Navigation Menu+

Charles Simic (1938-), Η μουσική των άστρων

Posted on Feb 18, 2015 | 0 comments

 

 


 

BIOGRAPHY: Poets.org

 

Charles Simic was born on May 9, 1938, in Belgrade, Yugoslavia, where he had a traumatic childhood during World War II. In 1954 he emigrated from Yugoslavia with his mother and brother to join his father in the United States. They lived in and around Chicago until 1958.

His first poems were published in 1959, when he was twenty-one. In 1961 he was drafted into the U.S. Army, and in 1966 he earned his Bachelor’s degree from New York University while working at night to cover the costs of tuition.

His first full-length collection of poems, What the Grass Says, was published the following year. Since then he has published more than sixty books in the U.S. and abroad, twenty titles of his own poetry among them, including New and Selected Poems: 1962-2012 (Harcourt, 2013); Master of Disguises(2010); That Little Something (2008); My Noiseless Entourage(2005); Selected Poems: 1963-2003 (Faber and Faber, 2004), for which he received the 2005 International Griffin Poetry Prize; The Voice at 3:00 AM: Selected Late and New Poems(2003); Night Picnic (2001); Jackstraws (1999), which was named a Notable Book of the Year by the New York Times; and The Book of Gods and Devils (1990).

His other books of poetry include Walking the Black Cat(1996), which was a finalist for the National Book Award; A Wedding in Hell (1994); Hotel Insomnia (1992); The World Doesn’t End: Prose Poems (1989), for which he received the Pulitzer Prize for Poetry in 1990; Selected Poems: 1963-1983(1990); and Unending Blues (1986).

In his essay “Poetry and Experience,” Simic wrote: “At least since Emerson and Whitman, there’s a cult of experience in American poetry. Our poets, when one comes right down to it, are always saying: This is what happened to me. This is what I saw and felt. Truth, they never get tired of reiterating, is not something that already exists in the world, but something that needs to be rediscovered almost daily.”

Simic has also published numerous translations of French, Serbian, Croatian, Macedonian, and Slovenian poetry, and is the author of several books of essays, including Orphan Factory. He has edited several anthologies, including an edition of The best American Poetry in 1992.

[…]

Simic was appointed the fifteenth Poet Laureate Consultant in Poetry in 2007.

“I am especially touched and honored to be selected because I am an immigrant boy who didn’t speak English until I was 15,” responded Simic after being named Poet Laureate.

Simic was chosen to receive the Academy Fellowshio in 1998, and elected a Chancellor of the Academy of American Poets in 2000. He has received numerous awards, including fellowships from the Guggenheim Foundation, the MacArthur Foundation, and the National Endowment for the Arts, and was elected to The American Academy of Arts and Letters in 1995.

Most recently, he was the recipient of the 2011 Frost Medal, presented annually for “lifetime achievement in poetry.” In 2007, he received the Wallace Stevens Award from the Academy of American Poets. Simic is Professor Emeritus at the University of New Hampshire, where he has taught since 1973.


 

Σ’ αυτήν την ιστοσελίδα θα παρουσιάσουμε αποσπάσματα απ’ το βιβλίο “Charles Simic Η μουσική των άστρων ποιήματα” απ’ τις εκδόσεις Κοινωνία των Εθνών, 2010. Τα ποιήματα του Simic μεταφράστηκαν απ’ τους Στρατή Χαβιαρά και Ντίνο Σιώτη.

Θα παρουσιάσουμε επίσης την μεταποίηση τους απ’ τον Καραγκιόζη.

 


 

ΚΑΤΙ ΜΕΓΑΛΟ ΣΤΑ ΔΑΣΗ, ΣΕΛ. 54

 

 

σιμικ2

 


 

 

ΤΟ ΚΛΑΜΠ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ, ΣΕΛ. 46

 

 


 

Σιμικ3

 

“Ανάγνωση Ιστορίας”, Σελ. 83

 

Καμιά φορά, διαβάζοντας εδώ

Στη βιβλιοθήκη.

Νιώθω ότι βλέπω μπροστά μου

Τους θανατοποινίτες

Εδώ και αιώνες,

Και τους δήμιους τους.

Και βλέπω τα χλομά τους πρόσωπα

Όπως ο δικαστής θα τα ‘βλεπε,

Κάνοντας πλάκα στη σκέψη

Ότι δεν υπάρχω ακόμη.

Με τα μάτια κλειστά μπορώ ν’ ακούσω

Τα πουλιά του δειλινού.

Σύντομα θα ησυχάσουν

Και η τελευταία νύχτα της γης

Θα ξεκινήσει

Για την πιο πλήρη της θλίψη.

Πόσο μεγάλος, σκοτεινός κι αδιαπέραστος

Είναι ο ουρανός νωρίς το πρωί

Εκείνων που οδηγούνται στο θάνατο

Σ’ έναν κόσμο απ’ τον οποίο είμαι εντελώς απών,

Τόσο που είμαι σε θέση να χαζεύω

Κάποιον απ’ αυτούς με σκυμμένη ράχη.

 


 

Και η μεταποίηση του απ’ τον Καραγκιόζη.

 

ΚαραγκιοζηςΣιμ1

 

 

Η Ιστορία μαθαίνει να περπατά

κάνοντας τα πρώτα της βήματα

στη βιβλιοθήκη, νωρίς το πρωί,

ανατέλλει η γνώση σαν ήλιος

που τον οδηγούνε στους θανάτους

βλέπω μπροστά μου

τα χλομά πρόσωπα πουλιών

ο δικαστής κι ο δήμιος ήτανε δίδυμοι

με μάτια κλειστά βλέπω

πως δεν υπάρχω ακόμη και τώρα

σύντομα θα ησυχάσουν τα χρόνια μας

κι αδιαπέραστοι οι αιώνες

θανατοποινίτες ετοιμοθάνατοι

είμαι σε θέση να γεννήσω

όχι όμως σάρκα αλλά μπόλικο

σπέρμα και πνεύμα

θα ξεκινήσει η θλίψη

απ’ το μηδέν πάλι

αρνούμαι να σκύψω τη ράχη

σ’ έναν κόσμο με τον οποίο είμαι

αλυσοδέμενος

εκείνος ο ουρανός ενός δειλινού

καμμιά φορά μου διαβάζει ένα ποίημα

που διατηρεί απαράλλαχτο το νόημά του

κάποιος από εκείνους τους κομήτες

με τους οποίους συγγενεύω

θα δολοφονήσει πλήρως τη γη

σκοτεινός χαζεύω το τελευταίο φως.


 

Ένα μουσικό διάλειμμα

 

 

 


 

Η μεταποίηση του “Πανηγύρι στην ύπαιθρο”, Σελ. 81 απ’ τον Καραγκιόζη

 

ΚαραγκιοζηςΣιμ1

 

 

Τι κρύα που ήταν τα μάτια του

σαν παγωμένη νύχτα

είχε ερωτευθεί μια νυχτερίδα/

Μας έλεγε: “Δεν πειράζει

κι ας πεθάνω ενώ δεν θα ‘χω ζήσει

ούτε είκοσι χρόνια’

εμείς τον είδαμε να κολυμπάει

σε μια παραλία γυμνιστών

είχε δανειστεί ένα ζευγάρι λέπια

απ’ ένα ψάρι που ως αντάλλαγμα

του ‘χε μάθει πως να γαβγίζει

όταν τα πράγματα ολόγυρα

χειροτέρευαν έδενε την ύπαιθρο

μ’ ενα λουράκι και την έβγαζε βόλτα

δεν είχε δαγκώσει ποτέ κάποιο κορίτσι

μονάχα την γλώσσα του/

ήταν μεθυσμένος ο σκύλος

και κούτσαινε ενώ κοιμότανε

και νόμιζε πως η σαρανταποδαρούσα

που όλο τη φιλούσε στο λαιμό

έχει έξη πόδια

δηλαδή τρία παραπάνω απ’ τα δικά του

όταν απειλούταν

πως θα δηλητηριαστεί

έσκαγε στα γέλια

δεν είχε έγνοιες

για αυτόν η ύπαρξη

θύμιζε μια παράσταση κωμική

αναρωτιόταν μήπως

είναι τσοπανόσκυλο;

λυκόσκυλο; ή κυνηγόσκυλο;

δεν ήταν καν σίγουρος

πως έμοιαζε με σκύλο/

ανεμίζανε τα αυτιά του

σαν φτερά πουλιού

ανίκανου να πετάξει

συνήθιζε να σκέφτεται

στο άψε σβήσε

αληχτούσε από πανηγύρι σε πανηγύρι

με τα τέσσερα του πόδια

έκανε γιόγκα

στηριζόμενος

στα άλλα δυο απάνω

έτρεχε ξέγνοιαστος

ολόιδιος άνθρωπος.

 


 

Charles Simic, 2007 Laureate

 

 

 


 

Charles Simic, Writers in Motion

 

 

Submit a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *