Γεώργιος Καρανάσος 1923-2015; Μάγδα Πασάλογλου 1935-2012, II
THROUGH THIS WEBPAGE HELLENIC POETRY SENDS VIRTUAL HUGS TO EVERYBODY EVERYWHERE!
IN THIS WEBPAGE HELLENIC POETRY PRESENTS:
FIRST, AND MOST IMPORTANTLY, PHOTOS OF GIORGAKIS AND OF MAGDALENA
POEMS BY GIORGOS SARANTARIS AND POEMS BY MENELAOS KARAGIOΖIS INSPIRED BY THE POEMS OF SARANTARIS
POEMS BY A COMPLETELY FORGOTEN NOW HELLENIC POET, NAMELY APOSTOLOS MAMMELIS AND POEMS BY MENELAOS KARAGIOZIS INSPIRED BY THE POEMS OF MAMMELIS
ΠΑΡΟΤΙ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΑΜΜΕΛΗΣ ΕΙΝAΙ ΠΙΑ ΕΝΑΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, ΥΠΗΡΞΕ ΟΣΟ ΕΖΗΣΕ ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ-ΔΥΤΗΣ, ΔΗΛΑΔΗ ΗΤΑΝ ΚΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΦΕΡΕ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ ΩΣ ΤΑ ΠΙΟ ΑΠΥΘΜΕΝΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΨΥΧΗΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΠΟΛΥΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗ.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΟ ΛΟΙΠΟΝ ΠΟΥ Ο ΜΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΦΕΡΕ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ ΩΣ ΕΚΕΙ, ΩΣ ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΚΑΙ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ, ΗΤΑΝ ΤΥΦΛΟΣ.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΟΙ ΔΥΟ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΜΑΜΜΕΛΗ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΕΣ KAI ΟΛΟΤΕΛΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ. ΜΠΟΡΕΙ ΟΜΩΣ ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΤΙΣ ΒΡΕΙ ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ. ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΜΕΝ ΟΧΙ ΟΜΩΣ ΚΑΙ ΠΕΘΑΜΕΝΕΣ. ΤΟΥ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΖΩΝΤΑΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΘΑ ΖΩΝΤΑΝΕΥΟΥΝ.
ΟΙ ΔΥΟ ΑΥΤΕΣ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΑΝΤΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΕΣ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΣΤΙΣ ΒΙΤΡΙΝΕΣ ΤΟΥΣ, ΝΑ ΤΙΣ ΣΤΟΛΙΖΟΥΝ ΤΑ ΔΥΟ ΑΥΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ.
ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΛΟΙΠΟΝ Η HELLENIC POETRY ΘΕΩΡΕΙ ΤΟΝ ΜΑΜΜΕΛΗ (ΟΠΩΣ ΑΛΛΩΣΤΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ ΚΑΙ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗ ΠΟΥ ΟΜΩΣ ΑΥΤΟΙ ΠΕΘΑΝΑΝ ΤΟΣΟ ΝΕΟΙ) ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΧΕΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΑΔΥΝΑΜΙΑ.
WE ALSO PRESENT A POEM BY TSATSOS AND A POEM BY KARAGIOZIS INSPIRED BY THE POEM OF TSATSOS
FINALLY WE PRESENT MUSIC AND LYRICS BY: MONIKA, ΠΕΛΟΜΑ ΜΠΟΚΙΟΥ, GENESIS, Rory Gallacher, ANIMALS, Antony & the Johnsons, APHRODITE’ S CHILD, CURE, DAVID BOWIE, QNTAL, EMPYRIUM, Captain Beefheart, PINK FLOYD, PRETENDERS, STYLE COYNCIL, BYRDS, Booker T. & the M.G.’s, DEMIS ROUSSOS, DOORS
“ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ” 1936-1938
“ΕΙΤΑΝ ΚΑΙΡΟΣ”, Σελ. 391
Είταν καιρός που η άνοιξη
μας αγαπούσε ακόμα
Μας έστελνε πουλιά
Να κελαηδήσουν
Και με τις ώρες μας
Να περπατήσουν συντροφιά
[18.10.1938]
© ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987.
Κι η μεταποίησή του απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη, 06/2015:
Περπατούσαμε συντροφιά με τα πουλιά
κι η άνοιξη κελαηδούσε
επιτέλους άνθισες ψυχή του ανθρώπου
ευτυχισμένος ο καιρός
τις χαρουμένες ώρες αγκαλιάζουμε
ήταν τότες που ακόμη μας αγαπούσε η ζωή
© Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry, 2015
ARE YOU COMING WITH US, 2008
May, are you dropping the star?
What is this that you’re crying for?
May, are you coming with us?
We are sailing to nowhere…
We are sailing to nowhere…
We are sailing to nowhere…May, take the truth of your hand,
what is this that you’re paying for?
May, did you notice the crumbs?
Are you waiting for no one?
Are you waiting for no one?
Are you waiting for no one?No, you don’t have to applause,
no, you just have to read on.
No you don’t have to applause
no, you just have to read on.
This is time of your soul…
This is time of your soul…
This is time of your soul…MONIKA (Athens, Greece, 1980-present)
“ΟΤΑΝ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΑΓΑΠΑΜΕ…”, Σελ. 332
Όταν για πρώτη φορά αγαπάμε, δεν ξέρουμε
τη σημασία της αγάπης· κανένας δεν ξέρει τότε,
πως η αγάπη είναι η πρώτη, η πιό άμεση, έξοδος
από τη θνητή μας υπόσταση· τότε ο καθένας μας
νομίζει την αγάπη όνειρο, που μπορεί να διαρκέ-
σει μια στιγμή ή μια ολάκερη ζωή, αλλά πάντοτε
όνειρο, όχι στοιχείο που οικοδομεί την πραγμα-
τικότητα. Χρειάζεται να αφήσουμε την αγάπη πί-
σω μας, να έχουμε νιώσει την ηδονή του έρωτα
στην πρωταρχική της και ουσιαστική της μορφή,
να δυσκολευόμαστε ν’ αγαπήσουμε ξανά, για να
μαντέψουμε και να προαισθανθούμε πως η αγάπη
είναι η πιό άμεση, η πιό φυσιολογική και ήσυχη,
έξοδος από τη θνητή μας υπόσταση, και να κατα-
νοήσουμε και να εκτιμήσουμε το αναφαίρετο βάρος
τέτοιας εξόδου.
21.6.1938
© ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987.
Κι η μεταποίησή του απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη, 13/06/2015:
Ας εκτιμήσουμε για πρώτη φορά
πως ολάκερη η ζωή
δεν είναι παρά μια έξοδος
δυσκολευόμαστε
σαν όνειρο
θα οικοδομηθεί
η αγάπη
θνητοί καθώς είμαστε
ζούμε
και μαντεύουμε
τ’ αναφαίρετο της κάθε
φυσιολογικής υπόστασης
και ουσιαστικά ανύπαρχτοι
πρωταρχικά ηδονιζόμαστε
ο καθένας αντιπροσωπεύει
κι απ΄ένα βάρος
προαισθάνσου τό
κατανόησε άμεσα
ότι όλοι διαρκούμε
άλλοτε πάντοτε
μα πιό άμεσα
μετριώνται οι μέρες μας
στο «εδώ και τώρα»
χρειάζεται να νιώσεις
όρθιος την αυγή
αφού κανένας δεν ξέρει
πότε θα αποκοιμηθεί
© Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry, 2015
ΓΑΡΥΦΑΛΛΕ, 1970
Μαζεύεται πλήθος
χαρούμενες φάτσες
εκεί που ο Γαρύφαλος λέειΤους λέει τα δικά του
και σαν τελειώσει
ο κόσμος γελάει ή κλαίειΣχολείο βιβλία
αρχαία ιστορία
γι’ αυτόν είναι άγνωστες λέξειςΔεν ξέρει να γράφει
και όμως θαυμάσια δίνει
στον κόσμο διαλέξειςΓαρύφαλε, Γαρύφαλε
κανείς μας δεν ξέρει ποιος είσαιΤα χρόνια περάσαν
τον είδανε όλοι
και ήταν πολύ ευτυχισμένοςΟι νέοι γεράσαν
και φύγαν οι γέροι
και φεύγει και αυτός ο καημένοςΜαζεύεται πλήθος
να τον χαιρετήσει
κανένας πια δε γελάειΣτα ουράνια ο Γαρύφαλος
βρίσκεται τώρα
και με τους αγγέλους μιλάειΓαρύφαλε, Γαρύφαλε
κανείς μας δεν ξέρει ποιος είσαιΠΕΛΟΜΑ ΜΠΟΚΙΟΥ (Αθήνα, 1970-1973)
Βλάσσης Μπονάτσος (1949-2004)
Γιάννης Κιουρτσόγλου (-present)
“ΠΡΕΠΕΙ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΜΑΣ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ”, Σελ. 327
Πρέπει κάπως ο καθένας μας να πεθάνει
Ο καθένας μας να ξαναγεννηθεί
Καταντήσαμε βρώμικοι τιποτένιοι
Με τρόπο αφόρητο
Να μην μπορούμε να σταθούμε ειλικρινείς
Με τον εαυτό μας και με τους άλλους
Μια μόνο στιγμή
Μας πέθανε η ψευτιά
Πολύ πριν νιώσουμε τον φυσιολογικό θάνατο
Είμαστε από παιδιά χωρίς ντροπή χωρίς αγάπη
Τι λουλούδια τι έργα χρήσιμα
Μπορεί κατά συνέπεια να βγάλει η καρδιά μας;
Που είναι τόσο μίζερη τόσο σακαταμένη
και κανείς δεν τη βλέπει δεν την ακούει
Δεν της δίνει ένα χέρι
Σαν όλα τα τίμια να ρέπουνε προς την αυτοκτονία
Εφόσο χάσανε το θάρρος της ζωής μέσα στους
ανθρώπους
Άφησαν χάμω και ποδοπάτησαν τ’ όραμα της
αιωνιότητας
17.6.1938
© ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987.
Κι η μεταποίησή του απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη, 13/06/2015:
Καταντήσαμε να ζούμε
μέσα στους ανθρώπους
εμείς που κάποτε είμασταν παιδιά
τιποτένιοι πεθαίνουμε βρώμικοι
κατά συνέπεια αιώνια υπάρχουμε
χωρίς όμως αγάπη ή καρδιά
έστω και μια μόνη στιγμή
ας ξαναγεννηθούμε
ίσως τότε νιώσουμε
τι χρήσιμο έργο που είναι
η απελπισία
ρέπουμε προς το φυσιολογικό θάνατο
αφόρητα φοβισμένοι
χωρίς θάρρος για να αυτοκτονήσουμε
κι η μοίρα φρόνιμη
με τρόπο ανεπιτήδευτο
κι ένα κρύο χέρι
μας άρπαξε τ’ όραμα
καταντήσαμε ψυχές σακαταμένες
ψεύτικα λουλούδια
ο καθένας τόσο μίζερος
ποδοπατημένη τιμιότητα
σταθήκαμε απάνω της
ενώ οι πράοι τάφοι
ντροπαλά
άφησαν χάμω
τα τίμια κόκκαλα
των εαυτών μας
έχοντας ασημένιο βλέμμα
τυφλωμένος
αγναντεύω την ειλικρίνεια
© Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry, 2015
“Ο ΛΙΓΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ”, Σελ. 312
Μέσα στον απέραντο ουρανό
Ο λίγος χρόνος των πουλιών
Είναι λύπη
Είναι χαρά;
Το φως έρχεται
Εκλέγει τα πουλιά
Το φως δεν καταστρέφει
Ανάμεσα μας πάντοτε ένας
Εκείνος που μαθαίνει τα νιάτα τ’ ουρανού
Και που πετάει με τα πουλιά
Μέσα στον αιθέρα
24.5.1938
© ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987.
ΓΙΟΡΤΗ, Σελ. 313,
Ω στολίδια της χαράς
Που είναι χαρά και κείνα
Φέρε τα μοίρασε τα
Να σημαιοστολίσουμε
Τα σπίτια και τους κήπους
Να βγούμε στον περίπατο
Με μια καρδιά παρθένα
Ν΄αδράξουμε απ΄τα κέρατα
Τους πόθους
Και τους καθυσηχάσουμε
Στις αυλές
Θα τρέχουνε τα γέλια
Μα εμείς θα στήσουμε χορό
Κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
25.5.1938
© ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987.
DEAR SARANTARI
HELLENIC POETRY
Κι η μεταποίησή του απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη, 13/06/2015:
Μαθαίνω στα πουλιά
πως να καταστρέφονται
εκλέγω το φως
ανάμεσά μου
λίγες λύπες σημαιοστολισμένες
κι ο απέραντος χρόνος της χαράς
έρχεται
πάντοτε νιάτα
θα στήσουμε πόθους
και χορούς θανάτου
Ένα το κυπαρίσσι
που πετάει
στολίδια αιθέρα
ελάφια γιορτινά
ας σας αδράξουμε
απ’ τις καρδιές
και τα κέρατα
πάντοτε καθησυχασμένος γράφω
να βγούμε περίπατο
στον ουρανό
παρθένες οι μοίρες μας
τρέχουνε
μοίρασε χαρές και φέρε γέλια
αυλικέ ποιητή
© Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry, 2015
“Man On The Corner”, 1981
See the lonely man there on the corner,
What he’s waiting for, I don’t know,
But he waits everyday now.
He’s just waiting for something to show.And nobody knows him,
And nobody cares,
‘Cos there’s no hiding place,
There’s no hiding place – for you.Looking everywhere at no one,
He sees everything and nothing at all – oh.
When he shouts nobody listens,
Where he leads no one will go – oh.[..]
Are we just like all the rest,
We’re looking too hard for something he’s got
Or moving too fast to rest.
But like a monkey on your back you need it.
But do you love it enough to leave it – ah.Just like the lonely man there on the corner,
What he’s waiting for, I don’t know – oh.
But he waits every day now.
He’s just waiting for that something to show – oh.[…]
Genesis (Surrey, UK, 1967-1998, 2006-present)
Peter Gabriel (Surrey, 1950-present)
Phil Collins (London, 1951-present)
ΧΙΜΑΙΡΑ, Σελ. 256
Κολυμπάει στο ασήμι
Γεμάτη περηφάνεια
Η φωνή της σαν άλογο τρέχει
Δεν τη βλέπει πια η ψυχή μας
Την ορέγεται όμως
Την ακαρτεράει
Τώρα που ακόμα ο ήλιος
Γλυκός σαν το σταφύλι
Μας χαιρετάει
Μια χαρούμενη αυγή μας γνωρίζει
Μας ασπάζεται
Πρόθυμη ενώνει σε γάμο
Το θάρρος στη χαμένη αγάπη
Σε μια βρώμικη ώρα
Σε ποιά τρέλλα σε ποιά μουσική
Την αγάπη την είχα χαρίσει
Και καινούρια και άσπρη τη βρίσκω
Όπου τώρα φυτρώνει η ζωή μου
Γενάρης 1938
© ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987.
ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΟΥ ΣΚΕΠΑΣΩ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ…, Σελ. 261
Θέλω να σου σκεπάσω το πρόσωπο το σώμα
με φιλιά, για να μου γίνει ο χρόνος μια λεία επι-
φάνεια. Για να καταλάβω πως πραγματικά η ζωή
μου διαβαίνει μια θάλασσα.
1.2.1938
© ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ ΜΕ ΞΥΠΝΗΣΕ…, Σελ. 262
Το τραγούδι των πουλιών με ξύπνησε, και δε
σε είχα πιά στην αγκαλιά μου. Είχες φύγει με τα
σύννεφα του ονείρου, και η καλοσύνη σου είχε γί-
νει στάχτη.
1.2.1938
© ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987.
ΚΑΠΟΙΑ ΠΑΛΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ, Σελ. 263
Κάποια παλιά γυναίκα σε αδράχνει
‘Οταν εσύ κοιμάσαι με τη σκιά
Των πεθαμένων
Κάτω από τα δένδρα της καρδιάς
Και του αισθήματος
Κάποια παλιά γυναίκα
Με φωνή βραχνή
Αλλά με όψη ήμερη
4.2.1938
© ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987.
Κι η μεταποίησή τους απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη, 16/06/2015:
Αυτοί που κολυμπούν
μες τη χίμαιρα της αγάπης
κανείς δεν τους καρτεράει
γεμάτη περηφάνεια
η ψυχή ενός αλόγου
καλπάζει
πίσω πρόθυμη η ουρά του
ακολουθεί
κάποιος μου χάρισε
μια καινούργια ζωή
αποχαιρετιστήκαμε
με τη φοβισμένη ελπίδα
ότι ίσως να μην
ξανασυναντηθούμε ποτέ
χαμένη η αυγή
στο άσπρο σου σκοτάδι νύχτα
βρώμικο το φως της
σαν γλυκιά ομίχλη
φύτρωσε η ζωή μου για καλά
μες το θαρραλέο χώμα
της τρέλλας
ο ήλιος μας γνωρίζει
απ’ τα παλιά, τα περασμένα
ήταν η εποχή εκείνη
που το σύμπαν
αγέννητο ακόμη
ασπαζόταν συνειδήσεις
κι οι ταπεινοί άνδρες
βρίσκονταν παντού
ΑΣΒΕΣΤΟΧΩΡΙ, ΙΟΥΛΙΟΣ 1944
σκίρτημα μουσικής χαρούμενης
ακούγοται οι ασημένιες φωνές
ορέγομαι τις αγάπες αχόρταγα
και σε νοθρή απόσταση
ο ουρανός
έρχονταν παγωμένοι άνεμοι
να μας υποδουλώσουν
κάμπος τόσων περιστεριών
γεμάτος βραχιόλια
και παιδιά
που κάποτε θα γίνουν γυναίκες
με φεγγερές αναμνήσεις
κι ηλικιωμένες καρδιές
τώρα πια αμβλύνονται
οι πεδιάδες
ρωμαλέοι αετοί
ο τρελλός σας ίλιγγος
ρούφηξε όλες τις κατάρες
χορτάστε ψυχές τραγούδια
αιώνια θα πάλλεται η γη
φεγγάρι χωρίς ντροπή
κι η τύχη σου θάλασσα
ταξιδεύει
κι ας είναι ο καιρός
κακόβουλος
και το κύμα θρασύ
κι εμείς δειλιάζουμε
στη λάμψη του έρωτα
με μεθυσμένα κουπιά
ακινητούμε
όπως οι χορδές των φύλλων
ω βλέφαρα κύκνου
ξυπνήστε τις γυναίκες
ήρθε η ώρα
να γλυκάνουμε τον θάνατο
με πλάση και ζεστή ευτυχία
σφαγμένες σταγόνες βροχής
κελαηδηστά
θα σας πλύνουμε
ήσυχες μέλισσες
φέρτε μας τη
δολοφονημένη κόρη
κι ευτυχισμένοι ας εκδικηθούμε
τα στόματα των χαμένων ψυχών
βραχνό τραγούδι
ήρεμη στάχτη
όψη ονείρου
αγκαλιασμένη σύννεφα
σε ρημαγμένους τόπους
ξένοιαστοι διαβαίνουμε
τον ατίθασο χρόνο
χορτασμένοι από μια
ιερή αποστολή
σκεπάζουμε τους ύμνους
με φιλιά λεία
σαν ένα πρόσωπο πραγματικό
η αυγή σου ζωή
παλιό το ξύπνημά της
σκιά κοιμισμένης ανάσας
αφού είμαστε όλοι
αγκαλιασμένοι πουλιά
κι η καλοσύνη των πεθαμένων
σ’ αδράχνει
άνθρωποι νικημένοι
δεν ξέρουν γιατί ζουν
ανεβαίνει πάνω τους
η γη και κοιμάται
1938
καρτεράμε να φύγει
το αύριο
πλαδαρής ψυχής
καημένο κόκκαλο
νωπό, πλαδαρό
γέλιο με τρομερή φωνή
κάλιο να μας φτύσει
η σελήνη
ακούσια τέρατα
τραγουδάμε, καταριόμαστε
δίχως φύλλα
χορτασμένος θάλασσα
πνιγήκανε οι τύψεις σου
στη παγωμένη της μνήμης
λίμνη
φύγαν οι σκιές
μ’ ακούμπησαν
φυτά του έρωτα
βρέχει στο φεγγάρι
κάποιο αίσθημα ξύπνησε
η καρδιά των ονείρων
λυγερή απλωνόταν
φεύγοντας οι παρθένες
πεθαίνουν κελαηδηστά
τα σώματά μας
μια φλόγα, πολλή σιωπή
και βουνοκορφές κυμάτων
που χαμογελούν
κρήνη αγιότητας
αδάμαστες
οι κραυγές σου
στέκεις εκεί
θα σε ξεπλύνει
η ακροθαλασσιά
© Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry, 2015
“A Million Miles Away”, 1973
[…]
Million miles away, I’m a million miles away
I’m sailing like a driftwood on a windy bayWhy ask how I feel how does it look to you?
I feel hook, line and sinker, I lost my captain and my crew
I’m standing on the landing, there’s no one there but me
That’s where you’ll find me, looking out on the deep blue sea[…]
Rory Gallacher (Cork Ireland, 1948-1995)
ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ, Σελ. 299
“Υπέροχη μνήμη σηκώνουν τα κύματα
Πότε μας φέρνουν ήρωες
Πότε μηνύματα
Δεν τα βαραίνει ο άνεμος
Πηγαίνουν
Μ’ ένα ρυθμό πουλιού
Που ξαποσταίνει στον αγέρα
Και δεν έχει φωλιά
Μήτε σε στέγη
Μήτε σε δένδρο”
13.5.1938© ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG, 1987.
THANK YOU SARANTARI
Κι η μεταποίησή του απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη, 06/2015:
Ακούσαμε τα κύματα
να μας χτυπούν τις πόρτες
και μήτε ένα μήνυμα
ξαποσταίνω
στη φωλιά της θάλασσας
σαν άστεγο δένδρο
σε διαβαίνω γη
ο άνεμος σας μεταφέρει
μνήμες πουλιών© Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry, 2015
“House Of The Rising Sun”, 1964
There is a house in New Orleans
They call the Rising Sun
And it’s been the ruin of many a poor boy
And God, I know I’m oneMy mother was a tailor
She sewed my new blue jeans
My father was a gamblin’ man
Down in New OrleansNow the only thing a gambler needs
Is a suitcase and trunk
And the only time he’s satisfied
Is when he’s on a drunk
Oh mother, tell your children
Not to do what I have done
Spend your lives in sin and misery
In the House of the Rising SunWell, I got one foot on the platform
The other foot on the train
I’m goin’ back to New Orleans
To wear that ball and chainWell, there is a house in New Orleans
They call the Rising Sun
And it’s been the ruin of many a poor boy
And God, I know I’m oneAnimals (Newcastle upon Tyne, 1962-1966)
Eric Burdon and the Animals (1966-1968)
Eric Burdon (1941-present)
Alan Price (1942-present)
September 1964, Athens
“River of Sorrow”, 2000
There is a black river
It passes by my window
And late at night
All dolled up like Christ
I walk the water
Between the piersSinging
Oh
River of sorrow
River of time, river
River of sorrow
Don’t swallow this timeFor we all know the baby has expired
Long ago she was pulled from the mire
And no precious liar or well-wisher
Can return the love that was stolenOh
River of sorrow
River of time, river
River of sorrow
Don’t swallow this timeCan you see the light
At the end of the dark passageway
Take me wit you towads this light
Into the darkness passing over the faces in the river
Hear me!
I’m whispering in your ear!Oh
River of sorrow
Oh, river of time
River of sorrow
Don’t swallow this timeOh
River of sorrow
Oh, river of time
River of sorrow
Don’t swallow this timeAntony & the Johnsons (New York, 1998)
Anthony Hegarty (1971-present)
“ΑΠ’ ΤΑ ΣΚΟΤΗ ΣΤΟ ΦΩΣ”, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΑΜΜΕΛΗΣ, ΑΘΗΝΑ 1924
Όταν εκδόθηκε η ποιητική αυτή συλλογή (που περιλαμβάνει και το ποίημα «ΒΑΠΤΙΣΗ»), στην Αθήνα το 1924, ο Γεώργιος Καρανάσος μόλις που είχε γεννηθεί. Ο Απόστολος Μαμμέλης πέθανε το 1935, την ίδια δηλαδή χρονιά που γεννήθηκε η “Μανταλένα”.
ΒΑΦΤΙΣΗ
Στην κολυμπήθρα από ψηλά ματιάζει
κάποια γυναίκα αόρατη, ανθοφόρα,
που μονάχα η ψυχή μου, η μαυροφόρα
τη θωρεί και βαρειά πικροστενάζει.
Τι θέλεις Μοίρα; Τι κυττάς, της κράζει,
Τα χέρια του ιερέα τα μυροφόρα;
Τα μύρα απ’ τους ανθούς μην φέρνεις δώρα
στο αγγελούδι, ως το μύρο που ευωδιάζει;
Γεώργιος Καρανάσος 1923
Ράντιστο, ω Μοίρα, τ’ ουρανού τα μύρα,
η θλιβερή μου σε ικετεύει λύρα!
Και μούγνεψε, πως κάτι θα του γράψει.
Κι’ ως έσκυψα δειλά στο πεπρωμένο,
συλλάβισα με δάκρυα το γραμμένο:
-Στο δρόμο της ζωής, ποτέ, ας μην κλάψει!
Το ποίημα αυτό είναι απ’ την ποιητική συλλογή «ΑΠ’ ΤΑ ΣΚΟΤΗ ΣΤΟ ΦΩΣ» του Απόστολου ΜΑΜΜΕΛΗ ενός τυφλού ποιητή, γιατρού στο επάγγελμα. Μες στο σκότος της τυφλότητας του ο άνθρωπος αυτός θα πρέπει να φωτίστηκε, ίσως για έναν λόγο απροσδιόριστο σε μας, απ’ ένα εξαιρετικά βαθύ και λαμπερό φως.
Όταν εκδόθηκε η ποιητική αυτή συλλογή (που περιλαμβάνει και το ποίημα «ΒΑΠΤΙΣΗ»), στην Αθήνα το 1924, ο Γεώργιος Καρανάσος μόλις που είχε γεννηθεί, ήταν λιγότερο από ενός χρόνου. Θα είχε, δεν θά είχε βαφτιστεί.
Απ’ τον πρόλογο της ποιητικής συλλογής, «ΑΠ’ ΤΑ ΣΚΟΤΗ ΣΤΟ ΦΩΣ»:
Αληθινά βασανισμένη ψυχή, δεν έχω καμμιά αξίωση για τίποτε.
Ότι έγραψα, τώγραψα πειθαρχώντας σε μια βαθειά, πολύ βαθειά κρούση, πώχει την αρχή της στον φωτερό, μα επιστημονικώς άγνωστο και ανεξερεύνητο ψυχόκοσμο του συκροτήματος μας, που λέγεται «άνθρωπος».
Ότι έγραψα, τώγραψα για τους εμπνευσμένους ιεροφάντες και λατρευτές της Ιδέας, δημιουργούς και μη, ως και για κείνους, που αληθινά πόνεσαν και πονούν στη ζωή, για τους ΩΡΑΙΟΥΣ.
Απ’ τα ποιήματα μου, μερικά είναι παρμένα απ’ τα μεγάλα νυχτικά πετάγματα της ψυχής μου, προς τ΄απαραβίαστα κι’ έκπαγλα άδυτα των υπερούσιων.
Τίποτε ξεζητημένο! Τίποτε ψεύτικο, αψυχολόγητο, νοητικώς άδειο κι΄αισθητικώς αποκρουστικό! Τίποτε νόθο. ¨Όλα Ελληνική σκέψη, ελληνική διανόηση και ελληνική φαντασία. Κι’ όλα απλά, λευκά, πονεμένα και λατρεμένα, γιατί το καθένα, αν δεν κλει της καρδιάς ένα παλμό, ή της ψυχής ένα δάκρυ, κλει κάποιο μακρινό φέγγος κι απ’ τ’ Άπειρο κάτι κλεμένο στις βαρειές ώρες της αγιάτρευτης δημιουργικής αγρύπνιας.
Θεωρώ τον δημιουργικό χαμό ως τη μοναδική εκδήλωση στη ζωή της συνειδητής επαφής της ψυχής του ανθρώπου προς τους εκτός αυτού μυστικούς κόσμους και το άπειρο και που είναι, για μένα, ο μόνος γνήσιος πατέρας του αληθινά ωραίου και του σχετικώς τέλειου.
Σ΄αυτόν τον δημιουργικό χαμό, που δυναμώνει τα φτερά της η ψυχή, βρήκα την υπέρτατη ηθική ικανοποίηση και γαλήνη, ως και την ευτυχία εκείνη, που με κρατά καρφωμένο στην Ιδέα και δε μ’ επιτρέπει να ματαιοδοξήσω ζητώντας χειροκροτήματα κι’ επαίνους.
Κ’ οι πεθαμένοι για τον κόσμο, στον κόσμο, από τον κόσμο τίποτε δε ζητούν, ούτε θέλουν.
Εύχουμαι μόνο σ’ όλες τις βαρειά τυραννισμένες καρδιές, στο δρόμο της αναζήτησης του ιδανικού των, να γιγαντώσει μέσα τους η ιδέα της εγκαρτέρησης στην πάλη της ζωής για την εξυπηρέτηση του αιώνια Ωραίου, που τόσο μακρυά απ’ τα γήινα ριζοβολά.
ΗΤΑΝ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΝΑΣΟΣ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΩΡΑΙΟΣ, ΚΙ ΑΝΑΦΕΡΩ ΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΛΕΞΗ ΟΠΩΣ ΙΣΩΣ ΤΗΝ ΕΝΝΟΗΣΕ Ο ΣΟΦΟΣ ΑΥΤΟΣ ΤΥΦΛΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ.
Η ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ ΕΝΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
ΑΠ’ ΤΟΝ ΜΕΝΕΛΑΟ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΣΤΟ Σύδνεϊ
Ποιός αναποδογύρισε στα δάση τη πόλη μου;
σφίγγοντας θάλασσες φεύγει
νικώντας σ’ ένστιχτο ως το ναδίρ
του αναντικατάστατου ψαριού
γιατί ρίγησαν οι λέξεις από δέος όταν τις απήγγειλε;
μοναξιά τάφου κι ένα ευτυχισμένο νεκροταφείο
πολυτάραχε θεέ ‘δεν έκανες τίποτα άλλο’
απ’ το ν’ αλλάζεις συνέχεια τη μοίρα σου
επί εικοσιτετραώρου λειτουργούσε η μέρα
σας μιμήθηκα αηδόνια δημιουργώντας αστραπές
δυσεύρετα όστρακα συντρόφευαν τ’ αμεταχείριστα
χείλια μας
με κόπο λαξεμένος ο νους σου πάνω στον τάφο
ο ήλιος δακρυσμένος ξεφεύγει απ’ την θλίψη
μονάχα έτσι γίνεται σκοτάδι
πληρώνεσαι με μοίρα έμβρυο που κατάφερες
να γεννηθείς
οι ώρες της αθανασίας αν και λιγοστές
φέγγουν τον χρόνο οιωνός σε κάποιο μέλλον
στη λάμψη των ποταμιών απλοποιήθηκε ο προορισμός σου
όπως ένα χελιδόνι αφήνει πίσω
τους βράχους που το γέννησαν
τυλίγεις με μοναξιά τη μορφή από λόγια
που κάλλιστα θα μπορούσε να ήτανε θυμαρίσια
δίπλα σου πονεί η γεύση απ’ τις θύμησες εκείνες
κι ο ήχος μιας φλόγας παγωμένης
με κόπο η μέρα αφήνει χνάρια πάνω στο φως
ρυάκια ανεμίζουνε οι ξανθιές ανάσες τους
αγάπησες ένα αθώο βότσαλο έχοντας διαύγεια άθικτης ψυχής
οι ίσκιοι των βυθών κρυστάλλινοι
πριν γίνεις ξανά θάνατος
αποθήκευσε το χνούδι της νιότης κάπου…
ΣΤΑΛΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟ «ΓΙΩΡΓΑΚΗ» ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ 2014
THANK YOU GIORGAKI AND ODYSSEA
“Aegean Sea”, Aphrodite’s child, 1972
I saw the souls
I saw the martyrs
I heared them crying
I heard them shouting
They were dressed in white
they’ve been told to waitThe sun was black
the moon was red
the stars were falling
the earth has trembling
And then a crowd impossible to number
Dressed in white
carrying palms shouted amid
the hotless sun
the lightless moon
the windless earth
the colourless sky …They’ll no more suffer from hunger
they’ll no more suffer from thirstThey’ll no more suffer from hunger
they’ll no more suffer from thirstThey’ll no more suffer from hunger
they’ll no more suffer from thirstAPHRODITE’ S CHILD (1967-1972)
Demis Roussos (Alexandria Egypt, 1949-2015)
Vangelis Papathanasiou (Volos, Greece, 1943-present)
Μεταποίηση, Μενέλαος Καραγκιόζης:
Με νυστέρι έπλασα βαθιά
προσευχές μακρόσκοπες
φευγάτος καθώς ήμουν
και μου ξομολογήθηκε
βουβό το άπειρο
εγώ ο πιο τρανός
κι όμως ανήκουστος στους κόσμους
διχοτομώντας κορμιά ερωτευμένα
και τόσα εντάφια γήινα που είδα
εγίνηκα αναλυτής ψυχής ωκεάνειος
νυχτερινός απαρνητής
ο λυρισμός από άστρα αμόλυντα
αρμονισμένα μυστικός
νοσταλγικά ορίζει
την απέραντη ανάπαλσή μας
γιγάντιο είδωλο γονατισμένο
σάλπισμα του εγώ
επιθανάτιο όνειρο
ξεπορτώ στο κρύο
ντύμα νου και πλάση θεού
όντας αφρός
και μύρο θαλασσινό συνάμα
χαμένος αιώνας
υπερκόσμιο ποίημα άγραφο
τ’ ακούν μονάχα
οι αναβάτες της δημιουργίας
ΑΣΒΕΣΤΟΧΩΡΙ, ΙΟΥΛΙΟΣ 1944
κάτι σαν άυλο φτερούγισμα
άκουσα
και τότε τώδα
το χαμένο φως
τέλεια μαύρο
βόσκοντας στης αθείας
τα λειβάδια
άφαντα χορτάρια αυτοΐφαντα
κράμα από αγέννητες σάρκες σταχτιές
πάλλεσαι ζεστός
ληθαργοζείς
υπαρκτός
οργωμένος
κυλάνε άγνωρες οι ιδέες σου
πατώντας σε η συνείδηση
ρημάδι πόθου
κι ονείρατα χαμού
γοργοΰφαντρο λείψανο φιδιού
στα βύθη κρύωσες κοπάδια συνείδησης
αϋλοπεθαμένος, στοιχειό
κορμί ιδέας
κι ο επίγειος πόνος αργός
ψέμα σαν κάθε τι πού ‘χει ύλη
ξεφυλλίζω ρόγχους
υπέρπλασμα
ξεπλάθεις τη ζωή
βοσκώντας
στους τάφους ανύπαρχτης σάρκας
σμίγουν οι ψυχές εκεί
σαν άυλο πλάσμα
που ΄χει φυτρώσει
στη μήτρα της μάνας
σε κάποιο εγώ υψώθηκα
ένας παλαιμός
κι ο εγκέφαλος του κόσμου
ανέγγιχτος.
© Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry, 2015
“Ζωής μετάδοση”, Σελ. 29
Σε ψυχοράγημα βουβό στου πόνου το κρεβάτι,
λευκή ψυχή παράδερνε μ’ ολόσβυστο σφιγμό·
Σιμώνω, την πονομετρώ με της ψυχής το μάτι
κι’ ακούω κρύφιο απ’ του κορμιού τα βάθεια στεναγμό.
Λαχτάρισα! Κι’ απ’ τις στεγνές πηγές της δυστυχιάς μου,
στερνή του πόνου απόσταξε ρανίδα πορφυρή·
Τη σμίγω με αργοσπάραγα συντρίμμια της καρδιάς μου
και την προσφέρω ζωντανιάς μετάδοση ιερή.
Κι’ ανάζησε! Μα βλέποντας τ’ άδειο κιβούρι κλαίει,
αγάπης ύμνο στη ζωή τονίζοντας αργό.
Κι΄ως με φιλούσε, αγαλιανά τ’ αχείλι μου της λέει:
-Ο χάρος μούπε, αν γιατρευτείς, να μπω για σένα εγώ!
© Απόστολος Μαμμέλης, “ΑΠ’ ΤΑ ΣΚΟΤΗ ΣΤΟ ΦΩΣ”, 1924.
Κι η μεταποίησή του απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη:
Συντρίμμια ιερά σας λαχτάρησα
μάρμαρα της καρδιάς μου
και τούτο το ψυχοράγημα από φως βαθύς ματιού στεναγμός
σιμώνω βουβός τη δυστυχία και πονομετρώ τόσα πολλά κορμιά
ολόσβυστος σμίγω με πηγές άδειες
εγώ που δεν έχω τι να προσφέρω απόσταξα για σένα λίγη ζωντάνια
κι ο χάρος έχοντας στεγνό αχείλι
μου ‘πε πως κλαίει η αγάπη κι ύμνησε τους τάφους
αργό σπάραγμα σφιγμός κρυφού πόνου
κι έτσι γιατρεύτηκες
ανάζησες και μετέδωσες φιλιά ας μπω μέσα σου
βλέπω για στερνή φορά τη πορφυρή ψυχή και της λέω:
αγαλιανή ζωή παράδερνε σε λευκό κρεβάτι
© Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry, 2015
“Plainsong”, 1989
“i think it’s dark and it looks like rain” you said
“and the wind is blowing like it’s the end of the
world” you said “and it’s so cold it’s like the
cold if you were dead” and then you smiled for
a second.“i think i’m old and i’m in pain” you said
“and it’s all running out like it’s the end of the
world” you said “and it’s so cold it’s like the
cold if you were dead” and then you smiled for
a secondsometimes you make me feel like i’m living at
the edge of the world like i’m living at the edge
of the world “it’s just the way i smile” you saidCURE (West Sussex, UK, 1976)
ROBERT SMITH (1959-present)
“ΑΚΟΜΑ ΖΩ”
Μες στης ψυχής μου το ναό,
πώχει βωμό τον πόνο,
το στεναγμό για λειτουργό
κι’ αγίασμα το δάκρυ,
τη δέηση θυμίαμα,
τη συμφορά για θρόνο
και την ανάμνηση για φως,
που καίει σε μιαν άκρη·
ψάλτης ο χάρος πρόβαλε
γυρεύοντας το θύμα
κι΄αργό νεκρώσιμο αρχινά
ξεχωριστό για μένα.
Μα βλέποντας τον ίσκιο μου
σκυφτό μπρος στ’ άγιο βήμα
και τα δειλά μου ιδανικά
να κλαίνε ματωμένα,
σπλαχνίστηκε· και τ’ άγραφα
πατώντας πεπρωμένα,
το λείψανο μου αργοπορά
κι’ ακόμα ζω…Ωιμένα!
© Απόστολος Μαμμέλης, “ΑΠ’ ΤΑ ΣΚΟΤΗ ΣΤΟ ΦΩΣ”, 1924.
“It ain’t easy”, 1972
[…]
“It ain’t easy, it ain’t easy
It ain’t easy to get to heaven when you’re going downWell all the people have got their problems
That ain’t nothing new
With the help of the good Lord
We can all pull on through
We can all pull on through
Get there in the end
Sometimes it’ll take you right up and sometimes down again”,David Bowie (Brixton, London, 1947-present)
Κι η μεταποίησή του απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη, 02/06/15, Athens to London:
Πόσο ξεχωριστές αναμνήσεις
που ‘ναι
οι ίσκιοι της συμφοράς
δέηση από δάκρυ
και το πεπρωμένο
ματωμένο
να κλαίνε αργά για μένα
οι νεκρώσιμοι ψάλτες
γυρεύοντας ωιμέ
λείψανα
σε μια άκρη αγιασμένη
κι ακόμα ζεις αργοπορημένος
θυμίαμα πόνου
γυρεύεις στάχτες
κι αναστεναγμούς
αρχίνα λοιπόν
να γκρεμίζεις
τους ναούς
ο χάρος λειτουργός
και θύμα συνάμα
γύρω σου το θαύμα
σπλαχνίστηκες τόσα ιδανικά
πατώντας πάνω στους θρόνους:
σκυφτός, δειλός μη βλέποντας
βωμός για φως
κι εσύ απ’ εκεί ξεπρόβαλλες
© Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry, 2015
“ΑΙΩΝΙΑ ΓΑΛΗΝΗ”, Σελ. 34
Στους τάφους γύρω ξαγρυπνά ψυχή θλιμμένη
την ώρα του μεσονυχτιού. Το άνθι της λήθης,
η σιωπή, τους που σβύσαν σκεπά κι’ ως ιδέα
αόρατος κι’ αλάλητος κάποιος προβαίνει.
Ρίχτει στον όποιο νηστικό η ψυχή το βλέμμα,
αγνισμένο απ’ το δάκρυ μιας παλιάς οδύνης·
κ’ ιδεοπλάνητη σκιρτά στ’ όραμα τ΄ώριο,
που της ζωης της το είδωλο κλει σ’ ένα ψέμμα!…
Γλύφει τη νύχτα η χαραυγή. Φθίνουν τ’ αστέρια.
Φυσούν τα φώσφορα οι ψυχές κι’ άφαντες πάνε.
Στην ερημιά τη φρίκη υμνούν άδηλοι θρόοι
κ΄οι νύχτιοι αχοί κλαιν κι’ απηχούν βαθειά στα αιθέρια!
Γλυκοφέγγει. Αυγινή θεόθε αχτίδα σταλμένη,
προβοδά μια ψυχή στην αιώνια γαλήνη.
Τα χορτάρια κ’ η γης των νεκρών ευωδιάζουν!
Ω, εκεί κάπου, ορθρινά, βρίσκουν μια πεθαμένη!
© Απόστολος Μαμμέλης, “ΑΠ’ ΤΑ ΣΚΟΤΗ ΣΤΟ ΦΩΣ”, 1924.
Κι η μεταποίησή του απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη, 02/06/15, Athens to London:
Τάφοι σκεπασμένοι λήθη
αλάλητο άνθος
κι η ψυχή σου αόρατη
θλιμμένης σιωπής ιδέα
τις ώρες που ξαγρυπνούν
τα δάκρυα
σαν όραμα οδύνης
ιδεοπλάνητα ζωντανός
προβαίνεις αιώνια
νηστικός από ψέματα
ω αιθέριο βλέμμα
ζωής αγνισμένης
σβήσε μεσονύχτια
κάποιος γλείφει τις ώρες
βαθειά θνητός
αιώνια νεκρός θροώ
ανάμεσα απ’ τα χορτάρια
φωσφορίζουνε οι πεθαμένοι
πάνε κι έρχονται τ’ αστέρια
γλυκοφέγγει σκοτάδι
θεόθε
φυσάει η γαλήνη κι ευωδιάζει
ριχτήτε ψυχές αιθέριες
στην ερημιά
υμνείστε όσους κλαιν
νυχτερινά είδωλα
σας προβοδίζει
η χαραυγή
βρίσκομαι ανάμεσα
σ’ αιθέριες ψυχές
άδηλα απηχώ και φθίνω
(άφαντες οι αχτίδες της γης)
© Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry, 2015
SILVER SWAN, 2006
The silver swan, who living had no note,
When death approached, unlocked her silent throat;
Leaning her breast against the ready shore,
Thus sung her first and last and sung no more:
Farewell, all joys; O death, come close mine eyes;
More geese than swans now live, more fools than wise.QNTAL (Germany, 1991-present)
Ernst Horn (Munich, germany, 1949-present)
“ΕΡΗΜΑ ΛΕΙΨΑΝΑ”, Σελ. 47
Ένα λείψανο βγαίνει,
από σπίτι παλιό, ερημικό·
δίχως κλάμματα κι΄άνθια το πάνε.
Μια γυναίκα σβυσμένη,
φίλτρου πνίγει λυγμό μυστικό,
κάπου εκεί, που όλα γύρω σιωπάνε!
Τώρα, αλάλητη η μάνα,
λες, καρφώνει δυο μάτια θολά
στα ψηλά, σε μια υπέρτατη οδύνη!
Κι’ απαλά μια καμπάνα,
τον διπλό της καυμό ξαπολά,
σαν κλαμμό στης ερμιάς τη γαλήνη!
© Απόστολος Μαμμέλης, “ΑΠ’ ΤΑ ΣΚΟΤΗ ΣΤΟ ΦΩΣ”, 1924.
Κι η μεταποίηση του απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη, 02/06/15, Athens to London:
Σε πάνε προς εκείνο
το παλιό σπίτι
οι μνήμες
με σβησμένο νου ερημικό
γυναικεία λείψανα
δίχως κλάματα
σιωπάνε
όλα γύρω σου μυστικά
βγαίνουν τώρα απ’ τη μήτρα
της θολής οδύνης
αλάλητα
λες κι οι καμπάνες γαληνεύουν
κάπου εκεί στα ψηλά
έρμιος καημός υπέρτατης μάνας
κι απ’ δυο απαλά μάτια
βγαίνει διπλό το κλάμα
φιλτραρισμένος ο λυγμός
καρφώνεται στ’ άνθια
της ψυχής
© Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry, 2015
AUTUMN GREY VIEWS, 1996
Lifeless they fall apart
Golden as our precious art
My love sinks into a thick grey veil of mist
Trees, leafless trees, the epitaph of the sun
What once was green presents now grey and trist
A gloomy grave, a foreseen death, a symbol for our pain
Drowned in a flood of autumn rain
Silhouettes of light astray somewhere in the clouds
Ravens traverse, involving withering shroudsEMPYRIUM (Hendungen, Bavaria, 1994-2006, 2010-present)
Markus Stock
Andreas Bach
“Τ’ ΑΠΟΦΩΝΑ”, Σελ. 49-50
Μεσονυχτίς ξεπόρτισα στους τάφους!
Μια μυστικιά, γλυκειά λαλιά στη βουβασιά με ωδήγα.
Σα στοιχειωμένος, τρόμο εσκόρπαα στα νυχτόβια,
κι’ ο νους μου, πέρ’ απ’ τα νοητά, τον κύρη της λαλιάς κυνήγα.
Στο κοιμητήρι ως μπήκα, βαθειανάσανα.
Τους ξεχασμένους τάφους κ’ ίσιους με το χώμα
περνώντας απ’ των νιόθαφτων, θαρρείς, τα στέφανα,
λίγα λουλούδια ευώδιαζαν ακόμα.
Πατώ χορτάρια κι’ άμοσχα αγριολούλουδα,
ταφόπετρες με πόνο δρασκελίζω·
λίγους παλιούς σταυρούς ξυλένιους στράβωσ’ άθελα στο διάβα μου
και σε μια απόμερη ραχούλα γονατίζω.
Κείθ’ έβγαινε η λαλιά! Τ’ αυτί μου ακόλλησα
πα στη βρεμμένη γης απ’ τη νυχτοδροσιά και φτάνω,
με της ψυχής τα ασύρματα πέρα απ’ τα γήϊνα,
μα το κορμί μου όντας μακρυά, μεσ’ στα χορτάρια χάνω.
Κι’ ως τώβρηκα, πιο πέρα κάποιος μ’ έσυρεν αόρατος,
σε μια γερμένης μαρμαρόπετρας το πλάϊ
κι’ είπα, χωρίς ν’ ακούσω τα πικρόλογα:
-Ποιός ξέρει, ποιανού κόκκαλα φυλάει!-
Τώρα, θαρρείς, κει μέσα εψυχομάχαε το απόφωνο
της μυστικιάς λαλιάς, πούχε σωπάσει.
Ποιάν ωμορφιά του κόσμου να ετραγούδαε,
που δε βολεί η ψυχή να την ξεχάσει;
© Απόστολος Μαμμέλης, “ΑΠ’ ΤΑ ΣΚΟΤΗ ΣΤΟ ΦΩΣ”, 1924.
Κι η μεταποίησή του απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη, 02/06/15, Athens to London:
Νιόθαφτος στο χώμα
ξεπόρτισα
θαρρείς νυχτόβιο στεφάνι
άθελα του ευωδιασμένο
λίγα λουλούδια ξεχασμένα
με κυνηγούσανε μεσονυχτίς
βουβασιά κι ο νους μου
στοιχειωμένος
βαθιά ανασαίνει τρόμο
γλυκιές ταφόπετρες
άθελα μου
στο διάβα σας
γονατίζω απόμερα
προσκυνώντας
άγρια χορτάρια
κι οι παλιοί σταυροί
τα μυστικά τους
στο κοιμητήρι
αναπαύονται
και περνώντας
σαν ξύλινος πόνος
ίσιος μπήκα
ως κάποιον τάφο
καθώς ήμουν μέσα του
κι έβγαινα
κορμί που ΄χες ακόλλητα
τα κόκκαλά σου
πέρα εκεί σε χάνω
νοητά στο αυτί μου
καρφωμένο
άμοσχα κείθε
όντας μακρυά ακόμη
δρασκελίζω
και φτάνω ως τις γήινες ψυχές
απ’ τη νυχτοδροσιά
βρεγμένος
με οδήγαγες σ’ εκείνα τα χορτάρια
κόκκαλα καλά φυλαγμένα
σαν πικρόλογα σιωπής
σ’ ακούω τώρα
γερμένος καθώς είσαι
στο πλάι των ανέμων
εψυχομαχούσες
πιο πέρα μαρμαρόπετρες
ποιός ξέρει
τίνος αόρατων νεκρών
η περιουσία;
κάποιος θαρρείς ετραγουδούσε
κι εσύ είχες σωπάσει
από καιρό ξεχασμένη η ομορφιά
του κόσμου
ποιανού λοιπόν απόφωνο υπήρξες;
μυστικιάς ψυχής λαλιάς
© Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry, 2015
ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΛΙΓΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙ
ΟΤΑΝ ΤΟΝ ΡΩΤΗΣΑΝ: ΕΧΕΤΕ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΜΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΗΛΩΣΗ;
©MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2017
AYTO BEBAIA ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΑΡΑ ΜΟΝΑΧΑ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ. ΟΙ ΠΟΙΗΤΗΣ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΔΗΛΩΣΕΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΛΛΑ, ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ, ΑΛΛΑ ΤΙ ΝΑ ΠΡΩΤΟΠΡΟΛΑΒΕΙ Ο ΚΑΗΜΕΝΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΛΙΓΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΠΡΙΝ ΞΕΨΥΧΗΣΕΙ.
ΝΑ ΛΟΙΠΟΝ ΚΙ ΕΝΑ GIF ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΑΚΡΙΒΩΣ ΜΟΛΙΣ ΜΕΤΑ ΑΦΟΥ ΠΕΘΑΝΕ
UPON THE MY O MY OLD GREY WISTLE TEST, 1974
The decks were stacked
The wind blew low
The wind blew high
The stakes were low
The stakes were highUpon the My-O-My
Hands low, hands high
Ho-ho-ho, hi-hi-hi
Hands low, hands high
Upon the My-O-My[…]
Across the light, across the night
You can hear the Captain’s cry[…]
Now tell me, good Captain
How does it feel
To be driven away from your own steering wheel?
Upon the My-O-My[…]
Now tell me, good Captain
How does it feel
To be driven away from your own steering wheel?
Upon the My-O-My[..]
Now tell me, good Captain
How does it feel
To be driven away from your own steering wheel?
Upon the My-O-MyCaptain Beefheart/Van Vliet (Glendale, California, 1941-2010)
¨ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟ ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, Σελ. 61
Γέρνουν οι κρίνοι ασπρόχλωμοι,
στ’ άδροσα φούλια όπου θρηνούνε
τις πασχαλιές που ξεψυχούν
με τους λεμονανθούς και τις μιμόζες
πα στα κλαμμένα γιασεμιά
και στα μοσχοτριαντάφυλλα όπου χύνουν
την άτονη τους ευωδιά
στις μαργαρίτες που πεθαίνουν
φιλώντας με το αγιόκλημα γλυκά
τους ξέπνοους μενεξέδες!…
Να, πως φυλλοροεί η ζωή!
Να, πως πεθαίνουν τ’ άνθια,
στο κάμα της λησμονισιάς
και στο ασυγκράτητο του χρόνου διάβα,
που μόνο αφυλλορρόητος
φωλιάζει ο μαρασμός, ο αιώνιος!
© Απόστολος Μαμμέλης, “ΑΠ’ ΤΑ ΣΚΟΤΗ ΣΤΟ ΦΩΣ”, 1924.
Κι η μεταποίησή του απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη, 02/06/15, Athens to London:
Θρηνούσαμε ασπρόχλωμα
λησμονημένοι
κοίταζε πως πεθαίνουνε
τα γιασεμιά
φιλώντας την
ευωδιασμένη τους θλίψη
ξέπνοος
γλυκά ξεψυχισμένος
σε κλαίνε οι πασχαλιές
κι ένα αγιόκλημα από κρίνα.
Γέρνεις άτονα αιώνιος
κι η μενεξεδένια σου ζωή
μοσχοτριαντάφυλλο οπτασίας
αν κι άδροσος
φυλλορροείς λεμονανθούς
κι ο μαρασμός του χρόνου
μια λησμονιά είναι
που ασυγκράτητα πεθαίνει
στο κάμα μιας μαργαρίτας
φώλιασες
αφυλλορρόητο διάβα
κι άνθια
όπου μέσα τους
χύνονται μπουκέτο οι λύπες
© Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry, 2015
SPEAK TO ME BREATH, 1973
Breathe, breathe in the air.
Don’t be afraid to care.
Leave, don’t leave me.
Walk around and choose your own ground.Long you live and high you fly,
smiles you’ll give and tears you’ll cry,
all you touch and all you see,
Is all your life will ever be.Run, rabbit, run.
Dig that hole, forget the sun,
And when at last the work is done,
Don’t sit down it’s time to dig another one.For long you’ll live, and high you’ll fly,
But only if you ride the tide,
And balanced on the biggest wave,
You race towards an early grave.
PINK FLOYD (London, 1965-1994, 20013-2014)
Syd Barrett (1946-2006)
Richard Wright (1943-2008)
Roger Waters (1943-present)
David Gilmour (1946-present)
Nick Mason (1944-present)
“ΤΡΕΛΛΗ”, Σελ. 64
Στο εικόνισμα παλιάς Μονής,
πούχε ξεχάσει ο χρόνος,
σταυρό με διπλοκάντηλο,
ψυχή αγιασμένη φέρνει
αδάκρυτη, το δάκρυ της
τώχε στεγνώσει ο πόνος,
θρηνώντας κάποιον, που άθωρος
την ύπαρξη της δέρνει.
Το διπλοκάντηλο άφτοντας
διπλοσταυροκοπιέται
και ξεφυλλίζοντας μιας ζωής
τριανταφυλλένια χρόνια
μοιρολογά· κι’ απ’ το βουβό
καρδιοσωμό πλανίεται,
σ΄αιώνιο παραμίλημα
γι’ αυτόν που λείπει αιώνια!
© Απόστολος Μαμμέλης, “ΑΠ’ ΤΑ ΣΚΟΤΗ ΣΤΟ ΦΩΣ”, 1924.
Κι η μεταποίησή του απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη, 02/06/15, Athens to London:
Διπλοσταυροκοπιέσαι
άθωρος θρήνος ύπαρξης
κι αδάκρυτη μα αγιασμένη
φέρνεις στο παλιό εικόνισμα
όρκο βουβό
μοιρολογήτρα εσύ
του χρόνου
βουλιαγμένοι οι πόνοι σου
τους έχεις πια ξεχάσει
εσύ που ΄χεις
διπλοκάντηλη καρδιά
και κορμί τριανταφυλλένιο
με στεγνωμένο κόκκαλο
πλανιέσαι λοιπόν
τώρα σχεδόν τρελλή
αιώνιο ξεφύλλισμα
και παραμιλητό
από στίχους
κι ακούγεται απ’ τη Μονή
ο σπαραγμός
κάποιου σταυρού αγκάθινου
σε δέρνουνε γονατισμένη
τόσοι θεοί
© Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry, 2015
“2000 miles”, 1984
He’s gone
2000 miles
Is very far
The snows falling down
It’s colder day by day
I miss youThe children were singing
He’ll be back at Christmas timeAnd these frozen and silent nights
Sometimes in a dream
You appear
Outside under the purple sky
Diamonds in the snow
SparkleOur hearts were singing
It felt like Christmas time2000 miles
Is very far through the snow
I’ll think of you
Wherever you goHe’s gone
2000 miles
Is very far
The snows falling down
It’s colder day by day
I miss youI can hear people singing
It must be Christmas timeI hear people singing
It must be Christmas timePretenders (1978–1987, 1990–2012, 2016–present)
Chrissie Hynde (1951-present)
Martin Dale Chambers (1951-present)
James Honeyman-Scott (Hereford, England 1956 – 1982)
Peter Granville Farndon (Hereford, England 1952 – 1983)
“ΟΙ ΜΟΙΡΕΣ”, Σελ. 51
Μεθυσμένες οι Μοίρες, πριν πενθήσει η ψυχή μου,
στον ανθόσπαρτο κάμπο της ζωής μ’ απαντήσαν·
κι’ ως με σίμωσαν όλες και με φίλησαν όλες,
τους χυμούς κάποιου ανθού με ποτίσαν.
Ανθοφόρο με πέρνουν τραγουδώντας οι Μοίρες
της ζωης το τραγούδι και δυο τρεις με οδηγάνε.
Στης ζωής το τραγούδι, κλείνουν τ’ άνθια βρεμμένα
κι’ όσοι πιούν τη δροσιά τους πονάνε.
-Που με φέρνετε, ω Μοίρες; Πως σας λέν; Και ποιές είστε;-
-Πόθων κι΄όνειρων ψάλτρες, δίχως έλεος και τύψη,
στον απόδροσο κάμπο της ζωής σε οδηγάμε
και μας λέν: Πίκρα, Ανάμνηση, Θλίψη!
© Απόστολος Μαμμέλης, “ΑΠ’ ΤΑ ΣΚΟΤΗ ΣΤΟ ΦΩΣ”, 1924.
BLUE CAFE, 1984
Style Council (Woking, UK, 1983-1989)
Paul Weller (1958-present)
Κι η μεταποίησή του απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη, 02/06/15, Athens to London:
Πονάνε οι θλίψεις
και ποιά τύψη
πόθου
πέρασε φιλώντας μας
όλες τις ψυχές;
καμμιά απάντηση
στο κάμπο
δυο-τρεις που
ήπιανε λίγη ζωή
δεν τους ονόμασαν
οι Μοίρες
κι έτσι αβάπτιστοι
τραγουδούσανε
στο απόδροσο
πενθήστε με
μοίρες ανθόσπαρτες
σίμωσε κοντά μου
ζωή ονειροψάλτρα
πως σε λένε;
Ανάμνηση;
© Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry, 2015
“Wish You Were Here”, 1975
So, so you think you can tell Heaven from Hell, blue skies from pain.
Can you tell a green field from a cold steel rail?
A smile from a veil?
Do you think you can tell?Did they get you to trade your heroes for ghosts?
Hot ashes for trees?
Hot air for a cool breeze?
Cold comfort for change?
Did you exchange a walk on part in the war for a lead role in a cage?How I wish, how I wish you were here.
We’re just two lost souls swimming in a fish bowl, year after year,
Running over the same old ground.
What have we found?
The same old fears.
Wish you were here.Pink Floyd
“ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ”
Βάγια, κεριά και κόλυβα
κρατώντας στ’ άϋλα χέρια,
μια συνοδειά, σα σύγνεφο
γαλάζιο, ζεπροβάλλει·
την προβοδούν φωτολουσιές
φευγάυες απ’ τ’ αστέρια
και μπρος στην Πόρτα του Σχοινιού
“Μαύρη είν’ η νύχτ” ψάλλει.
Ψυχές ιερές της Άλωσης
κι΄Ίσκιοι του Εικοσιένα,
ποια Δύναμη απ’ τ’ αθάνατα
τψν τάφων Σας κουφάρια,
Σας φέρνει στ’ άγια χώματα,
τα ξεμαρτυρημένα;
-Η Δόξα! Ν’ ανάψουμε κεριά
στου Σκρά τα παλληκάρια!
© Απόστολος Μαμμέλης, “ΑΠ’ ΤΑ ΣΚΟΤΗ ΣΤΟ ΦΩΣ”, 1924.
“We ‘ll meet again”, 1965
“We’ll meet again don’t know where don’t know when
But I know we’ll meet again some sunny day”,
Byrds (Los Angeles, California, 1964-1973, 1989-1991, 2000)
Roger McGuinn (Chicago, Illinois, 1942-present)
Κι η μεταποίησή του απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη, 02/06/15, Athens to London:
Ας ανάψουμε μαύρα τα κεριά
και μπρος μας
οι ιερές πόρτες
ορθάνοιχτες ψάλλουν
γαλάζια ξεπροβάλλει η δόξα
Εικοσιένα παλληκάρια αθάνατα
σαν κουφάρια ξεμαρτυρημένα
και λίγο άγιο χώμα από
φευγάτα αστέρια
Ίσκιοι ποιάς δύναμης
με ξεπροβοδίζουν;
και συνοδεία η νύχτα
κόλυβα σαν σύννεφα
σας φέρνει ο τάφος
όπως ένα αγέρι στο γυαλό
κρατώντας σχοινιά
και μνημόσυνα
στα περήφανά μου
χέρια νάμε άϋλος
κυματίζω
ψυχόταφος φωτολουσμένος
© Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry, 2015
TIME IS TIGHT, 1968
Booker T. & the M.G.’s (Memphis Tennessee, 1962-1971, 1973-1977, 1994-present)
Booker T Jones (1944-present)
ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΗΣ ΤΥΦΛΟΣΥΝΗΣ ΤΟΥ (ΤΟΤΕ ΒΕΒΑΙΑ ΟΥΤΕ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΤΕΙ) ΑΡΧΙΖΕ Η ΕΝΔΟΞΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΡΑΜΑΤΑ.
Ο ΜΑΜΜΕΛΗΣ ΤΥΦΛΟΣ ΚΑΘΩΣ ΗΤΑΝ ΚΑΤΑΦΕΡΕ ΚΑΙ ΒΟΥΤΗΞΕ, ΟΠΩΣ ΕΙΠΑΝ ΚΙ ΟΙ PRETENDERS, ΟΧΙ ΜΟΝΟ 2000 ΜΙΛΙΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ, ΣΤΟ ΑΠΥΘΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΨΥΧΗΣ.
“ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΡΑΜΑΤΑ, ΜΕΡΟΣ Α”, Σελ. 104-106
Τώρα, βαθιά, λες, απηχά,
φευγάτος απ’ τα γήϊνα
της ψυχωμένης έγερσης ο αντίλαλος·
το δάκρυ
στη θύμηση μου αργοκυλά γύρω θωρώντας κάτω
τη γήϊνη δημιουργία
κι’ όλη του νου την πλάση
με τον εγώπαθο άνθρωπο
να σβουν στης γης μιαν άκρη.
Και μπαίνοντας, ιερέας παλιός και ψάλτης, στων αιώνων
τους πιο ψηλούς βωμούς, που ο νους
του ανθρώπου έχει ανεγείρει
κι’ αγγίζοντας ανέγγιχτος της φαντασίας τους κόσμους,
που οι μεγαλόπνοοι υμνητές του ωραίου έχουνε στήσει
περαστικοί μπρος στο Άγνωστο
το μέγα θυσιαστήρι,
τα έρμα συντρίμμια του είναι τους προσφέροντας θυσία
σ’ ώριους χαμούς,
ρωτώ δειλά τη φωτερή οδηγήτρα,
που πιο ταχειά απ’ της αστραπής το φέγγος σημαδεύει
τώρα στο αιθέριο απέραντο τη θεϊκή ποριά της,
ποριά απαρνήτρα του ίλιγγου,
του άχανου καταλύτρα,
-τι ναν’ εκειά, που μας θωρούν
σαν πυρωμένες κόρες
ματιών, που χρυσοπόρφυρα δάκρυα απ’ αχτίδες χύνουν;
και τ΄αριωτά φωτόβουνα με τις τιτάνιες λάμψες
κ΄οι κόσμοι οι γιγαντόσπιθοι,
πώχουν τις λάβες πόθους
κι’ όνειρα μυριοκάντηλα,
που μια άφτουν και μια σβύνουν;-
-Τα χάη των αστερισμών, μέσ’ απ’ το φως κάποιου άλφα
περνάμε· θώραε πιό ψηλά
κι’ ως μπούμε απ’ το καμίνι
ταχειά, στ΄ανόθευτα απ΄το νού και στ’ άγραφτα απ΄ανθρώπου
χέρι, προς κάτω τήραξε
της γης κατά τα μέρη,
μέσα στα πλάτια του άπειρου,
πόσο μικρή είν’ εκείνη.
Άμμου κουκί θωρώ τη γη
χρυσό κι΄όμοια με πλάνο
σπιθόφωτο· πειθαρχημένη αιωνόστροφη δουλεύτρα
του άπειρου· τα διάκενα κάθε άστρου απ’ άστρο χάος
το χάος εκειό, που από τη γη
γλύφει τα ουράνια βύθη,
όπου το αχώρετο στο νου
κλει η Δύναμη η μαγεύτρα!
© Απόστολος Μαμμέλης, “ΑΠ’ ΤΑ ΣΚΟΤΗ ΣΤΟ ΦΩΣ”, 1924.
THANK YOU MAMMELI
“GOODBYE MY LOVE, GOODBYE”, Demis Roussos
Hear the wind sing a sad old song
It knows I’m leaving you today
Please don’t cry or my heart will break
When I go on my wayGoodbye my love, goodbye
Goodbye and au revoir
As long as you remember me
I’ll never be too farGoodbye my love, goodbye
I always will be true
So hold me in your dreams
Till I come back to youSee the stars in the skies above
They’ll shine wherever I may roam
I will pray every lonely night
That soon they’ll guide me homeGoodbye my love, goodbye
Goodbye and au revoir
As long as you remember me
I’ll never be too farGoodbye my love, goodbye
I always will be true
So hold me in your dreams
Till I come back to you(Demis Roussos, 1946-2015)
Κι η μεταποίησή του απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη, 02/06/15, Athens to London:
Ένας αιθέριος χαμός
κι ο ίλιγγος που μας θωρεί
ω μέγα κόρη του Αγνώστου
με μάτι γιγαντόσπιθο
οδηγήτρα είσαι των ονείρων
και στέκεις πιό ψηλά
απ’ τους πόθους
απαρνήτρα ενός έρωτα
περαστικά ωραίου
ανώθευτα ανθρώπινος
ο νους τόσων κόσμων
και μεγαλόπνοος
μα ανέγγιχτος
αχτίδες δειλά δακρυσμένες
προσφέροντας μας
συντρίμμια από φως
θυσία ιερή λάμψη
στήσαμε αντίλαλους
έχοντας φωτερές αστραπές
για σημάδι
κι αντηχούμε ψυχωμένα φευγάτοι
δημιουργήσαμε τα χάη
εγωπαθείς
και θεϊκά πυρωμένοι
έρμο θυσιαστήρι σάρκας
μας ανέγειρε η γη
σε μιαν άκρη της
αγγίζοντας την πλάση
αργοκυλάμε
ψάλτης θύμησης
υμνητές του
σβησμένου πια αιώνα
χρυσοπόρφυρη κόρη
γήινης φαντασίας
ουράνια μαγεύτρα
εγέρσου
ας μπούμε στα άγραφτα
και βαθιά
φέγγη της μήτρας
αχανής κι απέραντος
βωμός αστερισμών
πόσο μικρό το δάκρυ εκείνο
βουνό πειθαρχημένο
τιτάνια καταλύτρα η μοίρα
μυριοκάντηλο απέραντα σβησμένο
τι να’ ναι εκεί;
αραιά όντα
μικρά κι αχώρετα
αιωνόστροφος κόκος άμμου
Ω γήινη δύναμη
σπιθοφωτισμένη κουκιά σάρκας
γλείφεις με πλάνο
τα σπλάχνα σου
και δάκρυα παλιά
μα γοργοταξιδιάρικα
κατευθύνονται
προς μέρη βυθισμένα
ξαποσταίνει στο διάβα τους
η λύπη
αιθέρια αδειανή
άπειρο χέρι
σε θωρώ χρυσό
και λάβες στίχων
περνάει ταχύ το φως
απ’ τη γη
ας μπούμε κι εμείς μέσα
σβησμένα άστρα πλατιά
διάκενου νου
οι δουλεύτρες σκέψεις
© Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry, 2015
“The end”, 1967
“This is the end
Beautiful friend
This is the end
My only friend, the endOf our elaborate plans, the end
Of everything that stands, the end
No safety or surprise, the end
I’ll never look into your eyes…again”The Doors (Los Andeles, California, 1965-1973)
Jim Morrison (1943-1971)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ
‘ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ’, Σελ. 1538
Είναι πολύ αργά..
Είναι για όλα πια πολύ αργά…
και δεν υπάρχει χρόνος πια, για τίποτε…
Ακόμα μια φορά μονάχα
να στρέψης πίσω σου-
και να κοιτάξης
τα μονοπάτια απ’ όπου επέρασες,
τους τάφους που έσκαψες…
Ακόμα μια φορά ν’ ακούσης-
σαν μια ηχώ,
από τα γέλοια, από τα κλάματα σου-
κ’ ύστερα, κάτω από όλα τούτα,
με χέρι κιόλας που άρχισε να τρέμη,
χαράζοντας ίσια γραμμή,
να κάνης πια την άθροιση…
Για όλα τ’ άλλα
είναι πολύ αργά.
© 2005, Ανθολογία της Νεοελληνικής Γραμματείας; Tα νέα Ελληνικά; Ρένου Ηρακλή και Στάντη Αποστολίδη
Ο ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ, Ο ΠΙΟ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ, ΑΥΤΟΣ ΜΟΝΑΧΑ ΚΑΙ ΔΙΠΛΑ ΤΟΥ Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΟΙ ΔΥΟ ΤΟΥΣ ΣΤΕΚΟΝΤΑΙ ΣΤΕΦΑΝΩΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΙΔΕΑΣ ΚΑΙ ΦΕΓΓΟΒΟΛΟΥΝΕ.
Ο ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ, ΤΟ ΠΙΟ ΦΩΤΕΙΝΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΨΥΧΗΣ.
Κι η μεταποίησή του απ’ τον Μενέλαο Καραγκιόζη, 06/15:
Τα μονοπάτια των τάφων
στράφηκαν προς εσένα
άργησες πολύ να γεννηθείς
για το τίποτε
κι ύστερα όλα πια ηχούν
εκεί που έσκαψες
ακόμη μια φορά σιωπηλός
καθώς δεν υπάρχεις πια
ο χρόνος πίσω
απ’ τα κλάματά σου
τρέμει γελώντας
όλα τούτα τα χέρια
είναι γελοία χάδια
και δάχτυλα
καθώς γράφουν
απ’ όπου πέρασες
είναι πλέον πολύ αργά
και δεν θα χαράξει
ούτε ένα φως
η ηχώ σου λησμονημένη
κρύφτηκες στο
μαύρο μάρμαρο
μια χαραμάδα
θρυψαλισμένης ζωής
ο χιλιοπατημένος βράχος
σπλάχνο πικραμένο
© Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry, 2015
Antony and The Johnsons – Thank You For Your Love
Oh thank you for your love
Thank you for your love
When all is falling in the seizure of pain
Oh thank you for your loveThank you for your love
Thank you for your love
When I was lost in the dark blackness
Oh thank you for your loveI want to thank you, oh
I want to thank you, oh
I want to thank you, oh
I want to thank you, ohThank you
Thank you for your love
Thank you for your love
When my mind was broken into a thousand pieces
Oh thank you for your loveI want to thank you, oh
I want to thank you, oh
I want to thank you, oh
I want to thank you, ohThank you
THIS WEBPAGE OF HELLENIC POETRY AND ESPECIALLY THE LAST WONDERFUL SONG BY Antony and The Johnsons IS DEDICATED TO THE MEMORY OF
GIORGAKIS KARANASOS, 1924-2015
MAGDALENA PASALOGLOU, 1935-2012
GIORGOS SARANTARIS, 1908-1941
APOSTOLOS MAMMELIS, 1876-1935
DIMITRIOS CAPETANAKIS, 1912-1944
KONSTANTINOS TSATSOS, 1899-1987
THANK YOU FOR YOUR LOVE
ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΣΗΣ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΠΟΥ ΠΛΕΟΝ ΕΧΟΥΝ ΦΥΓΕΙ, ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ ΠΙΑ ΜΕΣ ΤΗΝ ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΣΙΩΠΗ ΚΑΙ ΣΚΟΤΑΔΙ. ΠΡΙΝ ΞΕΚΙΝΗΣΟΥΝ ΟΜΩΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΤΕΛΕΥΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥΣ ΜΕΣ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΠΡΟΛΑΒΑΝ ΚΑΙ ΜΑΣ ΑΦΗΣΑΝ ΠΙΣΩ ΤΙΣ ΦΩΝΕΣ ΤΟΥΣ, ΕΝΑ ΠΛΟΥΣΙΟΠΑΡΟΧΟ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟ ΔΩΡΟ.
Βλάσσης Μπονάτσος (1949-2004)
Rory Gallacher (Cork Ireland, 1948-1995)
Demis Roussos (Alexandria Egypt, 1946-2015)
David Bowie (Brixton, London, 1947-2016)
Captain Beefheart/Van Vliet (Glendale, California, 1941-2010)
James Honeyman-Scott (Hereford, England 1956 – 1982)
Peter Granville Farndon (Hereford, England 1952 – 1983)
Jim Morrison (1943-1971)
THANK YOU! WE WILL TOAST TO YOUR MEMORY
CIRCLE OF LIFE
CIRCLE OF LIFE
“Circle Of Life”
From the day we arrive on the planet
And blinking, step into the sun
There’s more to be seen than can ever be seen
More to do than can ever be doneSome say eat or be eaten
Some say live and let live
But all are agreed as they join the stampede
You should never take more than you giveIn the circle of life
It’s the wheel of fortune
It’s the leap of faith
It’s the band of hope
Till we find our place
On the path unwinding
In the circle, the circle of lifeSome of us fall by the wayside
And some of us soar to the stars
And some of us sail through our troubles
And some have to live with the scarsThere’s far too much to take in here
More to find than can ever be found
But the sun rolling high through the sapphire sky
Keeps great and small on the endless round
HELLENIC POETRY SAYS:
Recent Comments