ELIOT, WASTELAND-SEFERIS, TRANSLATION-KARAGIOZIS, META/POETICS
T. S. ELIOT: WASTELAND, 1922
GEORGE SEFERIS, TRANSLATION: Η ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ, 1936
KARAGIOZIS: META/POETICS, 2017
Θωμάς Έλιοτ (1888-1965)
Άγγλος ποιητής και κριτικός, αμερικάνικης καταγωγής.
Τιμήθηκε το 1948 με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας.
Τη φήμη του απόχτησε το 1922 με το ποίημά του Έρημη Χώρα που μεταφράστηκε σε όλες σχεδόν τις γλώσσες.
Θ. Σ. ΕΛΙΟΤ
Η ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ (1922)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ (1936)
A΄. Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας
Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας
Λίγη ζωή μ’ απόξερους βολβούς.
Το καλοκαίρι μας ξάφνισε καθώς ήρθε πάνω απ’ το Σταρνμπέργκερζε
Με μια μπόρα· σταματήσαμε στις κολόνες,
Και προχωρήσαμε στη λιακάδα, ως το Χόφγκαρτεν,
Κι ήπιαμε καφέ, και κουβεντιάσαμε καμιάν ώρα.
Bin gar keine Russin, stamm’ aus Litauen, echt deutsch.
Και σαν ήμασταν παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα,
Του ξαδέρφου μου, με πήρε με το έλκηθρο,
Και τρόμαξα. Κι έλεγε, Μαρία,
Μαρία, κρατήσου δυνατά. Και πήραμε τhν κατηφόρα.
Εκεί νιώθεις ελευθερία, στa βουνά.
Διαβάζω, σχεδόν όλη νύχτα, και πηγαίνω το χειμώνα στο νότο.
Ποιες ρίζες απλώνονται γρυπές, ποιοι κλώνοι δυναμώνουν
Μέσα στα πέτρινα τούτα σαρίδια; Γιε του ανθρώπου,
Να πεις ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνο
Μια στοίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο ήλιός,
Και δε σου δίνει σκέπη το πεθαμένο δέντρο, κι ο γρύλος ανακούφιση,
Κι η στεγνή πέτρα ήχο νερού. Μόνο
Έχει σκιά στον κόκκινο τούτο βράχο,
(Έλα κάτω απ’ τον ίσκιο του κόκκινου βράχου),
Και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό
Κι από τον ίσκιο σου το πρωί που δρασκελάει ξοπίσω σου
Κι από τον ίσκιο σου το βράδυ που ορθώνεται να σ’ ανταμώσει
Μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο.
Frisch weht der Wind
Der Heimat zu,
Mein Irisch KindWo weilest du?
«Μου χάρισες γυάκινθους πρώτη φορά πριν ένα χρόνο·
Μ’ έλεγαν h γυακίνθινη κοπέλα».
—Όμως όταν γυρίσαμε απ’ τον κήπο των Γυακίνθων,
Ήταν αργά, γεμάτη η αγκάλη σου, και τα μαλλιά σου υγρά, δεν μπορούσα
Να μιλήσω, θολώσανε τα μάτια μου, δεν ήμουν
Ζωντανός μήτε πεθαμένος, και δεν ήξερα τίποτε,
Κοιτάζοντας στην καρδιά του φωτός, τη σιωπή.
Oed’und leer das Meer.
Η κυρία Σόζοστρις, διάσημη χαρτομάντισσα,
Ήταν πολύ κρυολογημένη, μολαταύτα
Λένε πως είναι η πιο σοφή γυναίκα της Ευρώπης,
Με μια διαβολεμένη τράπουλα. Εδώ, είπε,
Είν’ το χαρτί σας, ο πνιγμένος Φοίνικας Θαλασσινός,
(Να, τα μαργαριτάρια, τα μάτια του. Κοιτάχτε!)
Εδώ ’ναι η Μπελλαντόνα, η Δέσποινα των Βράχων,
Η δέσποινα των καταστάσεων.
Εδώ ’ναι ο άνθρωπος με τα τρία μπαστούνια, κι εδώ ο Τροχός,
Κι εδώ ο μονόφθαλμος έμπορας, και τούτο το χαρτί,
Τα’ αδειανό, κάτι που σηκώνει στον ώμο,
Που ’ναι απαγορεμένο να το δω. Δε βρίσκω
Τον Κρεμασμένο. Να φοβάστε τον πνιγμό.
Βλέπω πλήθος λαό, να περπατά ένα γύρο.
Ευκαριστώ. Α δείτε την αγαπητή μου Κυρίαν Ισοψάλτου,
Πείτε της πως θα φέρνω τ’ ωροσκόπιο μοναχή μου:
Πρέπει να φυλαγόμαστε πολύ στον καιρό μας.
Ανύπαρχτη Πολιτεία,
Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής,
Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος, τόσοι πολλοί,
Δεν το ’χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς.
Μικροί και σπάνιοι στεναγμοί αναδινόντουσαν,
Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του τα μάτια.
Χύνουνταν πέρα στο ύψωμα και κάτω στο Κίνγκ Ουίλλιαμ Στρήτ,
Εκεί που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες
Με ήχο νεκρό στο στερνό χτύπημα των εννιά.
Εκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα, φωνάζοντας: «Στέτσον!
Συ που ήσουνα μαζί μου στις Μύλες με τα καράβια !
Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο,
Άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ’ ανθίσει εφέτο;
Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά του;
Ω κράτα μακριά το Σκυλί τον αγαπάει. τον άνθρωπο,
Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι !
Συ ! hypocrite lecteur ! – mon semblable, – mon frère ! »
www.24grammata.com
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΘΡΕΦΟΝΤΑΣ ΒΟΛΒΟΥΣ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 22/12/2017)
Η γη όταν γιομίζει χιόνι και λησμονιά
ξαφνιάζει τους ανθρώπους
σταματάνε ξάφνου οι επιθυμίες
κι οι πεθαμένες θύμησες
σμίγουν με νεογέννητα μα σκληρά πλάσματα
ταράζοντας έτσι την ανοιξιάτικη βροχή
ενώ ο Απρίλης μήνας σκεπάζεται από χειμώνες
απόξερες λιακάδες ζωής
αφημένες στις κολώνες
προχωρήσαμε σε μπόρες καλοκαιριού
ήρθε απάνω μας η ζέστη, ρίζα άνοιξης οκνηρή
σκεπάστηκαν οι χειμώνες θρέφοντας ώρες πολλές
τρομάξανε τα παιδιά των ελκήθρων
η Μαρία η αρχιδούκισσα
φτιάχνοντας καφέδες πικρούς
να πιούνε οι νεκροί οι σκεπασμένοι γη
διψάγαν και κουβέντιαζαν
εκείνοι θρέφονταν ελευθεριά, βουνά
κι ας πήρε τη κατηφόρα η νιότη
δυνατός μήνας ετούτος που ζεσταίνει τις πασχαλιές
εμείς μείναμε εκεί που ήμασταν
θρέφοντας βολβούς
Εμπνευσμένο από το: Α’. Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ, Σελ. 81.
© HELLENIC POETRY, 2017
Β΄. ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ
Το Κάθισμα όπου κάθονταν, σα στιλβωμένος θρόνος,
Έλαμπε στο μάρμαρο, όπου ο καθρέφτης
Που βάσταζαν κοντάρια πλουμισμένα με κλήματα
Όθε ξεμύτιζε ένας χρυσός Ερωτιδέας
(Με τη φτερούγα σκέπαζε τα μάτια του άλλος ένας)
Ζευγάρωνε φλόγες από εφτάκλωνους κεροστάτες
Αντιφεγγίζοντας το φως επάνω στο τραπέζι ένώ
Των κοσμημάτων της η λάμψη ορμούσε να το συναντήσει,
Πλούσια ξεχειλίζοντας σε θήκες μεταξωτές.
Σε φιάλες από φίλντισι και χρωματιστό γυαλί
Ξεβούλωτες, ενέδρευαν τ’ αλλόκοτα συνθετικά μυρωδικά της,
Υγρά, σε σκόνη, ή σ’ αλοιφή – σκοτίζανε, συγχύζανε
Και πνίγανε την αίσθηση με αρώματα· ερεθισμένα απ’ τον αγέρα
Που έμπαινε δροσερός απ’ το παράθυρο, τούτα ανεβαίναν
Παχαίνοντας τις τεντωμένες φλόγες των κεριών,
Ρίχνανε τον καπνό τους στα λακουεάρια,
Ξυπνώντας τα στολίσματα στο φατνωτό ταβάνι.
Πελώρια ξύλα πελαγίσια ταγισμένα μπακίρι
Έκαιγαν πράσινα και πορτοκαλιά, με πέτρα πολύχρωμη πλαισιωμένα,
Και στο θλιμμένο τούτο φως ένα δελφίνι σκαλισμένο κολυμπούσε.
Πάνω απ’ τ’ αρχαίο το τζάκι παρουσιάζονταν
Λες κι άνοιγε παράθυρο σε μιαν υλαία σκηνή
Η μεταμόρφωση της Φιλομήλας, της χαλασμένης τόσο βάναυσα
Από το βάρβαρο βασιλέα· κι όμως εκεί τα’ αηδόνι
Την έρημο όλη γέμιζε μ’ απαραβίαστη φωνή
Κι ακόμη φώναζε κι ακόμη ο κόσμος κυνηγάει,
«Γιακ, γιακ» σε βρώμικα αυτιά.
Κι άλλες ακόμη ρίζες μαραμένες των καιρών
Ήταν στον τοίχο ιστορισμένες· προσηλωμένα σχήματα
Σκύβαν, δηλώνοντας τη σιωπή στην περίκλειστη κάμαρα.
Πατήματα σερνόντουσαν στα σκαλοπάτια.
Κάτω απ’ το φέγγος της φωτιάς, κάτω απ’ τη βούρτσα, η κόμη της
Άπλωνε πύρινες ακίδες
Έλαμπε με λόγια, Κι ύστερα έπεφτε σε μιαν άγρια γαλήνη.
«Τα νεύρα μου είναι άσχημα σήμερα βράδυ.
Ναι, άσκημα. Μείνε μαζί μου.
Μίλησέ μου. Λοιπόν ποτέ σου δε μιλάς; Μίλησε.
Τι συλλογίζεσαι τώρα; Τι συλλογιέσαι; Τι;
Ποτές δεν ξέρω τι συλλογίζεσαι. Συλλογίσου».
Συλλογίζομαι πως είμαστε στων ποντικών το μονοπάτι
Εκεί που οι πεθαμένοι χάσανε τα κόκαλά τους.
«Τι είναι αυτός ο θόρυβος;» Ο αγέρας κάτω απ’ την πόρτα.
«Τι είναι αυτός ο θόρυβος τώρα; Τι κάνει ο αγέρας;»
Τίποτε πάλι τίποτε.
«Δεν Ξέρεις τίποτε; Δε βλέπεις τίποτε; Δε θυμάσαι Τίποτε ;»
Θυμάμαι Να, τα μαργαριτάρια τα μάτια του.
«Είσαι ή δεν είσαι ζωντανός; Δεν έχεις τίποτε μες στο κεφάλι σου;»
Αλλά Χο χο χο χο το Σαιξπηχήρειο τούτο φοξ
– Είναι κομψότατο Είναι ξυπνότατο
«Τι θα κάνω τώρα; Τι θα κάνω;»
«Θα ξεπορτίσω όπως είμαι, και θα γυρνώ στους δρόμους
Με τα μαλλιά μου ξέπλεκα, έτσι.
Τι θα κάνουμε αύριο; Τι θα κάνουμε πάντα;»
Ζεστό νερό στις δέκα.
Κι αν βρέχει, το κλεισμένο αμάξι στις τέσσερεις.
Και θα παίξουμε μια παρτίδα σκάκι,
Πιέζοντας μάτια δίχως βλέφαρα
και περιμένοντας ένα χτύπημα στην πόρτα.
Όταν ο άντρας της Λιλ αποστρατεύτηκε, της λέω,
Δεν τα μασούσα τα λόγια μου,
τής λέω αυτηνής ’γω που με βλέπεις,
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Τώρα πού γυρίζει ό Γιάννης, κοίταξε να σουλουπιαστείς λιγάκι.
Θα γυρέψει να μάθει τι τα ’κανες κείνα τα λεφτά που σου ’δωσε
Να ξαναβάλεις καν ’να δόντι. Σ’ τα ’δωσε, ήμουν εκεί.
Άει να τα βγάλεις, Λιλ, και βάλε μια καλή μασέλα,
Μα το Θεό, σου ’πε, σιχαίνουμαι που σε βλέπω.
Κι εγώ το ίδιο, της λέω, σκέψου τον κακόμερο το Γιάννη,
Τέσσερα χρόνια στρατιώτης, θα θέλει καλοπέραση,
Κι α δεν του τη δώσεις, άλλες θα του τη δώσουν, της λέω.
Α έτσι, μου λέει. Κάτι σαν τέτοιο, της λέω.
Τότες θα ξέρω ποιανού χρωστάω χάρη,
μου λέει και με καρφώνει με τα μάτια.
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Κι α δε σ’ αρέσει τράβα τον κατήφορο, της λέω,
Άλλοι διαλέγουνε και παίρνουνε σαν εσύ δεν τα καταφέρνεις.
Μ’ α σου το στρίψει ο Γιάννης,
δε θα πει πως δε βρέθηκε άνθρωπος να σου κουβεντιάσει.
Είναι να ντρέπεσαι, της λέω, που μοιάζεις τέτοια αρχαιολογία.
(Κι αυτή μονάχα τριάντα ενός.)
Μα τι να κάνω, μου λέει, και στραβομουτσούνιασε,
Φταίνε κείνα τα χάπια, μου λέει, που πήρα για να το ρίξω.
(Έκανε κιόλας πέντε, και πήγε να πεθάνει απ’ το μικρό της το Γιωργή.)
Ο φαρμακοποιός είπε θα ’ναι εν τάξει,
μα ποτές δεν ξανάγινα όπως ήμουν.
Είσαι ντιπ άμυαλη, της λέω.
Το λοιπόν, αν ο Γιάννης δε σ’ αφήνει ήσυχη,
εδώ ’ναι ό κόμπος, τής λέω,
Τι πας και μου παντρεύεσαι σα δεν τα θέλεις τα παιδιά;
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Λοιπόν, κείνη την Κεριακή ήταν ο Γιάννης σπίτι,
κι είχανε ζεστό χοιρομέρι
Και με καλέσανε το βράδυ, να τ’ απολάψω ζεστό –
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Καληνύχτα Μπιλλ. Καληνύχτα Λου. Καληνύχτα Μαίη. Καληνύχτα.
Γεια γεια. Καληνύχτα. Καληνύχτα.
Καληνύχτα, κυρίες, καληνύχτα, γλυκιές μου κυρίες, καληνύχτα, καληνύχτα.
www.24grammata.com
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΚΑΤΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 22/12/2017)
Διαβάζει η νύχτα στα πέτρινα τούτα νερά
κι οι ήλιοι ανακουφίζονται πάνω σε δένδρα
ας δούμε εμείς κάτι διαφορετικό
κόκκινα βράχια, ίσκιους μοναχικούς
ξοπίσω τους δρασκελίζουν οι πρωϊνές σκιές
στοιβάζεται εκεί μέσα μια φούχτα σκόνη
στοιβάζονται ήλιοι πολλοί όπου χτυπάει ο άνεμος
θα απομείνουμε ορθωμένοι όπως οι βραδινές πέτρες
νερό στεγνό μου χάρισες για πρώτη φορά τον φόβο
πριν ένα χρόνο μονάχα ήχους θα μπορούσες να μαντέψεις
ρίζες χάρισες γιε εσύ του ανθρώπου και πηγαίνεις
νάτες λοιπόν οι σπασμένες εικόνες γνώριμες
όπως η σκεπή κάποιου πεθαμένου
απλώνονται γρυπές γυάκινθων
ποιοί κλώνοι, τι σαρίδια;
δυναμώνουν οι χειμώνες τον νοτιά
Εμπνευσμένο από το: Α’. Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ, Σελ. 82.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΜΑΤΙΑ ΤΙ ΒΛΕΠΕΤΕ;
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 22/12/2017)
Φωνάζοντας αρχίσαμε μήπως να γνωρίζουμε;
εκείνος ήταν ίσως ο ήχος της ποίησης;
καστανή βροχή
μονάχοι θα ξεχώσουμε πάλι
τούτο το ευχαριστώ
μεγάλη λέξη λεκτόρισα
πολιτεία μέσα σου φυλαγόμαστε
όπως η χειμωνιάτικη καταχνιά
πείτε τους μάτια τι βλέπετε;
φέρε μας αγαπητή κυρία
μπρος στα πόδια τις καστανιές
Εμπνευσμένο από το: Α’. Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ, Σελ. 84.
© HELLENIC POETRY, 2017
Γ΄. ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Του ποταμού η σκεπή σωριάστηκε· τα στερνά δάχτυλα των φύλλων
Γαντζώνουν και βουλιάζουνε στην όχθη την υγρή. Ο αγέρας
Στην καστανόχρωμη τη γης διαβαίνει, ανάκουστος. Φύγανε οι νύμφες.
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου για να πω.
Ο ποταμός δεν κατεβάζει άδειες μποτίλιες, χαρτιά από σάντουιτς,
Μεταξωτά μαντίλια, χαρτονένια κουτιά, αποτσίγαρα
Κι άλλα τεκμήρια θερινών νυχτών. Φύγανε οι νύμφες.
Κι οι φίλοι τους, οι χασομέρηδες κληρονόμοι των διευθυντών του Σίτυ·
Φύγανε, δεν άφησαν διεύθυνση.
Επί των υδάτων Λεμάν κάθισα κι έκλαψα
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου για να πω,
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, ’τι δε φωνάζω ούτε φλυαρώ.
Αλλά πίσω απ’ τη ράχη μου ακούω σε μια παγωμένη ριπή
Το κροτάλισμα των κοκάλων, και το πνιγμένο γέλιο ν’ απλώνεται. στην ακοή.
Ένα ποντίκι γλίστρησε απαλά μέσα στη βλάστηση
Τη λασπερή του σέρνοντας κοιλιά στην όχθη
Εκεί που ψάρευα στο μουντό κανάλι
Ένα χειμωνιάτικο δειλινό πίσω απ’ το Γκάζι
Ρεμβάζοντας πάνω στου βασιλιά αδελφού μου το ναυάγιο,
Πάνω στου βασιλιά πατέρα μου το θάνατο, πριν από εκείνον.
Λευκά κορμιά γυμνά στο έδαφος το χαμηλό το νοτισμένο
Ριγμένα κόκαλα σε χαμηλή μικρή ξερή σοφίτα,
Κροταλισμένα από του ποντικού το πόδι μόνο, χρόνο με χρόνο.
Αλλά πίσω απ’ τη ράχη μου φορές-φορές ακούω
Ήχους σαλπίγγων κι αυτοκινήτων, που θα φέρουν
Τον Σουήνη στην Κυρία Πόρτερ την άνοιξη.
Ω φεγγαράκι μου λαμπρό φέξε της Κυρα-Πόρτερ
Φέξε της κόρης της
Νίβουν τα πόδια τους σε νερό με σόδα
Et O ces voix d’ enfants, chantant dans la coupole !
Tιοτ τιοτ τιοτ
Γιακ γιακ γιακ γιακ γιακ γιακ
Τόσο βάναυσα χαλασμένη.
Τηρεό
Ανύπαρχτη Πολιτεία
Μέσα στην καστανή καταχνιά ενός χειμωνιάτικου μεσημεριού
Ο Σμυρνιός έμπορας, κύριος Ευγενίδης
Αξούριστος, με την τσέπη γεμάτη σταφίδες
Τσιφ Λόντρα: φορτωτικές εν όψει,
Με κάλεσε με τα πρόστυχά του γαλλικά
Για πρόγευμα στο Κάννον Στρήτ Ότέλ
Κι έπειτα το Σαββατοκύριακο στο Μετροπόλ.
Την ώρα τη μενεξεδιά, που τα μάτια κι η ράχη
Ανασηκώνουνται απ’ το γραφείο, που η μηχανή
του ανθρώπου περιμένει
Σαν το ταξί που σφύζει περιμένοντας,
Εγώ ο Τειρεσίας, μολονότι τυφλός, σφύζοντας ανάμεσα σε δυο ζωές,
Γέροντας με γυναίκειο στήθος ρυτιδωμένο, μπορώ να ιδώ,
Την ώρα τη μενεξεδιά, την ώρα τη δειλινή που μάχεται
Κατά το γυρισμό, και φέρνει το ναύτη στο λιμάνι από το πέλαγο,
Σπίτι της τη δακτυλογράφο την ώρα του τσαγιού· μαζεύει τ’ απομεινάρια του πρωινού της
Ανάβει τη θερμάστρα, κι αραδιάζει τρόφιμα από κονσέρβες.
Έξω από το παράθυρο απλωμένα ριψοκίνδυνα
Στεγνώνουνε τα σώρουχά της στου ήλιου τις τελευταίες αχτίνες,
Στοιβαγμένα στο ντιβάνι (τη νύχτα κρεβάτι της)
Κάλτσες, παντούφλες, μεσοφόρια, κορσέδες.
Εγώ ο Τειρεσίας, γέροντας με ρυτιδωμένα βυζιά
Διάκρινα τη σκηνή, και προφήτεψα τα επίλοιπα –
Κι εγώ περίμενα τον αναμενόμενο ξένο.
Εκείνος, νέος όλο σπυριά, καταφτάνει,
Υπάλληλος πρακτορείου μικροεταιρίας,
Με βλέμμα θαρραλέο, κάποιος απ’ τους μικρούς
Όπου η αυτοπεποίθηση είναι καθισμένη
Σαν το ψηλό μπραντφορδιανού ’κατομμυριούχου.
Τώρα η στιγμή είναι πρόσφορη, καθώς εικάζει,
Απόφαγε, βαριέται κι είναι κουρασμένη,
Κάνει μια απόπειρα να την μπλέξει σε χάδια
Που εκείνη δεν ποθεί, μήτε αποδοκιμάζει.
Πυρός κι αποφασιστικός, ρίχνεται αμέσως·
Χέρια ερευνητικά δε συναντούν αντίσταση·
Η ματαιοδοξία του δεν απαιτεί ανταπόκριση,
Και παίρνει για παραδοχή την αδιαφορία.
(Κι εγώ ο Τειρεσίας υπόφερα απ’ τα πριν όλα
Που εγίναν στο ίδιο τούτο ντιβάνι είτε κρεβάτι·
Εγώ που κάθισα στη Θήβα κάτω απ’ τα τείχη
Και περπάτησα ανάμεσα στους χαμηλότερους νεκρούς.)
Δίνει ένα στερνό προστατευτικό φιλί,
Και βγαίνει ψάχνοντας τη σκάλα τη σβηστή…
Eκείνη ρίχνει στον καθρέφτη μια ματιά,
Πως o εραστής της έφυγε το νιώθει μόλις·
Από το νου της μια άμορφη σκέψη περνά:
«Λοιπόν έγινε ό,τι έγινε: καλά που έχει τελειώσει»
Όταν στην τρέλα αφήνεται η ομορφονιά
Και πάλι, μόνη, βηματίζει απάνω-κάτω,
Μ’ αυτόματο χέρι διορθώνει τα μαλλιά
Κι έπειτα βάζει μια πλάκα στο φωνογράφο.
«Σύρθηκε προς εμένα πάνω στα νερά τούτη η μουσική»
Και στο μάκρος του Στραν ως το Κουήν Βικτώρια Στρητ.
Ω Πολιτεία Πολιτεία, μπορώ κάποτε κι ακούω
Πίσω από ένα μπαρ στο Λόουερ Ταίμς Στρητ,
Το απαλό γκρίνιασμα ενός μαντολίνου
Και τη βουή και τους θορύβους εκεί μέσα
Που τεμπελεύουν οι ψαράδες το μεσημέρι:
Εκεί που οι τοίχοι του Μάγνου του Μάρτυρα κρατούν
Μια ανεξήγητη λαμπράδα Ιωνικού λευκού και χρυσαφιού.
Ο ποταμός ιδρώνει
Πετρέλαιο και κατράμι
Τις μαούνες τις παίρνει
Το ρέμα που αλλάζει
Κόκκινα πανιά
Σταβέντο ανοιγμένα
Παίζουνε στη βαριά τους αντένα.
Οι μαούνες σπρώχνουν
Ξύλα στον αφρό
Στου Γκρήνιδζ τον κάβο
Πέρα απ’ το Σκυλονήσι.
Βεγιαλαλά λεγιά
Βάλλαλα λεγιαλαλά
Ο Λέστερ κι η Ελισάβετ
Χτυπώντας τα κουπιά
Η πρύμη σμιλεμένη
Κοχύλι χρυσωμένο
Κόκκινο και χρυσό
Το ρέμα φουσκωμένο
Κυμάτιζε στις άκρες
Φυσώντας ο γαρμπής
Έφερνε με το ρέμα
Ήχους από καμπάνες
Άσπροι πύργοι
Βεγιαλαλά λεγιά
Βάλλαλα λεγιαλαλά
«Τραμ και δέντρα σκονισμένα.
Το Χάιμπουρυ μ’ έθρεψε. Το Ρίτσμονδ και το Κιου
Με ξέκαναν. Στο Ρίτσμονδ σήκωσα τα γόνατά μου
Ανάσκελα σ’ ένα στενό βαρκάκι».
«Τα πόδια μου είναι στο Μουργκαίητ, κι καρδιά μου
Kατω απ’ τα πόδια μου. Σαν έγινε
Δάκρυσε. Μου ’ταξε “μια καινούργια ζωή”.
Δεν είπα τίποτε. Τι θες να με πειράξει;»
Στο Μαργκαίητ στους Άμμους.
Μπορώ να σχετίσω
Το τίποτε με τίποτε.
Τα σπασμένα νύχια στα βρώμικα χέρια.
Ανθρώποι μου φτωχοί μου ανθρώποι που δεν περιμένετε
Τίποτε».
λα λα
Στην Καρχηδόνα τότες ήρθα
Καίγοντας καίγοντας καίγοντας καίγοντας
Κύριε εξέσπασάς με
Κύριε εξέσπασας
Καίγοντας
www.24grammata.com
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΠΕΡΠΑΤΗΜΑ ΛΑΟΥ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 22/12/2017)
Η παγωνιά με νύχια ξαφνικά
κρατάει μακριιά το νυχτερινό σκυλί
όποιος αγαπάει τ’ ανθρώπινα εκείνα λείψανα
μήπως βλασταίνει;
φύτεψες πάλι στους κήπους τη καταχνιά
χύνονταν πάνω από υψώματα οι νεκροί
καρφωμένος ήσουν εσύ μαζί μου
στα καράβια θ’ ανθίσει φέτος η θάλασσα
εννιά χτυπήματα της ώρας
ο Μύλος γιόμισε βία
κάτω εκεί η Παναγιά
μετράει στεναγμούς και χτυπήματα
αναδυόσουν καρφωμένος στο γιοφύρι
είχες ξεκάνει θάνατους τόσους πολλούς
φωνάζοντας ήσουν εσύ;
πες μου πότε άρχισες, ανύπαρχτος,
σταματημένος στην γραφή
να θωρείς στίχους
πλήθος μικρών καιρών
περπάτημα λαού
ισοψάλτου ωροσκόπιο
Εμπνευσμένο από το: Α’. Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ, Σελ. 85.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑΣ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 22/12/2017)
Βουλιάζουνε στις όχθες οι αγέρηδες υγροί
γατζώνονται από ποτάμια
διαβαίνουνε φύλλα και σωριάζονται πάνω στη γη
τραγούδα απαλά και κύλα Τάμεση γλυκέ μου
να σου πω πως απάνω σε καστανόχρωμα κουπιά
οι ανάκουστες νύμφες φύγανε
μεταξωτά τεκμήρια και μαντήλια
άδεια αποτσίγαρα, μποτίλιες καπνών
ούτε μια διεύθυνση πίσω
οι φίλοι φύγανε επί των υδάτων
κύλα λοιπόν τραγούδι του Τάμεση
εσύ η απαλή φωνή, φλύαρο τραγούδι
κατεβασμένο ως το κουφό αυτί κούφιο
κάθισε εκεί να ξαποστάσεις
κήρυγμα ποίησης και φωτιάς
Εμπνευσμένο από το: Γ’ ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ, Σελ. 91.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΤΟΙΧΟΙ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΙ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 22/12/2017)
Πετρέλαιου πανιά ανοιγμένα
μπορώ κάποτε μακριά να πηγαίνω
μονάχος βηματίζοντας πάνω-κάτω
αυτόματα λοιπόν έγινα ό,τι η τρέλα
όταν αφήνεται ομορφονιά
σαν χέρι που διορθώνει τα μαλλιά
ο Μάρτιος στολισμένος αλλάζει πνοή
καθώς έρχεται ως το μάκρος κάποιας πολιτείας
ρίχνεται όπως ο εραστής στους καθρέφτες μιας ματιάς
και μόλις φεύγει νιώθει τον νου
δείχνει πως έχει τελειώσει η όμορφη τούτη σκέψη
τι λευκό χρυσάφι Ιωνικό
σέρνεται προς εμένα
ενώ ο ποταμός που έχει ιδρωμένα νερά
παίρνει τούτες τις μαούνες ως το κόκκινο ρέμα
Αγγλοσαξωνικές πολιτείες, μπόρεσαν κάποτε και με άκουσαν
εγώ καθισμένος σ΄ ένα μπαρ
γινόμουν γκρίνιασμα μουσικής
απαλή μαντολίνου βουή
θόρυβος εκεί μέσα πολύ τεμπέλευε
όπως οι ψαράδες του μεσημεριού
ανεξήγητοι τοίχοι θαλασσινοί
Εμπνευσμένο από το: Γ’ ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ, Σελ. 95.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΩΣ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 22/12/2017)
Ω θεία Ελισάβετ
λεγιά ψυχής ήσουν η γυναίκα
χτυπώντας με βάλλαλα
μου ‘φερνες δώρα οχτάμοιρα
στο σκυλονήσι των αφρών
λεγιαλαλά, καίγονται ξύλα ποίησης
μαούνες πέρα κυματίζουν
φουσκωμένες στις άκρες
φυσώντας τα κουπιά
βεγιαλαλά σμιλεμένα
όπως η πρύμη ενός κοχυλιού
χρυσωμένο στο κόκκινο ρέμα
μας έφερνες άσπρους ήχους
χτυπώντας οι πύργοι τον κάβο
πέρα σπρώχνουν βαριά τις αντέννες
παίζουνε σκονισμένοι ανάσκελα στα δέντρα οι άνεμοι
στενόκαρδο βαρκάκι σ’ έθρεψα
κι εσύ με ξέκανες, σηκώνοντας μου ως τα κύματα το γόνατο
Εμπνευσμένο από το: Γ’ ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ, Σελ. 96.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΛΑΛΙΣΜΑ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 22/12/2017)
Κάτω από τα πόδια μου δάκρυσες
μια καινούργια ζωή, η γέννα τούτη
με πείραξες θάλασσα στην άμμο σου
και δεν είπε τίποτα η ποίηση
άνθρωποι που ‘χουν βρώμικα νύχια
μα δίχως χέρια, περιμένετέ με
φτωχοί της Καρχηδόνας
τότε καθώς ήρθα καίγοντας
καίγοντας πάνω στο τίποτα
σπασμένο ξέσπασμα Κυρίου
λάλισμα χτίζω δίπλα σου
ήχους από καμπάνες
Εμπνευσμένο από το: Γ’ ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ, Σελ. 97.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΤΙ ΕΙΠΕΣ ΚΑΙ ΣΕ ΠΟΙΟΝ;
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 22/12/2017)
Κι ο πεθαμένος γλάρος η κραυγή του
για δεκαπέντε μέρες πενθεί
βαθιά στο πέλαγος ζημιά
φούσκωμα θλίψης
λησμόνησες φλοίβε λίγους φοίνικες
ψιθυρίζοντας γλείφεις τα κόκαλα
ρουφήχτρα γερατειών και νιότης
Ω εσύ ο Εβραίος που γυρίζεις
κοιτάζοντας προς κάτι υψηλό
σαν αγέρας Έθνους
στοχάσου πόσα στάδια κάποτε όμορφων ανθρώπων
πέρασαν ανεβοκατεβάσματα κεραυνού
κι ύστερα είπες, τι είπες και σε ποιόν;
ζωή παγερής σιωπής
Εμπνευσμένο από το: Δ’ ΘΑΝΑΤΟς ΑΠΟ ΠΝΙΓΜΟ, Σελ. 98.
© HELLENIC POETRY, 2017
Δ΄. ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟ ΠΝΙΓΜΟ
Φληβάς ο Φοίνικας, δεκαπέντε μέρες πεθαμένος,
Λησμόνησε την κραυγή των γλάρων,
και το φούσκωμα του βαθιού πελάγου
Και το κέρδος και τη ζημιά.
Κάτω απ’ τη Θάλασσα ένα ρέμα
Έγλειψε τα κόκαλά του ψιθυρίζοντας.
Μ’ ανεβοκατεβάσματα
Πέρασε τα στάδια των γερατειών του και της νιότης του
Μπαίνοντας μέσα στη ρουφήχτρα.
Εθνικέ ή Εβραίε
Ω εσύ που γυρίζεις το τιμόνι κοιτάζοντας προς τον αγέρα,
Στοχάσου το Φληβά,
που ήταν κάποτες όμορφος κι αψηλός σαν εσένα.
www.24grammata.com
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΛΑΣΠΕΡΗ ΒΛΑΣΤΗΣΗ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 23/12/2017)
Ακούω πως γλιστράνε τα ποντίκια
σε λασπερή βλάστηση μέσα
σέρνονται οι ριπές
κι ο χειμώνας ρεμβάζοντας ψαρεύει
δειλινό, μουντό ναυάγιο φίλε μου
ο βασιλιάς σου
πατέρας, αδελφός
πριν απ’ τον θάνατο
κορμιά νοτισμένα γύμνια
λευκό έδαφος από κάτω ριγμένο
σε μια χαμηλή σοφίτα
μικρό κόκαλο κροταλισμένο ποντικιού
ν’ απλώνεται εκεί στα κόκαλα η ακοή
ποιό γέλιο πνιγμένο με θωρεί;
και πίσω μου κροτάλισμα παγωνιάς
τι μας έφερε η άνοιξη! μικρό λαμπρό αστέρι
εκείνος πάταγε γκάζι, δυό και τρείς φορές
ξοπίσω του η ράχη
στην άλλη όχθη απαλό σαλπίγγισμα
τιότ ο χρόνος, κανάλι εν όψει
σουήνη ήχου η Σουηδέζα κυρία
αυτοκίνητα ράχης
φέξε στα πόδια
με νερό φεγγαρίσιο νίβεται η κόρη
Εμπνευσμένο από το: Γ’ ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ, Σελ. 92.
© HELLENIC POETRY, 2017
Ε΄. ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ
Ύστερα από το φως του πυρσού κόκκινο σε ιδρωμένα πρόσωπα
Ύστερα από την παγερή σιωπή μέσα στους κήπους
Ύστερα από την αγωνία σε τόπους πετρωτούς
Τις κραυγές και τους αλαλαγμούς
Τη φυλακή το παλάτι και τ’ αντιφέγγισμα
Του ανοιξιάτικου κεραυνού πάνω από μακρινά βουνά
Εκείνος που ήταν ζωντανός είναι τώρα πεθαμένος
Εμείς που ζούσαμε τώρα πεθαίνουμε
Με λίγη υπομονή Δεν έχει εδώ νερό παρά μονάχα βράχια
Βράχια χωρίς νερό κι ο άμμος του δρόμου
Του δρόμου που ξετυλίγεται στα βουνά
Που είναι βραχόβουνα χωρίς νερό
Αν είχε νερό εδώ-πέρα θα στεκόμασταν να πιούμε
Μέσα στα βράχια πώς να σταθούμε πώς να στοχαστούμε
Ξερός ο ιδρώς και τα πόδια μες στον άμμο
Αν είχε τουλάχιστο νερό στο βράχο
Στόμα νεκρό του βουνού με σάπια δόντια που δεν μπορεί να φτύσει
Εδώ κανείς δεν μπορεί να σταθεί ούτε να πλαγιάσει ούτε να καθίσει
Δεν έχει μηδέ σιωπή μέσα στα βουνά
Μόνο ο ξερός κεραυνός στείρος χωρίς βροχή
Δεν έχει μηδέ μοναξιά μέσα στα βουνά
Μόνο κόκκινα πρόσωπα βλοσυρά σαρκάζουν και γρυλίζουν
Μέσα απ’ τις πόρτες ξεροσκασμένων λασποκαλυβιών
Αν είχε νερό Χωρίς τα βράχια
Αν ήταν τα βράχια Μαζί με νερό
Και νερό Μια πηγή Μια γούρνα μες στα βράχια
Αν ήταν ήχος μοναχά νερού
Όχι ο τζίτζικας
Και το ξερό χορτάρι τραγουδώντας
Μα ήχος νερού πάνω από βράχο
Εκεί που η τσίχλα κελαηδεί μέσα στα πεύκα
Βριξ βροξ βριξ βροξ βροξ βροξ βροξ
Αλλά δεν έχει νερό
Ποιος είναι ο τρίτος που περπατεί πάντα στό πλάι σου;
Όταν μετρώ, είμαι μονάχα εγώ και συ μαζί μου
Μα όταν κοιτάζω εμπρός τον άσπρο δρόμο
Υπάρχει πάντα κάποιος που περπατεί στο πλάι σου
Γλιστρώντας τυλιγμένος σε καστανό μανδύα, κουκουλωμένος
Αν είναι άντρας αν είναι γυναίκα δεν το ξέρω –
Μ’ αυτός εκεί ποιος είναι απ’ τ’ άλλο πλάι σου;
Ποιος είναι αυτός ο ήχος ψηλά στον αέρα
Μουρμούρισμα μητρικού ολολυγμού
Ποιες είναι αυτές οι κουκουλωμένες ορδές που μερμηγκιάζουν
Πάνω σ’ ατέλειωτους κάμπους, σκοντάφτοντας στη σκασμένη γης
Ζωσμένες από τον ορίζοντα το χαμηλό μονάχα
Ποια είναι η πολιτεία πέρα απ’ τα βουνά
Σκάζει, ξαναγεννιέται, θρουβαλιάζεται μες στο μενεξεδένιο αέρα
Πύργοι πέφτουν Ιερουσαλήμ Αθήνα Αλεξάντρεια Βιέννη Λόντρα Ανύπαρχτες
Μια γυναίκα έσυρε τη μακριά μαύρη της κόμη τεντωμένη
Κι έπαιξε ψίθυρο μουσικής πάνω σ’ αυτή τη χορδή
Και νυχτερίδες με πρόσωπα μωρών μέσα στο φως το μενεξεδένιο
Σφύριξαν και πετάρισαν μια στιγμή
Και σύρθηκαν με τo κεφάλι κάτω στη ρίζα ενός καψαλιασμένου τοίχου
Κι ήτανε πύργοι ανάστροφοι κι ανάεροι
Που σήμαιναν τις ώρες χτυπώντας καμπάνες θυμητικές
Και φωνές τραγουδούσαν μέσα από ξεροπήγαδα και στέρνες αδειανές.
Στη ρημαγμένη τούτη γούβα μέσα στα βουνά
Κάτω απ’ τα’ αχνό φεγγαρόφωτο, τραγουδάει το χορτάρι
Πάνω σ’ αφανισμένους τάφους, γύρω στην εκκλησιά
Εκεί είναι η αδειανή εκκλησία, του αγέρα μόνο κατοικία.
Χωρίς παράθυρα, κι πόρτα παίζει,
Τα ξερά κόκαλα κανένα δεν πειράζουν.
Μόνο ένας κόκορας στάθηκε στο μεσοδόκι
Κου κου ρικου κου κου ρικου
Μέσα στο φέγγος αστραπής
Τότες μια νοτερή πνοή
Φέρνοντας τη βροχή Φύρανε ο Γάγγης,
τα πλαδαρά τα φύλλα Προσμέναν τη βροχή,
ενώ τα μαύρα σύννεφα Συνάχτηκαν μακριά, πάνω απ’ το Χίμαβαντ.
Η ζούγκλα ζάρωσε, κουβαριασμένη σιωπηλά.
Μίλησε τότε ό κεραυνός ΝΤΑ Ντάττα: τι έχουμε δώσει;
Φίλε μου, τραντάζει το αίμα την καρδιά μου
Η φοβερή τόλμη μιaς στιγμής παραδομού
Που η εποχή της φρόνησης πότες δε θ’ αναιρέσει
Μ’ αυτή, μόνο μ’ αυτήν, έχουμε υπάρξει
Που κανείς δε θα βρει μες στις νεκρολογίες μας
Μήτε σε θύμησες από την ελεητικήν αράχνη σκεπασμένες
Η κάτω από σφραγίδες που έσπασε ο στεγνός δικηγόρος
Στις άδειες κάμαρές μας ΝΤΑ Ντάγιαντβαμ:
Άκουσα το κλειδί Στην πόρτα να γυρίζει μια φορά
μια φορά μόνο Σκεπτόμαστε το κλειδί,
καθένας μες στη φυλακή του Με τη σκέψη του κλειδιού,
καθένας βεβαιώνει τη φυλακή του
Μονάχα όταν βραδιάζει, αιθέρια ψιθυρίσματα
Για μια στιγμή ξαναζωντανεύουν έναν τσακισμένο Κοριολανό ΝΤΑ Ντάμυατα:
Το πλοίο ανταποκρίθηκε Χαρούμενα,
στο χέρι το δεξιό και στο πανί και στο κουπί
Η Θάλασσα ήταν ήσυχη,
θα ’χε ανταποκριθεί η καρδιά σου Χαρούμενα, στην πρόσκληση,
πάλλοντας υπάκουη Σε κυρίαρχα χέρια
Κάθισα στην όχθη Ψαρεύοντας, και πίσω μου o ξερός κάμπος
Τάχα θα βάλω πια τις χώρες μου σε τάξη;
Της Λόντρας το γιοφύρι πέφτει παει και πέφτει πάει και πέφτει
Poi s’ ascose nel foco che gli affina Quando fiam uti chelidon –
Ω χελιδόνι χελιδόνι Le Prince d’ Aquitaine à la rour abolie
Με τα συντρίμμια αυτά στύλωσα τα ερείπια μου
Ωραία, θα σας κανονίσω.
Πάλι τρελός ο Ιερώνυμος. Ντάττα.
Ντάγιαντβαμ. Ντάμυατα. Σάντι σάντι σάντι
www.24grammata.com
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΒΑΝΑΥΣΑ ΒΑΣΑΝΑ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 23/12/2017)
Ποιό πρωϊνό την ώρα εκείνη του δειλινού
που ανάβουν οι θερμάστρες
γιάκ γιάκ καταπίνει τσάι αραβικό
και δαχτυλογραφεί, γιάκ γιάκ
τηρεό πρόγευμα
κι έπειτα πρόστυχα μενεξεδένια στήθη
ανασηκώνονται μέρα μεσημέρι τα μάτια
ο Ευγενίδης πρίγκιπας αξύριστος
μέσα σε μια χειμωνιάτικη πολιτεία
ανύπαρχτος δίχως βάναυσα βάσανα
φορτωτικές η ράχη
γιομίζει την τσέπη ο έμπορας
μηχανή του ανθρώπου
περίμενα στο ταξί μέσα
γερνώντας ρυτιδωμένος να ειδώ
το μενεξεδί κάποιας ώρας
μάχεται ο Τειρεσίας μολονότι
ανάμεσά μας η ζωή σφύζει τυφλή
περιμένει το γυρισμό ενός πελάγους
αραδιάζει τρόφιμα ο ψαράς κι αγκίστρια
φέρνει ο ναύτης στα σπίτια σας λιμάνια πολλά
απομεινάρια μαζεύει η θάλασσα
Εμπνευσμένο από το: Γ’ ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ, Σελ. 93.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΑΣ ΣΤΟΧΑΣΤΟΥΜΕ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 23/12/2017)
Στεκόμαστε δίχως πόδια
παλάτι αμμουδερό μπροστά σου
πάνω μας βουνά πολλά κουβαλάνε
αντιφεγγίσματα των πεθαμένων
ύστερα σιωπή κόκκινου πυρσού πριν από το φως
ιδρωμένος κεραυνός πετρόφτιαχτης φυλακής
αλαλαγμοί κι αντιφέγγισμα παγερής αγωνίας
εκείνος ο ζωντανός που τώρα πεθαίνουμε όλοι μαζί στη θύμησή του
με λίγη υπομονή από μακρινά ήρθε βράχια
σαν νερό κι άμμος
ενώ ο δρόμος ο βραχόβρεχτος ξετυλίγεται
ας στοχαστούμε εμείς οι ανοιξιάτικες κραυγές
Εμπνευσμένο από το: Ε’ ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ, Σελ. 99.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΜΙΑ ΓΟΥΡΝΑ ΜΕΣ ΤΗ ΨΥΧΗ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 23/12/2017)
Μέσα στη μοναξιά
χωρίς βροχή και βλοσυρά βουνά
γρυλίζουν, σαρκάζουν
με σάπια δόντια και ξεροσκισμένα πρόσωπα
οι νεκροί κελαηδούν, μηδέ σιωπή
κανείς για να σταθεί στις πόρτες
πλάγιασες, ποιός είσαι εσύ
πάνω στο νερό; ήχος γάργαρος
μετρώ τα βράχια και σκαρφαλώνω πάνω σε βράχια
μονάχος εγώ και μαζί μου ο στείρος κεραυνός
μια γούρνα μες τη ψυχή πηγής τα βράχια
και νερό πολύ χωρίς νερό λασπωμένο
ξερό πάνω στον ήχο του
τραγουδώντας ο τζίτζικας
τσίχλα χορταριού καλοκαιριάτικου
πάνω μας περπατεί ο τρίτος εκείνος
βρίξ βρόξ
Εμπνευσμένο από το: Ε’ ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ, Σελ. 100.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΖΩΣΜΕΝΗ ΑΠΟ ΒΟΥΝΑ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 23/12/2017)
Άντρες, γυναίκες περπατούν
ποιός είναι αυτός ο άλλος
καθώς με κοιτάζει;
μητρικό γάλα σύρε μου τη ψυχή
ως το χαμηλό μονάχα δάκρυ
ατέλειωτος μανδύας κουκουλωμένος
γλιστρώντας υπάρχει πάντα ο γκρεμός σου
ορδές ήχων ολόλυγμου άνδρα
ποιός είναι τούτος ο κάμπος
που πάνω του σκοντάφτει ολάκερη γη;
κάποιος είναι κουκουλωμένος
μ’ άστρο πένθιμο φουλάρι
κι η τεντωμένη εκείνη μαύρη τρύπα
έσυρε ψίθυρους, νυχτερίδες μουσικής
μουρμουρίζεις αγέρα ξαναγεννιέσαι μενεξεδένιος
ανύπαρχτες γυναίκες της Λόντρας
κουκουλωμένες στην Ιερουσαλήμ
εκεί πέρα πέφτουν οι Βιενέζικοι πύργοι
μαύρο το φως μυρμηγκιάζει πλάι σου
η Αθήνα θρουβαλιάζεται
ζωσμένη από βουνά πολιτεία
Άγιοι πετάρισαν για μια στιγμή
σφύριξαν Αλεξαντρινές χορδές
Εμπνευσμένο από το: Ε’ ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ, Σελ. 101.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΑΧΝΟΚΕΡΑΥΝΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 23/12/2017)
Ανάστροφοι ήχοι
χτυπώντας πάνω στις καμπάνες
σημαίνουν οι ώρες θυμητικές
κάτω ως τη καψαλισμένη ρίζα
σύρθηκαν ανάεροι οι ανθρώπινοι πόθοι
φεγγαρόφωτο τραγούδι
γύρω μου αδειανό χορτάρι πολύ
αφανισμένες κατοικίες τάφων
αδειανή η εκκλησία από αγέρα
μόνιμη κατοικία στα βουνά
ρημαγμένη τούτη η σκέψη
σαν γούβα αδειανού νου
ξεροκόκαλο κόκορα
στάθηκε απείραχτο
κου κου ρι κου
αστραπής και φέγγους
φέρνοντας φως σε παράθυρα η βροχή
στέρνα πνοής
γιομίσατε φύλλα, πλαδαρά μου ξεροπήγαδα
προσμένω φωνές και μαύρα σύννεφα
μεσοδόκειο ο Γάγγης φύρανε ποτάμια αχορτάριαστα
κεφάλια μ’ αταίριαστα μάτια
μας τραντάζεις αίμα
σου μίλησε τότε η καρδιά
τοίχος αδειανός
μακριά κουβαριασμένη στη ζούγκλα
η σιωπηλή σπηλιά
φίλε εσύ της πόρτας
ντάττα, ζάρωσε το κλειδί
ό,τι είχαμε δώσαμε
αχνοκέραυνο εκκλησιάς
Εμπνευσμένο από το: Ε’ ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ, Σελ. 102.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΧΟ ΧΟ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 23/12/2017)
Πότε πότε θυμάμαι πως ποτέ δεν ξέρω που θα βρεθώ
πάλι ο θόρυβος, συλλογίσου ποντικέ χαμένε στο μονοπάτι
τίποτα άλλο πιο κάτω, χό χό,
ο δρόμος μακραίνει, στενεύει πάλι
είμαστε εμείς οι πεθαμένοι που χάσανε τα κόκαλά τους
φεύγει απ’ τη πόρτα ο αγέρας λοξοδρομεί
όπως υπάρχω έτσι κάνω πως ζω
δεν απομένει τίποτα
ξεπορτίσανε οι δρόμοι
αλλά εκείνη ξέπλεκε μαλλιά
χό χό Σαιξπηχήρειο ταξίδι
κομψό αγόρι εξυπνότατο
τι θα κάνω τώρα εγώ νεκρός;
δέκα πήγε η ώρα, γύρνα μαργαριτάρι
επέστρεψε σε μάτια ζωντανά
ως αύριο θα κάνουμε πάντα ζεστό το μέλλον μας
Εμπνευσμένο από το: Β’ ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ, Σελ. 88.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΤΕΤΟΙΑ ΛΕΩ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΛΟΓΙΑ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 23/12/2017)
Διαλέγουν και παίρνουν οι στίχοι
καποιανού σοφού τα νοήματα
πιέζοντας με η βροχή κλεισμένη στα σύννεφα
έως πότε θα παίζουμε τη πατρίδα μια ζαριά;
παρτίδα παιχνιδιού άπειρου
μάθε και κάνε αυτό που θέλεις
ξαναβάλε λίγα χρόνια πρόσθεσε στη ζωή
έτσι εμπρός σου τραβάει ο θάνατος αρεστός
τροχός άμαξας η τύχη
γύρεψε φαΐ
άει να τα βγάλεις τώρα πέρα
έμαθα πως έκανες λεφτά πολλά Γιάννη
κι εγώ ο ίδιος μ’ ένα εναπομείναν δόντι
σκέψου όμως τι έδωσες
κι ό,τι χάρη σου χρωστάω
με ποιανού μάτια αλληλοκοιταχτήκαμε;
καρφωμένοι ως τον κατήφορο
καταφέραμε να σουλουπιαστούμε λίγο
τέτοια λέω είναι τα λόγια κάποιας ποίησης
με βλέπεις εμένα που εμπρός μου στέκεται η ώρα τούτη
τώρα είναι το χτύπημα της ποίησης στη πόρτα
περιμένοντας τέσσερις στίχους
αποστρατεύτηκε ο άντρας
κλεισμένος καλά σε βλέπω
πιέζοντας στα βλέφαρα μια σκακιέρα
δίχως μασέλα να μασάς
σιχαίνομαι όποιο θεό
κακόμοιρο στρατιώτη
πολέμησε για χρόνια στη καλοπέραση
Εμπνευσμένο από το: Β’ ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ, Σελ. 89.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΕΡΩΤΙΔΕΑΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 23/12/2017)
Σε μάρμαρο καθρεφτίζομαι κοιτώντας τ’ αγάλματα να με θωρούνε
βαστάζει κοντάρια χρυσά, πλουμισμένα, ο Ερωιτιδέας καθρέφτης
κερί σκοτισμένο σύγχυση
λακουέρια μνήμη, σε θήκες έθνους αναλαμπής
μας ξεβούλωσες τα μάτια πατρίδα ξυπνώντας μας
με κλήματα στιλβωμένος ο θρόνος
κάθονταν πάνω σε μεταξωτό γυαλί
ξυπνά η σκόνη φατνωτή αλοιφή
σ’ αλλόκοτες φιάλες ριγμένη
κοσμήματα, λάμψεις
ορμούσε απάνω τους το φως
ξεχειλίζοντας εφτάκλωνες φλόγες
ζευγαρωμένες φτερούγες
όθε ξεμύτισμα κεροστάτη
συνθετικά υγρά, σκόνη μυρωδικού
αλοίφεις πλούσια κόρη
τ’ ερεθισμένα από αρώματα χείλη σου
και μπαίνει μέσα εκεί
δροσερός ο πέος, παραμυθένιο αγέρι
παχαίνει στολισμένος καπνούς
ανεβαίνουν και πνίγονται στα σκοτάδια οι φλόγες
φιλντισί έρωτας χρωματιστός
Εμπνευσμένο από το: Β’ ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ, Σελ. 86.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΗ ΦΩΝΗ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 23/12/2017)
Τούτη η πολύχρωμη θλίψη κολυμπάει στο φως σαν δελφίνι
σκαλισμένη με πέτρα η πορτοκαλιά
πλαισιωμένη από μια τόσο βάρβαρη έρημο
πάνω στο αρχαίο η απαραβίαστη φωνή
κυνηγάει τ΄αηδόνια
νάτος ο βρώμικος κόσμος, ο μαραμένος ρίζες
μέσα του δηλώνει σχήματα σιωπής
προσηλωμένα σ’ άγριους τοίχους
τι πύρινα λόγια κι ύστερα γαλήνη
απ΄το χαλασμένο παράθυρο
παρουσιάζεται η δίχως αυλαία σκηνή
φεγγίζει τα σκαλοπάτια της η κάμαρα
πατήματα σέρνονται και πέφτουν
κάτω στα αυτιά άγρια σκύβεις
Φιλομήλα πελαγίσια κοπέλα
δηλώνεις μπακίρι ποίησης
ταγισμένη στον ψεύτικο στίχο
αλλά ακόμη κι αν φωνάζεις μεταμορφώνεσαι βάναυσα
καίγεσαι σαν πράσινο πελώριο ξύλο
γιάκ γιάκ, βούρτσιζες τους καιρούς
περίκλειστος έλαμπες
Κόμη, ναι, άσκημε εσύ
σήμερα βραδιάζω μαζί σου
μείνε κοντά στη φωτιά, μίλησε της
συλλογίσου πως δεν ήσουν ποτέ ιστορισμένος
Εμπνευσμένο από το: Β’ ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ, Σελ. 87.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΠΕΡΑΣΑΝ ΚΙΟΛΑΣ ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ…
ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΘΑΦΤΗΚΕΣ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 23/12/2017)
Βρέθηκε ο άνθρωπος εκεί που έστριψε
σε μια γωνιά του δρόμου
στραβομουτσούνιασες
τα γενέθλιά σου γιόρτασες μονάχη
αρχαιολογία άμυαλη της λέω είσαι
ο φαρμακοποιός μοιράζει κάψουλες
μα ποτέ του δεν αρρωσταίνει
παντρεύεσαι κάνεις παιδιά εσύ
ο κόμπος της ψυχής
τέτοια λόγια, τόσες κουβέντες
αφήστε με ήσυχο εδώ
στην μπροστινή ώρα
ν’ απολαύσω ζεστούς τους στίχους
κάλεσμα βραδινό Μπίλλυ, καληνύχτα
η Μαίη, η Λού, παιδιά
θηλυκά της ποίησης
γλυκές μου νύχτες Κεριακάτικες
τι θα κάνω σας λέω
και τούτη η χώρα η πένθιμη
μονάχα τριάντα ενός χιλιετηρίδες ο χρόνος
είναι εντάξει άμα θα πεθάνεις
μου ‘πες
πέρασαν κιόλας πέντε λεπτά
από τότε που θάφτηκες
ήσουν μικρός Γιωργάκη
μην ντρέπεσαι λοιπόν
δεν ξανάγινες ποτέ σου τόσο γέρος
πήρα κι έριξα χάπια στο πηγάδι
ξανάγινα ο μικρός Γιωργής
Εμπνευσμένο από το: Β’ ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ, Σελ. 90.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
Η ΑΝΑΓΚΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 23/12/2017)
Εγώ που δεν άντεχα όλες τις τράπουλες
ήμουν πνιγμένος όπως η λέξη
η πνιγμένη πάνω σε τούτο
το διαβολεμένο χαρτί
στη καρδιά κάποιας ποίησης
εδώ είπες σοφό φως
κοίτονται φοίνικες πολλοί
ξεριζωμένες θάλασσες
κοιτάχτε με μαργαριτάρια
κατάσταση ανθρώπινη
μολαταύτα γυναίκα με υγρά μαλλιά
αδειανή γιομάτη απαγορευμένο σπέρμα
κρεμασμένο απ΄ το μάτι δάκρυ
μήτε πεθαμένος ούτε διάσημος
έμοιαζα σαν μια κρυολογημένη χαρτομάντισσα
ήτανε η σιωπή άραγες
η ανάγκη μου για να μιλήσω;
θολώσανε στα μάτια των νεκρών οι ζωντανοί
δεν ήξερα τι περίμενα
κοιτάζοντας μπορούσα κι έβλεπα
Ευρώπη κυρία εσύ Σοζόστρα
μας αγκαλιάζεις πνιγμένους
Μπελλαντόνα δέσποινα των βράχων
τρία μπαστούνια ο έρωτας
τροχισμένος έμπορας μονόφταλμος
ανασηκώνονται οι ώμοι
που θα βρεθώ φοβάμαι
Εμπνευσμένο από το: Α’ Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ, Σελ. 83.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
Η ΑΝΑΓΚΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Για μια στιγμή μονάχα άκουσα
το φοβερό Νταμυάτα, δεξιό ντα
σφραγίδα πάνω του σαν κίνητρο η μοίρα
πανί ποίησης ως κυρίαρχη ανταπόκριση
πάλλονται οι στίχοι
σκονισμένοι με φοβερή τόλμη
γύρισε μια φορά το κλειδί της θάλασσας
βεβαιώνει πως ο δικηγόρος σου
κατήγορος ή υπερασπιστής
στεγνός από θύμησες
δεν θα βρεθεί πουθενά χαρούμενος
να σε λυπηθεί
Κορολιανό κουπί, ήσυχη κυριαρχία
άκου ελεητική τη θάλασσα
σκεπασμένη με κύματα
καλά καμουφλαρισμένη
αιθέρια χέρια
χαρούμενη εποχή, υπάκουη
πάλλεται σαν νεκρολογία αράχνης
άδειες οι σκέψεις
για μια στιγμή αιθέρια η φυλακισμένη όχθη
καθώς βραδιάζει ο καθένας
μονάχα μια φορά υπάρχει
πλοίο στάθηκε μπρος τη πόρτα σου
κι ήταν σαν να ξαναζωντάνευε η θάλασσα
μέσα σε ψιθυρίσματα κλειδιού
Εμπνευσμένο από το: Ε’ ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ, Σελ. 103.
© HELLENIC POETRY, 2017
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
Η ΑΝΑΓΚΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ
(Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, 25/12/2017)
Πάει και πέφτει στο γιοφύρι απάνω
η Λόντρα από μόνη της μια χώρα σ’ αταξία
Ω χελιδόνι ψαρεύοντας σε χελιδόνι
άγγιξα στ’ αγκίστρι συντρίμμια αγέρα
στύλωσα πίσω μου κάμπους ξερούς
και πάλι τρελός ο Νταμυάτα τούτος ο ποιητής
ωραία ακανόνιστα ερείπια
Νταγιατβάμ Ιερώνυμο χελιδόνι
σάντι στίχε νεογέννητε
Ντάττα νοήματος η πικρή σου γεύση
φυλακισμένη στα χείλη του έρωτα
το σαπισμένο δόντι
Εμπνευσμένο από το: Ε’ ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ, Σελ. 104.
© HELLENIC POETRY, 2017
Recent Comments