FCBK-SCIENCE-TECHNOLOGY-KNOWLEDGE-HELLENIC POETRY
ΑΥΤΗ Η ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ HELLENIC POETRY ΠΕΡΙΕΧΕΙ:
FACEBOOK LINKS ON TECHNOLOGY, SCIENCE, KNOWLEDGE, ETC..
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗ
ΠΟΙΗΤΙΚΑ (ΚΡΙΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ), ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΧΤΗΣ ΖΕΥΓΩΛΗ
ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
Η ΛΙΛΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ
Ο ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΡΟΥ ΞΥΔΗ
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΧΤΗΣ ΖΕΥΓΩΛΗ
Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε τάχα ο αγαπητός μου φίλος και ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης, Διευθυντής του «Πάλι», αν διάβαζε ένα από τα πλέον πρόσφατα ποιήματα του πάντα μεγάλου υπερρεαλιστή Αραγκόν, που (σε πρόχειρη μετάφραση) αρχίζει περίπου έτσι:
Πες μου για τα πιο απλά τα πράγματα τι ξέρεις
φτιασιδωμένες απ’ τους ήλιους είναι οι μέρες
πες μου τη νύχτα τι ονειρεύονται τα ρόδα
φτιασιδωμένες απ’ τους ήλιους είναι οι μέρες
πες μου τη νύχτα τι ονειρεύονται τα ρόδα
όλες οι φλόγες γίνουνται καπνός και φεύγουν
τι ξέρεις για τη δυστυχία της αγάπης…
©ΑΝΤΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ
ΠΟΙΗΤΙΚΑ (ΚΡΙΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ, 1977, Σελ. 217
The rare Super Blue Blood Moon is about to happen for the first time in 150 years!
This unusual bike is powered by your steps.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΧΤΗΣ ΖΕΥΓΩΛΗ
[…] η Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου. Γιατί σ’ έναν από τους δυό μεγάλους τόμους της, στον «Κύκλο των Ωρών» , (συγκομιδή κι’ εδώ, πολύκαιρης ποιητικής εργασίας και αφοσίωσης στο ιδανικό του έμμετρου λόγου) μπορούμε να διαβάσουμε:
[…]
Καστανά και πυκνά που ήτανε τότε τα μαλλιά μου!
Μα πως έτσι λίγα εμείνανε και γκρίζα;
Και μπορούμε ακόμα να διαβάσουμε κι’ αυτούς τους τόσο ωραίους στίχους, που προσωποποιούν τις δημιουργικές αϋπνίες:
Που να γυρνάς ύπνε ξενύχτη τέτοιαν ώρα,
με τα πόδια γυμνά στο νοτισμένο χώμα;
Τάχα σ’ εμπόδισε νάρθεις η άξαφνη μπόρα;
κι΄ οι έρωτες ώρα πολλή που έχουν κουρνιάσει
στα σπίτια και στα πάρκα και στα δάση..
©ΑΝΤΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ
ΠΟΙΗΤΙΚΑ (ΚΡΙΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ, 1977, Σελ. 218
This robot is incredible at drawing and writing
Brain implant boosts human memory by up to 30%
Catapult into a spinning frenzy with your best friend on this one-of-a-kind ride.
ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
Πλούσιο υλικό και πολλές ωραίες αφορμές για ψαξίματα γύρω από την ποίηση και τον άνθρωπο μας προσφέρει η καινούργια ποιητική συλλογή του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου «Το παράθυρο του κόσμου». Ανιχνευτής ο ίδιος αχόρταγος, προικισμένος με δυνατή αίσθηση της ζωής, «δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη», καρφώνοντας παντού μάτια που πριν καλά-καλά δουν, απορροφούν και καταπίνουν αυτό που βλέπουν, είναι φυσικό να ξυπνά μέσα μας το δικό μας ανιχνευτικό ενδιαφέρον για το φαινόμενο του.
[…]
Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, φανερώνεται επίσημα στα γράμματά μας στα 1921 με μια ομιλία του για τον Παλαμά. Κυριαρχούσε τότε ο έμμετρος υποκειμενικός λυρισμός. Μεγαλόστομος με τον Παλαμά, πιο χαμηλόφωνος με τους μαθητές του, ποθώντας μουσική και υποβλητικότητα, μελαγχολία και όνειρο με τους νέους του 1920- με το «Βιβλίο της Μιράντας» (1924) του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου. Πόση διαφορά μορφής και ουσίας, πόση απόσταση από τους στίχους εκείνους («γέμισε ο κήπος γιασεμιά και η στέρνα άστρα») ως την απλωμένη ελεύθερη και μεστή από σκέψη ποιητική φράση που σχηματίζει «Το παράθυρο του κόσμου».
«Όταν βρίσκεσαι στους δρόμους του κόσμου, συλλογιέσαι με ποιό τρόπο μπορείς να υπάρξεις». Το ζήτημα λοιπόν τώρα είναι όχι πως θα τραγουδήσουμε μα πως θα υπάρξουμε. Πως θα υπάρξουμε και στη ζωή και στο στοχασμό και στην ιδιόρρυθμη εκείνη έκφρασή τους που τη λέμε ποίηση. Κάποτε, για να μπορούσε κανείς να τραγουδά γλυκά, έπρεπε να μένει μόνος με τον εαυτό του. Δημιουργούσε τη μοναξιά του όπως το αηδόνι τη φωλιά του κα τη γιόμιζε με ό,τι μπορούσε να βάλει εκεί μέσα απ΄τον κόσμο. Ο ποιητής, ήταν ένας κλειστός μικροκόσμος. Μα ήρθε η ώρα και ο μακρόκοσμος διάλυσε τον μικρόκοσμο. Η μοναξιά δεν χρησιμεύει πια για την ποίηση, γιατί μας διδάσκει τον θάνατο, όπως κοφτά μας το λέει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος: «Κανένας δεν θέλει ν’ απομείνει με τον εαυτό του, γιατί ο εαυτός του είναι ο θάνατος». Έτσι φεύγουμε από τον εαυτό μας και πάμε στον κόσμο. Στο «Παράθυρο του κόσμου», ανακαλύπτουμε για μια ακόμη φορά τον μεταπολεμικό ανήσυχο και πικρό ταξιδιώτη του σύγχρονου κόσμου. Βλέπει, βλέπει, βλέπει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος και συναρμολογεί τις παραστατικές και καλοχάραγες εντυπώσεις του σε βιβλία για την Ελλάδα, την Ευρώπη, την Αίγυπτο, την Ανατολή. Το ταξίδι, είναι ένα μεθύσι από εικόνες, μα όταν ο ταξιδιώτης είναι ένας ευαίσθητος και φιλοσοφημένος στοχαστής, ανακαλύπτει μέσα στο λυρικό του μεθύσι πως αν σε κάθε βήμα τα χρώματα και και τα σχήματα του κόσμου αλλάζουν, ο άνθρωπος και τα προβλήματά του παραμένουν πάντα τα ίδια.
©ΑΝΤΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ, 1965
ΠΟΙΗΤΙΚΑ (ΚΡΙΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ, 1977, Σελ. 221-222
This Is What Happens When You Take Entheogenic Medicine
When you listen to music, multiple areas of your brain become engaged and active. But when you actually play an instrument, that activity becomes more like a full-body brain workout.
Η ΛΙΛΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ Α’
Παρομοιάζουμε μ’ ένα αληθινό, από μάρμαρο, και μεγάλων διαστάσεων μνημείο, την τελευταία ποιητική εμφάνιση της Λιλής Ιακωβίδη, την «Άνυδρη Γη». Ποιητικό μνημείο στημένο, πρώτα για να κλείσει φιλόστοργα κι ύστερα για να αθανατίσει τη μνήμη μιας πολυαγαπημένης νεκρής. Η πολυαγαπημένη νεκρή είναι η κόρη της ποιήτριας. Την άρπαξε ο θάνατος μέσα στα νειάτα της, εδώ και χρόνια, αλλά τους σπαραγμούς που προξενούν οι αρπαγές του είδους αυτού, ο χρόνος, έστω κι α μακρύς, δεν τους δαμάζει εύκολα-κάποτε μάλιστα δεν τους δαμάζει και καθόλου. Αλλά το πέρασμα του χρόνου, αν δεν σβήνει αλλοιώνει τον πόνο.
[…]
Το τεράστιο σχήμα των σελίδων της σχήμα ταφόπετρας, τα επιτύμβια ωραιότατα σχέδια του Χρήστου Λαγδή που σχηματοποιούν σε αυστηρές γραμμές τον στοχασμένο απελπισμό της ποιήτριας […] και οι στίχοι οι χαραγμένοι με μεγάλα ψηφία στο κάτω μέρος, μοιάζοντας επιγραφές επιτύμβιες, μας οδήγησαν στην παρομείωση του μνημείου.
[…] Μιλεί, φωνάζει και η φωνή αυτή, του μνήματος η φωνή, ποιήτριας εκλεκτής, δοκιμασμένης από πάθη, από ενθουσιασμούς, από ιδανικά από οράματα συμμαζεύεται τώρα όσο μπορεί μέσα στο ποιητικό της περίγραμμα, για να λαξέψει, να χαράξει σα σε μάρμαρο, με οξύτητα και συντομία, και να γενικεύσει σε άποψη ζωής, αυτή την απύθμενη απελπισία που γεννάει ο θάνατος. Και τι είναι, από μια μεριά, ο θάνατος; Είναι η άξαφνη και παντοτινή απουσία της Ανθρώπινης Μορφής. Είναι ο εξαφανισμός της Μορφής μέσα σ’ ένα αδιανόητο κενό. Κι όταν λαχαίνει η Ανθρώπινη Μορφή νάναι πλάσμα δικό μας, σάρκα μας, μοίρα μας αγαπημένη, τότε ο απελπισμός από τον θάνατο παίρνει κάτι από τις εκδηλώσεις της τρέλλας.
«Κι ύστερα η Νύχτα…-να γίνεται πατρίδα σου η Νύχτα.-Στον ήλιο δε σε ξανάδωσε πια».-Η «Σκάλα» χίλια κομμάτια.-Το «Όνειρο πήρε των ομματιών του». «Θεέ πολυδύναμε, πρόφταξε.-Έλεος, Κύριε!. Στο χορό του θανάτου- στροβιλίζεται η ψυχή μου».
[…]
Θυμόμαστε συγκινητικά τον Παλαμά, όταν έλεγε προς το τέλος του «Τάφου», του αριστουργηματικού λυρικού θρήνου που έγραψε για το χαμό του πεντάχρονου Άλκη του: «Πάει και πάει Το σκέπασεν-ο αγκρέμιστος τοίχος!-Μήτε ο καρδοφλογιστής ο Λόγος-μήτε ο στίχος-μήτε ο πλάστης ο ρυθμός-και η ναναρίστρα ρίμα-τη λευκή του ενθύμηση-γλυτώνουν απ’ το μνήμα!» Ωστόσο, αυτό που μας μεταβιβάζει αυτός ο πόνος, αυτός ο χαμός, είναι πως μετά την απώλεια, προσπαθούμε να κατανοήσουμε βαθύτερα εκείνον που μας έφυγε. Είναι σα να τον ανακαλύπτουμε γα πρώτη φορά. Κι αυτή την εντυπωσιακή απόχρωση, αυτή την αποκάλυψη, την εκφράζει η Λιλή Ιακωβίδη με την ποίηση της σπαραχτικής αλήθειας: «Τι ήξεραν για Σένα, αγάπη μου,-πριν από το θάνατό σου;-Πλάι πλάι εζήσαμε,-και δεν ακούσαμε-της καρδιάς μας την κραυγή…-Στα βουνά οδοιπορούσαμε..-στα τυφλά σε οδηγούσα…-Τα σκοτάδια-μας έκλεβαν τη Ζωή.-Και εμείς;-Εμείς, «υπήρξαμεν», ψηλαφώντας τις στάχτες…» Να, το πιο συχνά, ζούμε και περνάμε τη ζωή μας σε μια τυφλή υπαρξιακή άγνοια. Από πουθενά φως μέσα σ’ αυτή την τύφλα-και το πιο τραγικό είναι πως αν αυτό το «εν ζωή σκότος» σπαθίζεται κάποτε από κάποιο αποκαλυπτικό φως, αυτό το φως σα να έρχεται από τον θάνατο. Είναι «πράξη του θανάτου»,. Αυτό το φως το βλέπει με κάποιαν ανακούφιση και η Ιακωβίδη. Μόνο πως κάνει μια προσπάθεια να προσδώσει σ’ αυτό το «πελιδνό φως» έναν προορισμό γονιμότητας: «Στη νυχτωμένη μου μέρα-το Φως που φέγγει-από τον θάνατο έρχεται.-Πέρα από τη βουβή καταιγίδα,-πέρα από τον Κόσμο της Μοναξιάς,-πέρα από τον γονιμοποιό Πόνο-το Φως που φέγγει! Κι έτσι μπόρεσα να δω-το ανέρμηνευτον πρόσωπο!-Έτσι μπόρεσα να στοχαστώ.-Έτσι μπόρεσα να μπω-στο δικό σου το νόημα».
Συπμερασματικά μπορούμε να πούμε πως η προσθήκη της προηγούμενης ποίησής της είναι αυτό το οδυνηρό πνευματικό φτερούγισμα γύρω από τη μνήμη εκείνης. […] Αλλά αυτή η απογύμνωση, είναι απαραίτητη σ’ έναν ποιητικό λόγο που δεν έχει κίνητρό του τη διάθεση του τραγουδιού, αλλά την ανάγκη να χαραχτούν στο μάρμαρο ή στη μνήμη αυτές οι επιγραμματικές κραυγές της πνευματικής οδύνης. Πάλι όμως υπάρχει κι ένα ποίημα, […]-και το ποίημα τούτο, ας νομίσουμε πως είναι εκείνη η αραιή, η δροσομουσκεμένη χλόη, που από μόνη της φυτρώνει γύρω από τα επιβλητικά μνημεία και χαϊδεύει και γλυκαίνει τα σκληρά τους μάρμαρα: «Η Καθαρή Δεύτερα» ήρθε…-Τι να το κάνουμε κι αν ήρθε-αφού εσύ ποτέ δεν θα ‘ρθεις;-Η «Καθαρή Δεύτερα» ήρθε..-«Πως να σηκώσουμε κεφάλι στον ήλιο που λαμποκοπά;»- Η «Καθαρή Δεύτερα» ήρθε..-Πως να τ’ απλώσουμε τα χέρια-στις ροδοδάφνες και στις μυγδαλιές;- Η «Καθαρή Δεύτερα» ήρθε…-Πως θ’ αμολήσουμε-τους χαρταετούς στους ουρανούς;-Πως θα την αποξενώσουμε-ετούτη την καρδιά-που αναπαμό δεν βρίσκει;»
©ΑΝΤΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ, 1974
ΠΟΙΗΤΙΚΑ (ΚΡΙΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ, 1977, Σελ. 209-212
Using a method known as somatic cell nuclear transfer (SCNT), researchers at the Chinese Academy of Sciences Institute of Neuroscience in Shanghai have successfully cloned monkeys.
Scientists Recorded the Sexual Act in 4-Dimensional Ultrasound and the Results Are Intense.
Ο ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΡΟΥ ΞΥΔΗ
Α’
[…] Όμοια μέσα από μια αναγκαία ποιητική απόσταση κι’ από μια αισθητική εμμεσότητα, αγγίζει ο Θεόδωρος Ξύδης και το τόσο τραγικό και οδυνηρό θέμα της Κατοχής. Μήτε δημοκοπεί, μήτε παίρνει απέναντί του άλλη θέση από εκείνην του πληγωμενού ανθρώπου-Έλληνα. Από τη θέση ενός γέροντα που θα μπορούσε να ψιθύριζε τούτα, σέρνοντας το βήμα του, σα μέλος χορού αρχαίας τραγωδίας: «Δίπλα σου στ΄ ανοιχτό πηγάδι-της ηλιόχαρης αυλής,-θα κοιτάζουμε τις λιγνές βελόνες-του κοντινού πεύκου,-μοναχική τροφή στα μάτια μας,- κι’ οι αόρατες καρδιές μας-θ’ απλωθούν στο χαλί- της λυπημένης χλόης-και θα βογγάνε ακατάπαυστα: – «αφήστε μας να γεράσουμε!»
[…] Όσο για τη συγκίνηση, πως να την αποτρέψω, όταν ο νους μου πάει τριάντα τόσα χρόνια πίσω. Ένα καλοκαιρινό δειλινό, του ’31 ή του ’32, χτύπησε την πόρτα μου, στην οδό Φυλής 208, ένας νέος, ξανθός, με ρόδινα μάγουλα· έτσι πρωταντίκρυσα τον Θόδωρα Ξύδη, σκύβοντας από το παράθυρο γα να δω ποιός χτυπάει την πόρτα. Θυμάμαι πόσο θλιβερό ήταν για μένα, πόσο άνεργο, εκείνο το κυριακάτικο δειλινό, το συνοικιακό, το σκονισμένο, το άδειο σαν ποίημα του Τέλλου Άγρα. Αμέσως, μετά τη γνωριμία μας, βγήκαμε περίπατο και πήγαμε και καθήσαμε σ’ ένα μακρυνό καφενεδάκι, εκεί που τώρα είναι ο τωρινός Ηλεκτρικός Σιδηροδρομικός Σταθμός των Κάτω Πατησιών. Μέσα στην ερημιά, το καφενεδάκι, το ζώναν κάτι ψωροκάλαμα. Μείναμε εκεί κάπου τρεις ώρες, μιλώντας για τις ποιητικές μας αγάπες-ο Ξύδης για τον Σικελιανό, που τον είχε θεοποιήσει, κι’ εγώ για τον Παλαμά. Θυμάμαι πως μου μίλησε και για την πατρίδα του, τον Πύργο της Ηλείας, που μόλις τον είχε εγκαταλείψει για να μείνει στην Αθήνα. […] Μου διάβασε και μερικά από τα πρώτα του χριστιανικά ποιήματα, που τα ξαναβρήκα τώρα, σαν καινούργια, στη συλλογή του. Τριάντα τόσα χρόνια! Αφού με βοηθεί και η ποίηση, πως να μη μιλώ με συγκίνηση για ό,τι μέσα σε τόσον καιρό μ’ έδεσε με τον Θεόδωρο Ξύδη· ακόμη και για ό,τι καμμιά φορά με κάνει να του αντιλέγω ή να μου αντιλέγει, απολήγοντας πάντα ή σε νοσταλγικά γυρίσματα στα καφενεδάκια και τα ταβερνάκια του ’30, ή σε ξεσπάσματα γέλιων που τον κάνουν να φωνάζει και να τραντάζεται σύγκορμος! Η ζωή…
Β’
[…]
Αλλά η κλασική αντίληψη που έχει ο Ξύδης για την ποίηση, και η έμφυτη εγκράτειά του, τον προφύλαξαν από τον κίνδυνο της ευκολίας, βοηθώντας τον έτσι-κυρίως στη «Μάνα των Ανθρώπων»-να ζωγραφίσει, τόσο ελληνικά, επάνω στον ίδιο του τον πόνο, την αρχέτυπη μορφή της Μητέρας, τηε Μητέρας γεννήτρας παιδιών, τηε Μητέρας Παναγιάς, της Μητέρας που κυβερνάει δίκαια, και με το μέτρο μιας τρυφερώτατης σοφίας, το κάθε ελληνικό σπίτι:
Θυμόμαστε, καθώς ανακάτευες στο τζάκι τη θράκα, ζητώντας
την αληθινή φωτιά για να τη φουντώσεις με τη φροντίδα σου,
πως ζέσταινες την ίδια στιγμή το σώμα και τη σκέψη μας.
Έκοβες το ψωμί με σοφία στο στρωμένο λιτό τραπέζι,
και μας κοίταζες προσεχτικά καθώς καθάριζες τα ροδάκινα.
Μας πλησίαζες όπως μια δροσιά κάθεται στο γεράνι της γλάστρας,
όπως μια πηγή τραβάει κοντά της το διψασμένο κορυδαλλό.
[…]
Ω, αν μέλλεται να ιδούμε αντί για σένα τα γυμνά απομεινάρια των τάφων,
και πάλι δε θα πάψουμε ούτε τότε να ζητάμε και σ’ εκείνα
τις πολλές έγνοιες σου για μας, τις προσδοκίες, τη στοργή σου.
Γ’
[…]
Ξέρουμε όμως, από την άλλη μεριά, πως η λογοτεχνία, όντας πάντα αναπόσπαστα δεμένη με το παρόν, δημιουργεί τις μορφές της μέσα σε μια αδιάκοπη τύρβη, σε μια προστριβή με τόσα και με τόσα,-είναι μια μάχη, ένας αδιάκοπος αγώνας. Είτε σπουδαία έργα δημιουργεί η λογοτεχνία, είτε μέτρια, είτε κακά, κατά κανόνα, τα γεννάει μέσα σ’ αυτόν τον θόρυβο του παρόντος.
[…]
Γράφουμε όπως γράφουμε, και το αποτέλεσμα δεν κρίνεται από την θεωρία, αλλά απ’ αυτό που αφήνει το γράψιμο του καθενός. Και το ποιητικό γράψιμο του Θ. Ξύδη δημιουργεί το δικό του αποτέλεσμα. Μέσα στο αποτέλεσμα αυτό, ένας άνθρωπος-Έλληνας, όπως πριν σύντομα τον υποδείξαμε, έχει διατηρήσει με τρόπο «παρθενικά ώριμο» την παιδική του ανέγγιχτη φρεσκάδα.
[…]
Μα η ώριμη ποιητική σκέψη, το πικρό καταστάλαγμα του βίου, τον κάνουν ν’ αναρωτιέται, πάντα με φιλοσοφημένο, αλλά και απροσδιόριστα δραματικό τόνο: «Εμείς όμως, πως ν’ αναχαιτίσουμε τα γεράματα, πως να ματαιώσουμε το τέλος μας;»
[…]
Αναθηματική και λατρευτική η ποίηση αυτή, δεν έχει μολαταύτα καμμιά έπαρση, γιατί είναι ποτισμένη από τη σοφία του χρόνου. Ο Ξύδης, στο ωραίο του ποίημα (ένα από τα πιο γενικά του), τη «Δόξα της Ημέρας», δε γυρεύει παρά ό,τι μπορεί να δώσει σ’ έναν ταπεινόφρονα άνθρωπο η ομορφιά και η προσφορά της σιωπηλής και της δίχως παράσημα καθημερινότητας: «Η μόνη δόξα που έχουμε ν’ απαιτήσουμε απ’ τη μοίρα-είνα νάχει η ημέρα μας την αθόρυβη ανωνυμία της χθεσινής.-Να μην τη σημαδέψει η θλίψη, εκείνη που υφαίνει-τόσο οδυνηρά το πεπρωμένο των ανθρώπων.-Δεν είναι βαρετή η ζωή, ακόμα και με τ’ αμέτρητα χρόνια-του Σήθ ή του Ενώς. Έφερε ο θεός απάνω από την άβυσσο-το φως, και το χώρισε από το σκοτάδι. Και τ’ ονόμασε Ημέρα.-Να τη φυλάξουμε απείραχτη, και να τη διαβαίνουμε-όπως πηδάνε τα δελφίνια για να παραβγούν με το βαπόρι .»
Όλα τα ποιήματα της συλλογής έχουν περίπου τον ίδιο σφυγμό τηε ψυχικής ηρεμίας…[…] Η νιότη που ύστερα από τόσων χρόνων κύλισμα και προσαρμογή στη ζωή του πνεύματος και στη ζωή του βίου του σκληρού αλλά και μέσα στον ολόφωτο ελληνικό χώρο, θα κατασταλάξει σε μια παραδοχή των αξιών που τις λέμε αιώνιες και σε μια μετρημένη και φιλοσοφημένη άρνηση του θανάτου. Ίσως αυτό να είναι το ποιητικό δίδαγμα του Θεόδωρου Ξύδη, δίδαγμα και αρχαία μα και νέα ελληνικό.
©ΑΝΤΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ, 1965, 68 and 70
ΠΟΙΗΤΙΚΑ (ΚΡΙΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ, 1977, Σελ. 224-239
Redefining Leather: This Company Uses Mushrooms To Create Sustainable Alternatives In Fashion
The World’s First Flying Hybrid-Electric Car
Concrete pipes are being used to create affordable housing in Hong Kong.
People are secretly cutting down trees in our rainforests, but our old cellphones can stop them.
This Robot Lives In Your Garden And Takes Care Of Weeding
Tardigrades: The Toughest Creatures on Earth
ATLAS THE NEXT GENERATION
Leeches — the medical use of these bloodsuckers is still a thing.
MANY GENETIC DISEASES WILL BE A THING OF THE PAST
MAKE ROOM FOR YOU!
NASA’s awesome plan to reach Alpha Centauri in just two weeks
Yamaha developed an AI system that translates a dancer’s motion into music.
These lil’ creatures are almost indestructible. They can withstand extreme temperatures like absolute zero to 150 degrees Celsius, survive pressures of more tha…n 6000 atmospheres and spend prolonged exposure to the vacuum and radiation of space. During harsh conditions they can dehydrate to 1% of their water content and remain alive for an entire decade like that. When they’re not being mini superheros you can find them in moist environments, where they feed on algae and bacteria.
Cores of ancient ice reveal what the Earth was like 800,000 years ago.
Dual side-booster landing
A Japanese company wants to build a space elevator by 2050
This is what happiness looks like…literally!!!!!
What you see is a myosin protein dragging an endorphin along a filament to the inner part of the brain’s parietal cortex which creates happiness. Happiness. You’re looking at happiness.”
This cannabis patch treats nerve pain and fibromyalgia
Recent Comments