλής, εγγονός Ολυμπιονίκη, του ομωνύμου του, γιος του Μέτωνα, πρωταγωνιστή στις πολιτικές διαμάχες του τόπου, που κατέλυσε την αριστοκρατική τυραννία, συνεχίζει και συμπληρώνει το έργο των προ­γόνων του. Όταν η μερίδα των ολιγαρχικών φάνηκε να επανακτά την ισχύ της, επιτίθεται εναντίον της, κήρυ­κας και προστάτης των δικαιωμάτων του λαού. Επανι­δρύει τη δημοκρατία. Λέγεται μάλιστα ότι του προσέφε­ραν το βασιλικό στέμμα, αλλά το απέρριψε με περιφρό­νηση. Με αυτή του τη χειρονομία θυμίζει μια ανάλογη χειρονομία του εφάμιλλου του στη φιλοσοφία Ηράκλει­του. Αλλά, όπως ο Εφέσιος φιλόσοφος, έτσι και ο Εμπε­δοκλής, δοκίμασε την αστάθεια των φρονημάτων του όχλου. Χάνει τη δημοτικότητα του, εκπατρίζεται και καταφεύγει στην Πελοπόννησο. Εκεί χάνονται τα ίχνη του. Στον Ακράγαντα δεν επέστρεψε ποτέ. Φαίνεται ότι πέθανε εκεί, στην Πελοπόννησο. Δεν διασώζεται καμία ακριβής μαρτυρία για το τέλος της ζωής του, για το οποίο κυκλοφόρησαν ποικίλες μυθικές διαδόσεις. Είπαν ότι έπεσε από το άρμα και σκοτώθηκε, ότι εξαφανίστη­κε κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου όπου είχε καλέσει τους φίλους του, μετά από τη θυσία που πρόσφερε στους θεούς, ότι αποθεώθηκε ανεβαίνοντας στον Όλυμπο, ότι κρεμάστηκε για ν’ αυτοκτονήσει, ότι από γεροντική α­δυναμία γλίστρησε στη θάλασσα και πνίγηκε. Αλλά ο θρύλος που εντονότερα κυρίευσε τη φαντασία αρχαίων και νεοτέρων ήταν ότι πήδησε στον κρατήρα της Αίτ­νας, εξαϋλωμένος και καθαρμένος από τη φωτιά. Ως απόδειξη της αυτοθυσίας του εκβράστηκε από το ηφαί­στειο το υπόδημα του. Όλα επινοήσεις και παραδόσεις ευφάνταστων πανηγυριστών και στενοκέφαλων χλευα­στών της πολύτροπης πανσοφίας του Εμπεδοκλή, που γοητεύει τους ανθρώπους. Διότι εμφανιζόταν παντού και ασκούσε την περίφημη χάρη του, δραστήριος πολιτικός, τολμηρός φιλόσοφος, χρυσόστομος ρήτορας, μεγαλε­πήβολος μηχανικός, πανεπιστήμων ερευνητής, γιατρός, θεόσοφος, μουσικός, θαυματοποιός, μάγος, κύριος όλων των ειδών του λόγου, ευρετής της ρητορικής, όπως τον αποκαλεί ο Αριστοτέλης, ραψωδός, υμνωδός, όπως ο ίδιος αποκαλεί τους ποιητές, ιερέας, προφήτης.

Σύμφωνα με τις δοξασίες του περί μετενσάρκωσης, ήταν κι ο ίδιος, όπως δηλώνει, δαίμονας που έπεσε σε βαρύ αμάρτημα, ξέπεσε από τη θεϊκή φύση του και πέ­ρασε διαδοχικά από σώμα ζώου, φυτού και ανθρώπου, περιπλανώμενος στο σύμπαν, θυμίζοντας παραδόξως τον στίχο του Λαμερτίνου, «άνθρωπος, θεός ξεπεσμένος που τους ουρανούς θυμάται», προορισμένος όμως, αργά ή γρήγορα, να ξαναπάρει την αρχική του φύση, όπως κά­που ένας απ’ τους ποιητές της εποχής μας μας μεταφέ­ρει τον φλογερό λογισμό του με τον στίχο: «Χαίρετε, ζω μ’ εσάς θεός, άνθρωπος πια δεν είμαι!»

Σύμφωνα με τις δοξασίες του περί μετενσάρκωσης, ήταν κι ο ίδιος, όπως δηλώνει, δαίμονας που έπεσε σε βαρύ αμάρτημα, ξέπεσε από τη θεϊκή φύση του και πέ­ρασε διαδοχικά από σώμα ζώου, φυτού και ανθρώπου, περιπλανώμενος στο σύμπαν, θυμίζοντας παραδόξως τον στίχο του Λαμερτίνου, «άνθρωπος, θεός ξεπεσμένος που τους ουρανούς θυμάται», προορισμένος όμως, αργά ή γρήγορα, να ξαναπάρει την αρχική του φύση, όπως κά­που ένας απ’ τους ποιητές της εποχής μας μας μεταφέ­ρει τον φλογερό λογισμό του με τον στίχο: «Χαίρετε, ζω μ’ εσάς θεός, άνθρωπος πια δεν είμαι!»

Αναμφίβολα, κύρια φιλοδοξία του Εμπεδοκλή δεν ήταν η αναγνώριση της φιλολογικής, θα λέγαμε, ευφυΐας του, όσο η παραδοχή από τους ανθρώπους, ως πραγματικής αποστολής του, της προφητικής και ιερατικής, της μυ­στηριακής, με μια λέξη, δράσης του, σύμφωνα με το παράδειγμα του Πυθαγόρα, του Επιμενίδη και άλλων αποστόλων πριν από αυτόν, αν ίσως δεν αποτελούν α­πλώς ρητορικά σχήματα και ποιητικούς πόθους όσα φαίνεται να παραδίδει για τον εαυτό του στα σωζόμενα αποσπάσματα των έργων του. Τονίζει ότι κατευνάζει και διεγείρει τους ανέμους, γι’ αυτό και οι σύγχρονοι του τον αποκαλούσαν, προφανώς σκωπτικά, «κωλυσανέμαν» και «άλεξανέμ,αν»- ότι θεραπεύει τις αρρώστιες και τα γηρα­τειά, ότι επαναφέρει νεκρούς στη ζωή· ότι τον τιμούν όλοι σαν θεό, και κάθε φορά που μπαίνει στις πόλεις, στολισμένος με κορδέλες και άνθη, οι άνθρωποι τον πε­ριστοιχίζουν και ζητούν τη βοήθεια του, του φέρνουν ασθενείς να τους θεραπεύσει και τον παρακαλούν για προφητείες.

Φαίνεται ότι η ζωή του ήταν πολύ σεμνή και μεγα­λοπρεπής, ότι του απονέμονταν ύψιστες τιμές και κυ­κλοφορούσαν διαδόσεις για εξαίρετες πράξεις του και θαύματα. Αλλά γι* αυτόν ακριβώς τον λόγο τον κατη­γορούσαν για κομπορρημοσύνη, και τον στιγμάτισαν ως αγύρτη κάποιοι που, αδυνατώντας να κατανοήσουν τις απαράμιλλες εκδηλώσεις υψηλών και θεόπνευστων πνευ­μάτων, δεν βρίσκουν προχειρότερο όνομα να τα χαρα­κτηρίσουν από εκείνα του αγύρτη. Ανάλογα και στις μέρες μας κάποιοι πρόβαλαν την παραφροσύνη του Νί­τσε ως επιχείρημα κατά της εκπληκτικής μεγαλοφυίας του, παρά τη σοφότατη αντίρρηση Ελβετού επιστήμονα ότι η ασθένεια του Νίτσε δεν μειώνει καθόλου τη σημα­σία του έργου του, εφόσον η ασθένεια είναι μια ιατρική άποψη, εκεί που η ζωή λογαριάζεται με άλλες αξίες από εκείνες στις οποίες αναφέρεται ο γιατρός.

Το άριστο κριτήριο της αξίας του Εμπεδοκλή είναι τα έργα του, όπως τα έβλεπαν και τα εκτιμούσαν οι εφάμιλλοι του, ισάξιοι και υπέροχοι φιλόσοφοι και ποιη­τές των παλαιών και —ίσως περισσότερο— των νεότε­ρων χρόνων. Είναι τα έργα του, όπως μπορούμε να κρίνουμε και από άμεση αντίληψη από τα σωζόμενα αποσπάσματα των περίπου 350 στίχων του, αποσπά­σματα λίγα αλλά οπωσδήποτε αρκετά, σε σύγκριση με τα ελάχιστα σωζόμενα σπαράγματα των άλλων προσω­κρατικών.

Δύο είναι τα κύρια έργα του, δύο φιλοσοφικά ποιήματα, το Περίφύσεως των όντων και οι Καθαρμοί, που εκτεί­νονται και τα δύο μαζί σε πέντε χιλιάδες στίχους. Κάποια ρητορικά και ιατρικά βιβλία, που φέρονται με το όνομα του, δεν θεωρούνται γνήσια, ενώ ένας ικανός αριθμός τραγωδιών, που αποδίδονται στον Εμπεδοκλή, πιστεύε­ται ότι γράφτηκαν από τον ομώνυμο εγγονό του.

Ο Εμπεδοκλής είναι ο τρίτος και τελευταίος φιλόσοφος μετά τον Ξενοφάνη και τον Παρμενίδη, που έγραψε τη φιλοσοφία του σε στίχους. Ο λόγος του Ηράκλειτου, ως γνωστόν, παρά την πινδαρική πυκνότητα και έξαρση, είναι πεζός. Η φιλοσοφία εμφανίστηκε ευθύς εξαρχής στην Ελλάδα για να ανατρέψει τις μυθικές και μαγικές δοξασίες και συνήθειες, μέσα στις οποίες ενηλικιώθηκε ο άνθρωπος υπό το κράτος της ποίησης, η οποία ήταν, όπως την είπε ο ιστορικός, «το άνθος της ζωής και της ύπαρξης του έθνους». Η φιλοσοφία ήρθε να πολεμήσει τις ιδέες του πλήθους για τον θεό και τον κόσμο και να κλονίσει την πίστη του στους ηθικούς νόμους. Γι’ αυτό, εύλογα χρησιμοποίησε στην αρχή τον πεζό λόγο. Αργό­τερα όμως μεταχειρίστηκε τον ποιητικό λόγο και η φιλοσοφία, σαν να ήθελε, επενδύοντας με την ανθηρή χάρη της ποίησης το σοβαρό της περιεχόμενο, να συγκι­νήσει ακόμα περισσότερο τις ψυχές.

Περίεργο κράμα των δύο αυτών αντιλεγόμενων αντιλήψεων της αλήθειας αποτελεί το έργο του Εμπε­δοκλή. Σε αυτό η φιλοσοφία καταπνίγει την ποίηση, έτσι ώστε ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του να αποφαί­νεται κατηγορηματικά ότι ο Εμπεδοκλής δεν έχει κανέ­να άλλο κοινό με τον Όμηρο εκτός από το μέτρο, ότι είναι σωστό να ονομάζεται μάλλον φυσιολόγος παρά ποιητής, και αλλού πάλι να τον αποκαλεί όμηριχώτατον. Ο Κ. Ο. Μίλερ στην ιστορία του της ελληνικής φιλο­λογίας, κατά την ωραία μετάφραση του Κυπριανού, χα­ρακτηρίζει το έργο εκείνου ως «φαντασιώδες και κατά το ύφος και κατά την υπόθεση». Παρόμοια, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η ποίηση εκεί αρωματίζει απ’ άκρου σε άκρο τη φιλοσοφία. Οι φυσικές θεωρίες του ποιητή-φιλοσόφου, που θυμίζουν τον νόμο της επιλογής και της επικράτησης των καλύτερων ειδών, συντέλε­σαν να ονομαστεί ο Εμπεδοκλής πρόδρομος του Δαρβί­νου και του Γκέτε. Η σύγκριση ιδίως με τον Γκέτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι προσιδιάζει πολύ περισσότερο σε κάποιον που κατόρθωσε να συνδυάσει την εξελικτική και μηχανική εξήγηση για τον κόσμο, που θα έδινε ο νηφάλιος επιστήμονας, με τη μεθυστική φαντασίωση του καλλιτέχνη.

Ο Εμπεδοκλής είναι μιμητής, λένε, του προγενέστε­ρου του Παρμενίδη, όπως ο Ρωμαίος Λουκρήτιος είναι μιμητής του Εμπεδοκλή. Φτάνει να εννοήσουμε τη μί­μηση όχι με την αστόχαστη σημασία του όρου, με την οποία συνηθίζουμε να τον μεταχειριζόμαστε, αλλά με την ακριβή της έννοια, ως απόρροια πνευματικής συγγέ­νειας. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης θεωρούν, σύμφωνα με κάποιους, μετριότερη τη φιλοσοφική του αξία. Αλλά νομίζουμε ότι δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητήσει κάποιος ότι ο δεύτερος του αποδίδει ιδιάζουσα προσοχή και ότι τα ίχνη του διαφαίνονται σε πολλά σημεία των διαλόγων του πρώτου, στον Τίμαιο, στο Συμπόσιο, στον λόγο της Διοτίμας, και στον Σοφιστή. Άντρες που ανή­κουν σε αντίθετες φιλοσοφικές σχολές, όπως οι Νεοπλα­τωνικοί και οι Ατομικοί, μνημονεύουν το όνομα του με πολύ μεγάλο σεβασμό. Αλλά φλογερός υμνητής του είναι ο Λουκρήτιος. Σε 17 ξέφρενους στίχους της φιλοσοφικής εποποιίας του Περί φύσεως, όπου εξαίρεται το θαύμα, κατ’ αυτόν, της πλατιάς γης και της πολυάνθρωπης χώρας της Σικελίας, ο Εμπεδοκλής υμνολογείται ως το θαύμα αυτού του θαύματος, καταπληκτικός, σεπτός, πολυτίμητος, δαιμόνιος. «Αναντίρρητα», προσθέτει ο John Burnet, «ο Εμπεδοκλής ήταν γνήσιος ποιητής, περισσό­τερο ποιητής από τον Παρμενίδη. Κανείς τώρα δεν αμ­φιβάλλει για την ποιητική αξία του Λουκρήτιου· κι ο Εμπεδοκλής πανόμοιος είναι μ’ εκείνον».

 

Ποια είναι όμως η ουσία της διδασκαλίας του Εμπε­δοκλή στα φιλοσοφικά του ποιήματα; Αυτή, περιληπτι­κότατα: Ο Ηράκλειτος διδάσκει ότι τα πάντα ρέουν. Μια μόνιμη και σταθερή ουσία, ανύπαρκτη. Ο Παρμενί­δης, αντίθετα, δεν γνωρίζει τίποτα για γένεση και φθο­ρά, κίνηση και μεταβολή. Αυτά είναι δοξασίες. Η αλή­θεια είναι μία- το Είναι, απαρασάλευτο. Ο Εμπεδοκλής, καθώς βρίσκει ότι σοφοί είναι αυτοί που σε ένα οποιοδή­ποτε μέρος του σώματος τους έχουν μέση ιδιοσυγκρα­σία, έτσι βρίσκει και την αλήθεια στη μέση οδό. Συγκε­κριμένα, γένεση και φθορά δεν υπάρχει, αλλά παράλλη­λα και καθένα από τα όντα γεννιέται, φθείρεται, μετα­βάλλεται, και γενικά οι καταστάσεις στο σύμπαν εναλ­λάσσονται αδιάκοπα. Ως προς την ποιότητα δέχεται διάφορες στοιχειώδεις ουσίες, αγέννητες, άφθαρτες, αμε­τάβλητες, «ριζώματα πάντων», όπως τις αποκαλεί. Είναι τέσσερα: πυρ, αιθέρας, νερό και γη, με τα μυθολογικά ονόματα με τα οποία τα αναφέρει. Ό,τι καλούμε γέννηση των όντων είναι η ένωση των στοιχείων, ό,τι φθορά ο χωρισμός τους. Από κάθε σώμα εκπέμπονται απορροές, που εισέρχονται στους πόρους του άλλου. Όπου υπάρχει συμμετρία απορροών και πόρων, εκεί γίνεται έλξη, όπως με τον μαγνήτη και τον σίδηρο. Αλλά ποια είναι η δύναμη που ενώνει και χωρίζει; Δύο είναι οι κινητήριες δυνάμεις: η μία, που ενώνει, η φιλότης, η στοργή, η αρμονία· η άλλη, που χωρίζει, το νείκος, η διχόνοια, το μίσος. Οι δυνάμεις αυτές παριστάνονται ως ανάμεικτα στοιχεία και προσωποποιούνται μαζί ως μυθολογικές υποστάσεις. Εξίσου ανώλεθρες, πρώτες και ισχυρές, δεν βρίσκονται πάντοτε σε ισορροπία· κάποτε η μία υπερέχει της άλλης. Η φιλότης ενοποιεί τον κόσμο· ενώ το νείκος μετατρέπει την ενότητα σε πολλαπλότητα. Το τέρμα είναι αφ’ ενός η τέλεια ένωση και αφ’ ετέρου ο τέλειος χωρισμός, μέχρις ότου μετατραπεί η κατάσταση με μια νέα κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η ζωή του κόσμου είναι κυκλική, σε μιαν ατελεύτητη επανάληψη. Και διαγράφεται ως εξής: Επικρατεί: 1) η παντελής ένωση· 2) η μετάβαση των στοιχείων στον χωρισμό· 3) ο παντελής χωρισμός των στοιχείων 4) η επάνοδος στην ενότητα τους. Μόνο κατά τη 2η και 4η από τις παραπάνω περιόδους είναι δυνατή ό, τι κυρίως ονομάζεται φυσική ζωή, δηλαδή η διακεκριμένη ύπαρξη σύνθετων όντων, ο σημερινός κόσμος. Την κοσμογονική αρχή από την ανάμειξη όλων των στοιχείων ο Εμπεδοκλής την ονόμασε Σφαϊρον. Σε αυτόν δεν υπάρχει κίνηση αλλά κάποια μακάρια ευδαιμονία, που απέχει ελάχιστα από την ινδική νιρβάνα, λόγω της απόλυτης ηρεμίας που επικρατεί μέσα της και της πλήρους απουσίας του νείκους, αν το νείκος, εισχωρώντας βαθμηδόν και λίγο λίγο, δεν χώριζε τα στοιχεία του Σφαίρου, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως το ήγεμονιχον πυρ των Στωικών ή ως ο νοητός χόσμος του Πλάτωνα. Ο φιλόσοφος, με λυρική έξαρση και πλήθος υψηλών νοημάτων, όπου αυτό είναι δυνατόν, ξεδιπλώνει το κοσμογονικό και κοσμολογικό του σύστημα, περιγράφει με ποιο τρόπο γεννήθηκε ο ουρανός, πώς σχηματίστηκε η γη, πώς αναπτύχθηκαν τα μετεωρολογικά φαινόμενα, ο ήλιος, η σελήνη, οι πλανήτες και οι απλανείς αστέρες, ο ήλιος υελώδες σώμα, η θάλασσα εξίδρωση της γης από τη θερμότητα του ήλιου, πώς εμφανίστηκαν τα φυτά και τα ζώα, και τα δύο είδη με ψυχή ανάλογη με εκείνη του ανθρώπου, πώς τα ζώα διαρθρώθηκαν αρμονικά α-πό κάθε είδους τερατωδών μορφωμάτων, πώς γεννήθηκαν από τη γη οι άνθρωποι, κατ’ αρχάς άμορφοι όγκοι από νερό και γη, έπειτα Κένταυροι, Χίμαιρες, ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΙ, Σφίγγες, Τραγέλαφοι, μέχρις  ότου ενανθρωπίστηκαν.

Το λογικό  είναι   ιδιότητα των  στοιχείων,  γι’ αυτό μετέχουν όλα τα όντα («πάντα γαρ ΐσθι φρόνησιν εχειν και νοήματος αϊσαν»). Ύψιστο χάρισμα των σοφών είναι η ευτολμία («θάρσει και τότε δή σοφίτης επ άκροισι θοάσσεις»). Όργανο της νόησης είναι το αίμα. Όσο κα­νονικότερη και δικαιότερη είναι η ανάμειξη των στοι­χείων, τόσο αρτιότερη είναι η φρόνηση.

Οι θρησκευτικές δοξασίες του Εμπεδοκλή έρχονται σε αντίφαση με τις αντιλήψεις του περί φύσης. Οι προ­αιώνιοι δαίμονες, επίορκοι ή, ούτως ή άλλως, άδικοι, καταδικάζονται σε ελεεινή περιπλάνηση από σώμα σε σώμα, παίρνοντας όλων των ειδών τις θνητές μορφές, από το βασίλειο της ζωής στο βασίλειο του θανάτου. Ακόμα και ο ίδιος ο Εμπεδοκλής, «φυγάς θεόθεν και αλήτης», εκτινάχτηκε στο «ΰπόστεγον άντρον», όπως αποκαλεί την επίγεια κοιλάδα του κλαυθμού, μέχρις ό­του ” φτάσει και γι’ αυτόν το πλήρωμα του χρόνου και επανακάμψει στην προηγούμενη μακαριότητα. Άριστο επεισόδιο αυτής της ζοφερής αποκάλυψης αποτελεί η περιγραφή του «χρυσού αιώνα», για τον οποίο επιφυ­λάσσει τα φωτεινότερα χρώματα. Όλα ζούνε σε αυτόν ήμερα και τιθασευμένα, σε φιλική κοινωνία, ζώα, άνθρω­ποι, φυτά, και βασίλισσα τους είναι η Αφροδίτη.

Κυρίως στις ιδέες για το θείον, καθίσταται φανερό το απολύτως εξαϋλωμένο δόγμα του Ξενοφάνη περί θεού. Διάφορες γνώμες επικρατούν για τη σχέση των φιλοσο-φημάτων του Ακραγαντίνου με τα αρχαιότερα συστήμα­τα, αλλά οι περισσότεροι συμφωνούν για την ανάμειξη σε εκείνα πυθαγόρειων, ορφικών και ιδίως ελεατικών και ιωνικών στοιχείων, και σε πολλά σημεία υπολανθάνουν ως δάσκαλοι του ο Παρμενίδης και ο Ηράκλειτος και ο Πυθαγόρας και ο Ξενοφάνης, όπως συμβαίνει και με τους πιο διακεκριμένους δημιουργούς. Μελετώντας συνά­γουμε ότι στις ιδέες δεν υπάρχει παρθενογένεση και πως καθετί πρωτότυπο δεν είναι παρά επιτυχημένη σύνθεση από μιμήσεις. Και η σύνθεση αυτή δεν εμποδίζει έναν από τους πιο φωτισμένους μελετητές της προσωκρατι­κής αγίας τριάδας να αποφαίνεται, σχετικά με τη φιλο­σοφία του Εμπεδοκλή, ότι συνενώνει τη βαθιά και ζοφε­ρή ποίηση του ενιαίου με την περίλαμπρη και ποικιλό­τροπη ποίηση του πολλαπλού, υποβάλλοντας την έκσταση και τη μελαγχολία ταυτόχρονα. Μεταξύ του σκότους της νύχτας και της γοργής εκθαμβωτικής αστραπής, η σκέψη του Εμπεδοκλή λάμπει σαν το φως της ημέρας. Ο θεός του Παρμενίδη είναι αποξηραμένος κορμός· ο κόσμος του Ηράκλειτου είναι μια δέσμη από άνθη που μαραίνονται γρήγορα. Το έργο του Εμπεδοκλή είναι το θαλερό βαθύρριζο φυτό.

Στις ημέρες μας ο σπουδαίος Ακραγαντίνος φιλόσο­φος έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις στα πνεύματα ορι­σμένων στοχαστών. Η δημιουργική φαντασία, κατεξο­χήν κριτική, ανέπλασε ακτινοβόλα την εικόνα του, και μέσα σε λαμπερό πλαίσιο. Τρεις διαπρεπείς ποιητές, οι δύο του προηγούμενου αιώνα, ο τρίτος πολύ πιο σύγχρο­νος, φαίνονται να συνεχίζουν για λογαριασμό του, μ’ όλες τις διαφορές, τον ύμνο του Λουκρήτιου. Είναι ο Γερμα­νός Χέλντερλιν, ο Νίτσε και ο Ρομέν Ρολάν. Στον πρώ­το ενέπνευσε το δράμα «Ο θάνατος του Εμπεδοκλή». Ο ελληνολάτρης ποιητής του «Υπερίονα» κατάφερε με το δράμα του να συμβολίσει το ιδανικό του αρτιότερο και πληρέστερο- ο «Θάνατος του Εμπεδοκλή», έργο που εί­δε το φως το 1797, είναι το αριστούργημα του. Υπόθεση του ο μυθολογικός θάνατος του ήρωα, κατάλληλος, από τη φύση του, να παρέχει πλουσιότατη τροφή στη φα­ντασία. Ο Εμπεδοκλής είναι το σύμβολο της ποιητικής μεγαλοφυίας. Διωγμένος και από τον λαό και από την ολιγαρχία, κάρφος στα όμματα των φθονερών ισχυρών και των ανύποπτων στενοκέφαλων, αδυνατεί να ζήσει πια, τεμαχισμένη και ανεπαρκή, τη ζωή γύρω του. Παρα­δίδεται στη μεγαλειώδη ολοκλήρωση του θανάτου με την αποθέωση και την αθανασία.

Μετά από μερικά χρόνια, το 1871, ο Φρειδερίκος Νίτσε, στην περίοδο της νεότητας του, θαυμαστής του Χέλντερλιν, μαθητής πιο μεγαλοφυής από τον δάσκαλο του, μελετητής και θιασώτης των προσωκρατικών, δρα­ματοποιεί κι αυτός τον Εμπεδοκλή. Το δράμα του παρα­μένει απλό σχεδίασμα. Είναι το προανάκρουσμα του «Ζα­ρατούστρα». Το έργο του είναι κάπως διαφορετικό από εκείνο του προγενέστερου του ποιητή. Το γέννησε ο φα­νατικός, εκείνη την εποχή, ενθουσιασμός του για τον Βάγκνερ. Ο Ακραγαντίνος που κατείχε όλες τις τέχνες, ένα είδος Λεονάρντο Ντα Βίντσι της Αναγέννησης, είναι το καταλληλότερο πρόσωπο για να επαναφέρει στη ζωή της τέχνης τον τρισυπόστατο νου του φίλου του, ποιη­τή, μεταφυσικού, μουσικού. Ο Βάγκνερ είναι η μετεμ­ψύχωση του Εμπεδοκλή, όπως πίστευε ο Νίτσε για τον εαυτό του ότι ήταν μετενσάρκωση του Ηράκλειτου.

Έτσι, ο φιλόσοφος, λάτρης του Βάγκνερ, βρίσκει τρόπο να αναπαραστήσει στη σκηνή την Κοζίμα, την αντάξια σύζυγο του Βάγκνερ, που συνδέθηκε για πάντα με τη φήμη του, σύντροφο και του Εμπεδοκλή με το όνομα της κλασικής Αριάδνης. Παραμένει όμως και αυτή κυρίαρχη στη φαντασία τον και αργότερα, υπό το κρά­τος της αλλοφροσύνης, φανταζόμενος τον εαυτό του ως Διόνυσο, θα της απευθύνει τον ύστατο χαιρετισμό.

Πολύ πιο πρόσφατα, κατά το έτος 1918, υψωνόμενος «υπεράνω της συρράξεως», νεοτολστοϊκός πολέμιος του πολέμου, γαλήνιος, απτόητος ο Ρομέν Ρολάν θα επισφρα­γίσει με το όνομα του φιλοσόφου του Ακράγαντα την ειρηνοποιό σταυροφορία του. Αναλύει το έργο του φιλο­σόφου, ανασυνθέτει με εκείνο το φιλανθρωπικό του κή­ρυγμα. Προσβλέπει σ’ αυτόν λιγότερο ως Έλληνα και πολύ περισσότερο ως βάρβαρο της Ανατολής και της Δύσης, ως ονειροπόλο Ινδό, ως μυστικοπαθή Χριστιανό, ως ρομαντικό των νεότερων χρόνων, ονομάζοντας τον Φάουστ όλων των εποχών. Ο Εμπεδοκλής είναι γι’ αυ­τόν ο μέγας ομολογητής και εξάγγελος της αιώνιας ε­πιστροφής, στον κόσμο του μίσους, του νόμου της φι­λίας, της αγάπης, όλων των προσωποποιημένων ιδανι­κών θηλυκού γένους, της αρμονίας, της στοργής, της χάριτος, της Κύπριδας, βασίλισσας του Σφαίρου, φεμι-νιστής ασύγκριτος στο είδος του, γυναικολάτρης, όπως ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Δάντης, ο Αύγουστος Κοντ. Τον πανηγυρικό του στηρίζει, κατά κύριο λόγο, στην κριτική μελέτη του Ιταλού Ettore Bignone για τον Εμπεδοκλή, που εκδόθηκε στο Τορίνο το 1916.

ΕΚΗΒΟΛΟΣ

 


 

ΣΥΜΠΟΣΙΟ

 

Πλάτων – Συμπόσιον

 

 

Ακούστε το “Συμπόσιο”, σε μια υπέροχη νοσταλγική ηχογράφηση του 1961, με σπουδαίους ηθοποιούς σαν τον Λυκούργο Καλλέργη και τον Νίκο Κουρκουλο, αλλά και με την επιμέλεια του μεγάλου Νίκου Γκάτσου. Θα σας αφήσει άφωνους

Ο νεαρός ποιητής Αγάθωνας κέρδισε το βραβείο στα Λήναια το έτος 416 π.Χ., επί άρχοντος Ευφήμου. Την επόμενη μέρα όμως κάλεσε σε συμπόσιο όλους τους εξέχοντες άνδρες της αριστοκρατικής τάξης της Αθήνας, επειδή την προηγούμενη μέρα δεν είχαν μπορέσει να παρευρεθούν στην γιορτή.

Στο συμπόσιο πήραν μέρος ο Αριστόδημος, ο Φαίδρος, ο Αγάθωνας, ο γιατρός Ερυξίμαχος, ο Παυσανίας, ο Αριστοφάνης, ο Αλκιβιάδης και αργότερα ο Σωκράτης, ο οποίος αρχικά δίσταζε να παρευρεθεί και περίμενε έξω από την πόρτα ακούγοντας τα λεγόμενα. Η πρώτη μας επαφή με τον Σωκράτη γίνεται στο ενδιάμεσο του κειμένου, τη στιγμή που αυτός εμφανίζεται στο συμπόσιο. Οι παρευρισκόμενοι αποφασίζουν να περάσουν τη βραδιά όχι με άγριο φαγοπότι, αλλά όμορφα και διαλεκτικά, συζητώντας γύρω από ένα συγκεκριμένο θέμα. Το θέμα του συμποσίου είναι λοιπόν η αναζήτηση της υφής του έρωτα: «τι είναι ο έρωτας;»

Δομή του έργου
Σχεδόν ολόκληρος ο διάλογος είναι σε μορφή αφήγησης από τον Απολλόδωρο στον Εταίρο, έναν φίλο του στον δρόμο για την Αθήνα. Ο Απολλόδωρος άκουσε τη συζήτηση από τον Αριστόδημο, ο οποίος συμμετείχε στο συμπόσιο, και πιθανότατα ο Πλάτωνας έλαβε γνώση των λεγομένων από τον αδερφό του ή από τον ακατονόμαστο φίλο.

• Η συζήτηση αρχίζει με τον λόγο του Φαίδρου, που υποστηρίζει, ότι ο Έρωτας είναι ένας από τις αρχαιότερες θεότητες. Ενώ ένας πιστός φίλος είναι η μεγαλύτερη ευτυχία, ο έρωτας είναι αυτός που μας κάνει να κάνουμε τις ηρωικότερες πράξεις.

 

• Ο Παυσανίας φέρνει τον έρωτα σε σχέση με την θεά Αφροδίτη, και υποστηρίζει ότι όπως η Αφροδίτη έχει δύο φύσεις, την ανθρώπινη και την θεϊκή, έτσι και ο έρωτας έχει δύο μορφές. Ο σαρκικός έρωτας αποσκοπεί στην απλή ικανοποίηση, ενώ ο ανώτερος έρωτας επιφέρει την παντοτινή ένωση με τον αγαπημένο ή την αγαπημένη.

 

• Ο γιατρός Ερυξίμαχος από ιατρικής άποψης βλέπει τον έρωτα σαν μια συγκυρία τεσσάρων ερωτικών δυνάμεων που κατοικούν μέσα στο ανθρώπινο σώμα: η ζέστη, το κρύο, η πίκρα και η γλύκα.

 

• Ο Αριστοφάνης επιχειρεί να αποδείξει την δύναμη του έρωτα με τον μύθο των σφαιρικών ανθρώπων, που ήταν ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΙ. Είχαν τόσο μεγάλη δύναμη, που οι θεοί τους έκοψαν στην μέση και από τότε το ένα μισό αναζητάει το άλλο.

 

• Ο Αγάθων με μεγάλη ρητορική ικανότητα και με την βοήθεια λογικών αποδείξεων λέει πως ο έρωτας είναι ένας θεός που είναι αιώνια νεαρός, τρυφερός, πανέμορφος, δίκαιος, σώφρων, τολμηρός και σοφός. Προς τιμή του τραγουδάει και έναν ύμνο.

 

• Εκείνη την στιγμή παρουσιάζεται ο Σωκράτης, ο οποίος λέει ότι δεν ξέρει να πει τίποτα. Η ιέρεια Διοτίμα όμως του ανέθεσε να μεταφέρει ότι ο έρωτας είναι ένας δαίμονας, που μεσολαβεί μεταξύ των θνητών και των αθανάτων.

 

• Ξαφνικά εμφανίζεται ο Αλκιβιάδης, πολύ μεθυσμένος και με την μορφή ενός Διόνυσου. Όλοι οι παρευρισκόμενοι θέλουν να τους κάνει παρέα, αλλά ο Αλκιβιάδης στρέφεται μόνο στον Σωκράτη και τον επαινεί.

 

Η συζήτηση συνεχίζεται όλη τη νύχτα, και με άφθονο φαγητό και κρασί. Μόνον ο Σωκράτης παραμένει νηφάλιος, αν και πίνει περισσότερο από τους άλλους. Την επόμενη μέρα θα ξεκινήσει πρωί-πρωί για να κάνει τις καθημερινές του απασχολίες, μαζί με τον μαθητή του, τον Αριστόδημο.

 

Για το ραδιόφωνο: ηχογράφηση το 1961
Μετάφραση διασκευή του Θρασύβουλου Σταύρου
Μουσική Μιχάλη Αδάμη
Φλάουτο ντόλτσε Δέσποινα Μαζαράκη
Ραδιοφωνική επιμέλεια Νίκου Γκάτσου
Παίζουν οι ηθοποιοί: Λυκούργος Καλλέργης, Θάνος Κωτσόπουλος, Νίκος Χατζίσκος, Βασίλης Παπανίκας, Γρηγόρης Βαφειάς, Βύρων Πάλλης, Αγνή Καραβά, Ιορδάνης Μαρίνος, Νίκος Παπαναστασίου, Νίκος Κουρκουλος.

 

ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙ

 

 

 


 

 Η ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΣΠΥΡΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ

 

Η οδήγηση της μοτοσυκλέτας είναι απόλαυση που αγγίζει τα όρια της ηδονής όταν ο μοτοσυκλετιστής εξαντλεί τις δυνατότητες του οχήματός του. Η μοτοσυκλέτα που στρίβει πλαγιασμένη όσο γίνεται , που εφορμά ανάμεσα στα μικρά ανοίγματα που σχηματίζουν οι σειρές των τετράτροχων στους δρόμους των πόλεων , που ορθώνεται στην πίσω ρόδα της ατίθασα και προκλητικά, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να τείνει στο ανεπιθύμητο, στο πέσιμο , στη σύγκρουση , στην ανατροπή , δηλαδή στο τραύμα και στο θάνατο .Δεν είναι η προοπτική του θανάτου που θέλγει τους μοτοσυκλετιστές , είναι οι συνθήκες οδήγησης σε εκείνα τα όρια που τους τρελαίνουν. Οι θεατές βλέπουν το θάνατο εκεί όπου οι μοτοσυκλετιστές αγγίζουν την ηδονή αποδεχόμενοι τον κίνδυνο.

– Η μοτοσυκλέτα από μέσον μεταφοράς γίνεται σεξουαλικό αντικείμενο όχι χωρίς λόγο. Η αναφορά δεν γίνεται τόσο γιατί το σώμα της μοτοσυκλέτας μοιάζει και άρα μπορεί να αντικαταστήσει το γυναικείο , αλλά γιατί ο αναβάτης , αδυνατώντας να απολαύσει το γυναικείο κορμί, στρέφεται στη μηχανική κατασκευή που δεν μπορεί να του φέρει αντίρρηση.

– Δεν μπορεί η μοτοσυκλέτα , εκ κατασκευής, εκ φύσεως να μπει σε κάποια σειρά τροχοφόρων. Η μοίρα της είναι να ξεφύγει και να φεύγει….

– Χαρακτηρίζουν τον μοτοσυκλετιστή με επίθετα μυθικά και τραγικά όπως: καμικάζι, μαύρος άγγελος, εκδικητής , στρατηγός Κολοκοτρώνης , Άη-Γιώργης, δαίμονας, ιππότης του μεσαίωνα….

– Ακούγονται πολύ συχνά φράσεις που κατατάσσουν τη μοτοσυκλέτα στο θηλυκό γένος. Πολλοί κάτοχοι μοτοσυκλέτας βαφτίζουν με ένα όνομα , κατά κανόνα γυναικείο, τη μοτοσυκλέτα τους, άλλοι την αποκαλούν

« γκόμενα ». Η μοτοσυκλέτα είναι μάλλον ουδετέρου γένους. Ή , καλύτερα , ΕΡΜΑΦΡΟΔΥΤΗ με την έννοια του θηλυκού και του αρσενικού ταυτόχρονα.

– Ναρκωτικά και μοτοσυκλέτα. Συνώνυμα , αντίθετα ή απλώς ανόμοια; Το ναρκωτικό σε φέρνει σε έναν κόσμο ονείρου , σε μια άλλη ζωή. Με το ναρκωτικό «φεύγεις». Η ηδονή που γνωρίζεις έχει έναν πολύ στενό φίλο: το θάνατο, που είναι δίπλα της , σε λίγα χιλιοστόγραμμα παραπάνω. Και με τη μοτοσυκλέτα ζεις στιγμές όμορφες , ονειρικές. Κι η μοτοσυκλέτα είναι μέσον φυγής. Κι ο θάνατος είναι κοντά. Σε μια στροφή με λάδια . Αν κάποιος αναζητεί υποκατάστατα και τρόπους φυγής από την καθημερινότητα , θα βρεί πολλούς δρόμους ανοιχτούς και στη στροφή κάποιου από αυτούς θα τον περιμένει ίσως και μια μοτοσυκλέτα. Με τη μοτοσυκλέτα δεν φεύγεις από την πραγματικότητα. Με τη πράξη της φυγής , της βόλτας, ζεις μιαν όμορφη πραγματικότητα.

– Ο μοτοσυκλετιστής πάνω στη μοτοσυκλέτα του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο άνθρωπος περιβάλλει το όχημα. Ειδοποιός διαφορά με το αυτοκίνητο. Εκεί, το όχημα περιβάλλει , ο οδηγός είναι εντός. Εδώ, ο αναβάτης περιβάλλει, το όχημα είναι εντός. Το γεγονός αυτό προκαλεί δύο σκέψεις . Η πρώτη : Κάποιος που θέλει να πρωταγωνιστεί , να φαίνεται, θα προτιμήσει τη μοτοσυκλέτα. Η δεύτερη: Πρώτα πέφτουν τα τείχη και μετά η πόλη. Σε μια σύγκρουση , το σώμα του μοτοσυκλετιστή θα συγκρουστεί με το «σώμα» του αυτοκινήτου. Η σάρκα με το μέταλλο. Σε μια πτώση , ο μοτοσυκλετιστής θα γευτεί άμεσα και όλη τη σκληρότητα του εδάφους. Αυτή ακριβώς η ιδιαιτερότητα της μοτοσυκλέτας σαν όχημα τροφοδοτεί τη φιλολογία του θανάτου. Η αμεσότητα του μοτοσυκλετιστή με το περιβάλλον.

– Ο θάνατος για το μοτοσυκλετιστή προσλαμβάνει κι άλλες διαστάσεις. Δεν είναι το αναπόφευκτο , το μοιραίο , το καταστροφικό. Είναι το όριο , στο οποίο τείνει ο μοτοσυκλετιστής. Το προσεγγίζει γιατί σε αυτό το όριο η συνάρτηση «απόλαυση της οδήγησης»φτάνει σε ένα μέγιστο. Δεν είναι βέβαια εύκολη αυτή η προσέγγιση. Όποιος την αποτολμήσει χωρίς επίγνωση των ικανοτήτων του και της δυσκολίας του εγχειρήματος, θα πληρώσει ακριβά την αποκοτιά του.

– Μια στροφή. Η μοτοσυκλέτα που θα τη διέλθει με χαμηλή ταχύτητα δεν συναρπάζει. Όταν όμως η ταχύτητα είναι μεγάλη , τότε όχι μόνο συναρπάζει αλλά και μεθάει. Η μέθη , όχι με την έννοια της απώλειας του ελέγχου των κινήσεων-κάθε άλλο. Οι αισθήσεις σε συναγερμό. Ο μοτοσυκλετιστής ζει μια υπερένταση , κρεμασμένος στο πλάι της μοτοσυκλέτας, στο κρίσιμο όριο. Φυγόκεντρος -κεντρομόλος. Θάνατος-ζωή. Ο μοτοσυκλετιστής γέρνει , αφήνει ένα χάδι στην άσφαλτο, το θάνατο, ορθώνει το σώμα του στην έξοδο της στροφής και χάνεται μέσα στον αέρα, τη ζωή. Στο χάδι του θανάτου βρίσκεται το μεγαλείο της μοτοσυκλέτας. Στο αγκάλιασμα του βρίσκεται η τραγωδία του μοτοσυκλετιστή.

– Ο μοτοσυκλετιστής δεν είναι πάντα μόνος του. Κάποια χέρια τυλίγονται στη μέση του, κάποια ανάσα θερμαίνει το σβέρκο του. Ο μοτοσυκλετιστής δεν βλέπει τον συνεπιβάτη, όμως καταλαβαίνει. Ο μοτοσυκλετιστής κατατάσσει γιατί διαβάζει τις κινήσεις των χεριών , του κεφαλιού , του σώματος. Χέρια που τον πιάνουν από τη μέση δείχνουν άνεση, χέρια που τυλίγονται γύρω του και δένουν μπροστά στην κοιλιά του , σημαίνουν φόβο ή αγάπη. Πιο σπάνια σημαίνουν γνώση , η μοτοσυκλέτα δεν ανέχεται δυο ανεξάρτητα σώματα πάνω της , πολλά κέντρα βάρους σημαίνουν αστάθεια και η μοτοσυκλέτα λατρεύει την ισορροπία.

– Η αντιδικία αυτοκινητιστή -μοτοσυκλετιστή είναι υπαρκτή στους ελληνικούς δρόμους. Η σαφώς μεγαλύτερη επιτάχυνση της μοτοσυκλέτας είναι το κόκκινο πανί για πολλούς «ικανούς» οδηγούς αυτοκινήτων. Έτσι, μια νικηφόρα αναμέτρηση για τον αυτοκινητιστή , ανεβάζει αμέσως τις μετοχές του στα μάτια της κοπέλας που κάθεται στη θέση του συνοδηγού αλλά και τονώνει τη δική του ματαιοδοξία. Ιδιαίτερα επικίνδυνη αυτή η αναμέτρηση είναι τις βροχερές μέρες του χειμώνα , όταν η μοτοσυκλέτα -λόγω κατασκευής- υστερεί σημαντικά , σε εκείνα ακριβώς τα σημεία στα οποία πλεονεκτεί τον υπόλοιπο χρόνο : την ευελιξία και την επιτάχυνση.

– Ο πρώτος μοτοσυκλετιστής της ελληνικής λογοτεχνίας εμφανίζεται το 1938 , στον «Γιούγκερμαν» του Μ.Καραγάτση. Σαν πρώτη «θέση » απέναντι σε λογοτεχνικό γραφτό , θα πρέπει να θεωρηθεί ο διάλογος που αναφέρει ο Νίκος Γαβριήλ Πενζίκης στο διήγημα «Πλατεία Ελευθερίας» στα 1955,ενώ το 1963 έχουμε για πρώτη φορά , με τον Ρένο Αποστολίδη , διήγημα με τον τίτλο «Οι μοτοσυκλετιστές».

– « Το ποίημα.

Μοτοσυκλέτες

Και μηχανοκίνητα

Στο άσπρο

Τοπίο». (Α.Φωστιέρης)

«Αστραπιαία μοτοσυκλέτα . Πέρασε.

Ο έρωτας ήταν» . (Γ.Ρίτσος)

« Είναι που τα μάτια μου

έρπουνε στο μελί κορμί σου

γεμάτο φυσαρμόνικες

κι ανοίγουν στράτες του χαμού και πάω

χαμένος πάω σε ντερβένια

όπως λιώνει πρωινή μοτοσυκλέτα

θωρώντας την Τριπολιτσά εν στύσει ». (Ε.Κακναβάτος)

– Ο μοτοσυκλετιστής είναι ποιητής, με την έννοια ότι βιώνει την ομορφιά και την τρέλα. Μπορεί και συνομιλεί με τον αέρα, του φουντώνει τα στήθια μια κραυγή κι ένα πάθος που πρέπει να βγει. Και βγαίνει είτε με το πλάγιασμα στη στροφή, είτε με την περήφανη στάση της σούζας δίπλα στα μέταλλα των αυτοκινήτων. Οι ποιητές , για τους πολλούς , είναι τρελοί. Κι ο μοτοσυκλετιστής , για τους πολλούς , τρελός είναι. Ο μοτοσυκλετιστής είναι φετιχιστής . Λατρεύει το σώμα της μηχανής του. Ντύνεται τελετουργικά τα άμφιά του. Το πέτσινο μπουφάν , τα γάντια , το κράνος ή τα γυαλιά, τις μπότες. Ο μοτοσυκλετιστής λατρεύει τα αντικείμενα. Ο μοτοσυκλετιστής είναι ιδεολόγος με την έννοια πως θα θέλει να υπερασπιστεί τη σχέση του με κάτι. Που πρέπει να πείσει και να ανασκευάσει μύθους που πλέκονται γύρω του και εις βάρος του. Οι μοτοσυκλετιστές αναβοσβήνουν τους προβολείς σε ένδειξη χαιρετισμού σε όλους τους εθνικούς δρόμους , σε όλο τον κόσμο, όταν διασταυρώνονται. Όμως , δεν υπάρχει κόμμα μοτοσυκλετιστών. Υπάρχει πάθος μοτοσυκλετιστικό.

( Αποσπάσματα από το βιβλίο « Ενδοσκεληδόν – Η μοτοσυκλέτα στην ελληνική Λογοτεχνία » του Σπύρου Λαζαρίδη Εκδόσεις Ζήτρος 2008 σελ. 560 )

ADSLGR  


 

 Ανδρέας Καραντώνης: ραδιοφωνική παρουσίαση του βιβλίου Προβλήματα Μουσικού Ανθρωπισμού

 

«ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΜΟΥΣΙΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ» εκδ. Δίφρος Ραδιοφωνική παρουσίαση του βιβλίου του Δ.Γιατρά από τον Ανδρέα Καραντώνη*** από την εκπομπή «Παρουσίαση νέων εκδόσεων», στο Εθνικό Πρόγραμμα, 21-2-1973

 

Dionisios_Giatras-TaR-004[1]

Διον. Γιατράς, Αθήνα

 

Από τα βαρύτερα σε πνευματική σημασία αισθητικά και ψυχολογικά δοκίμια, που εξερευνούν το τεράστιο θέμα της μουσικής τέχνης, είναι ο τόμος του Διονυσίου Γιατρά «Προβλήματα μουσικού ανθρωπισμού». Μια σειρά από μελέτες και άρθρα του διακεκριμένου μουσικολόγου, δημοσιευμένα κατά καιρούς στον αθηναϊκό τύπο. Θα πρέπει να τονίσουμε, ευθύς εξ αρχής, πως από όλες τις υψηλές Τέχνες, η Μουσική είναι η πιο ειδική, η πιο περιχαρακωμένη από σύνορα, που είναι εντελώς αδιάβατα από όσους δεν έχουν μια επαρκή μουσική παιδεία. Και ο πιο αστοιχείωτος άνθρωπος, ακούγοντας ένα ποίημα ή βλέποντας έναν πίνακα ή ένα γλυπτό, μπορεί να πει, χωρίς καμιά τύψη συνειδήσεως, «α, ναι, αυτό μου αρέσει πολύ, ή δεν μου αρέσει καθόλου ή «καλούτσικο είναι», ή, αυτός που έγραψε αυτό το ποίημα ή που ζωγράφισε αυτόν τον πίνακα είναι ένας τρελός. Μα δεν ανοίγει το στόμα του να πει κάτι παρόμοιο, αν τύχει να παρασυρθεί σε καμιά συναυλία, ή αν ακούσει από το ραδιόφωνο ή από ένα πικάπ, ένα κομμάτι του Μπαχ, του Μπετόβεν, του Μότσαρτ, του Βάγκνερ – για να σταθούμε σε ονόματα που τα έχει ακούσει όλος ο κόσμος. Ή θα χασμουρηθεί, ή θα σηκωθεί και θα φύγει από τη συναυλία ή θα κλείσει το κουμπί του ραδιοφώνου, αν αυτά που ακούει δεν του γεννήσουν παρά μόνο το αίσθημα της δυσαρέσκειας. Για να μπορέσει να εκφέρει έστω και την πιο υποτυπώδη ή απλοϊκή γνώμη, θα πρέπει να έχει αποκτήσει μια κάποια μουσική προπαίδεια, ή ακόμα και ακουστική συνήθεια. Αυτή η διαφορά χωρίζει τη μουσική από τις άλλες τέχνες και της προσδίδει μια «τεχνική αποκλειστικότητα», σχεδόν επιστημονικής υφής, είναι κάτι το αναμφισβήτητο. Μέσος όρος δεν υπάρχει. Μέσος ακροατής, δεν υπάρχει για την υψηλή, τη σοβαρή ή την κλασσική μουσική, όπως θέλετε πέστε την. Κι’ αυτή την εμπειρική αλήθεια – γιατί περί εμπειρικής αλήθειας πρόκειται – την επαληθεύει, απλοϊκά και χαριτωμένα μαζί, το ακόλουθο χαρακτηριστικό: Η αλησμόνητη κριτικός της λογοτεχνίας και του θεάτρου Ελένη Ουράνη (Άλκης Θρύλος) δεν ήταν καθόλου φίλη της μουσικής. Αν και είχε αποκτήσει μόρφωση ευρωπαϊκή, δεν μπόρεσε ποτέ να γοητευθεί από το μυστήριο της μουσικής συναρμολογήσεως των ήχων. Κι έτσι, όταν κάποτε τη ρώτησαν πάνω σ’ αυτό το τόσο λεπτό ζήτημα, είχε το θάρρος να απαντήσει μ’ ένα ξεκάθαρο, «κύριε, η μουσική για μένα, είναι ένας δυσάρεστος κρότος.» Κάναμε αυτή την εισαγωγή, για να προβούμε σε μια άλλη, παράλληλη πιστοποίηση: έτσι όπως η μουσική έχέι το ειδικό κοινό της, δηλαδή τους ανθρώπους που μπορούν να δικαιολογήσουν πώς και γιατί τους αρέσει ή όχι αυτό το μουσικό δημιούργημα ή η τάδε μουσική του εκτέλεση, έτσι υπάρχει και μια πολύ ανεπτυγμένη, γύρω από τη μουσική, κριτική και αισθητική διανόηση, με παρακλάδια κοινωνιολογικά, ιδεολογικά, ψυχολογικά και φιλοσοφικά – ακόμη και στενότερα πολιτικά – που απευθύνεται και αυτή σε ένα καλά εξασκημένο και πληροφορημένο φιλομουσικό αναγνωστικό κοινό. Η μουσική αυτή διανόηση, είναι επίσης πολύ δύσκολη. Δύσκολη, προ παντός, στο να μας πείσει, αν ο μουσικός διανοητής δεν είναι όχι μόνο καλά πληροφορημένος ως προς τη μουσική φιλολογία (και βέβαια, θα πρέπει να διαθέτει και εξαιρετική κριτική και ευαισθησία και φαντασία) αλλά προ παντός και ένας άνθρωπος που «ξέρει να γράφει» με την έννοια την αυστηρά λογοτεχνική. Με την έννοια της λογοτεχνικής κριτικής. Τότε μόνο ο μουσικός διανοητής μπορεί και τις απόψεις του να επιβάλει, αλλά και να προσελκύσει στον τομέα του, και αναγνώστες μουσικά απληροφόρητους, και μάλιστα να τους προσελκύσει τόσο, ώστε να τους κάνει να νιώσουν την ανάγκη της μουσικής μυήσεως. Ο μουσικός διανοητής, δεν μπορεί παρά μόνο θεωρήματα να διατυπώσει. Η φύσις της μουσικής είναι τέτοια, που δεν του επιτρέπει, όπως το κάνει π.χ. ο κριτικός της λογοτεχνίας, να παραθέσει ανάμεσα στις προτάσεις του μουσικές νότες ή άλλα απτά δείγματα των μουσικών αντικειμένων που κρίνει. Επαφίεται έτσι στη μουσική μνήμη και υποκειμενικότητα του αναγνώστη του. Αυτήν ανακαλεί, σε μια λειτουργία που θα τη λέγαμε «κριτική της κριτικής». Γι’ αυτό, είναι απαραίτητη στον μουσικό διανοητή, η συγγραφική ικανότητα. Η σαφής διατύπωση, η μεστή έκφραση, ακόμα και ο «εύγλωττος λόγος» ή η συγκινημένη διάθεση. Έτσι, το βαθύ συναίσθημα, δεν είναι δυνατό να λείπει από τα μουσικολογικά κείμενα. Γιατί η μουσική, είναι η τέχνη που «αναταράσσει την ψυχή», που πλήττει καίρια το νευρικό μας Είναι», όπως είπε τόσο εύστοχα ο Πωλ Βαλερύ. Λοιπόν, αυτές τις αρετές, πλουτισμένες βέβαια με άφθονες μουσικές γνώσεις, με μια ολόκληρη μουσική σοφία, τις έχει σε μεγάλο βαθμό ο κ. Διονύσιος Γιατράς. Τουλάχιστον, εμείς προσωπικά, είμαστε από τους πιο πιστούς αναγνώστες του, καθώς βέβαια θα είναι και άλλοι, πάρα πολλοί, εκτός βέβαια και από κείνους που δικαιωματικά ανήκουν στον αυστηρά μουσικό κύκλο. Πιστεύουμε πως ανήκει στην πρώτη σειρά των Ελλήνων μουσικολόγων που μπορούν συγγραφικά να επικοινωνούν με ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, χωρίς να το παραπλανούν. Παλαιότερα, στα πολύ νεανικά μας χρόνια, θαυμάζαμε τα μουσικοκριτικά κείμενα της Σοφίας Σπανούδη. Μας παρέσερνε, ίσως, ο ακράτητος μουσικός ενθουσιασμός της και ο απεριόριστος θαυμασμός της προς όλους τους μεγάλους δημιουργούς της μουσικής τέχνης, που είχε κάτι από τον ενθουσιασμό του Παλαμά προς όλους τους μεγάλους του ποιητικού Λόγου. Εξαίρετα και βαθειά στοχασμένα βρίσκουμε και τα κείμενα του διάσημου και διεθνώς γνωστού συνθέτη μας και ακαδημαϊκού Μιχαήλ Πετρίδη. Αλλά τώρα, ο λόγος μας είναι για τον τόμο «Προβλήματα μουσικού ανθρωπισμού» του Διονυσίου Γιατρά. Είναι τόσα τα μουσικά θέματα που και τοποθετούνται και αναπτύσσονται σ’ αυτόν τον τόμο, ώστε να μη φοβηθούμε να τον αποκαλέσουμε «εισαγωγή σε μια νεοελληνική μουσική παιδεία». Πάνω σ’ αυτό το λεπτό ζήτημα, θα πρέπει κυρίως να συμβουλευθεί κανείς το τέταρτο μέρος όπου εξετάζει ο κ. Γιατράς το δικό μας μουσικό πρόβλημα, τις ξένες εισφορές που έχει δεχτεί η μουσική μας, τα γνωρίσματα της Εθνικής Μουσικής Σχολής, τα λαογραφικά δάνεια, τον άγνωστο Μάντζαρο (βρίσκει ο κ. Γιατράς ότι ο μελωδός του εθνικού μας ύμνου δεν είχε καλή τύχη ανάμεσα στα χέρια των νεοελλήνων μουσουργών, ανάλογη με εκείνη του Σολωμού), το λαϊκό ή ρεμπέτικο τραγούδι, για το οποίο διατυπώνει, σωστά κατά τη γνώμη μας, και παραδοχή και επιφύλαξη, αλλά και άρνηση, κι επικρίνει τις ευρωπαϊκού τύπου καινοτομίες που έχουν επιχειρηθεί στη θρησκευτική μουσική μας. Γενικά, βλέπουμε τον κ. Γιατρά, σαν ένα λεπτό μουσικοκριτικό πνεύμα, που ξεκινάει από την άποψη ότι, παρά τις προόδους της νεοελληνικής μουσικής, δεν έχουμε μήτε μεγάλη μουσική δημιουργικότητα, μήτε αντίστοιχη μουσική παιδεία. Επομένως, η έρευνα πάνω σ’ αυτό το επίμαχο θέμα, δεν μπορεί παρά να βοηθήσει σε μια γενικότερη μουσική ανάπτυξη, καθαρά ελληνική. Αυτήν έχει για στόχο του ο κ. Γιατράς, και βέβαια ξέρει, και μας διδάσκει, πως αυτό δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί αν δεν έχουμε πάντα στημένη την ακοή μας στη μουσική, σαν παγκόσμια και υπερεθνική τέχνη. Και αυτό το παγκόσμιο όραμα ή «οραματικό άκουσμα της μουσικής» , ξεδιπλώνεται σε όλα τα συντομότερα ή τα πιο διεξοδικά μελετήματα του κ. Γιατρά. Δεν παύει να μας υπενθυμίζει πως όπως όλες οι άλλες τέχνες, παρόμοια και η μουσική, περνάει από την αναπόφευκτη «κρίση», που φυσικά, πηγάζει κι αυτή από την προβληματικότητα, την πειραματικότητα και τη μεταβατικότητα της εποχής μας. Και αν μπορούμε να προσδιορίσουμε τη βασική προοπτική του κ. Γιατρά ως προς τη μουσική κρίση της εποχής μας, θα λέγαμε πως αυτή έγκειται στη σύγκρουση της ζωντανής πάντα μνήμης του μεγαλείου των περασμένων μουσικών δημιουργημάτων, στην αναγκαιότητα της εξελίξεως της μουσικής τέχνης, και στην τόλμη των πολλαπλών πρωτοποριακών εξορμήσεων, που αν και αναγκαίες, δεν έχουν καταλήξει σε σαφή αποτελέσματα. Αλλά είναι καλύτερα να αφήσουμε να μας μιλήσει άμεσα, η ίδια πυκνή και μεστή και ξεκάθαρη μουσική σκέψη του κ. Γιατρά. Μας λέει στο μελέτημά του για τον «σύγχρονο μουσουργό»: «Ζούμε τώρα σε μια ερμαφρόδιτη εποχή, όπου άλλη είναι η μουσική που νοιώθει αυτή και άλλη εκείνη που την εκφράζει. Ως μουσική της, η εποχή μας νοιώθει εκείνη που φτιάχτηκε σε άλλες εποχές, ακόμη και σε μακρινές εποχές, ενώ η μουσική που την εκφράζει – αν την εκφράζει – είναι εκείνη που φτιάχνουν οι μουσουργοί της για τις μελλοντικές γενιές, χωρίς καν να είναι βέβαιοι ότι αυτές οι γενιές θα την υιοθετήσουν και θα την νοιώσουν. Είμαστε πλούσιοι τώρα σε σοφία και μπορούμε με αυταρέσκεια να προβάλλωμε τους όγκους αυτής της συσσωρευμένης σοφίας. Μονάχα που δεν ξέρομε τι να την κάνωμε. Καθώς κυνηγούσαμε το ολοένα, πιο περίτεχνο και πιο περίπλοκο σε περιπλανήσεις κάποτε εφιαλτικές, ξεχάσαμε τον σκοπό για τον οποίο ξεκινήσαμε. Και κατάκοποι από έναν ασθματικό κατήφορο, που νομίζαμε πως ήταν ανήφορος, μπορεί να είμαστε πια ώριμοι, ύστερα από τον κόρο του πολύπλοκου, του περίτεχνου, του τεχνητού, να νοιώσωμε το απλό σαν ένα ιδανικό, απροσπέλαστο ίσως, μα πάντα αληθινό.» Μα δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτό το γενικό συμπέρασμα ο κ. Γιατράς. Προβαίνει και σε άλλες ψυχολογικές και αισθητικές διαπιστώσεις, που εξ ίσου αν όχι και πιο έντονα και πιο αρμόδια, αφορούν και όλες τις άλλες τέχνες: την αφηρημένη καλλιτεχνία, την μοντέρνα ποίηση, το λεγόμενο «αντι-μυθιστόρημα», το θέατρο του παράλογου, αυτούς τους νέους τρόπους εμφανίσεως του θεάματος γενικά, καθώς και της νέας «φωνητικής» που τόση αγωνία για πρωτοτυπία και γοργή επιβολή υποδηλώνει στους σύγχρονους τραγουδιστές, και τόσα άλλα, ακόμα. Όλ’ αυτά, έχουν ρίξει σε κάποια ανυποληψία την τέχνη στη συνείδηση του σημερινού ανθρώπου. Βέβαια, το καινούριο, το νεοφανές, σε κάθε τέχνη, έχει πάντα μια φυσιολογική προτεραιότητα, που βοηθά πολλά έργα ακόμα και μέτρια, ακόμα και άσχημα, να επιβάλλονται σε ορισμένους κύκλους, για αριστουργήματα. Μα είναι τόση η παραγωγικότητα στους τομείς του μοντέρνου, ώστε ο ίδιος ο βίος των «αριστουργημάτων» αυτών να είναι συνήθως βραχύτατος. Απ’ αυτούς τους στοχασμούς, που τόσο μας απασχολούν σήμερα, διακατέχεται και η μουσικολογική σκέψη του κ. Γιατρά. Και πολύ δίκαια, και με επιχειρήματα που σε κάνουν να σταματάς και να συλλογίζεσαι, αναπτύσσει τα θέματά του ο κ. Γιατράς, βάζοντας φωτιά και στη δική μας σκέψη. Βέβαια, οι διαπιστώσεις μας αυτές, που κυμαίνονται ανάμεσα στην επιφύλαξη και την άρνηση, είναι φυσικό να μην αρέσουν καθόλου στους κάθε είδους μοντέρνους μουσουργούς. Γιατί κι’ αυτοί, θέλουν δε θέλουν, είναι αναγκασμένοι να δημιουργούν, ό,τι δημιουργούν, κάτω από την πίεση της εποχής ή τα άφθονα δολώματα που τους ρίχνει μπροστά τους. Έπειτα, οι διαπιστώσεις του είδους αυτού, γίνονται με την παρατήρηση και τη λογική ανάλυση, μέσα στα όρια του «δεδομένου», δηλαδή εκείνου που «υπάρχει». Αλλά και κάθε νέα καλλιτεχνική δημιουργία, όσο κι’ αν βρίσκει τη λογική της εξήγηση, τη θετική ή την αρνητική, στο εκάστοτε «δεδομένο», ουσιαστικώς προέρχεται από τη «Γέννεση», από την «Εύρεση», από τη «Μαντεία», από την «Αποκάλυψη». Και βέβαια από την ίδια την ανάγκη να υπάρχει δημιουργία. Και τη δημιουργία, η λογική είναι αδύνατο σχεδόν να την προμαντέψει, ακόμα και σε τομείς όπου λειτουργούν κυριαρχικά οι φυσικοί και οι μαθηματικοί νόμοι. Και βέβαια, και στην ιστορία, που από μια πλευρά της, δεν είναι ίσως και αυτή παρά μια πραγμάτωση διαφόρων «φαντασιώσεων». Ας ελπίσουμε λοιπόν και ας ευχηθούμε να συμβάλουν τα μελετήματα του κ. Γιατρά στην καλλιέργεια και την ανάπτυξη ενός «μουσικού ανθρωπισμού», όχι βέβαια γιατί καθώς λέγαν οι παλιοί πως «η μουσική εξημερώνει τα ήθη», αλλά γιατί η μουσική, σαν τέχνη, είναι αυτός ο «εξανθρωπισμός του ήχου», δηλαδή αυτής της άλογης και α-συναισθηματικής φωνής που είναι αναπόσπαστη από τη λειτουργία και την ύπαρξη των φυσικών στοιχείων και των αντικειμένων που γεννιούνται από την ιδέα και τα χέρια του ανθρώπου. Η μουσική, σαν τέχνη, μετουσιώνει όλους αυτούς τους ήχους, σε απόλυτα εσωτερική ανθρώπινη λειτουργία. Αφιερώσαμε σήμερα ολόκληρη την εκπομπή μας στην εργασία αυτή του κ. Γιατρά, πρώτα βέβαια, γιατί νομίζουμε πως έχει μια εντελώς βαρύνουσα πνευματική αξία, και έπειτα, γιατί το είδος αυτό που καλλιεργεί ο κ. Γιατράς, πολύ σπάνια μας εμφανίζεται με τη μορφή του βιβλίου – και μάλιστα του βιβλίου που είναι επαγωγό. Και τρίτο, γιατί παρέχει στον αναγνώστη ένα πλήθος πληροφοριών και αναδρομών στην ιστορία και στους μεγάλους σταθμούς της μουσικής, απαραίτητων για όσους νιώθουν τη μυστική ανάγκη να μυηθούν στη μουσική, όχι γιατί «πρέπει», αλλά γιατί έξαφνα ανακαλύπτουν, ότι η μουσική τους γοητεύει, και άρα γι’ αυτό θρηνούν για όσα χρόνια χάσαν, χωρίς μια κάποια «μουσική υπόκρουση». Μια από τις ωραιότερες χρήσεις που μπορεί κανείς να κάνει, του Χρόνου, είναι να τον διατρέχει με «μουσική υπόκρουση». ***ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ: γεννήθηκε το 1910 στην Άνδρο, σπούδασε νομικά αλλά αφιερώθηκε στη συγγραφική εργασία. Κριτικός, ραδιοφωνικός παραγωγός, ποιητής, συγγραφέας, επιμελητής εκδόσεων, μεταφραστής λογοτεχνικών έργων, τιμήθηκε με πολλά βραβεία. Πέθανε το 1989.

TAR


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Submit a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *