NANOS VALAORITIS (1921-2019)
Η εξόδιος ακολουθία, θα πραγματοποιηθεί στις 21 Σεπτεμβρίου 2019 (ημέρα Σάββατο), στις 11.00 π.μ., στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών
NANOS VALAORITIS (1921-2019)
Ο ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΟΠΩΣ Ο ΙΔΙΟΣ ΑΥΤΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ FACEBOOK ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΧΡΟΝΟ (2018-2019).
…και μερικές ποιητικές παρενοχλήσεις του Μενέλαου Καραγκιόζη, εμπνευσμένες από τα Ποιήματα 2, του Βαλαωρίτη
καθότι «ουδείς τέλειος»
1-4
1. «Τί είχαμε, τί χάσαμε και τί μας μένει ακόμα»
«Χάσαμε τα αυτοκίνητα, τα κινητά μας, τα ακίνητα μας, τα επιδόματα του Πάσχα και των Χριστουγέννων.
[…]
Μας έμεινε ο Όμηρος, αν έχουμε καιρό να τον διαβάσουμε, ο Καβάφης, ο Εμπειρίκος, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Καρυωτάκης, ο Καββαδίας, σας έμεινα εγώ, αν κάνετε έναν κόπο να με διαβάσετε.»
2. “Η χώρα μου” δεν είναι πια η χώρα των ποιητών…Η ΧΩΡΑ ΜΟΥ…δεν είναι πια η χώρα κανενός
3. –Μου κάνει πολλή εντύπωση ότι όλα αυτά τα περιγράψατε χωρίς κάποιο ίχνος «θρήνου» για ό,τι έχει χαθεί…
Βαλαωρίτης: Η δική μου γενιά την έχει μάθει καλά αυτή τη τέχνη: να μη θρηνεί γι’ αυτό που χάθηκε. Ευεργετική τέχνη για να συνεχίσεις τη ζωή σου.
4. Απότομη η αλλαγή του καιρού.
Σα Γερμανική Εισβολή…
είχε γράψει στις 26 Σεπτεμβρίου του 2018.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΟΣ Από τη Ποιητική Συλλογή “Ποιήματα ΙΙ”, Εκδόσεις Ύψιλον
Και το κουδούνι χτύπησε της πόρτας όταν τρώγαμε ήμαστε εγώ η γυναίκα μου και τα παιδιά μας όλα… πήγα ν’ανοίξω-βιαστικός με την μπουκιά στο στόμα
Κατέβηκα και στάθηκα στις σκάλες για να δω μήπως κανένας άνθρωπος με γύρευε από κάτω και δεν τολμούσε ν’ ανεβεί γιατί ντρεπόταν
Μα δεν είδα ούτε εκείνα τα γνωστά παλιόπαιδα που συνηθίζουνε γι’ αστείο να χτυπάν τις πόρτες προτού να φύγουν τρέχοντας και να χαθούν στο δρόμο
Πίσω απ’ τα τζάμια κοίταξα και πίσω απ’ τις κουρτίνες και πίσω απ’ τις εξώπορτες και πίσω από τους στύλους να δω μην ήτανε κανείς-για χωρατό κρυμμένος
Παντού μπροστά μου απλώνονταν μια ερημιά από σπίτια μια πολιτεία παμμέγιστη και εντελώς αθόρυβη χωρίς κίνηση καμιά σ’ όλες τις λεωφόρους-
Ήταν κλειστά τα μαγαζιά τα ζαχαροπλαστεία πολλές πολλές πατημασιές αλλά χωρίς διαβάτες κι ακρογιαλιές μα πουθενά κανένας δεν λουζόταν
Ώστε ο κόσμος άδειασε σκέφτηκα μ’ανακούφιση και γύρισα στο σπίτι μου και χτύπησα την πόρτα αλλά κανείς δεν άνοιξε-κανείς δεν ήταν μέσα
Πίστεψα πως ασφαλώς θα το καναν επίτηδες μπαίνοντας γύρεψα παντού έψαξα τα ντουλάπια μήπως και κάπου κρύφτηκαν για να τρομάξω
Αλλά κανείς δεν ήτανε-παράξενο-κανένας στο σπίτι όπου τρώγαμε-δεν πάει πολύς καιρός εγώ με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μας όλα…
ΣΑΣ ΒΑΡΕΘΗΚΑ
Η ελπίδα έγκλειστη μες το φως απελπισμένη,
μουγκές υποσχέσεις ειδυλλιακών σωμάτων, φιλιά πολυλογούν,
οι σπινθήρες λευκών χαρτιών αναρωτιούνται:
«τι σημασία έχει να γράφεις με ανώριμο μελάνι;»
μάτια κλεισμένα σε υγρό κελί δακρύων·
τ’ ανθρώπινα προβλήματα ανίατα
πάσχουν από βαρβαρότητα,
η ανώτερη όψη σου θάνατε παρεξηγημένη,
οπαδοί κι αντίπαλοι
πλέον μόνιμα πεθαμένοι
χασμουριούνται
εξ αρχής·
οι αλήθειες της ζωής γκρεμίστηκαν,
τώρα που διαλύθηκε η εποχή της ομίχλης
και τα πάντα είναι ολοφάνερα
βράχια ξεγυμνωθήκαν οι ψυχές σας·
αρνούμαι να με ταΐσετε
τα κάλπικα αυγά του θανάτου,
σαπισμένοι έρωτες σιχαμένοι
σας βαρέθηκα…
© MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2019
ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
ΤΟ ΤΡΙΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 2, 1965-1974, Σελ. 85-86
‘The Free World’ (1971)
The situation in Vietnam is worse than the situation in Indonesia which is worse than the situation in Guatemala… which is worse than the situation in Haiti which is worse than the situation in South Africa which is worse than the situation in Portugal which is worse than the situation in Spain which is worse than the situation in the Argentine which is worse than the situation in Pakistan which is worse than the situation in Persia (which is not good in any case) and which is worse than the situation in Bolivia which is worse than the situation in Brazil which is worse than the situation in Rhodesia (which is not jolly either) and which is worse than the situation in Costa Rica which is worse than the situation in Hounduras which is worse than the situation in Santo Domingo which is worse than the situation in Korea which is worse than the situation in Ecuador which is worse than the situation in Uruguay which is worse than the situation in Peru which is worse than the situation in the Congo which is worse than the situation in Panama which is worse than the situation in Angola which is worse than the situation in Greece which is worse than all these other situations because it happens to me.
Excerpt from Diplomatic Relations , 1971.
ΜΙΚΡΟΣ ΘΡΗΝΟΣ
Γράμματα που έγραψε στο βλέμμα τους η αγάπη
όνειρα που κέντησαν στον ύπνο τους οι αράχνες.
Ο θάνατος σαν ύφασμα σύρθηκε ανάμεσά τους.
Έσβησαν έτσι τα λαμπρά τους μάτια σαν λυχνάρια
το δέρμα τους που ήταν σφιχτό σαν το πανί στον άνεμο
δεν νιώθει πια τη ζεστασιά που χύνουν τα κορμιά.
Σαν ημερομηνίες τα ονόματά τους.
Όμως καθώς χαμογελάς χαμογελούν ακόμα.
Τα βήματά τους αντηχούν μέσα στα βήματά μας
και στην καρδιά μας νιώθουμε το χτύπο της καρδιάς τους.
Ο ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΣΤΟ ΜΕΤΑΔΕΥΤΕΡΟ
Ανώνυμο ποίημα του Φωτεινού Άι Γιάννη» (1973) (απόσπασμα)
[…] να σκουπίσεις αναγνώστη τον ιδρώτα … τα δάκρυα που κυλάνε απ’ τα μάγουλα απ’ τα μάτια εκείνων που χάσανε στην εξέγερση τα παιδιά τους· να κλείσεις τ’ αυτιά σου για λίγο στο θρήνο στον ψίθυρο και στη διάδοση που εξογκώνει τον αριθμό των θυμάτων τη φριχτή λεπτομέρεια τους νεκρούς στα ψυγεία τη διανομή τους κατ’ οίκον μ’ απειλές και φοβέρες και μυστικότητα την παραλαβή στις σφραγισμένες κασέλες άλλων νεκρών τη μακάβρια ατμόσφαιρα σου δίνω δέκα λεφτά αναγνώστη να την ξεχάσεις να γεμίσεις το νου σου με χαρούμενες σκέψεις· της ανυπόστατης διάδοσης τη μαύρη σκιά ν’ αποβάλεις· και να δεις τη φωτισμένη μεριά το αισιόδοξο μέλλον την καλύτερη αύριο τον αριθμό των γεννήσεων που αυξάνεται σ’ αναλογία με τον αριθμό των θανάτων τη βελτιωμένη περίθαλψη· το ψηλό μεροκάματο την ανάπτυξη του εμπορίου τη σύσφιξη των σχέσεων με τη διεθνή αγορά την αφθονία την ευημερία τον πλούτο την άνεση την πλήρη απασχόληση του ανέντιμου έμπορα τη σκληρή τιμωρία σου δίνω κι άλλα δέκα λεφτά αναγνώστη να επιστρέψεις στης ζωής τη ρουτίνα στο γραφείο να συντάξεις να διεκπεραιώσεις τα έγγραφα να θάψεις τον εαυτό σου στην τρισκατάρατη λεπτομέρεια στο λάθος κι ίσως εδώ μια σκιά κι ίσως εκεί μια γωνιά φωτισμένη μια χαρούμενη είδηση κομματιάζει με άπειρα τετραγωνάκια ενός πλέγματος συρματένιου το πρόσωπο της ημέρας […]
Ποιήματα, 2 (1965-1974), ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2005, σ. 126-127
Painting: Marie Wilson’s Symmetry
Η Marie Wilson-Βαλαωρίτη (1922-2017), ήταν σπουδαία ζωγράφος και κεραμίστρια του κύκλου των Σουρρεαλιστών, σημαντική φίλη των Αντρέ και Ελίσας Μπρετόν, Βόλφγκανγκ Πάαλεν και πολλών άλλων ενώ συνεργάστηκε στο στούντιο με τον Πικάσο. Ο Μπρετόν αναγνώρισε το ταλέντο της και συμπεριέλαβε τη δουλειά της σε μια έκθεση στο Παρίσι ενώ δημοσίευσε έργα της στο περιοδικό του “Surréalisme Même”. Έλαβε μέρος σε μια πολύ σημαντική έκθεση για τον Σουρρεαλισμό στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, στο Κέντρο Πομπιντού, στο Παρίσι το 1991.Ένιωθε έντονα πως όταν ζωγράφιζε, μια έντονη κοσμική αρμονία η οποία εκφράζονταν μέσω της συμμετρίας, παρουσιάζονταν μέσω των έργων της στον κόσμο. Marie Wilson-Valaoritis (1922-2017) was a painter and ceramic artist in the circle of the Surrealists, a great friend of Andre and Elisa Breton, Wolfgang Paalen and many others, having also worked in the studio of Picasso. Breton, who recognized her talent, included her in an exhibition in Paris and published her in his magazine, Surréalisme Même. She took part in an important exhibition on Surrealism in the modern art museum at the Pompidou Centre, Paris in 1991. She strongly felt that while working, a great cosmic harmony that is expressed in symmetry was coming through her into the world.
«Η πλατεία Κολωνακίου, χωμάτινη και πανέμορφη»
ΘΡΟΙΣΜΑ ΦΩΤΟΣ
Σ’ ένα λαχανόκηπο, στο εγκαταλελειμμένο πια
χωριό του παραδείσου
κάποιος με καραφλό εγκέφαλο
ίσως ο κηπουρός της ματαιοδοξίας
φυτεύει ανυπαρξίες·
θλιβερό χάδι κυριακάτικο,
από ξεφλουδισμένες μάχες
στάζουν τα ζουμιά των νεκρών πολεμιστών·
ενώ χιλιάδες κόσμος πεθαίνει γύρω του,
ο τρόμος παραμένει ατράνταχτος,
μακρινό άστρο μελλοθανάτιο,
δέντρου βαρύ φορτίο ο κορμός·
μασουλάω ιδέες σκάβωντας
μέσα σ’ ένα ανθρώπινο κεφάλι,
με το παραμικρό αναπόφευκτη προϊστορία μου
ενοχλείσαι,
εξερευνώ της απύθμενης συνείδησης
τα εκμηδενισμένα αχνάρια·
ανασκαμμένη στεναχώρια μνήματος που αναστενάζει,
φίλοι δεμένοι απ’ το λουρί της μνήμης, γαυγίζετε
με κομματιασμένες φωνές, φτύνοντας στοργικά
τη πίστη σας σε μένα·
ψωμί μουχλιασμένο
πάνω στο ξεχαρβαλωμένο τραπέζι,
μέσα σε μια άδεια ψυχή σάρκα σαπισμένη·
ξεκούρδιστου πιάνου μυστηριακό χαμόγελο,
θρόισμα φωτός, θείου γεύματος αιμάτινο κρασί
η αυγή μυρίζει θύματα, ξημερώνουν ευωδιές θανάτου·
μέσα σε φιδιού μαλλιά κουνάει ο βασιλιάς τα δάχτυλά του
θρονιασμένος στα χαμόκλαδα,
θρησκευόμενα φύλλα μυστηριακής δάφνης
σας είναι άγνωστη η φορά του ανέμου
ηλίθιος κοιτάζω πρωτοβλέποντάς σε ποίηση
© MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2019
ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
ΤΟ ΔΥΟ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 2, 1965-1974, Σελ. 81-82
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
Αλληγορία
Με το πιο τρύπιο μου πουλόβερ … κάθομαι και γράφω για τη σημερινή και την αυριανή κατάσταση – φράσεις ωραίες, στίχους ευρηματικούς, αφορισμούς προειδοποιήσεις αναλύσεις των δεδομένων και των ακόμα αδόκητων του μέλλοντος γεγονότων: είναι αναμφι- σβητήτως ωραίο πρωινό ούτε ζέστη ούτε κρύο με λίγα συννεφάκια επάνω απ΄τον αρχαίο ναό τον στημένο στον πανάρχαιο λόφο – από κάτω γογγύζουν και διαμαρτύρονται οι τιτάνες αλυσοδεμένοι χειροπόδαρα από την αυταρχική πολιτική του επικρατούντος καθεστώτος ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ;
Αθήνα 20 Σεπτεμβρίου 2012 Από τη συλλογή “Πικρό καρναβάλι” [Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας] εκδόσεις Ψυχογιός
Δύο ώρες με τον ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη
Η γέννηση του κόσμου
Λένε πολλοί ότι ο Κόσμος γεννήθηκε ανάποδα.
Μ΄αυτό δεν είναι αλήθεια. Όσοι ήταν εκεί είπανε ότι γεννήθηκε κανονικά, με το κεφάλι κάτω κι όχι με τα πόδια απάνω.
Η μάνα του Κόσμου ήταν μια φοβερή, μια μέγαιρα με τριχωτό κεφάλι, με νύχια και με δόντια σουβλερά σαν βελόνες.
Αλλά ο Κόσμος ήταν όμορφος -ωραίος από την πρώτη στιγμή και τον καμάρωσε πρώτα ο ήλιος, ο θείος του και η σελήνη η θεία του κι ύστερα όλα τ΄ άστρα τ΄ουρανού τα ξαδέρφια του.
Κατόπιν τον καμάρωσαν η θάλασσα και τα βουνά ύστερα τον καμάρωσαν τα ποτάμια, οι βράχοι, τα δέντρα, οι βροχές, τα σύννεφα.
Όλοι τον καμάρωναν ίσαμε και τ΄΄άγρια και τα ήμερα θεριά και τα πουλιά και τα ερπετά και στο βυθό της θάλασσας τα ψάρια.
Μόνο ένας δεν τον καμάρωνε, ο Πατέρας του.
Αυτός ήταν ζηλιάρης και φθονερός και λεγόταν Άβυσσος. Ήρθε μια μέρα στη μάνα του και προσπάθησε να ρίξει τον Κόσμο κάτω από ΄να μεγάλο γκρεμνό που του άνοιξε μπροστά του.
Μα οι άγγελοι δώσανε στον Κόσμο φτερά και πέταξε. Και οι δαίμονες ακόμα τον μακάριζαν καθώς πετούσε.
Τότες για να εκδικηθεί ο ΄Αβυσσος πήγε κι έκανε τρία άλλα παιδιά με τη Μέγαιρα τη μάνα του- έκανε το Χρόνο, τη Φθορά και το Κενό.
Από τότες οι τρεις αυτοί συναγωνίζονται ποιος θα καταλύσει πρώτος τον ωραίο Κόσμο- που για μια στιγμή τον έχουμε κι ύστερα τον χάνουμε όλα εμείς τα πλάσματα της Στιγμής που μας τρώει η Φθορά μετά από λίγα Χρόνια και ξαναγυρίζουμε στο Κενό.
«Η Ελλάδα στην εποχή της κρίσης»
«Ποιητική» (απόσπασμα) […] Δεν αρνούμαι ότι η μουσική και η οπτική έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν συγκινήσεις αισθητικού τύπου, π.χ. ο κινηματογράφος ακόμα κι ο πιο αφηρημένος. Όμως ένα ποίημα που εύκολα προβλέπεται, ή που χρησιμοποιεί μια γλώσσα τριμμένη και φθαρμένη από προηγούμενα παραδείγματα, δεν προκαλεί το αίσθημα της έκπληξης, σαν κάτι αλλιώτικο, καινούργιο ή φρέσκο. Η ποιητική γλώσσα κουράζεται πιο εύκολα κι από την πρόζα, και η επανάληψη χωρίς ε…φευρετικότητα την σκοτώνει. Έτσι βούλιαξαν, κυριολεκτικά, ο παλαμισμός, ο συμβολισμός, ο καρυωτακισμός και ο υπαρξιακός νεο-συμβολικός μοντερνισμός. Η ποιητική γλώσσα κάθε τόσο εξαφανίζεται και ισοπεδώνεται.
[…]
Η απομάκρυνση της ποιητικής γλώσσας που μας εγκαταλείπει μαζικά μοιάζει με την εξαφάνιση ας πούμε του γνήσιου ρεμπέτικου, που κι αυτό, φθαρμένο απ’ την εμπορικοποίηση, παρακμάζει. Οι ρώσοι φορμαλιστές είχαν επισημάνει το φαινόμενο στην λογοτεχνία, και τις αλλαγές των ειδών, την ανάμιξη και την αντικατάστασή τους με άλλα είδη.
Και για να τελειώσω με μια αναφορά σε ποίημά μου από την συλλογή «Στο κάτω κάτω της Γραφής», που δεν προσέχτηκε και δεν διαβάστηκε, αφού δεν διαβάστηκε σωστά ακόμα ούτε ο Σεφέρης κι εφόσον το μεγαλύτερο μέρος του έργου ενός νεωτεριστή ποιητή αφορά αυτή την ίδια την λειτουργία της ποίησης:
Η ομιλία μούδιασε πάνω στο δέρμα σου Διαρκώς μετακινούμενες οι σκέψεις-σύννεφα Αναβοσβήνουν φωτιές και συζητήσεις, Στην πόρτα κοντοστάθηκε ο απρόσωπος
[πηγή: «Ποιητική», περ. Η λέξη, τχ. 157 (Μάιος-Ιούνιος 2000) 343-344]
Όλη η βιβλιογραφία του Νάνου Βαλαωρίτη!
Ο Νάνος Βαλαωρίτης γεννήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1921. Σπούδασε φιλολογία και νομικά στα πανεπιστήμια Αθηνών, Λονδίνου, Σορβόνης. Παρουσίασε άρθρα και μετέφρασε πρώτος στο Λονδίνο εκτενώς Έλληνες ποιητές του 1930 -Σεφέρη, Ελύτη, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο, Γκάτσο. Στην Αγγλία έζησε από το 1944 έως το 1953 και γνώρισε τον Έλιοτ και όλο τον κύκλο του. Το διάστημα 1954-60 έμεινε στο Παρίσι και γνώρισε τον Αντρέ Μπρετόν και τους υπερρεαλ…ιστές. Το 1960 γύρισε στην Ελλάδα και διηύθυνε το περιοδικό “Πάλι” (1963-1966). Το 1969 παρουσίασε ελληνική ποίηση στο γαλλικό περιοδικό “Lettres Nouvelles”. Από το 1968 έως το 1993 δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργική γραφή στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο. Εκεί, ποιητικά του κείμενα εκδόθηκαν από τον οίκο City Lights του Λώρενς Φερλινγκέττι. Οργάνωσε παρουσίαση των Ελλήνων υπερρεαλιστών στο Κέντρο Πομπιντού το 1990-91. Διηύθυνε από το 1989 έως το 1995 με τον ποιητή Αντρέα Παγουλάτο το περιοδικό “Συντέλεια”, το οποίο επανεκδόθηκε το 2004 με τίτλο “Νέα Συντέλεια”. Το 1959 βραβεύτηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το οποίο και αρνήθηκε. Πήρε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1982) και το Κρατικό Βραβείο Χρονικού – Μαρτυρίας (1998). Επίσης έλαβε κι ένα βραβείο του Ν.Ρ.Α. [National Poetry Association (Αμερικανική Εταιρεία Ποίησης)] το 1996 -βραβείο που είχε δοθεί προηγουμένως στους Φερλινγκέττι, Γκίνσμπεργκ και άλλους. Έχει λάβει το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το ποιητικό του έργο (2006). Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος Τιμής (2006). Το 2009 τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Βιβλία του έχουν εκδοθεί στο εξωτερικό σε αγγλικές και γαλλικές μεταφράσεις. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Στην Ελλάδα επέστρεψε μόνιμα το 2004.
Ο ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΓΙΑ ΤΟ POETICANET
ΑΣΤΡΟΦΑΓΟΣ ΓΑΛΑΞΙΑΣ
Αόρατος νους διασκορπισμένος,
η περιστροφή της γης περνάει δίπλα
απ’ τη ψυχή του υπερπέραν·
εκνευριστική η παρουσία της μεταθανάτιας ανυπαρξίας,
το υπερβολικό σου μέγεθος
ένα εκατομμυριοστό λίγου χρόνου
ντρέπεται να ζυγιστεί·
με τη μοίρα ο περασμένος αιώνας
διαπραγματεύεται το μέλλον του,
ένα μονόφθαλμο μυρμήγκι
προχωράει δίχως να βιάζεται,
η ουσία κάποιου απείρου
σοφά αινιγματική·
ο αστροφάγος γαλαξίας ρεύεται φως,
στο σκουπιδοτενεκέ της νύχτας
πεταμένη μια σακούλα
γιομάτη ηλιοβασιλέματα·
σε υπερφυσικό χώμα από κάτω θάφτηκα
υπερβατικά νεκρός,
αεικίνητη η αιωνιότητα πηγαινοέρχεται άσκοπα,
ψόφιο νόημα κυνηγημένο
σιγοψιθυρίζεις αθώα αινίγματα·
απ’ το εκκρεμές κρεμάστηκε ο χρόνος,
ένα κύμα αυτοκτόνησε άθελά του
χτυπώντας με μανία
το κεφάλι πάνω στα βράχια·
© MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2019
ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
ΤΟ ΕΝΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 2, 1965-1974, Σελ. 79-80
Σακατεμένοι έρωτες το ηλιοβασίλεμα ραγισμένες καρδιές χωρισμοί σπαρακτικοί τραγικοί αποχαιρετισμοί, όνειρα τσακισμένα
απόπειρες αυτοκτονίας, οι ευτυχισμένες… στιγμές απομακρύνονται με πλοίο ρίχνοντας γράμματα στη θάλασσα
τινάζοντας μαντίλια αποχαιρετιστήρια συνοφρυωμένος ουρανός, αφόρητη μοναξιά θα πεθάνουν χωρίς εσένα ένα πλήθος
άνθρωποι που ξυπνάνε για μιαν ακόμα μελαγχολική αυγή χωρίς επαύριο χαμένες ευκαιρίες πρόσωπα που σβήνουν
από την παγωμένη μνήμη σαν να μην υπήρξαν ποτέ έξω απ’ το ψυγείο αβάσταχτη πλήξη χωρίς εσένα
όταν άνοιξε η πόρτα του ταξί ήξερα πως θα σε χάσω για πάντα πήδηξες μέσα βιαστικά αθλητική με βαλίτσα και αδιάβροχο
χωρίς κανένα χαμόγελο συμπόνιας πόσες ακόμα βραδιές εβδομάδες μήνες θα υπάρχω χωρίς εσένα μ’ ένα μάτσο βιολέτες για παρηγοριά
ήσουν η προτελευταία ελπίδα μου και τώρα την έχασα κι αυτή είμαι μια μπάλα αδέσποτη που κυλάει στο διαδίκτυο του μικρού συμφέροντος
σακατεμένοι ήρωες το ηλιοβασίλεμα σκοτωμένος ουρανός μολυβένια θάλασσα αμυδρές ανταύγειες προσώπων στα νερά
άγαλμα γυναικείο χωρίς μνήμη με μάτια τυφλά δεν κοιτάζει πουθενά δεν βλέπει τίποτα
ένα δέντρο σαλεύει δεν ξέρει να μιλήσει αμύθητα χαμένα πλούτη στην Ασία γιατί να πεθάνει τόσο νέος ο ωραίος ανήσυχος κατακτητής μια μαύρη σελήνη μεσουρανεί το τοπίο έχει αναληφθεί μια τεράστια γομολάστιχα έσβησε μέσ’ στην ομίχλη τα παιδιά
χωρίς εσένα τίποτα δεν υπάρχει στον ανοίκειο κόσμο εδώ κάτω όλα είναι ξένα χωρίς εσένα δεν θα μπορέσω να πεθάνω ούτε να ξαναγράψω μια γραμμή
τι αγιάτρευτη θλίψη τι καημός τι σπαραξικάρδια ατυχία χωρίς εσένα χωρίς εμένα χωρίς κανέναν.
“Αν δεν πεθάνει ο σπόρος της κοιλιάς” (με την ένδειξη 28-1-1984) που δημοσιεύθηκε …στο ΔΕΝΤΡΟ (Νο 36): “Μαλακά καφενεία με φύκια καφετειά άσπρης πελατείας/ Κατάχλωμοι επιβάτες στο μούχρωμα ταξιδιού στα νησιά/ στα νησιά του Αιγαίου κόκκινη πρύμη της δύσης των άστρων/ στον χρυσογάλαζο μαύρο ορίζοντα με νύχτες λευκές λεκιασμένες, χρυσών παγετώνων βελούδινης σύσπασης λευκών προς το γκρίζο/ ορέων και τρεμούλιασμα άσπρης τέντας του πλοίου/ με πλώρη πουλιού μπλε κόκκινο στέρνο και γαλάζια ουρά/ και φωνή ασημένια που χτυπάει την εξώπορτα του μπρούτζινου/ τοίχου του κάστρου με αδιάφανα τζάμια μισάνοιχτα που κυττάνε/ μια σκούρα σκιά που κινείται στο δρόμο κυττώντας/ τον αδιάφανο γκρίζο αέρα κρεμεζιού επιπέδου με κρεμ/ αποχρώσεις σε ασπρόμαυρο φόντο το σούρουπο προχωρώντας/ σταθερά καταδώθε κεραμιδί συναπάντημα σε ασημένιο νερό”
ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
Η αληθινή ιστορία του ΠΑΛΙ
Ποιά θάλασσα Από τη ποιητική συλλογή, Η τιμωρία των μάγων. Μουσική: Βασίλης Δημητρίου
…
Πες μου πού πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή Τώρα μας δίνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του Ω πρόσωπο που σκέπασε με μάρμαρο τη γη
Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς
Είναι καρδιές που μάθαμε σαν γράμματα ανοιγμένα Είναι τραπέζια όπου κανείς δε θα καθίσει πια Μια μουσική πανάκριβη που γράψανε για σένα Τόσες χιλιάδες δάχτυλα για τελευταία φορά
Εσάς που πήρε ο θάνατος βαριά στα δάχτυλά του Από τα μάτια σας η αυγή πηγάζει σαν νερό Άστρα σε κάθε μέτωπο και φως τ’ ανάστημά του Καμιά ζωή δε γράφεται χωρίς το δάκρυ αυτό
Ακουμπισμένες δυο εποχές η μια κοντά στην άλλη Ω πρόσωπο που φώτισε μια μακρινή αστραπή Ποια θάλασσα ποια θάλασσα θα `ναι αρκετά μεγάλη Για να χωρέσει τον καημό που μάζεψ’ η ψυχή;
Σα μυθικό τριαντάφυλλο μια νύχτα ο κόσμος κλείνει Είναι η πόρτα όπου κανείς δε θα περάσει πια Είναι του δήμιου η ταραχή του ήρωα η γαλήνη
“Μάνη”
Για την ψυχή μου πάλεψα στα στάδια των Ρωμαίων… για τον άνθρωπο που ήμουνα με τα θηρία πάλεψα για την αθάνατη ψυχή μου έφερα το σπαθί των Καισάρων στην Πόλη των Ιουδαίων στην Πύλη μπροστά γονάτισα πριν να μου πάρουν το κεφάλι στο θάμπωμα αναστήθηκα κι όταν οι σάλπιγγες ήχησαν κι άνοιξε το πορτόνι του Κάστρου της Ωριάς στη θάλασσα κολύμπησα φίδι με ψάρια ανάλογα στον θρόνο του Μίνου κάθισα και στο θρονί του Αττίλα το μακελειό αντίκρισα στης μάχης την επαύριο όσους νεκρούς συνέλεξα τους έριξα στην τάφρο. Μίλησα με φθόγγους άφθογγους και μ’ άκουγαν άναυδοι οι κουφοί σε κάστρο μαύρο κι άραχνο τη δούλη του θεού παντρεύτηκα κι έμεινα χωρίς φωτιά πριν να γεννήσει εσένα με τα δυο μου χέρια εκύλησα την πέτρα από τον τάφο όρκο στον όρκο πάτησα και βγήκα μεταμορφωμένος σε πίθηκο κι αυτός είμαι ακόμα αυτός που ήμουνα και θα `μαι ο μαθητευόμενος μάγος πάντα ομιλητικός κι από έρωτα απονευρωμένος.
Φάκελος: Ελληνική ποίηση [2018-2019]: Νάνος Βαλαωρίτης
ΠΙΣΤΕΥΩ
Πιστεύω σε μια χημική ένωση Πατέρα Παντοκράτορα
Πιστεύω σε μια ηλεκτρική εκκένωση Άγιο Πνεύμα
Πιστεύω σ’ έναν Γιο Μονογενή που βγήκε από το σπέρμα
Πιστεύω σε μια φυσική εξέλιξη Μητέρα Αειπαρθένα
Πιστεύω σε μιαν Εκκλησία διακόπτρια του φωτός
Και σε δώδεκα απόστολους του Έρωτα
Πιστεύω σ’ ένα Εσταυρωμένο δέντρο
και σε μιαν αρχική ουσία Π
Πιστεύω σ’ έναν άγνωστο παράγοντα
Που γεννάει την περιέργεια
πιστεύω σ’ ένα πονηρό και σ’ ένα αθώο πνεύμα
Πιστεύω σε μιαν ωραία γυναίκα
Που θα με κάνει ευτυχισμένο
Πιστεύω στη μεγάλη δύναμη της φαντασίας
Που μπορεί στην κόλαση να δει έναν παράδεισο
Στο καθετί που βλέπω που ακούω που μαντεύω που αγαπώ
Πιστεύω
Πιστεύω σ’ έναν άνθρωπο αποφυλακισμένο
Απ’ τα δεσμά της σκέψης του του φόβου του το αυγό
Άγιος ελεύθερος στον Αιώνα τον Άπαντα).
Αναποδογυρίζοντας ο θεός, κάπως έτσι έπεσε η πίστη και έσπασε το δεξί της πόδι,
υπόγεια όραση ποντικού προβλέπει το σκοτάδι,
διασαλευμένη ύπαρξη νου διασπασμένου·
άπειρα επαναλαμβανόμενο σημείο
ανταγωνίζεσαι επάξια την ευθεία σου γραμμή,
κυμάτων ύπνου
θόρυβος κενός από ήχους,
πάνω στην γλώσσα του ποιητή ανθίζουν ομιλίες άνοιξης·
ανήμπορη μοίρα ανδρείκελο του εαυτού σου
τι θλιβερό να προσκυνάς γονατισμένους αντίλαλους θεών,
αχρεία ερώτηση: «ποιος φταίει;»·
του μηδενικού η ανυπολόγιστη αξία: …000.000.000,
ουράνιου θόλου ο λάκκος ανοίγει
από μέσα ξεπορτίζει το λείψανό σου,
τελευταία μου ώρα ήσουν εσύ η πιο όμορφη
φτεροαπλώσου στις άκρες των τάφων·
νεαρή γνώση σφιχταγκαλιάζει ιδέες γεροντικές,
ρήγματα παιδικού εγκέφαλου,
ζαλισμένες ψυχές ασυννέφιαστα μάτια τυφλά
πάνω τους σκοντάφτουν τα δάκρυα·
παρελθοντικοί δρόμοι στις γωνιές σας
ξαποσταίνει η πορεία του μέλλοντος,
μαραμένο βάζο γιατί πνίγεις τα λουλούδια σου;
ξένο το κεφάλι μου, εδώ και κάμποσο καιρό,
με ξεναγεί στα εσώτερα της ιδιωτικής ζωής κάποιου άλλου·
παλιώσαν τα παπούτσια, σκισμένες οι κάλτσες
πόδια ενταφιασμένα, σκουριασμένη ψυχή,
σκουπιδιαρό αναμνήσεων παραπεταμένης μνήμης,
ξεκουρδισμένη καρδιά·
επιπόλαιο παραθύρι, πέρα εκεί που στέκεσαι τι αγναντεύεις;
με ερευνητικό βλέμμα
προς τα μέσα καθρεφτισμένες τις σκιές αγέννητων ήλιων;
ή μήπως έξω το επιπόλαιο αύριο;
© MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2019
ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
ΤΟ ΠΕΝΤΕ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 2, 1965-1974, Σελ. 87-88
Η μπαλάντα του ξενιτεμένου
για τον Κωσταντίνο Ν.
…
Βαρέθηκα τις φωνές των Ελλήνων Βαρέθηκα τις φωνές των Σειρήνων Με παρακολουθούνε άγρυπνα μάτια Νύχτα μέρα με στοιχειώνουν οι Οδυσσείς Με τα ψευδολογήματά τους Με καρπαζώνουν οι αναμνήσεις Σαν ρούχα που κρέμονται από σκοινί Βαρέθηκα το Νέο Κόσμο κι ο Παλιός Δεν μου ’δωσε σκοινί ν’ απλώσω τα αισθήματά μου.
Τα αισθήματά μου είναι βρεγμένα ακόμη Απ’ το βροχερό ετούτο χειμώνα Θέλω να πάω κάπου μα δεν ξέρω πού Αφού δεν είμαι ούτε στη δύση ούτε Στην ανατολή. Μπροστά μου ο ήλιος Ανατέλλει και πίσω ο ήλιος βασιλεύει. Πώς κατάντησα εδώ πέρα χοίρος Στης Κίρκης το νησί; Πώς κατέληξα Να γίνω Ελπήνορας και κολαζίστας Που πέφτοντας έσπασε το κρανίο του Απ’ τη σοφίτα του σπιτιού του;
Με τον Ερμή για γραφομηχανή Γράφω να σκορπίσω μαύρες σκέψεις Έρχεσαι εδώ να δρέψεις Τους καρπούς του Ελδοράδο Και σου μένει ο χρόνος ρέστος Δυτικά του Κολοράντο.
Είμαι ένας μετατοπισμένος Στα πλάτη της άλλης ηπείρου Κάνω βόλτες πάνω κάτω Πέντε επί δεκάξι μέτρα Και περιμένω γράμματα Για να διασχίσω τα γεράματα.
Έχω μια μικρή σκυλίτσα Που την ονομάζω Λίτσα Που χαίρεται όταν με βλέπει Να ετοιμάζω μια βαλίτσα Για να πάω στο Κολοράντο Να διαβάσω ποιήματα Με τον ποιητή Κορράντο.
Αχ κύριε κύριε Κωσταντίνε Που όλο πίνε πίνε Και σου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι Σου άναψα ένα καντήλι Στην καρδιά μου.
6.5.1983 Ανιδεογράμματα Εκδόσεις Καστανιώτη 1996
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πίκρανε μόνο εμένα, αλλά και όλους τους Ελληνες!
ΤΡΕΧΑ ΓΥΡΕΥΕ Από τη ποιητική συλλογή, Το ξανανοιγμένο κουτί της Πανδώρας, Εκδόσεις Άγκυρα, 2006
…
Έγραφε τα γραπτά του με το κλεφτοφάναρο κρυμμένο κάτω από το προσκεφάλι κι από του καναπέ τα μαξιλάρια και πήγαινε ανάρια ανάρια στα κρυφά να δρέψει δάφνας με αυτόν τον προκομμένο τρόπο να φτάσει έως τα δυσθεώρατα ύψη της υπερβατικής σχολής
από το πίσω απάτητο ακόμα μονοπάτι καμωμένο από απάτες και τεχνάσματα εκείνο που κανένας αν πρωτύτερα δεν το γνωρίζει ούτε ξέρει να το σκαρφαλώσει έτσι κατά μόνας κι εν κρυπτώ μια νύχτα με χλομό φεγγάρι με χαρτί και καλαμάρι το επεχείρησα κι εγώ
κι απ’ το ανοιχτό παράθυρο φάνηκε η φριχτή γραφή ανάμεσα σε ζοφερές νεφέλες κι απ’ του ματιού τις φλέβες αποκαλύπτεται η σελήνη όταν όπως λένε πεταχτεί αναπάντεχα ο φρυκτωρός των απορρώγων κορυφών με το γιδοπρόσωπό του
Ο Γράκχος κυνηγός προϊστορικά ντυμένος με σκουφί από δέρμα ζώων συρραμένο με κοκκάλινη βελόνα και χορδές εντέρων να με σταματήσει απότομα με τόξο τεντωμένο και με μια χειρονομία που σημαίνει
Αλτ!…, μην προχωράς πιο πέρα αφού δεν έχεις δίπλωμα έμπειρου οδηγού στα όρη που τρυπάν τον ουρανό –στα έσχατα όρια της γραφής– κι είναι βουβή στα ύψη αυτά τα ιλιγγιώδη κι αγωνιώδη η γλώσσα των θνητών
5 Δεκεμβρίου 2003
Στίχοι: Νάνος Βαλαωρίτης Μουσική: Ωχρά Σπειροχαίτη Πρώτη εκτέλεση: Ωχρά Σπειροχαίτη
Κάποιος κοιτάει μέσα μου και βλέπει ότι με βλέπει κάποιος ακούει μέσα μου κι ακούει ότι μ’ ακούει με συναντάει το απόγευμα σε μια γωνιά του δρόμου μαντεύοντας ποιος θα ‘ναι κει κι όσα θα μου συμβούνε
Κάποιος που είναι μέσα μου μου χτίζει ένα σπιτάκι και το γκρεμίζει γρήγορα πριν να το κατοικήσω κάποιος που είναι πάντοτε μπροστά και δε μ’ αφήνει κλείνοντας και φράζοντας το δρόμο να περάσω
Κάποιος κινείται μέσα μου και ξεκινάει σαν τρένο γεμάτος ανυπόμονους κι ωραίους ταξιδιώτες κάποιος μου λέει πως είν’ αργά και δε θα αρθούν εγκαίρως να μας γλιτώσουν οι καλοί απ’ τις κακές διαθέσεις
Κάποιος μου λέει για στάσου ένα λεπτό περίμενε στάσου να δω ποιος είσαι συ ποιος είν’ αυτός πού πάμε μα ήταν άλλος απ’ αυτό που νόμιζα πως ήταν και που’ ναι πάντα μακριά από εκείνου που είναι
Κάποιος θυμάται μέσα μου έναν παλιό του φίλο τότε που πέφταν κανονιές η μια πάνω στην άλλη κάποιος μου λέει δεν είμαι γω που γράφω αυτήν την ώρα μα ένα χέρι ελαστικό που σπρώχνει το δικό μου
Κάποιος μιλάει μέσα μου όταν μιλάω με κάποιον και του εξηγεί πως γίνεται το κάθε τι στον κόσμο πως γίνεται το ανώμαλο απ’ το κανονικό και ο καπνός απ’ τη φωτιά πως βγαίνει γαλανόλευκος
Κι απ’ τη βροχή το σύννεφο πως χαμηλώνει αθόρυβα κι αδειάζοντας πως πέθαινε επάνω από τα σπίτια κι από την πόρτα του μυαλού μια σκέψη πως μπαινόβγαινε αλείβοντας τα λόγια της με της μιλιάς το μέλι
Ένας σκορπιός τρυπήθηκε απ’ το κεντρί του μόνος κάποιο ρολόι αδέσποτο μπερδεύοντας τις ώρες χτυπούσε οκτώ στις έντεκα και δώδεκα στις μία απάνω στο καμπαναριό ή μέσα στην καρδιά μου
Ανοίξτε αμέσως για να μπει αυτός ο κάποιος άλλος να μπει απ’ το παράθυρο όπως μια πεταλούδα που με κοιτάει όταν κοιτώ μέσα στον εαυτό μου μες το δικό μου πρόσωπο το πρόσωπο ενός άλλου
Κατάσταση πολιορκίας
Πολιορκούμεθα λοιπόν
Πολιορκούμεθα από ποιον
Από σένα κι από μένα απ’ τον τάδε και τον δείνα
Πολιορκούμεθα στενά
Από σύνορα, τελωνεία, ελέγχους διαβατηρίων, την Ιντερπόλ, τη στρατιωτική
Αστυνομία, τα τανκς, τη ρητορεία, τη βλακεία,
Απ’ τα παράσημα, τις στολές, τους εκφωνηθέντας λόγους
Τις υποσχέσεις, τις ψευτιές, την κουτοπονηριά
Τη δήθεν αγανάκτηση των ιθυνόντων, την υποκρισία
Την τηλεόραση, τη ραδιοφωνία, τα σαπούνια, τ’ απορρυπαντικά
Τις διαφημίσεις, τον τουρισμό, τα οργανωμένα ταξίδια, τις κρουαζιέρες
Τις γκαζιέρες, τα ψυγεία, τις κατασκηνώσεις, τους προσκόπους,
Τ’ άρθρα για την εκπαίδευση, την πολυκοσμία, τη σκόνη, τις ποιητικές συλλογές
Την έλλειψη ύδατος, τα λιπάσματα, τα νεύρα, την κακή χώνεψη, τη φαλάκρα,
Τους εφοπλιστές, το ποδόσφαιρο, τα λεωφορεία, την ακρίβεια, τις παθήσεις
Της σπονδυλικής στήλης, τη γραφειοκρατία, την καθυστέρηση, τις διαβεβαιώσεις,
Τις κριτικές, την εκκλησία, τα βασανιστήρια, τους καιροσκόπους,
Την υποψία, τους κατατρεγμούς, το φόβο, τη θρασύτητα, τους διαγωνισμούς
Καλλονής, την έλλειψη χρημάτων, την έλλειψη δικαιωμάτων, πολιορκούμεθα από τους βάναυσους
Τους άναρθρους, από τις μαύρες σκέψεις μας. Από τον εαυτό μας
Κι απ’ ό,τι άλλο βάλει ο νους σας πολιορκούμεθα στενά.
CHEESE From Nanos Valaoritis’s Pandemonium
Suppose a friend knocks on your door and says in the middle of the night: You have to help me. I must find this cheese. If I don’t find this cheese I don’t know what will happen. I may die. I may become crazy or I may kill someone. So you say, All right man. I have your cheese right here. And you offer him some sharp yellow cheddar or jack cheese. And he says that’s not it – Then you say – all right – where can we find it at …this hour. In the all night grocery on Pink Street. So you drive him to Pink Street and he gets his cheese. And he’s as happy as Larry with his cheese on his lap. And when you get home, he says, All right now for the cheese. I’m fine… Thanks, goodnight. And you go back to your bed wondering why he had been so fixed on a cheese. And you go to sleep and you have the following dream: The cheese is growing. It’s an enormous cube that takes up all the room, and your friend is embedded in the cheese half in, half out. He cries to you for help. Save me from the cheese, I’m dying, and you draw your revolver and you kill the cheese. And you wake up wondering what the heck the cheese meant in the dream…
1979
ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΣ
Χειροτερεύει κάθε στιγμή ο καιρός αυλακώνουν το στερέωμα οι αστραπές… μια βροχή καταρρακτώδης μαίνεται χείμαρροι καταντούν οι δρόμοι
Άνθρωποι τσαλαβουτάνε με ομπρέλες ο προορισμός τους είναι επισφαλής ήταν να πάνε στο βιβλιοπωλείο ν’ αγοράσουν το βιβλίο όπου βρίσκεται το ποίημα αυτό
Μα διακόπτεται απότομα η πρόθεσή τους απ’τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες
– 31 Γεν. 2004 – Στο υποκύανο μάτι του Κύκλωπα, Εκδόσεις Ψυχογιός, 2015
One of the better-known City Lights shows was Apparitions: Paintings and Drawings by Marie Wilson, which took place in March 1984. Memory of this show has endured in collective consciousness in part because of two printed items of evidence, a small poster and a twice-folded broadside depicting several images along with a short biography and testimonials by surrealist poets Nanos Valaoritis, Thom Burns, and Philip Lamantia.
Hidden Herstories: Marie Wilson at City Lights
ΠΑΝΟΠΛΙΑ ΑΣΤΡΟΝΑΥΤΗ
Ο πατέρας άβαρος πια κι η μητέρα άχρονη,
καθώς πεθαίνει η μνήμη όλα εξαφανίζονται,
μνήμα απείρου μοιρολογείς, το μηδέν μεσουρανεί·
με τα αποφάγια λίγου ήλιου
τρέφεσαι σκοτάδι,
ξεριζωμένο φεγγάρι μαράθηκες,
η απεραντοσύνη της εκμηδένισης κάποιου εγώ
ζωϊκή απολύτρωση·
όταν η περιέργεια ενός κύκλου
αρχίζει να εξερευνά το κέντρο του,
επιτέλους το αποκορυφωμένο σου είναι
βυθίζεται·
αγράμματου βιβλίου οι καμπυλωμένες σελίδες
δεν τολμούν να ξεμυτίσουν απ’ το εξώφυλλο,
αναπόφευκτος ο θυμός των ανθρώπων,
μαχαιρωμένοι πόθοι σφαδάζετε,
ασχημάτιστο άστρο η φυσιογνωμία σου θολή·
το πνευματικό τοπίο της χώρας αποτεφρωμένο,
μέρα δρεπανισμένη, νύχτας ο καινούργιος δρόμος,
προβάτου πείσμα βραχώδες·
με θαλασσινό μοσχάρι ο αφηρημένος καρχαρίας
ξεκοίλιασε την σπηλιά,
έντοσθια πουλιού έτοιμα να πετάξουν,
σέρνεται ο ουρανός με τα δειλά φτερά,
αποκαΐδια συννέφων·
αυτό που δεν έβλεπα με κοιτούσε
τυφλώνοντάς σε βλέμμα μου,
φορώντας πανοπλία αστροναύτη
αντιμετωπίζεις τα φαντάσματα του
διαστημόπλοιού σου.
© MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2019
ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
ΤΟ ΤΡΙΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 2, 1965-1974, Σελ. 83-84
ΓΡΑΦΩ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΕΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ…..
Τροία
Πόσοι στο πέλαγος πόσοι πνιγμένοι
Κι όσοι γυρίζοντας θα ναυαγήσουν
Όλοι περίμεναν να σ’ αντικρίσουν
Μονάχα ο θάνατος δεν περιμένει.
Στις αμμουδιές θυμήσου οι πεθαμένοι
Καθώς περνάς γυρεύουν να μιλήσουν
Κείνα που χτίσαμε θα μας γκρεμίσουν
Μοιάζει να νίκησαν οι νικημένοι.
Τούτη την άνοιξη κανείς δεν ξέρει
Ο ποταμός μού γέμιζε το στόμα
Κι ο ήλιος με κρατούσε από το χέρι.
Τ’ άλογα γύρισαν χωρίς το σώμα
Όταν ξανάρθαμε το καλοκαίρι
Θεέ μου πώς άλλαζαν οι πύργοι χρώμα.
1983. Ποιήματα, 1 (1944–1964).
Αθήνα: Ύψιλον.
Συναντήσεις Με Συγγραφείς στο cafe του ΙΑΝΟΥ | Νάνος Βαλαωρίτης
Δειπνοσοφιστές
Σώματα χωρίς πρόσωπα συγκεκριμένα
Πρόσωπα χωρίς σώματα σχηματισμένα
Που σβήνουν μόλις σβήσει ο ήλιος
Με το θόρυβο μιας γραφομηχανής
Με μπράτσα γυμνά ρωμαλέα στο πλάι τους
Αντρειωμένοι ροχαλίζουν στον ύπνο τους
Και βλέπουν πως το χάος τούς νίκησε
Στα σιδερένια σαλόνια του ύπνου
Εξαϋλωμένα αισθήματα στην παραλία
Των υπνοδοχείων της Μέσης Κατηγορίας
Καμωμένη από χρώματα και αρώματα
Η ωραία Ελένη ντυμένη της μόδας
Ρεμβάζει κι αναρωτιέται τί κάνει
Καθισμένη σ’ ένα τραπέζι με άλλους
Κοιτώντας νωχελικά το αργόσχολο
Πλήθος της ζέστης της άσπρης σεζόν
Κι εγώ προσπαθώ να την πείσω
Να κάνουμε μπάνιο τη νύχτα οι δυο μας γυμνοί
Αφήνοντας στην παραλία τα ρούχα μας
Και με ρωτάει αν το νερό θα’ ναι κρύο.
10.4.1983 – 12.1.1984
1996. Ήλιος ο δήμιος μιας πράσινης σκέψης.
Αθήνα: Καστανιώτης.
Ένα απόγευμα στο σπίτι του Νάνου Βαλαωρίτη
ΠΏΣ ΕΞΟΝΤΩΣΕ Ο ΞΕΡΞΗΣ ΤΟΥΣ ΤΡΙΑΚΟΣΙΟΥΣ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ Από την ποιητική συλλογή “Πικρό Καρναβάλι”, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 24 Οκτωβρίου 2013
…
Οι ποιητές είπαν φτάνει πια να εκθειάζουμε τους οπλίτες – ας κάνουμε κι εμείς οι ποιητές ένα γιουρούσι ηρωικό
Και μαζεύτηκαν σε μια ραχούλα και σχημάτισαν έναν κύκλο κι έβαλαν στη μέση τον πιο αρχαίο – και γύρω γύρω
οι πιο νέοι – κι έτσι κι έγιναν οι καινούργιοι τριακόσιοι στα Στενά – στις Θέρμες πήγαν όπου λούζονταν συχνά οι ποιητές
Ώσπου να ‘ρθεί ο Ξεξεξές ο Ξέρξης ο μέγας βασιλιάς με το φουσάτο του τους περικύκλωσε και είπε: Αν τετραγωνίσετε τον κύκλο σας θα σας σφάξω έναν έναν αντί όλους μαζί
Σε λίγο θα καταργήσουν και την Επανάσταση του ’21
Άδωνις
Στη μικρή παραθαλάσσια πόλη της Αχαΐας κοντά στην τοποθεσία Μπουράκι διαδραματίζονται συγκινητικές στιγμές την Άνοιξη. Όμως τηρείται γύρω του άκρα μυστικότης. Μερικά μόνον έμπιστα πρόσωπα ξεκινούν τα χαράματα και πηγαίνουν σε μια ερειπωμένη έπαυλη μέσα στις καλαμιές. Στο στόμιο της στέρνας σταματούν και ρίχνουν κάτω τους κουβάδες και τον ανεβάζουν επάνω. Τον αλείβουν με λάδι τού χτενίζουν τα μακριά μαύρα μαλλιά, τον τρίβουν σε όλο το κορμί με διάφορα …αρωματικά βοτάνια και αλοιφές και τέλος ένας ένας φυσάνε μέσα στο στόμα του για να του δώσουν αναπνοή.
Όμως εκείνος κοιμάται. Δεν ξυπνάει εύκολα. Φέρνουν τότες τα τρυφερότερα κορίτσια επάνω ακριβώς στον οργασμό της ήβης τους, τα γδύνουν και τ’ αμολάνε σαν περιστέρια επάνω του. Όμως μάταια φτερουγίζουν γύρω του, μάταια ιδρώνουν λαχανιάζουν και βογκάνε όπως η θάλασσα στις σκοτεινές σπηλιές και στην αγκαλιά κατόπιν η μια της άλλης γυρεύουν να εκπληρώσουν τον τυφλό πόθο που του τρέφουν. Χαμπάρι δεν παίρνει από τη θύελλα των αισθήσεων που μαίνεται γύρω του, την απεγνωσμένη τρικυμία της σάρκας που πασκίζει να ξυπνήσει τη σάρκα τους. Τί κι αν χτυπάει που πάει να σπάσει σαν δυναμόμετρο η καρδιά τους; Τί κι αν βουίζει το αίμα στ’ αυτιά τους όπως ο άνεμος μέσα στα πεύκα. Τί κι αν σπαράζουν επάνω του σαν χέλια οι λυγερές. Τί κι αν προσφέρουν σαν ολοκαύτωμα το σγουρό το θηλυκότερο κομμάτι της νιότης τους; Τί κι αν παραδίνουν δίχως άλλες διαπραγματεύσεις τα χείλια της πιο κρυφής σχισμής που τρέλανε η λαχτάρα;
Τί κι αν παθαίνουν, μες στους πυκνούς ελαιώνες των τριχών που φυτρώνουν σαν παρθένο δάσος στην κοιλιά, τις φοβερές εκείνες σεισμικές δονήσεις που τραντάζουν και τα βαθύτερα θεμέλια της ύπαρξής τους;
Αυτός κοιμάται αναίσθητος και ωραίος. Μήτε θυσίες βοδιών μήτε εκατόμβες πουλιών ή ανθρώπων μπορούν να τον συνεφέρουν. Ένας μόνο τρόπος υπάρχει να ξυπνήσει — όπως αποκοιμήθηκε κατά τύχην. Μά το Θεό δε γελάστηκα.
Κι από το πλήθος που θρηνούσε απελπισμένο γύρω του ένας μικρός ξεχώρισε και τον παρατηρούσε με περιέργεια. Σπάζοντας τότες ένα στάχυ από τη γης πλησίασε και του γαργάλησε το ρουθούνι. Όμως τη στιγμή που ορμούσαν οι παριστάμενοι να τον σκοτώσουν στο ξύλο ίσως και για να τον κάνουν κομμάτια, ακούστηκε ένα φτέρνισμα. Η χαρούμενη είδηση μεταδόθηκε σαν αστραπή. Ποιός φτερνίστηκε, ρώτησε ένας μαραγκός. Ο Θεός Άδωνις, του πέταξαν αστειευόμενοι μερικά πειραχτήρια που δεν είχαν ιδέα πως έλεγαν την αλήθεια. «Άδωνις;» επανέλαβε ο μαραγκός, δίχως να πολυπιστεύει. «Γιατί όχι;» του είπαν αυτοί; «Δίχως άλλο» είπε ο μαραγκός με ακόμη μεγαλύτερη δυσπιστία «Δίχως άλλο» για να τους ξεφορτωθεί και με το δίκιο του, νομίζοντας πως τον κορόιδευαν.
Λονδίνο 1948 Ο πύργος του Χαλεπιού. Αδημοσίευτη συλλογή. Στον τόμο: Ποιήματα, 1 (1944–1964) ΕΚΔΣΕΙΣ Ύψιλον.
Αλληγορική Κασσάνδρα Ι
(απόσπασμα)
…
Είμαι τρομερά προληπτική άμα θέλω να γίνει κάτι Δεν τ’ αφήνω ποτέ στην τύχη· κάνω τ’ αδύνατα δυνατά
Να συμβεί. Μια προχθεσινή πρόθεση πραγματοποιήθηκε σήμερα Δεν έχω τί να πω γι’ αυτά που ακούω και βλέπω κάθε μέρα
Με μαστιγώνουν οι τύψεις και με γανώνουν οι ελπίδες Ο περιορισμός μιας έννοιας από τις δυνατότητές της.
Είμαι ολόκληρη σ’ ένα περασμένο εικοσιτετράωρο Και νά που πεταλώνω ψύλλους και μαστιγώνω ουσίες.
Ανιχνεύω παρθένα νερά με το βυθοσκόπιο Καλιγώνω ψείρες και μαζεύω πεταλίδες
Για δόλωμα, μα τί ψάρια με πολύχρωμα φτερά να πιάσω; Συναντάω έναν γνωστό, μια δεύτερη, έναν τρίτο.
Παρόλο που είναι Δευτέρα σήμερα στα τεφτέρια Της Αρχαίας των Ημερών, μας κοιτάει από μακριά.
Και τώρα που τρίτωσε το κακό… Αναζητάω αλήθειες με το μικροσκόπιο
Και βρίσκω ένα τσουβάλι άχρηστες πληροφορίες. Έχω μια μέθοδο που εφαρμόζω με μεγάλη αποτελεσματικότητα.
Παρασύρω ταμπέλες, σηματωρούς, ορόσημα, αφίσες Δεν λιώνω στο διάβα του, δεν είμαι καμωμένη από λάσπη
Ούτε από άργιλο· μια φωνή μεταλλική ηχεί στ’ αυτιά μου Στεντόρεια, απ’ την άλλη άκρη του πεδίου ασκήσεων.
***
«Περάστε, παρακαλώ, να δείτε τ’ αξιοθέατα από ψηλά Η Πόλις έχει εξαπλωθεί έως τις παρυφές των ορέων…»
Και πάει να διεκδικήσει ένα μέρος της θάλασσας. Από θάλασσα άλλο τίποτα, αλλά πού, πώς και πότε.
Ζητιανεύω φιλιά, αγκαλιές χάδια, εγχειρίζω αγάπες Ξεχνάω την κακία, το τέρας, την κοσμογονία.
Ρωτάω να μάθω, αλλά κανένας δεν ξέρει τίποτα. Ήταν άντρας μου, μα ήταν άτυχος και τον πλάκωσαν
Με το μαχαίρι στα δόντια, με το λοστό στην παλάμη. Βαρούσαν μες στα όλα μπαρουτοκαπνισμένοι.
Άργησες και δεν περίμενα παραπάνω από είκοσι λεπτά Τώρα είναι πια αργά για μετάνοιες…
Αν θέλεις να πιάσεις τον εχθρικό στόλο, πιάσ’ τον στο λιμάνι Όπου δεν έχει χώρο για μανούβρες: Καντίζ, Αγκαντίρ, Αιγός Ποταμοί
Τραφάλγκαρ, Τάραντας, Ναβαρίνο, Ισταμπούλ, Οράν, Περλ Χάρμπορ. Εξαιρέσεις: ναυμαχίες της Σαλαμίνας, των Σπετσών της Πόλης.
Με το υγρό πυρ, με τα μπουρλότα και την παλικαριά… ώς πότε Θα ζούμε με ρευστά μηχανοποιημένα ειδύλλια;
Κοσμήτορες του πόνου και της τραγωδίας Σκέπασαν τον κόσμο με τις σαπουνάδες τους.
Αλληγορική Κασσάνδρα, Εκδόσεις Καστανιώτη
Το ελληνικό τοπίο γιομάτο τεμπέλικα βουνά
κι αποπροσανοτολισμένους ανέμους,
Ολύμπιοι θεοί ζαλισμένοι από χιλιόχρονο μεθύσι,
κλαριά πεισματωμένα,
ξέσπασε ο θυμός των δένδρων·
μουσκεμένη σελήνη επιβαρύνεις το σύμπαν,
ποίηση γυμνοπόδαρη περπατήτρια,
αποτυπώματα αθάνατου νερού
κι αποκάτω δάχτυλα νεκρών
ο ευδιάθετος λόγος·
μαύρης θάλασσας το γελαστό προσωπείο
άπιαστης φουρτούνας,
πάντα εκεί η αρχαία γνωριμία ενός κάποιου μέλλοντος,
καπνοί φωτιάς ζυγίζουνε το περιττό τους βάρος,
από την αστραπή και κάτω παράλυτη η θύελλα·
κατσαρίδες ιδεών ποδοπατούν τον νου,
«Μα φτάνει πια επιτέλους» ούρλιαξε ο μελλοθάνατος,
παγωμένο μίσος ρύθμισε την αγάπη
σε θερμοκρασία αδιαφορίας,
«Μείνε λιγάκι ακόμη, μην αναχωρείς» τον παρακάλεσε ο πόνος,
πάντοτε αργοπορημένη πηγαίνει η αιωνιότητα στα ραντεβού της.
© MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2019
ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
ΤΟ ΕΞΙ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 2, 1965-1974, Σελ. 89
Ησυχία, παιδιά, δίπλα κοιμούνται όλοι
εκείνοι που θυσιάστηκαν για το μέλλον σας.
……………………………………………………………….
H Ελλάδα που την έσβησαν απ’ τον Χάρτη
Απ’ τον γήινο χάρτη είναι σβησμένη η Ελλάδα
Κι έγινε πάλι όπως ήταν άλλοτες έναν καιρό
Μια Ιδέα και αναλήφτηκε στον γεωμετρικό
Της Ουρανό απ’ όπου δεν ξανακατέβηκε.
………………………………………………………….
αυτά που γράφω δεν είναι
αναγκαστικά ποιήματα
ή απορρίμματα ή ευρήματα
αναθεωρητικές αντιρρήσεις
γι’ αυτά που έγραφα κάποτε
…………………………………………………………..
το νήμα που αφήνει πίσω της
το κύμα που αφήνει πίσω του…
η αιώρα της φωτογραφίας…
εκείνος που δεν είναι πια εκείνος
αλλά ούτε άλλος ή έτερος ή ετούτος
ο Τουταγχαμών…
Πικρό καρναβάλι
Οι δικοί μας νεοναζί, είναι βουντουιστές
Πρωταρχικές σκηνές το καλοκαίρι
Κάθε τόσο όλα γίνονται φαιδρά Με τα δίοπτρα του ανθυποπλοίαρχου… Σηκώνονται στις μύτες των ποδιών τους Για να δούνε στην αντικρινή στεριά
Αν φάνηκε καμιά ξεγυμνωμένη Καποιουνού η αγαπημένη ξαπλωμένη Μες στην πινελιά ενός ζωγράφου Που έμεινε μισοτελειωμένη
Η Ελένη τούς ξελίγωσε όλους Με αρώματα απ’ τη Συρία Και τα πουλάει λίγα λίγα Στις κυρίες σε μιαν επαρχία
Η Ελένη (καμωμένη) Από ματιές που μου ’ριχνε Φορτωμένες με υπονοούμενα Από κάποια προηγούμενα.
1996 Ήλιος ο δήμιος μιας πράσινης σκέψης. Εκδόσεις Καστανιώτη
“Η άνευ προηγουμένου επίθεση εναντίον της Ελλάδας και των Ελλήνων από την πλευρά της Γερμανίας, την οποία ακολούθησαν κι άλλες ευρωπαϊκές χώρες παντελώς άκριτα …και με στοιχεία λαϊκίστικου φανατισμού, μια επίθεση που έχει πολλές ομοιότητες με το λιντσάρισμα, θυμίζει την περίπτωση όπου στις πλάτες ενός λάθους φορτώνονται και άλλα αναρίθμητα και με αυτό τον τρόπο κρύβουν τα λάθη τα δικά τους”. Νάνος Βαλαωρίτης από το βιβλίο:” Ή του ύψους ή του βάθους”,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ – PSICHOGIOS PUBLICATIONS
Η ζωή μας είναι σύντομη, μοναδική και τραγική
Σκοπός της νεκρώσιμης ακολουθίας δεν είναι να βοηθήσει τα μέλη της εκκλησίας να συμφιλιωθούν με τον θάνατο, γεγονός που είναι αδύνατο, αλλά κυρίως να αποκαλυφθεί η αλήθεια για τη ζωή και τον θάνατο, ώστε με την αλήθεια αυτή να μπορέσουν οι άνθρωποι να οδηγηθούν στην ελπίδα της σωτηρίας.
Ο χαρακτήρας της Εξοδίου Ακολουθίας είναι καθαρά διφυής. Από τη μια σημειώνεται πως «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα, όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον» τα οποία είναι «σκιάς ασθενέστερα, ονείρων απατηλότερα».
Ο θάνατος στην νεκρώσιμη ακολουθία αποτελεί το «φοβερώτατον μυστήριον» με το οποίο η «ψυχή εκ του σώματος, βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας». Αυτό το γεγονός είναι που συγκλονίζει τον άνθρωπο και τον τοποθετεί υπεύθυνα απέναντι στα εσχατολογικά του όρια και τον καλεί να συνειδητοποιήσει «το βραχύ της ζωής».
Η Εκκλησία παρουσιάζει την τραγικότητα του θανάτου μέσα στη νεκρώσιμη ακολουθία όχι για να απελπίσει τον άνθρωπο αλλά για να τον βοηθήσει να συναισθανθεί τη συμφορά και να διερωτηθεί γύρω από το μυστήριο του θανάτου υπερβαίνοντάς τον τελικά με την εν Χριστώ ζωή. Οι ύμνοι και τα τροπάρια της νεκρώσιμης ακολουθίας αποτελούν την απάντηση στο τραγικό γεγονός του θανάτου, τονίζοντας την ματαιότητα των εγκοσμίων έναντι της ασύγκριτης αξίας των αγαθών της ουρανίου βασιλείας, οδηγώντας τους πιστούς σε σκέψεις εσωτερικής περισυλλογής, ώστε «λαβείν τα λυπηρά ως φιλοσοφίας ύλην».
Όπου και να ταξίδευα ήμουν ένας ξένος Με βλέπανε με μάτι καχύποπτο Τι κάνει αυτός εδώ στα μέρη μας Από πού ξεφύτρωσε από ποια χώρα της ανατολής και δύσης μήπως είναι εξωγήινος από άλλο πλανήτη δεν μιλάει καλά τη γλώσσα μας έχει μια περίεργη προφορά, τον ακούσαμε χτες και μίλαγε μια ξένη γλώσσα που κανένας δεν καταλαβαίνει μήπως είναι λαθρέμπορος μήπως είναι απατεώνας κλέφτης… ποιητής αυτό κι αν ήταν να ναι ποιητής αυτό μας έλειπε…όλα αυτά δεν είναι τίποτα όταν στο γυρισμό στη χώρα μου δεν με αναγνωρίζανε, δεν τον ξέρουμε λείπει από καιρό έχει αλλάξει… και η προφορά του στη γλώσσα μας περίεργη μήπως είναι δικηγόρος γιατρός η μήπως είναι ποιητής έχουμε πληθώρα απ’ αυτούς.. απ’ αυτούς δεν χρειαζόμαστε άλλους…έτσι ήμουνα κι εγώ ξένος στη δική μου χώρα… ένας πρόσφυγας από μια μεγάλη καταστροφή ένας ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ ακόμα και το όνομα του ηχεί περίεργο
Η ζωή μας είναι σύντομη, μοναδική και τραγική
Νάνος Βαλαωρίτης -Νικόλαος Κάλας, ένας διάλογος”- Περιοδικό Μανδραγόρας
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΝΑΔΑΣΩΣΗΣ
Η αναδάσωση συνεχίζεται με γοργό ρυθμό φτάνει απρόοπτα σε παροξυσμό δέντρα πετάγονται παντού.
Τρυπάνε του σπιτιού την οροφή και συνεχίζουν την ανοδική πορεία τους προς τον ουρανό ώσπου να φτάσουνε στην πύλη
της παντοδυναμίας – εκεί σταματάνε για να καθορίσουν τι θα πούνε το καθένα στον Κύριο των Μεγάλων
Αρχαγγελικών Δυνάμεων που τα ηνία της γης κρατούσε στα δάχτυλά του ανάμεσα γεμάτα αχάτες κι αμεθύστους.
Επίμετρο.
Δεν ξέρουμε τι είπανε στον Κύριο τα δέντρα αυτά – τα λόγια τους τα πήρε και τα εισέπνευσε κι έβγαλε ένα Αχ τι ωραία.
Πώς μ’ οξειδώνει τ’ οξυγόνο σας και μου αναζωογονεί το μένος να σφάξω και να καταστρέψω να κάψω και να εξολοθρέψω.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ως παρουσία πνευματική και ανθρώπινη στον ελληνικό χώρο
Μουσική: Μαρία Βουμβάκη, στίχοι: Νάνος Βαλαωρίτης, Άλμπουμ: “Το τερραίν του παραδείσου” (2006). Στο βίντεο η Ειρήνη Παππά -ιδανική ενσάρκωση Ηλέκτρας, Κλυταιμνήστρας και Ελένης- από την ταινία “Erendira” (1983) του Ruy Guerra.
Πόσοι στο πέλαγος, πόσοι πνιγμένοι κι όσοι γυρίζοντας θα ναυαγήσουν- όλοι περίμεναν να σ’ αντικρύσουν. Μονάχα ο θάνατος δεν περιμένει.
Στις αμμουδιές, θυμήσου, οι πεθαμένοι, καθώς περνάς, γυρεύουν να μιλήσουν. Κείνα που χτίσαμε θα μας γκρεμίσουν. Μοιάζει να νίκησαν οι νικημένοι.
Τούτη την άνοιξη, κανείς δεν ξέρει! Ο ποταμός μού γέμιζε το στόμα κι ο ήλιος με κρατούσε από το χέρι.
Τ’ άλογα γύριζαν χωρίς το σώμα. ‘Οταν ξανάρθαμε το καλοκαίρι, Θε μου, πώς άλλαζαν οι πύργοι χρώμα!
The Evolution of Present-Day Greece
Η Τιμωρία των Μάγων
Πες μου πού πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή… Τώρα μας δίνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του Ω πρόσωπο που σκέπασε με μάρμαρο τη γη
Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς
Είναι καρδιές που μάθαμε σαν γράμματα ανοιγμένα Είναι τραπέζια όπου κανείς δε θα καθίσει πια Μια μουσική πανάκριβη που γράψανε για σένα Τόσες χιλιάδες δάχτυλα για τελευταία φορά
Εσάς που πήρε ο θάνατος βαριά στα δάχτυλά του Από τα μάτια σας η αυγή πηγάζει σαν νερό Άστρα σε κάθε μέτωπο και φως τ’ ανάστημά του Καμιά ζωή δε γράφεται χωρίς το δάκρυ αυτό
Ακουμπισμένες δυο εποχές η μια κοντά στην άλλη Ω πρόσωπο που φώτισε μια μακρινή αστραπή Ποια θάλασσα ποια θάλασσα θα `ναι αρκετά μεγάλη Για να χωρέσει τον καημό που μάζεψ’ η ψυχή;
Σα μυθικό τριαντάφυλλο μια νύχτα ο κόσμος κλείνει Είναι η πόρτα όπου κανείς δε θα περάσει πια Είναι του δήμιου η ταραχή του ήρωα η γαλήνη Ο ποταμός που κύλησε σαν έσπασε η καρδιά
Πίνακας: Μαρία Γουίλσον-Βαλαωρίτη In the Waves of Endless Love, 1952-1954, Paris. Oil on cardboard (33 x 39).
Αλληγορική Κασσάνδρα ΙΙ
(απόσπασμα)
…
Αφότου μας εγκατέλειψε η σελήνη — από καιρό Προσπαθούσε κρυφά ν’ απομακρυνθεί
Δυο σπιθαμές κάθε αιώνα — κάναμε ότι δεν το ξέραμε Και την αφήναμε με την ελπίδα ότι θ’ άλλαζε γνώμη.
Όταν όμως φάνηκε πως από πείσμα θ’ απομακρυνόταν Χωρίς την άδειά μας, μας έπιασε πανικός.
Γνωρίζαμε ότι η γη θα έφευγε απ’ την τροχιά της Γύρω απ’ τον ήλιο με τρομερά αποτελέσματα
Οι θάλασσες θα κατακλύζαν τις στεριές, τρομερές Θύελλες θα ξεσπούσαν, σεισμοί, εκρήξεις ηφαιστείων.
Κάτω απ’ το νερό, μέσα στις μπουρμπουλήθρες Η φωνή μου προσπαθεί να μιλήσει, ν’ ακουστεί.
Βγήκαν αληθινά όλα τα οράματα που έβλεπα Η γη γδαρμένη από τα νύχια τ’ ουρανού
Εκτάσεις απέραντες καμένες, νεκρές, ακατοίκητες Παντού ερημιά, φαρμακωμένα ποτάμια κυλούσαν
Σε μολυσμένες όχθες μ’ ερειπωμένα σπίτια Τραγούδια δεν ακούγονται πουθενά ούτε ομιλίες
Ο κουρασμένος πλανήτης γλιστράει μες στο διάστημα Ένας κίτρινος λεκές ο ήλιος βασιλεύει κι ανατέλλει αδιάκοπα.
Αργότερα ένας πόλεμος θα ξεσπάσει εξοντωτικός Τέρατα μεταλλικά καλημερίζονται μ’ εκρήξεις
Χιλιάδες ξεχύνονται απ’ τις πόλεις στην ύπαιθρο Να βρούνε καταφύγιο σε σπηλιές και σε βουνοκορφές
Το δέρμα τους κρέμεται κουρελιασμένο, οδύρονται Για λίγο νερό, δεν βρίσκουν πουθενά τροφή.
Μια αφόρητη λάμψη με τυφλώνει, τα μάτια μου Πονάνε, η φωτιά απλώνεται παντού
Βλέπω ανθρωπάκια να τρέχουν σ’ όλες τις κατευθύνσεις Να ξεφύγουν, αρπάζονται από ξυλάρμενα σκούζοντας
Όπως οι κάργες όταν πέφτει ο ήλιος και τρέχουν Σ’ ένα δέντρο να κουρνιάσουν για τη νύχτα.
1998 Εκδόσεις Καστανιώτη
Nanos Valaoritis is an elderly gentleman of 93 who has lived, to say the least, intensely.
Άγραφη Γραφή,
Άκουσα να μιλάν με τόνους τραγωδίας σε σαλόνια του1880 Ν΄ αναστενάζουν σ΄ ένα υπνοδωμάτιο ξενοδοχείου αριθμ. 12… Είδα να τρέχει μια γυμνή στο τρίτο πάτωμα του μυαλού μου Να μουγκρίζουνε δυο τέρατα ανθρωπόμορφα Να την προκαλούνε – καθώς περνούσε – αδιάντροπα Χτυπώντας ρυθμικά το πάτωμα με τις ουρές τους Όταν έπεφτε ψιλή ψιλή βροχή Στάχτη από ηφαίστειο στόμα γυναικείο Κράτησα το χέρι ενός τρελόπαιδου που ξεψυχούσε Στεφάνωσα το αγαπημένο μέτωπο Με λίγα ξερά και άδεια λόγια παρηγοριάς (Δε θυμάμαι αν ήταν κορίτσι ή αγόρι Ο αδικοσκοτωμένος σ’ ένα κομμάτι γης 2×1 ½ μ.) Τρεις αιώνες πέρασαν πριν γίνουν όλα αυτά Πριν ν’ αντιγράψω σ’ ένα τετράδιο καθαρό Τους θρήνους μιας απαρνημένης Το κλάμα ενός νεογέννητου παιδιού Ταφές ανθρώπων ζωντανών – νεκρών που ξαναζωντανεύουν Σχήματα μεταξωτά που αναδιπλώνονται Ένα πλάσμα που φοβόταν ν’ αγαπήσει Κομμάτι μάρμαρο από σάρκα Και τη γραφή την άγραφη Που είδα γραμμένη στ’ όνειρό μου Με γράμματα φωτιάς που καίγαν το χαρτί
Από την ποιητική συλλογή «Εστίες Μικροβίων» που εκδόθηκε πρώτη φορά στο Σαν Φρανσίσκο το 1977.
ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΣΜΕΝΟ ΟΡΑΜΑ
Λίγο πριν νυχτώσει γίνεται αντιληπτός ο ήλιος,
αρχιερέα η έκτη σου αίσθηση απλώνεται στην αμμουδιά
του αναποδογυρισμένου οράματος,
ανατριχιαστικό ύψος απελπισμένου μυρμηγκιού·
η απεπλισία του απείρου διασταυρώθηκε με την
ανησυχία ενός σφαγμένου κοτόπουλου,
κλονισμένος ξύπνησε ο σεισμός,
δίδυμες φαινομενικότητες με αταίριαστες καρδιές·
αποκεφαλισμένα μαλλιά, λείψανα βράχων,
ενσαρκωμένου αγάλματος η πέτρινη ψυχή,
αυτιά φωνάζουν, στόματα ακούνε·
όλα τελειώνουν την ώρα της γέννησης,
νησιά που πνίγηκαν στα μονοπάτια της θάλασσας,
γκρεμών ακρογιάλια ερειπωμένα,
μονότονη η λεωφόρος των κυμάτων·
© MENELAOS KARAGIOZIS, HELLENIC POETRY, 2019
ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
ΤΟ ΕΠΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 2, 1965-1974, Σελ. 89
Ο Νάνος Βαλαωρίτης μιλά για το βιβλίο του “Ο ΟΜΗΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ”
«Ύστατο σονέτο»
Τι παράξενη μοίρα αυτή να μην παίρνομε είδηση ότι βρισκόμαστε… στους αντίποδες του εγώ και του εσύ
αφού μαζί περάσαμε ολόκληρη ζωή απ’ την καλή και την ανάποδη ώσπου μας διέγραψε του ποιήματος το τέλος
Έργο: Μαρία Γουίλσον-Βαλαωρίτη 4/8/1922-17/10/2017 Indians of the Blue Moon, 1952-1954, Paris. Oil on board (27 x 35).
Παραθέτουμε ενδεικτικά ένα απόσπασμα από το ποίημα «Τέσσαρες μπαλάντες της κατοχής» της συλλογής Το μάθημα της χαραυγής:
Μπήκαμε σιωπηλοί με την ψυχή μας Στα δόντια.
Πολεμώντας με κοντάρια
Ν’ ανοίξουμε τρύπες στο νερό.
Κρίμας Να χαθούν τόσο γρήγορα τ’ αχνάρια Του φόνου.
Λιώσανε μες στο κορμί μας Τ’ αστέρια.
Κι οι μεγάλες μάχες μόνο Με τον καιρό γιατρεύονται.
Αμοιβή μας Το νερό, που λυτρώνει από τον πόνο.
(σ. 27)
Nanos Valaoritis: different aspects of humour in the work of a postwar author
ΔΕΧOΜΑΣΤΕ Από τη ποιητική συλλογή “Στο Υποκύανο Μάτι του Κύκλωπα”, εκδόσεις Ψυχογιός
Δεχόμαστε καθημερινά… υποσχέσεις σε τακτές ώρες δεν έχουμε προτιμήσεις για ποιους θα εμπιστευτούμε κι αυτό δεν χρειάζεται να το πολυσκεφθούμε γιατί φθάνουμε πάντοτε στο ίδιο προκαθορισμένο αποτέλεσμα κι ας ξανακάνουμε συχνά απ’ την αρχή τη διαδρομή βγαίνει πάντοτε ο ίδιος παρ ονομαστής με λίγα «δέκατα»
διαφορά – που δεν κάνει καμμιά διαφορά – επειδή είναι όλα υπολογισμένα εκ των προτέρων αυτών που τέλος πάντων θα βρεθούνε κάποτε στη γραμμή του πυρός από μυτερά/ φυστίκια
και μπιζέλια που τρυπάνε η απάνθρωπη περίοδος μας άφησε κάτι συγκινήσεις του τύπου : Μη μου πεις – σοβαρά ; – Μου κάνεις πλάκα Το νου σου στην κοροιδία δεν είναι δυνατόν – φρικτό απερίγραπτο άσχημο τέλος
2 Ιουνίου 2008 ΑΘΗΝΑ
Σχέδιο του Ν. Βαλαωρίτη
ΤΟ ΞΑΝΑΝΟΙΓΜΕΝΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ Ζωγραφική της Κατερίνας Βαλαωρίτη
ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ
…
Ο πίθος τότε ήνοιξε της ατυχούς Πανδώρας κι εντός κι εκτός το έδαφος της κλασσικής μας χώρας εκ πάσης επλημμύρισεν Ιαμβικής πληθώρας άνευ κριτικής επιλογής εκ του ασφαλούς προς ώρας Π.Μ. & Ν.Β.
Δύο ώρες με τον ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη
ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ
Υπάρχουν ακόμα Δευτέρες
Τρίτες Τετάρτες καταναλώ
νουμε φαγητά της ώρας
είμαστε αναγκασμένοι να
καιροσκοπούμε με τους κερδί-
ζοντες- να χάνουμε με τους
χαμένους- να ‘μαστε πρώτοι σε
όλα τα κακά και μη χειρο
τερα- να βαδίζουμε άκρη άκρη
όπως τα φοβερά μουλάρια…
στ’ απόκρημνα μονοπάτια
να γινόμαστε γελοίοι με τους
γελοίους και σοβαροί με τους
σοβαρούς- κάπως έτσι
δεν μας έμαθαν να συμ-
περιφερόμαστε ώστε
να βρίσκουμε πάντα μία
σκιώδη πρόταση ν’ αποδεί-
ξουμε ότι είμαστε ενη
μερωμένοι –πόσο κουραστικό
αυτό το τελευταίο…
Αθήνα 17 Απρ.2016
Όλο το 24ωρο
Μισός αιώνας απογεύματα με τη γιαγιά μου Σύννεφα σαύρες παρδαλές και άλλα τέρατα… Κορίτσια ελαφρόμυαλα σαν τα σπουργίτια Με βάδισμα ενοχοποιητικό μες στα παλτά τους Ένα σεντόνι ερημιάς πάνω στο πρόσωπό μου Συναντήσεις καθημερινές σαν γκρεμισμένες εκκλησίες Λιμουζίνες με περίεργες βλοσυρές εκφράσεις στο τιμόνι Άγνωστοι στις γωνίες των δρόμων περιμένοντας Άγνωστες που περνάνε στον πληθυντικό Ζαχαροπλαστεία γεμάτα ερωτηματικές ματιές Φάρμακα αντίδοτα για αισθήματα ασφυξίας Ώρες που δεν ξανάρχονται και καφενεία φαντάσματα Ξύπνημα πρωινό βαρύ ασήκωτο ή ευδιάθετο Ξεκίνημα για μιας καρδιάς την πόρτα τη στενή Αλλά κανείς στο σπίτι που είπανε πως έμενε Τρελή Σουηδέζα με μάτια σα φανάρια Αγώνες για τη Δημοκρατία αγώνες δρόμου και αγωνία Μισός αιώνας παρά τέταρτο και κάτι ακόμα παραλίγο επάνω μου.
Παρέα με τους Αλαν Ρος (του London Magazine) και Ανδρέα Εμπειρίκο, το 1965
ΑΠΝΟΙΑ
Αν κατεβούμε κάποτε προς τις ακρογιαλιές – Τι μας είναι αυτές οι ακρογιαλιές Παρά μια διέξοδος από τη μετριότητα Ένας αφρός σπαταλημένων ημερών Οι εαυτοί μας συγκεντρωμένοι στην ακροθαλασσιά Με διαφορετικά ονόματα ο καθένας Έτοιμοι να επιβιβαστούν στα πλοία Αναζητώντας μια χαμένη Τροία Οι πολυμήχανοι οι ωκύποδες με λόγια φτερωτά – Το θέμα της συζήτησης στην τελευταία συνάντηση Περί ανέμων και υδάτων και περί φαντασμάτων Αγκαλά και δε θυμάμαι τι ειπώθηκε ακριβώς Ακούστηκαν πολλές φωνές μες στις σκηνές περί θυσίας ο λόγος και περί αποπλεύσεως Και περί θεάς Αρτέμιδος – όμως λείπει το άθροισμα Λείπει το εγώ που σημειώνει και περιεργάζεται Το αύριο και το σήμερα το άλλοθι και το εδώ Του επί ξηρού ακμής παντοτινά ιστάμενου Γίγαντα που βαστάει στα χέρια του τον ουρανό.
Τα τρία τέταρτα της ζωής μου Στον Τάσο Δενέγρη
…
Μέσα στης γης τα χάσματα και την επιδερμίδα Άγνωστες ποσότητες σπανίων ορυκτών Τοποθετημένα σαν κεφάλαια σ’ επίκαιρα σημεία Μια γενειάδα ακολουθεί την άλλη αστραπιαία Χώρες αλλάζουν χέρια εμβαδόν υψόμετρο Ονόματα πόλεως γίνονται χερσόνησοι Τοποθεσίες πολυάνθρωπες γίνονται θάλασσες Ποτάμια δανείζονται τις κοίτες των άλλων ποταμών Λόφοι παραμερίζονται από ζηλότυπα βουνά Πολυτελή ανάκτορα ερημώνονται και καταντούν υπόγεια Άνθρωποι σοφοί ξαναμωραίνονται Και το μυαλό τους εξατμίζεται στο χάος το απληροφόρητο Ξύλινα σπίτια τοποθετημένα σε νέες διασταυρώσεις Γίνονται θύματα της πυρκαγιάς ερωτικών διαθέσεων Γέφυρες υποτάσσονται στους πεζούς Φέρετρα στοιβάζονται γιατί όλοι τώρα Καίνε τους « πρώην» τους με αρώματα Σε κλίβανους ατομικούς Κατεψυγμένοι εγκέφαλοι σκέπτονται στις βιβλιοθήκες Κύριοι φρακοφόροι μελετούν τις αντιδράσεις τους Σεξουαλικές ανωμαλίες Γίνονται «Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου» Όργανα της τάξης αλλάζουν φύλο καθημερινά Όργια σε ρωμαϊκές βίλες Παίρνουν τον χαρακτήρα Μιας σφαγής συνειδήσεων Εξαγορασμένη τρυφερότητα φτάνει ως τα πεζοδρόμια Στο μεταξύ τα πόδια μου Είναι από άμμο κι από μαργαρίνη Τα χέρια μου είναι από φτερά πουλιών Το κεφάλι μου είναι βιδωτό Το στόμα μου αναβοσβήνει Όπως τα φώτα της κυκλοφορίας Κόκκινο πράσινο κίτρινο κόκκινο καφέ… Τα λόγια μου ταχυδρομούνται Σε στοίβες εκατομμυρίων Κλείνω τ΄ αυτιά μου για να μην ακούγονται Τα παράπονα των ταχυδρόμων Ένας ταμίας που κατάκλεψε μια Τράπεζα Ομολογεί τα πάντα σ΄ ένα μέντιουμ Που πάει να τον καταγγείλει στην αστυνομία Μια νεράιδα ντύνεται στο σεληνόφως Μια γυναίκα στου Dior – εγώ δεν ντύνομαι Πουθενά – μένω γυμνός – Το σπίτι μου είναι ο παράδεισος των ανωμάλων έλξεων Μόνο στραβόξυλα περνούν για διαβατήρια Μόνο χαμόγελα έχουν μια γεύση υπόξινη Μόνον οι βάσεις και τα οξέα Ξέρουν τι σημαίνουν οι συνθέσεις Που μοιράζονται τα ηλεκτρόνιά τους με άλλα άτομα-
–Μου κάνει πολλή εντύπωση ότι όλα αυτά τα περιγράψατε χωρίς κάποιο ίχνος «θρήνου» για ό,τι έχει χαθεί…
Βαλαωρίτης: Η δική μου γενιά την έχει μάθει καλά αυτή τη τέχνη: να μη θρηνεί γι’ αυτό που χάθηκε. Ευεργετική τέχνη για να συνεχίσεις τη ζωή σου.
Απότομη η αλλαγή του καιρού. Σα Γερμανική Εισβολή…
είχε γράψει στις 26 Σεπτεμβρίου του 2018.
“Η χώρα μου”
δεν είναι πια η χώρα των ποιητών
Η ΧΩΡΑ ΜΟΥ…δεν είναι πια η χώρα κανενός
Η χώρα μου Αφιερωμένο στο Κ. Καρυωτάκη (αποσπάσματα)
…
Η χώρα μου δεν είναι πια η χώρα των ποιητών Αλλά όπως η Κιμερία “βουτηγμένη στο σκοτάδι και στην απουσία” Την κατοικούνε ανάποδα και τετράποδα κι’ εντός κοκόρου γνώση Μ’ εν τρίτον οφθαλμού κι εν όγδοον χιλιοστό αυτιού Στόμα τρίγωνο καρδιά στον αφαλό και τα μαλλιά σαν χόρτα ξεραμένα Αντίς για μάτια τα θηλυκά φοράνε βέρες κι’ αντίς για γλώσσα μια σαύρα ζωντανή Ντουλαποκλειδωμένες κρύβουν την ουρά τους ντροπαλά κάτω απ’ τα σκέλια και δρέπουν τους καρπούς της μελαγχολικής τους κλωστοϋφαντουργίας.
Η χώρα μου δεν είναι πια η χώρα των ποιητών Η σκευωρία του εγώ και η συνωμοσία του “ποιος είσαι σύ” Διαιρούν τους άχρηστους και τους ανύπαρκτους σε δυο αντίπαλες φατρίες Εξίσου υπεύθυνοι και οι δυο για το όνειδος και για την αθυροστομία την παρωδία των θεών και των θνητών τον μέγα εξευτελισμό Και δια της βίας το έλα εδώ εσύ αντιρρησία Υπόγραψε τούτο το χαρτί κι’ αυτή τη συμφωνία Και μια δήλωση παραίτησης από τα νύχια ως την κορφή Και κάτσε ήσυχα γιατί θα στην αστράψουμε Μια καρπαζιά σε άπταιστο βλαχοβαλκανική.
Η χώρα μου δεν είναι πια η χώρα των ποιητών Αλλά το μνήμα της αμνημοσύνης και του ωραίου ο βόθρος Της φτώχειας και της αβουλίας ο άγριος τοκετός Η χώρα μου δεν είναι πια η χώρα κ α ν ε ν ό ς.
Εποχές και Συγγραφείς – Νάνος Βαλαωρίτης
«Τί είχαμε, τί χάσαμε και τί μας μένει ακόμα»
«Χάσαμε τα αυτοκίνητα, τα κινητά μας, τα ακίνητα μας, τα επιδόματα του Πάσχα και των Χριστουγέννων. Χάσαμε τον ύπνο μας, τη δουλειά μας, το μαγαζάκι, το καφενείο, την επιχείρηση ρούχων, παπουτσιών, την ιστορία μας, το 1821, τη Σμύρνη, τη Μ. Ασία. Χάσαμε τα καπέλα μας, την αξιοπρέπεια μας, την μπέσα μας, τις πνευματικές μας αξίες, τις αξίες στο χρηματιστήριο, τις καρέκλες μιας εποχής στο Δημοπρατήριο, τις ντουλάπε…ς, τους καθρέφτες.
Χάσαμε τη Βυζαντινή μας ταυτότητα ως γνήσιοι Έλληνες απόγονοι εκείνων των άλλων Ελλήνων που θαυματούργησαν χωρίς δάνεια, χωρίς θέσεις στο δημόσιο, αργομισθίες στις ΔΕΚΟ, στη Λυρική σκηνή, στη δημόσια τηλεόραση. Χάσαμε τα αυγά και τα πασχάλια μας, τα βρακιά μας, τα εισοδήματα από τους τεράστιους φόρους, τα ξενοδοχεία μας, τα πλοία τα εμπορικά, τα πλοία της γραμμής, τη φήμη μας στο εξωτερικό, τους φίλους μας, που μας αφήσαν χωρίς να το αντιληφθούμε…μια νύχτα βροχερή συννεφιασμένη….
Τι μας έμεινε;
Ο Ήλιος ο Πρώτος, ο Δεύτερος, ο Τρίτος, ο Δήμιος μιας Πράσινης σκέψης, ο Ηλιάτορας ο νοητός, ο αυτονόητος, μας έμειναν τα νησιά με τα καφετιά τους βράχια, που ήταν ωραία κάποτε, τα νησιά, εδώ που τα γυρεύαμε, που ψάχναμε να τα βρούμε, η θάλασσα με τα γαλάζια κύματα, με τα καράβια, με τα φερι μποτ, τα ιστιοφόρα.
Μας έμεινε το φεγγάρι, αφερέγγυο και αυτό, μας έμειναν τα βουνά, τα φαράγγια, οι λίμνες τα δάση αν δεν είχαν καεί ακόμα, οι ακρογιαλιές, οι αμμουδιές για μπάνιο, το χαρτί και το στυλό να γράφουμε τα ποιήματα μας και να τα πετάμε στον κάλαθο των αχρήστων, ποιος θα πληρώνει το χαρτί και το μελάνι να τα δημοσιεύσει.
Μας έμειναν τα ωραία κορίτσια με τα μακριά μαλλιά, και τα νέα παλικάρια, με τα αξούριστα γένια, άνεργοι οι περισσότεροι, μας έμειναν οι επιγραφές στις πόρτες, Ανοιχτό, Κλειστό, Σύρατε, Σπρώξτε, οι παράξενες φήμες, οι φακές, τα μακαρόνια, τα καλαμαράκια, τα σουβλάκια, τα κρασιά, για να ξεχάσουμε αυτά που χάσαμε, τις φιλενάδες μας στις ξένες χώρες, τις σπουδές μας στο εξωτερικό, και τα ηχηρά παρόμοια.
Μας έμεινε ο Όμηρος, αν έχουμε καιρό να τον διαβάσουμε, ο Καβάφης, ο Εμπειρίκος, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Καρυωτάκης, ο Καββαδίας, σας έμεινα εγώ, αν κάνετε έναν κόπο να με διαβάσετε.»
The horrible fires….. all those people, animals, forests, houses gone… an unbelievable tragedy…
είχε γράψει στις 25 Ιουλίου 2018
για την καταστροφική φωτιά στο Μάτι, και…
ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΟΜΠΗΙΑ…… ΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΙΔΙΟΙ
…και στις 14 Ιουλίου 2018:
Καλημέρα σε όλους… Επιστροφή στο χειμώνα… Ο καιρός έχει τρελλαθεί… κι εμείς το ίδιο… Γι’ αυτό πονάνε όλες οι κλειδώσεις μου… Κρατηθείτε καλά Φίλοι και Φίλες μου…… Το πλοίο κλυδωνίζεται! Καλό ΣΚ
…και στις 12 Ιουλίου 2018:
ΙΣΩΣ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΑΣ ΜΕ ΤΕΤΟΙΟΥΣ ΠΟΥ ΕΚΛΕΓΟΥΜΕ ΣΕ ΥΨΗΛΕΣ ΘΕΣΕΙΣ…
…και στις 5 Ιουλίου 2018:
Ευχαριστώ όλους που μου ευχήθηκαν… και στον καθένα χωριστά εύχομαι τα καλύτερα
ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ (1921-2019)
…ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Η ΠΟΙΗΣΗ.
ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΓΡΑΨΑΝ…
Recent Comments