ITALIAN AND GRIKO SONGS-CORAZZINI-SARANTARIS
Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ SERGIO CORAZZINI, ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ ΤΟ 1931-1934 ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ITALIAN AND GRIKO SONGS, i.e., I CALANTI (με την υπέροχη φωνή της Irene Colitti)
ITALIAN-GRIKO SONGS (i.e., I CALANTI WITH THE WONDERFUL VOICE OF IRENE COLITTI), TWO POEMS OF SERGIO CORAZZINI TRANSLATED BY GEORGE SARANTARIS IN 1931-1934, + KARAGIOZIS
Ο SERGIO CORAZZINI (1887-1907) ανήκει σε μια σειρά ποιητών που φάνηκαν εις την Ιταλίαν κατά τις αρχές του περασμένου αιώνα και που ο G. A. Borgese πρώτος, αν δεν απατώμαι, ονόμασε Grepuscolari. Μεταξύ αυτών εκείνος που έτυχε τη μεγαλύτερη δόξα, εκείνος τον οποίον οι περισσότεροι κριτικοί εθεώρησαν σχεδόν τον μόνο αξιομνημόνευτο ποιητή της εποχής εκείνης, που είδε τη δύση των τριών κορυφαίων της Ιταλικής ποίησης του τέλους του δεκάτου εννάτου αιώνα, Cardussi, Pascoli, d’ Annuncio, είναι ο Guido Gozzano (1883-1819). Ο Sergio Corazzini που πέθανε τόσο νέος, περισσότερο νέος και απ’ τον ιδικό μας ατυχή Κρυστάλλη, είναι, κατά τη γνώμη μου, ο πιο ειλικρινής των ποιητών εκείνων, διότι είναι και ο βαθύτερα συγκινηθείς από την μονότονη ζωή του μικροαστού. Η ποίηση του Sergio Corazzini είναι ο ταπεινός έρως, η ταπεινή δυστυχία, ο ταπεινός βίος· ο ποιητής δεν έχει φιλοδοξίες, δεν έχει καν ούτε την επιθυμία μιας αόριστης εκδίκησης, στο θυμό δηλαδή που αφήνουν πίσω τους οι χαμένες φιλοδοξίες· ο ποιητής δεν υψώνει τη φωνή για να εκφράσει τη θλίψη του· είναι απλώς απελπισμένος και μελαγχολεί στην πιο καθαρή σημασία της λέξης. Είναι από όλους τους ιταλούς crepuscolari εκείνος που προσέχει ολιγότερο εις το décor, στην ποίησή του, πολύ διαφορετικός στο σημείο αυτό απ’ τον Guido Gozzano, του οποίου η δόξα έγκειται και στο να έχει ζωντανέψει le buone cose di pessimo gusto (τα καλά πράγματα του χειρότερου γούστου), όπως έλεγε ο ίδιος με μιαν κάπως ψεύτικη ειρωνεία καλλιτέχνου της σήμερον που χαμογελά μπροστά στα περασμένα είδωλα μιας περασμένης αστικής τάξης ή και των ευγενών.
©ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987
Alessia Tondo & Bombino – Lu Rusciu De Lu Mare (“La Notte Della Taranta 2014”)
ΘΛΙΨΙΣ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
ΙΙ
Οι λύπες μου είναι φτωχές, κοινές λύπες·
Οι χαρές μου υπήρξαν απλές,
απλές τόσο, που αν εγώ σου τις εξομολογούσα
θα εκοκκίνιζα.
Σήμερα σκέπτομαι να πεθάνω.
©ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987
Σκέφτομαι τώρα
πόσο φτωχό είναι το σήμερα
εγώ ήμουν ανέκαθεν
απλός, κοινό ζωάκι
εκοκκίνιζα κάθε φορά
που ανέπνεα
θα σου εξομολογούσα
πότε και πως πέθανα
αν δεν σ’ έβλεπα τόσο λυπημένη
(Αλεποχώρι, 28/10/2017)
©MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2017
ΙΙΙ
Θέλω να πεθάνω μόνο γιατί είμαι κουρασμένος·
μόνο γιατί οι μεγάλοι άγγελοι
στα παράθυρα των μητροπόλεων
με κάμουν να ριγώ απ’ αγάπη και αγωνία·
μόνο γιατί είμαι από τώρα
υπομονετικός σαν ένας καθρέφτης
σαν ένας φτωχός και μελαγχολικός καθρέφτης,
Βλέπεις πως δεν είμαι ποιητής·
είμαι ένα λυπημένο παιδί,
που θέλει να πεθάνει.
©ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987
Πόσο κουρασμένος
φαίνεται πλέον ο καθρέφτης
κάθε φορά που τον κοιτάζω
είναι οι άγγελοι υπομονετικοί
στο παράθυρο ριγούνε
της αγάπης
αγωνιώ, θέλω να πεθάνω
μόνο γιατί είμαι ακόμη ζωντανός
τι λυπημένος που είσαι ποιητή
παιδί φτωχό
δεν έχεις ανάγκη
παρά
τις μελαγχολικές σου λέξεις
(Αλεποχώρι, 28/10/2017)
©MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2017
La Notte della Taranta 2010 – Nanna nanna
IV
Και μη θαυμάζεις τη λύπη μου!
Και μη με ερωτάς·
δεν θα σούλεγα παρά λέξεις τόσο μάταιες,
Θέ μου, τόσο μάταιες,
που θα μουρχόταν να κλάψω
σαν να επρόκειτο να πεθάνω.
Τα δάκρυά μου θα φαινόντουσαν ν΄ αργομετράνε
ένα κομπολόι λύπης
μπροστά στη θρηνώδη ψυχή μου,
αλλά εγώ δεν θα είμουνα ποιητής·
απλώς θα είμουνα ένα γλυκό και σκεπτικό παιδί
που προσεύχεται όπως τραγουδάει
και όπως κοιμάται.
©ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987
Ερχότανε ο θάνατος να κλάψει
πάνω στο πρόσωπό μου
τόσο μάταιος
μην με ρωτάς αν υπάρχει
σε κάποια ψυχή
λύπη πολύ
και ποίηση
δεν ξέρω
επρόκειτο για δάκρυα
ή κομπολόι θλίψης;
τούτη η προσευχή
γλυκιά σαν σκεπτικό τραγούδι
(Αλεποχώρι, 28/10/2017)
©MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2017
V
Εγώ μεταλαβαίνω, σιωπή, καθημερινώς, όπως
Χριστό.
Και οι ιερείς της σιωπής είναι οι κρότοι
γιατί χωρίς αυτούς δεν θα είχα ζητήσει και εύρει
τον θεό.
©ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987
Κι εσύ κοιμήθηκες μέσα στις λέξεις
μάταια σε θαυμάζω κι αργομετρώ τον χρόνο
θρηνώ πως ήμουνα κάποτε
γεννημένος
(Αλεποχώρι, 28/10/2017)
©MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2017
Zimbaria-Le sei menu nu quartu
VI
Αυτή τη νύχτα κοιμήθηκα με σταυρωμένα χέρια.
Μου φαίνεται πως είμαι ένα μικρό και ήπιο παιδί,
που όλοι οι άνθρωποι το ξέχασαν
δόλια λεία τρυφερή, για κείνον που φθάσει πρώτος
και επεθύμησα να με πουλήσουνε,
να με χτυπήσουνε,
να με αναγκάσουνε να νηστεύω
για να μπορέσω να κλάψω ολομόναχος
απελπιστικά θλιμμένος,
σε μια γωνιά.
©ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987
Απελπιστικά νηστεύω
απόμερος
σε μια ολομόναχη γωνιά
τη δόλια και τρυφερή τούτη νύχτα
επεθύμησα τους ήπιους ανθρώπους
με τις λείες ψυχές
μου φαίνεται πως πουλήσαμε πια
τα μικρά παιδιά
κι ας είχανε εκείνα σταυρωμένα χέρια
ξεχάσαμε πόσο θλιμμένοι
κάποτε ήμασταν
αναγκαστήκαμε βλέπετε
να ξεχάσουμε
κοιμήθηκες τελευταίος
εσύ που έφθασες πρώτος
στον θάνατο
σε τάφους
χτυπιούνται οι νεκροί
ώστε να ξαναζήσουν
μα θα μπορέσουν άραγες;
φαίνεται τώρα ξακάθαρα
πως για κείνον σου μίλησα τότε
όταν είπε:
«Δεύρο έξω Λάζαρε»
ο Χριστός λιγομίλητος
χρησιμοποιώντας μονάχα
ελάχιστες αόρατες λέξεις
γιατί κι η Ανάσταση
δεν είναι παρά μια
μεταθανάτια τάση
η ζωή δηλαδή σ΄ απόσταση
(WEST DRAYTON, 01/02/2018)
©MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2017
Antonio Castrignanò – Fomenta
VII
Εγώ αγαπώ την απλή ζωή των πραγμάτων.
Πόσα πάθη είδα να ξεφυλλίζονται, μέρα με την
ημέρα,
για κάθε τι που έφευγε!
Εσύ όμως δεν με καταλαβαίνεις και μειδιάς.
Και σκέπτεσαι πως είμαι άρρωστος!
Εγώ στ’ αλήθεια είμαι άρρωστος!
Και πεθαίνω από λίγο κάθε μέρα.
Βλέπεις· όπως τα πράγματα.
Δεν είμαι λοιπόν, ένας ποιητής·
εγώ γνωρίζω πως δια να σε ειπούνε ποιητή,
πρέπει να ζήσεις πολύ διαφορετική ζωή.
Εγώ δεν ξεύρω. Θέ μου, παρά να πεθάνω.
Αμήν.
©ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987
Τα πράγματα της κάθε μέρας
δεν είναι τίποτε άλλο
παρά το κάθε τι που φεύγει
δεν είμαι λοιπόν, εγώ εκείνος που ζει
σκέφτομαι πως η αλήθεια πεθαίνει άρρωστη
βλέπεις ξεφυλλίζονται στη ζωή πόσα πάθη
ίσως λίγο διαφορετικός, να φαίνεται μονάχα ο ποιητής
ποιός όμως τον καταλαβαίνει;
ώσπου εν τέλει
λέει Αμήν ο Θεός
(Αλεποχώρι, 28/10/2017)
©MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2017
NOTTE DELLA TARANTA 2016 – Apertura / PIZZICA DI ARADEO
SPLEEN (Σελ. 449)
Τι θα μου τραγουδήσεις εσύ
απόψε!
Αγάπη μου, δεν θέλω
πολύ να σκέπτομαι· το πρώτο
το πρώτο τραγούδι που θυμάσαι,
και, αν είναι παλιό
δεν πειράζει.
Ένα από κείνα τα τραγούδια
που δεν τραγουδιούνται πια
που θα είναι αιώνας
που θάχουνε ν΄ανοίξουνε μπαλκόνια.
Δεν θέλεις
να μου χαρίσεις τη νοσταλγία
ενός τραγουδιού πεθαμένου;
©ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987
Τα παλιά τραγούδια
δεν πειράζει
που δεν ακούγονται πλέον
σκέφτομαι εγώ ακόμη
εκείνο το πρώτο τραγούδι
και θυμάμαι
πόσο νοσταλγεί ο αιώνας μας
τους αλλοτινούς ανθρώπους
χάρισε μου, εσύ απόψε
την αυριανή σου μέρα
κι ας μην θέλεις
ανοίξανε πανιά οι πεθαμένοι
τάφοι μακρινοί ακούγονται
καθώς φτερουγίζουν τραγούδια λύπης
ένας ένας φεύγουμε στο μέλλον
πριν καν οι νεκροί πεθάνουν
ονειρευτήκανε πως ζήσαν
αγέρωχοι αγέρηδες πνοής
(WEST DRAYTON, 02/02/2018)
©MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2017
Notte della Taranta – Indiavolata – Mauro Durante
SPEEN (Σελ. 450-451)
Είσαι θλιμμένη· μου προξενείς στενοχώρια
απόψε· δεν τραγουδάς, δεν μου μιλάς…
τί έχεις; μελαγχολείς
να πεθάνεις· λυπάσαι
γιατί είμαστε μοναχοί;
Θυμάσαι τον τελευταίο χορό
στο σαλόνι σου το κίτρινο
το παλιό, το σκουριασμένο;
Ένιωσες πως είναι άνοιξη;
Εγώ το είχα αισθανθεί,
δεν έχω τριανταφυλλιές εγώ,
ποτέ δεν είχα τριανταφυλλιές
στο φτωχό μου τον κήπο.
Γιατί δεν παίζεις; Λαχταρά
απ’ την επιθυμία
το αναιμικό σου πιάνο το μικρό
στη σκιά· έτσι,
δεν αναστενάζει και η ψυχή μας
περιμένοντας εκείνον
που θα την κάμει να δονείται;
Τι είναι αυτή η λύπη!
Νομίζεις στο φως της σελήνης
φθισικό τον έρημο δρόμος μας
με τις πόρτες του τις κλειστές,
και το φανάρι εκείνο
μόνο του και θαμπό,
νομίζεις πως
τον θάνατο περιμένοντας,
την αγωνία του δρόμου
να φυλάγει.-
©ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987
i-Italy|NY: Canzoniere Grecanico Salentino
Μην λυπάσαι να μου τραγουδάς θλιμμένη
είμαστε μονάχοι οι δυό μας στον έρωτα
κι ο θάνατος δεν είναι παρά ο τελευταίος χορός
στα λειβάδια μιας σκουριασμένης άνοιξης
ένιωσες απόψε ό,τι κάτι σου προξενεί στεναχώρια
εγώ σ’ αισθάνθηκα
μέσα στις παλιές κιτρινισμένες τριανταφυλλιές
ήσουν η μελαγχολία
ο παλιός κήπος
θυμάσαι πόσες επιθυμίες ανάβλυζε
λες κι ήταν ένα αναιμικό συντριβάνι
φτωχό πλάσμα εσύ
δεν είχες παρά λιγοστές σκιές
πιά είναι τούτη η λύπη;
φως έρημο φως άραγες
φθισικής σελήνης;
κι ο δρόμος εκείνος
ήταν μικρός
δονείται τώρα από βήματα
που αναστενάζουν
θυμάσαι πως θα πεθάνουν
τα βραδινά φανάρια θαμπά
σε νύχτες αγωνίας μέσα;
ήταν οι πόρτες κλειστές
κι εσύ πια δεν παίζεις
αφού νομίζεις πως ο θάνατος φυλάγεται
στη κατάψυξη καλά διατηρημένος
κι ο καινούργιος αιώνας
που ‘ρχεται, νάτος
πρώτος ας τραγουδήσει
αγάπη μου νοσταλγημένη
περιμένει τώρα η ψυχή
ένα σαλόνι των δρόμων δίχως μπαλκόνια
(WEST DRAYTON, 02/02/2018)
©MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2017
lu rusciu te lu mare – ALLABUA
ΘΛΙΨΙΣ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
I
Γιατί με λες ποιητή;
Εγώ δεν είμαι ποιητής.
Εγώ δεν είμαι πια παρά ένα μικρό παιδί που κλαίει
Κοίταξε· δεν έχω παρά δάκρυα να προσφέρω στη
Σιωπή.
Γιατί με λες, ποιητή;
©ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987
Γυρνάει η σιωπή μου
γιομάτη θυμό και θόρυβο
να μ’ αποκαλέσει ποιητή
κοίταξε δάκρυ πικροδάφνης
όταν κλαίω
πως γίνομαι πιο υγρός
ακόμη κι από ψάρι
μα εγώ δεν είμαι
παρά ένα μικρό παιδί
καθώς προσφέρει στη ζωή
λίγο θάνατο,
χαρά πολύ
(Αλεποχώρι, 28/10/2017)
©MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2017
I CALANTI – “Lu rusciu te lu mare” (parte2) – Taranta e Ballo della Pizzica Salentina
Sergio Corazzini (6 February 1886 – 17 June 1907) was an Italian poet, belonging to Crepuscolari movement.
Biography
Born in Rome into a wealthy family, Corazzini formed at the Collegio Umberto I, where he was passionate author and director of the college’s puppet theater. Because of his family’s economic difficulties due to his father’s reckless speculations on the stock market and to his mother’s disease, he was forced to leave the college and to work in an insurance company.
Corazzini’s poetical activities officially began in 1902, when his verses started to be regularly published in the magazine Pasquino de Roma (later Marforio). His first poetic collection, Dolcezze, was released in 1904, and was shortly later followed by L’amaro calice, which got critical acclaim and critical comparisons to Stéphane Mallarmé, Francis Jammes and Jules Laforgue, among others. In 1905 Corazzini founded the short-lived literary magazine Cronache latine, wrote his only drama play Il traguardo, and released a third poetry collection, Le aureole.
Seriously ill with tuberculosis, in 1906 he moved to Nocera Umbra, before being hospitalized at the Nettuno sanatorium in autumn of the same year. In sanatorium he started an unfinished translation of Joséphin Péladan’s Sémiramis and kept composing poetries, partly collected in Libro per la sera della domenica. In 1907 he eventually returned in his home in Rome, where he died on 17 June 1907, aged 21 years old.
WIKIPEDIA
I CALANTI – “Lu rusciu te lu mare” (parte1) – Pizzica Salentina, Musica tradizionale Salentina
Corazzini died of tuberculosis in 1907 at the age of 21 and his poetry contains an anticipation of his early death and both his acceptance of and struggle against the inevitable. He is unwilling to accept the title of poet. His best-known work it entitled The despair of a poor sentimental poet’ and he writes:
‘Why do you call me poet?
I am no poet
I am but a weeping child
I have only tears to offer to the silent world
Why do you call me poet?
My wretchedness is the wretchedness of everyman
My happiness was of the simple kind
So simple that I could only confess it
With embarrassment
Today I think of death
I am ill indeed
And each day I die a little
As do all things
So I am not a poet
Poets must lead a different life
But I can only die
Amen.
Truly the poetry of despair. In another poem about the sun, which seems to start quite cheerfully –
‘Sisters, come and see
The sun is here in the orchard…
Corazzini ends his poem with the words:
‘What shall we do
if the sun does not return?
Then we shall die;’
Recent Comments