Navigation Menu+

URUGUAYAN POETRY AND LATIN ELECTRONICA MUSIC III

Posted on Mar 3, 2017 | 0 comments

 

ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΜΕ:

Ι ΑΡΘΡΑ/ΚΕΙΜΕΝΑ: José Mujica, ΝΤΑΝΙΕΛ ΤΣΑΒΑΡΙΑ, ΖΥΛ ΣΥΠΕΡΒΙΕΛ, ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ, ALFREDO ZITARROSA, Μάριο Μπενεντέτι, Η ουτοπία του Γκαλεάνο.

 

ΙΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ: ΖΥΛ ΣΥΠΕΡΒΙΕΛ, ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ, Γιάννης Στίγκας, ALFREDO ZITARROSA, Μάριο Μπενεντέτι, Εντουάντο Γκαλέανο.

 

ΙΙΙ ΜΟΥΣΙΚΗ: Ritmo Machine, Cal Tjader, cumbia galactica, Bomba Estereo, Pernett, Blanco & Negro, EL MAKAKO, Mitú, The Caribbean Ravers, Alfredo Zitarrosa, La Rumba Bacana II, El Truquito, Velandia y la Tigra.

 


Ritmo Machine feat. Sen Dog – Senny Sosa


 

José Mujica, Πρόεδρος της Ουρουγουάης – χωρίς παλάτι, χωρίς πομπές, χωρίς πολυτέλειες

 

Σε μια εβδομάδα μέσα στην οποία η Ουρουγουάη νομιμοποιεί την κάνναβη, ο 78χρονος José Mujica εξηγεί γιατί απορρίπτει τον τίτλο του «φτωχότερου προέδρου του κόσμου».

Για τη νομιμοποίηση της κάνναβης, δείτε αναλυτικότερα εδώ.

Αν κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση σε μια εποχή λιτότητας , αυτός θα ήταν ο José Mujica , πρόεδρος της Ουρουγουάης, ο οποίος αρνήθηκε τις ανέσεις της θέσης του, προτιμώντας να συνεχίσει να ζει στην αγροικία του, δωρίζοντας μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος του μισθού του σε κοινωνικά έργα, ενώ πετάει σε οικονομική θέση και οδηγεί ένα παλιό Volkswagen Beetle.

Αλλά ο παλαίμαχος αντάρτης είναι προφανώς δυσαρεστημένος από εκείνους που τον αποκαλούν τον «φτωχότερο πρόεδρο του κόσμου» , και όσο και αν ήθελε και από άλλους ανθρώπους να υιοθετήσουν πιο ήπιους τόνους ζωής , ο 78χρονος έχει αρκετά μεγάλη θητεία στην πολιτική για να αναγνωρίσει την ανοησία του να ισχυρίζεται  ότι αποτελεί πρότυπο για οποιονδήποτε.

«Αν ζητούσα από τους ανθρώπους να ζουν όπως εγώ, θα με σκότωναν», δηλώνει σε συνέντευξή του. Ο πρόεδρος είναι πρώην μέλος της αντάρτικης ομάδας Tupamaros, που ήταν πασίγνωστη στις αρχές του 1970 για ληστείες τραπεζών, απαγωγές και διανομή κλεμμένων τροφίμων και χρημάτων στους φτωχούς. Πυροβολήθηκε από την αστυνομία 7 φορές και πέρασε 14 χρόνια σε στρατιωτική φυλακή, τον περισσότερο καιρό κλεισμένος σε ένα μπουντρούμι.

Από τότε που έγινε ηγέτης της Ουρουγουάης το 2010 ωστόσο, ο ίδιος έχει κερδίσει επαίνους απ’ όλο τον κόσμο για τον τρόπο ζωής του, την επικριτική του στάση απέναντι στον υπερ-καταναλωτισμό, την προοδευτική πολιτική για τον γάμο ατόμων του ιδίου φύλου, την άμβλωση και την νομιμοποίηση της κάνναβης, που έχουν τοποθετήσει την Ουρουγουάη ως την κοινωνικά πιο ελεύθερη χώρα της Λατινικής Αμερικής.

Αλλά ο άνθρωπος που συνηθέστερα αποκαλείται Pepe λέει ότι εκείνοι που τον θεωρούν φτωχό, αδυνατούν να καταλάβουν την έννοια του πλούτου. «Δεν είμαι ο φτωχότερος πρόεδρος. Ο φτωχότερος είναι εκείνος που χρειάζεται πολλά για να ζήσει» τονίζει. « Ο τρόπος ζωής μου είναι συνέπεια των τραυμάτων μου. Είμαι ο γιος της δικής μου ιστορίας. Υπήρχαν χρόνια που ήμουν πανευτυχής με το να έχω απλά ένα στρώμα».

Μοιράζεται το σπίτι με την γυναίκα του Lucía Topolansky , ηγετικό μέλος του Κογκρέσου που έχει επίσης υπηρετήσει ως αναπληρώτρια πρόεδρος.

Αν πλησιάσει κανείς το σπίτι του «πρώτου ζεύγους» της χώρας, η μόνη φύλαξη είναι δύο φύλακες και η Manuela, το σκυλί του Mujica με τα τρία πόδια.

jos-mujica-009[1]

Είναι περήφανος για την πατρίδα του, μια από τις ασφαλέστερες και λιγότερο διεφθαρμένες χώρες, και περιγράφει  την Ουρουγουάη ως ένα «νησί για τους μετανάστες σε έναν κόσμο τρελών ανθρώπων».

Η χώρα έχει μια περήφανη ιστορία για τις κοινωνικές της παραδόσεις. Η κυβέρνηση καθορίζει τις τιμές στα βασικά αγαθά και προσφέρει δωρεάν υπολογιστές και εκπαίδευση σε κάθε παιδί.

Οι βιομηχανίες της ενέργειας και των τηλεπικοινωνιών έχουν εθνικοποιηθεί. Σύμφωνα με τον προκάτοχό του, η Ουρουγουάη οδήγησε τον κόσμο στις κινήσεις περιορισμού της κατανάλωσης καπνού. Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα πέρασε τον νόμο για την  νομιμοποίηση της κάνναβης , ο οποίος δίνει στο κράτος έναν μεγάλο ρόλο στην παραγωγή του φυτού και την διακίνησή του ως προϊόν και φάρμακο.

Τέτοιες πολιτικές στο σύνολό τους έχουν καθιερώσει την χώρα ως μια απο τις προοδευτικότερες της Λατινικής Αμερικής, αλλά ο  Mujica είναι σχεδόν τόσο διστακτικός στο να δεχτεί αυτόν τον χαρακτηρισμό όσο και στο να συμφωνήσει και στον χαρακτηρισμό του ως ο «φτωχότερος πρόεδρος».

«Η χώρα μου δεν είναι ιδιαίτερα προοδευτική. Τα μέτρα αυτά είναι λογικά», δηλώνει. « Με την κάνναβη δεν πρόκειται να γίνει πολύ περισσότερο απελευθερωμένη. Θέλουμε απλά να απομακρύνουμε τους καταναλωτές του προϊόντος από λαθρεμπόρους. Αλλά επίσης θα περιορίσουμε το ποσό που καπνίζουν αν ξεφύγουν πέραν των λογικών ορίων της κατανάλωσης. Είναι όπως το αλκοόλ. Αν πίνεις ένα μπουκάλι Ουίσκι την μέρα τότε πρέπει να σε μεταχειρίζονται σαν ένα εξαρτημένο άτομο».

Οι προοπτικές βελτίωσης της κοινωνίας της χώρας είναι περιορισμένες πιστεύει, λόγω των δυνάμεων του παγκόσμιου κεφαλαίου.

«Έχω απλά αγανακτήσει από τον τρόπο που λειτουργούν τα πράγματα. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς να έχουμε αποδεχθεί την λογική των αγορών. Οι σύγχρονες πολιτικές απλά αναλώνονται σε ένα βραχυπρόθεσμο προγραμματισμό. Έχουμε εγκαταλείψει την θρησκεία και την φιλοσοφία…. αυτό που μας έχει απομείνει είναι ο αυτοματισμός του να κάνουμε ότι μας προτάσσουν οι αγορές», δηλώνει.

«Ο κόσμος πάντα θα χρειάζεται την επανάσταση. Αυτό δεν σημαίνει ότι επανάσταση γίνεται μόνο με όπλα και πυροβολισμούς, αλλά με το να αλλάζει κανείς κυρίως τον τρόπο που σκέφτεται. Ο κομφουκιανισμός και ο χριστιανισμός ήταν και οι δύο επαναστατικές θρησκείες».

Σε μια εβδομάδα μέσα στην οποία η Ουρουγουάη νομιμοποιεί την κάνναβη, ο 78χρονος José Mujica εξηγεί γιατί απορρίπτει τον τίτλο του «φτωχότερου προέδρου του κόσμου».

Για τη νομιμοποίηση της κάνναβης, δείτε αναλυτικότερα εδώ.

Αν κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση σε μια εποχή λιτότητας , αυτός θα ήταν ο José Mujica , πρόεδρος της Ουρουγουάης, ο οποίος αρνήθηκε τις ανέσεις της θέσης του, προτιμώντας να συνεχίσει να ζει στην αγροικία του, δωρίζοντας μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος του μισθού του σε κοινωνικά έργα, ενώ πετάει σε οικονομική θέση και οδηγεί ένα παλιό Volkswagen Beetle.

Αλλά ο παλαίμαχος αντάρτης είναι προφανώς δυσαρεστημένος από εκείνους που τον αποκαλούν τον «φτωχότερο πρόεδρο του κόσμου» , και όσο και αν ήθελε και από άλλους ανθρώπους να υιοθετήσουν πιο ήπιους τόνους ζωής , ο 78χρονος έχει αρκετά μεγάλη θητεία στην πολιτική για να αναγνωρίσει την ανοησία του να ισχυρίζεται  ότι αποτελεί πρότυπο για οποιονδήποτε.

«Αν ζητούσα από τους ανθρώπους να ζουν όπως εγώ, θα με σκότωναν», δηλώνει σε συνέντευξή του. Ο πρόεδρος είναι πρώην μέλος της αντάρτικης ομάδας Tupamaros, που ήταν πασίγνωστη στις αρχές του 1970 για ληστείες τραπεζών, απαγωγές και διανομή κλεμμένων τροφίμων και χρημάτων στους φτωχούς. Πυροβολήθηκε από την αστυνομία 7 φορές και πέρασε 14 χρόνια σε στρατιωτική φυλακή, τον περισσότερο καιρό κλεισμένος σε ένα μπουντρούμι.

Από τότε που έγινε ηγέτης της Ουρουγουάης το 2010 ωστόσο, ο ίδιος έχει κερδίσει επαίνους απ’ όλο τον κόσμο για τον τρόπο ζωής του, την επικριτική του στάση απέναντι στον υπερ-καταναλωτισμό, την προοδευτική πολιτική για τον γάμο ατόμων του ιδίου φύλου, την άμβλωση και την νομιμοποίηση της κάνναβης, που έχουν τοποθετήσει την Ουρουγουάη ως την κοινωνικά πιο ελεύθερη χώρα της Λατινικής Αμερικής.

Αλλά ο άνθρωπος που συνηθέστερα αποκαλείται Pepe λέει ότι εκείνοι που τον θεωρούν φτωχό, αδυνατούν να καταλάβουν την έννοια του πλούτου. «Δεν είμαι ο φτωχότερος πρόεδρος. Ο φτωχότερος είναι εκείνος που χρειάζεται πολλά για να ζήσει» τονίζει. « Ο τρόπος ζωής μου είναι συνέπεια των τραυμάτων μου. Είμαι ο γιος της δικής μου ιστορίας. Υπήρχαν χρόνια που ήμουν πανευτυχής με το να έχω απλά ένα στρώμα».

Μοιράζεται το σπίτι με την γυναίκα του Lucía Topolansky , ηγετικό μέλος του Κογκρέσου που έχει επίσης υπηρετήσει ως αναπληρώτρια πρόεδρος.

Αν πλησιάσει κανείς το σπίτι του «πρώτου ζεύγους» της χώρας, η μόνη φύλαξη είναι δύο φύλακες και η Manuela, το σκυλί του Mujica με τα τρία πόδια.

Είναι περήφανος για την πατρίδα του, μια από τις ασφαλέστερες και λιγότερο διεφθαρμένες χώρες, και περιγράφει  την Ουρουγουάη ως ένα «νησί για τους μετανάστες σε έναν κόσμο τρελών ανθρώπων».

Η χώρα έχει μια περήφανη ιστορία για τις κοινωνικές της παραδόσεις. Η κυβέρνηση καθορίζει τις τιμές στα βασικά αγαθά και προσφέρει δωρεάν υπολογιστές και εκπαίδευση σε κάθε παιδί.

Οι βιομηχανίες της ενέργειας και των τηλεπικοινωνιών έχουν εθνικοποιηθεί. Σύμφωνα με τον προκάτοχό του, η Ουρουγουάη οδήγησε τον κόσμο στις κινήσεις περιορισμού της κατανάλωσης καπνού. Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα πέρασε τον νόμο για την  νομιμοποίηση της κάνναβης , ο οποίος δίνει στο κράτος έναν μεγάλο ρόλο στην παραγωγή του φυτού και την διακίνησή του ως προϊόν και φάρμακο.

Τέτοιες πολιτικές στο σύνολό τους έχουν καθιερώσει την χώρα ως μια απο τις προοδευτικότερες της Λατινικής Αμερικής, αλλά ο  Mujica είναι σχεδόν τόσο διστακτικός στο να δεχτεί αυτόν τον χαρακτηρισμό όσο και στο να συμφωνήσει και στον χαρακτηρισμό του ως ο «φτωχότερος πρόεδρος».

«Η χώρα μου δεν είναι ιδιαίτερα προοδευτική. Τα μέτρα αυτά είναι λογικά», δηλώνει. « Με την κάνναβη δεν πρόκειται να γίνει πολύ περισσότερο απελευθερωμένη. Θέλουμε απλά να απομακρύνουμε τους καταναλωτές του προϊόντος από λαθρεμπόρους. Αλλά επίσης θα περιορίσουμε το ποσό που καπνίζουν αν ξεφύγουν πέραν των λογικών ορίων της κατανάλωσης. Είναι όπως το αλκοόλ. Αν πίνεις ένα μπουκάλι Ουίσκι την μέρα τότε πρέπει να σε μεταχειρίζονται σαν ένα εξαρτημένο άτομο».

Οι προοπτικές βελτίωσης της κοινωνίας της χώρας είναι περιορισμένες πιστεύει, λόγω των δυνάμεων του παγκόσμιου κεφαλαίου.

«Έχω απλά αγανακτήσει από τον τρόπο που λειτουργούν τα πράγματα. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς να έχουμε αποδεχθεί την λογική των αγορών. Οι σύγχρονες πολιτικές απλά αναλώνονται σε ένα βραχυπρόθεσμο προγραμματισμό. Έχουμε εγκαταλείψει την θρησκεία και την φιλοσοφία…. αυτό που μας έχει απομείνει είναι ο αυτοματισμός του να κάνουμε ότι μας προτάσσουν οι αγορές», δηλώνει.

«Ο κόσμος πάντα θα χρειάζεται την επανάσταση. Αυτό δεν σημαίνει ότι επανάσταση γίνεται μόνο με όπλα και πυροβολισμούς, αλλά με το να αλλάζει κανείς κυρίως τον τρόπο που σκέφτεται. Ο κομφουκιανισμός και ο χριστιανισμός ήταν και οι δύο επαναστατικές θρησκείες».

PANOSZ


 Cal Tjader – Latin Kick (1958)


 

ΝΤΑΝΙΕΛ ΤΣΑΒΑΡΙΑ

 

Δούλεψε ναύτης σε ελληνικό πλοίο. Σήμερα διδάσκει Αρχαία Ελληνικά και Κλασική Φιλολογία στην Αβάνα και γράφει μυθιστορήματα για τα παιχνίδια που παίζονται ερήμην των λαών στη μεγάλη σκακιέρα του κόσμου.

Ο εθνολόγος αφηγητής

Η κουβανική λογοτεχνία, από τις σημαντικότερες της Λατινικής Αμερικής, που περιλαμβάνει στις γραμμές της επιφανή ονόματα, όπως τον ποιητή και εθνικό ήρωα Χοσέ Μαρτί, τον ποιητή Νικολάς Γκιγέν, τον Αλέχο Καρπεντιέρ, εισηγητή του μαγικού ρεαλισμού, και τον Χοσέ Λεσάμα Λίμα, τον Προυστ της Καραϊβικής, κατά τους Γάλλους, εξακολουθεί να ανθεί εντός και εκτός Κούβας. Ορισμένοι εκπρόσωποί της, πρόσωπα τιμημένα με αξιώματα και βραβεία στην πατρίδα τους από το σημερινό καθεστώς, διαβιούν ως αυτοεξόριστοι σε χώρες του εξωτερικού, από όπου μέσω βιβλίων και άρθρων βάλλουν κατά της κυβέρνησης και του Κάστρο, θεωρώντας ότι ευθύνονται για την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα. Σε αυτούς συγκαταλέγονται οι μεγάλου βεληνεκούς συγγραφείς Γκαμπριέλ Καμπρέρα Ινφάντε και Χεσούς Δίας ­ βιβλία τους κυκλοφορούν στην Ελλάδα ­ αλλά και η ικανή στις δημόσιες σχέσεις, πλην ήσσονος αξίας, Σοέ Βαλδές.

Ολοι αυτοί γράφουν βιβλία βασισμένα στη νεότατη και σύγχρονη ιστορία της Κούβας, νησί που τους εμπνέει και καθοδηγεί τη σκέψη τους. Η εποχή της δικτατορίας του Φουλχένσιο Μπατίστα, η δράση των ανταρτών στα βουνά, ο αγώνας στις πόλεις, η νίκη της επανάστασης, η ρήξη με τις ΗΠΑ, η πρόσδεση στο άρμα της ΕΣΣΔ, η εγκαθίδρυση ενός συστήματος κομμουνιστικού τύπου και οι δραματικές συνέπειες της πτώσης του Τείχους που έφεραν την Κούβα στα πρόθυρα της καταστροφής παρέχουν άφθονο υλικό σε εκείνους που θέλουν να τα μεταγράψουν όλα αυτά λογοτεχνικά.

Στα χνάρια των κουβανών συγγραφέων βαδίζει και ο Ουρουγουανός Ντανιέλ Τσαβαρία, ο οποίος, ζώντας στην Κούβα και γνωρίζοντας άριστα την κουβανική πραγματικότητα, έγραψε το μυθιστόρημα «Χαιρετίσματα στο θείο» ­ ο πρωτότυπος ισπανικός τίτλος είναι «Alla ellos» ενώ η γαλλική έκδοση του 1996 τιτλοφορήθηκε «Un thè en Amazonie». Ο Τσαβαρία, λάτρης των βιβλίων του Βίκτορα Ουγκό, του Αλέξανδρου Δουμά, του Ντάσιελ Χάμετ, φίλος του μεξικανού συγγραφέα αστυνομικών περιπετειών Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα κατασκοπείας, το «Joy», το 1978. Σήμερα διδάσκει Αρχαία Ελληνικά, Λατινικά και Κλασική Φιλολογία στην Αβάνα, επομένως δεν είναι καθόλου τυχαίο που το πρόσφατο θρίλερ του «Oeil de Cybeles» διαδραματίζεται στην Αθήνα του Περικλή. Πρόκειται για μια πολυσχιδή προσωπικότητα με ενδιαφέρουσα περιπετειώδη ζωή ­ άρχισε να γράφει μετά τα 50 του και αφού απέκτησε πληθώρα εμπειριών, από τις οποίες αντλεί την έμπνευσή του.

Γεννήθηκε στο Σαν Χοσέ δε Μάγιο της Ουρουγουάης το 1933 και στα 20 του μπαρκάρισε σε ένα πλοίο που τον πήγε στην Ισπανία. Διέσχισε την Ευρώπη, εργάστηκε ως φορτοεκφορτωτής στο Αμβούργο, ως ναύτης σε ελληνικό πλοίο και αλήτεψε στην Ιταλία. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, ολοκλήρωσε τις σπουδές Φιλολογίας και έκανε τον ηθοποιό στο Μοντεβιδέο. Το 1964 βρέθηκε στη Βραζιλία για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον λαό της χώρας συμμετέχοντας στην εκστρατεία κατά του αναλφαβητισμού. Μετά την ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου Ζοάο Γκουλάρτ από τους στρατιωτικούς, κατέφυγε στη ζούγκλα του Αμαζονίου, έχοντας ως συντροφιά τα ποιήματα του Οράτιου και τις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου. Υστερα από περιπλανήσεις, έφθασε στο Μπουεναβεντούρα, ένα λιμάνι της Κολομβίας στον Ειρηνικό, όπου ανέλαβε το ντιούτι φρι του τοπικού αεροδρομίου. Εκεί συνδέθηκε με το φιλοκαστρικό αντάρτικο κίνημα Στρατός Εθνικής Απελευθέρωσης (ELN), τον οποίο ενίσχυε οικονομικά κάνοντας λαθρεμπόριο ουίσκι και τσιγάρων. Τον Οκτώβριο του 1969, μαθαίνοντας ότι ένας αντάρτης που αυτομόλησε παρέδωσε στην αστυνομία έναν κατάλογο με ονόματα, μαζί και το δικό του, μπήκε σε αεροπλάνο και με την απειλή περιστρόφου ανάγκασε τον πιλότο να κατευθυνθεί στην Κούβα.

Τα «Χαιρετίσματα στο θείο» είναι ένα φιλόδοξο εγχείρημα, μια περιπέτεια σε διάφορες περιοχές του κόσμου και ταυτόχρονα μια καταγραφή ιστορικών γεγονότων που διαπλέκονται με επεισόδια γεννημένα από τη φαντασία. Αποτελεί συνδυασμό επιστημονικής φαντασίας, θρίλερ και αφηγήματος κατασκοπείας. Πρωτίστως όμως είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας μιλάει για τη CIA, τις δραστηριότητές της, τις μεθόδους της, τη φιλοσοφία της, όλο το πλέγμα των συμφερόντων και των στόχων της. Προδήλως θέλει να καταδείξει το πόσο ατελέσφορη ήταν ­ και είναι μέχρι στιγμής ­ η δράση της στην Κούβα, κάτι που φάνηκε όχι μόνο από την αποτυχημένη απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων το 1961 αλλά και από τις ανεπιτυχείς απόπειρες δολοφονίας του Κάστρο.

Τα «Χαιρετίσματα στο θείο» ξεκινούν με ένα συγγραφικό εύρημα: την ύπαρξη στη ζούγκλα του Αμαζονίου ενός περίεργου δέντρου, του οποίου τα φύλλα παράγουν μιαν ουσία με αναλγητικές και υπνωτικές ικανότητες. Οταν η πληροφορία φθάνει στα αφτιά των ιθυνόντων της CIA, αποφασίζεται να χρησιμοποιηθεί το φάρμακο για την αποσταθεροποίηση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Σοβιετικής Ενωσης και της Κούβας ­ οι υπόλοιπες «σοσιαλιστικές δημοκρατίες» θα οδεύσουν προς τη διάλυση στη συνέχεια. Τα νήματα αυτού του ιδιοφυούς σχεδίου κινεί ο κουβανικής καταγωγής πράκτορας Πατ Φλάχερτι, κάτω από τις διαταγές του οποίου εξαφανίζονται από προσώπου γης οι γνωρίζοντες την ύπαρξη του δέντρου.

Το σχέδιο επονομάζεται USMER, όνομα που παραπέμπει στο διήγημα του Εντγκαρ Αλαν Πόε «Η πτώση του σπιτιού των Ωσερ» και όπου το παμπάλαιο αρχοντικό μιας οικογένειας καταρρέει ξαφνικά εξαιτίας κάποιας αδιόρατης ρωγμής στον εξωτερικό τοίχο. Τι προβλέπει αυτό το σχέδιο; Τη χορήγηση του μυστηριώδους φαρμάκου σε ορισμένους υψηλόβαθμους συνεργάτες του Κάστρο οι οποίοι θα μετατραπούν σε κλέφτες και καταχραστές ώστε να καταδειχθεί στην κοινή γνώμη ότι ο κουβανός ηγέτης είναι και ο ίδιος διεφθαρμένος, ένας μαφιόζος αρχηγός μιας εξευτελισμένης συμμορίας απατεώνων. Για τον σκοπό αυτόν η CIA θα στρατολογήσει πράκτορες από την ανώτερη κουβανική κοινωνία και εργαζομένους στις τηλεπικοινωνίες. Αλλοι πράκτορες που θα εισέλθουν στη χώρα ως τουρίστες ή επιστήμονες θα προκαλέσουν ανεπανόρθωτο διαβήτη σε κυβερνητικές προσωπικότητες στις οποίες θα χορηγηθεί με ειδικά ιδιοσκευάσματα το μαγικό φάρμακο.

Η μέθοδος διάβρωσης του κουβανικού καθεστώτος εφαρμόζεται πρώτα στην Αγκόλα, όπου το φάρμακο χορηγείται σε στρατηγό, ήρωα της επανάστασης, ο οποίος ­ μεταλλαγμένος πλέον ­ τίθεται επικεφαλής ομάδας κερδοσκόπων που δρουν με πρόσχημα την ευημερία του κουβανικού λαού. Υπενθυμίζεται ότι το 1989 έγινε στην Αβάνα η δίκη και η εκτέλεση του στρατηγού Αρνάλδο Οτσόα, βετεράνου της επανάστασης, πρώην υφυπουργού, μέλους της κεντρικής επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος, διοικητή των κουβανικών στρατευμάτων στην Αγκόλα, που κατηγορήθηκε για λαθρεμπόριο ναρκωτικών, διαμαντιών και ελεφαντόδοντος ­ στο εξωτερικό κυκλοφόρησε η φήμη ότι ετοίμαζε πραξικόπημα κατά του Κάστρο.

Για τις ανάγκες του μύθου, για να δώσει στο μυθιστόρημα την απαραίτητη δράση, ο συγγραφέας δημιουργεί έναν «κακό» αλλά ενδιαφέροντα ήρωα, τον ακροδεξιό Χάιμε δε Αρνάιθ, κληρονόμο ισπανών γαιοκτημόνων που έχει αφιερώσει τη ζωή του στη συντριβή της δημοκρατίας και του κομμουνισμού. Οι δύο ιστορίες, εκείνη του φαρμάκου και η άλλη του ισπανού φασίστα, κάποτε συναντώνται, αφού εν τω μεταξύ οι ήρωές τους περιπλανώνται στη Σοβιετική Ενωση, στο Μαρόκο, στην Ινδοκίνα και στην Ισπανία.

Οι εκδόσεις Opera σκοπεύουν να δημοσιεύσουν το σύνολο των έργων του Ντανιέλ Τσαβαρία ­ ήδη μεταφράζεται το επόμενο μυθιστόρημά του. Ετσι οι έλληνες αναγνώστες θα γνωρίσουν πληρέστερα έναν σημαντικό εκπρόσωπο της ισπανόφωνης λογοτεχνίας και θα πάρουν περισσότερες πληροφορίες για τα πρόσωπα και τα ιστορικά γεγονότα που τον επηρέασαν ­ στο παρόν βιβλίο τις πολύ χρήσιμες σημειώσεις υπογράφει ο μεταφραστής Κρίτων Ηλιόπουλος.

TOBHMA

 


cumbia galactica


ΖΥΛ ΣΥΠΕΡΒΙΕΛ

 

Τρία ποιήματα του Ζυλ Συπερβιέλ

Εισαγωγή – Μετάφραση: ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

Ο Γάλλος ποιητής, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας Ζυλ Συπερβιέλ (Jules Supervielle) γεννήθηκε το 1884 στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης από Γάλλους γονείς βασκικής καταγωγής. Πέθανε το 1960 στο Παρίσι, έχοντας ζήσει κατά διαστήματα, πότε στην Γαλλία και πότε στην Ουρουγουάη. Στον χώρο των γραμμάτων πρωτοεμφανίστηκε το 1900, σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών, με την ποιητική συλλογή «Ομίχλες του παρελθόντος». Ακολούθησαν τα ποιητικά βιβλία «Σαν ιστιοφόρα» (1910), «Ποιήματα θλιμμένου χιούμορ» (1910), «Αποβάθρες» (1922), «Περιελίξεις» (1925), «Ο αθώος δεσμώτης» (1930), «Οι άγνωστοι φίλοι» (1934), «Ο μύθος του κόσμου» (1938), «Τα ποιήματα της άμοιρης Γαλλίας» (1942), «Επιλήσμων μνήμη» (1951), «Γεννήσεις» (1951), «Το τραγικό σώμα» (1959) κ. ά. Παράλληλα, ο Συπερβιέλ έγραψε τις νουβέλες «Ο άνθρωπος της πάμπας» (1923), «Κλέφτης παιδιών» (1926), «Η κιβωτός του Νώε» (1938), «Ο νέος της Κυριακής και των άλλων ημερών» (1955) και τα θεατρικά έργα «Η ωραία του δάσους» (1932) και «Μπολιβάρ» (1936).Η ποίηση του Συπερβιέλ, μπορεί να μην επηρεάστηκε εμφανώς από τον υπερρεαλισμό, στηρίζεται ωστόσο στον ρέοντα ελεύθερο στίχο, στο λιτό και καθημερινό λεξιλόγιο, καθώς επίσης στις συνεχείς μεταλλαγές του χώρου και του χρόνου. Ο ίδιος ο ποιητής υποστήριζε: «Ποτέ δεν ασχολήθηκα με τους υπερρεαλιστές. Βρίσκω τον Μπρετόν περισσότερο ποιητή στην πρόζα, παρά στον στίχο. Όσον αφορά εμένα, είμαι αναρχικός στη γραφή μου αρχίζοντας κάθε ποίημα και κλασσικός όταν το τελειώνω». Η γραφή του Συπερβιέλ επηρέασε βαθιά τα γαλλικά γράμματα, εξαιτίας του χυμώδους στίχου του, της δημιουργικής ειρωνείας που μεταχειρίζεται και της θεματογραφίας του, που συχνά περιστρέφεται γύρω από υπερφυσικά ζητήματα, σχιζοφρενικές κάποτε μεταμορφώσεις και ποιητικές περιγραφές της γενέτειράς του, μα και γενικότερα του νοτιοαμερικάνικου τοπίου των γκάουτσος και της πάμπας.

Αυλακιά στο νερό Βλέπαμε την αυλακιά και καθόλου τη βάρκα Γιατί από ’δω είχε περάσει η ευτυχία.

Είχαν κοιταχτεί στο βάθος των ματιών τους Το αναμενόμενο τελικά ξέφωτο αντικρίζοντας

Όπου ελάφια μεγάλα μ’ όλη τους τη δριμύτητα έτρεχαν. Στην αδάκρυτη αυτή χώρα οι κυνηγοί δεν εισχωρούσαν

Ήταν την επομένη, μετά από μια νύχτα κρύα, Που τους αναγνωρίσαμε πνιγμένους απ’ αγάπη

Αλλ’ αυτό που μπορούσαμε να το νομίσουμε πόνο τους Σινιάλο μάς έκανε να μην το πιστέψει κανείς.

Λίγο από το ιστίο τους κυμάτιζε ακόμα στον αέρα Ολομόναχο, νομίζοντας τον άνεμο για την επιθυμία του,

Από τη βάρκα μακριά και απ’ τα κουπιά έρμαιο των κυμάτων.

[«Οι άγνωστοι φίλοι», 1934]

Alter Ego Ένα ποντίκι ξεφεύγει (Δεν είναι ένα) Μια γυναίκα ξυπνά (Πώς το ξέρεις;) Και μια πόρτα που τρίζει (Θα την λαδώσουμε το πρωί) Δίπλα στον τοίχο της περίφραξης (Ο τοίχος δεν υπάρχει πια) Α! Δεν μπορώ να πω τίποτα (Ε, ωραία, σκάσε!) Δεν μπορώ να κινηθώ (Περπατάς στο δρόμο) Πού πηγαίνουμε λοιπόν; (Αυτό ρωτάω κι εγώ) Είμαι μόνος στη Γη (Είμ’ εδώ δίπλα σου) Μπορεί να είναι κανείς τόσο μόνος; (Είμαι περισσότερο μόνος από ’σένα, Εγώ βλέπω το πρόσωπό σου Εμένα δε με είδε ποτέ κανείς).

[«Οι άγνωστοι φίλοι», 1934]

Στη λησμονιά του κορμιού μου Στη λησμονιά του κορμιού μου Και όλων αυτών που αγγίζει Σε θυμάμαι, Στην προσπάθεια ενός φοίνικα Κοντά σε άγνωστες θάλασσες Παρά τις τόσες αποστάσεις Να που ανακαλύπτω Όλο αυτό που σ’ αποτελούσε. Και μετά σε ξεχνώ Όσο πιο έντονα μπορώ Σου δείχνω τι Κάνω μέσα μου για να πεθάνω. Και κλείνω τα μάτια Για να σε δω να ξανάρχεσαι Πιο μακριά απ’ τον εαυτό μου Όπου παραλίγο να Πεθάνεις, μονάχη.

[«Ο μύθος του κόσμου», 1938]

 ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ


 

Bomba Estereo – La Cumbia Sicodelica


ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ

 

Απόσπασμα από «Τα άσματα του Μαλντορόρ»

 Γέρο ωκεανέ, η τελειότητά του σφαιρικού σου σχήματος, που τόσο γελοιοποιεί την αυστηρή έκφραση της γεωμετρίας, εμένα δεν μου θυμίζει παρά τα μικρά μάτια του ανθρώπου, που είναι τόσα δα, απαράλλαχτα με του αγριόχοιρου, και ολοστρόγγυλα σαν εκείνα των πουλιών της νύχτας. Ωστόσο ετούτος, από καταβολής κόσμου περνιέται για ωραίος. Πάντως εγώ υποπτεύομαι, πως αυτό το κάνει περισσότερο από φιλότιμο, και πως πραγματικά για την ομορφιά του αμφιβάλλει. Τότε, γιατί να κοιτάζει με τόση περιφρόνηση του συνανθρώπου του τη μορφή; Χαίρε ωκεανέ!

Maldoror: A Tribute to Lautreamont

Γέρο ωκεανέ, καθόλου δεν είναι απίθανο ό,τι κρύβουνε οι κόρφοι σου, να είναι ωφέλιμο για το μελλοντικό καλό του ανθρώπου. Ως τώρα, του έδωσες τη φάλαινα, αλλά δεν αφήνεις εύκολα τ’ άπληστα μάτια των φυσικών επιστημών να μαντέψουν τα χίλια μυστικά που διέπουν την ιδιαίτερη οργάνωσή σου: συ, είσαι μετριόφρων. Δεν μοιάζεις του ανθρώπου, που συνεχώς καυχιέται για τιποτένια πράματα, Χαίρε, ωκεανέ!

Γέρο ωκεανέ, τα νερά σου είναι πικρά. Έχουν την ίδια γεύση της χολής, που στάζει η κριτική στις Καλές Τέχνες, στις Επιστήμες και γενικά στα πάντα. Κι αν τύχει κάποιος να είναι μεγαλοφυής, αυτοί τον βγάζουν βλάκα, και τον άλλον με το λυγερό κορμί, απαίσιο καμπούρη. Σίγουρα, ο άνθρωπος θα πρέπει να αισθάνεται έντονα την ατέλειά του, για να της κάνει τέτοια κριτική, που άλλωστε κατά τα τρία τέταρτα, οφείλεται στον ίδιο. Χαίρε ωκεανέ!

[…]

Απάντησε μου, ωκεανέ, θέλεις να γίνεις αδερφός μου; Ανασάλεψε με ορμή, ακόμη πιο μεγάλη, αν θέλεις να σε παραβάλω με την εκδίκησή του Θεού. Μάκρυνε τα πελιδνά σου νύχια ανοίγοντας δρόμο στο ίδιο σου το στήθος… ‘Ετσι. Το μεγαλείο του ανθρώπου είναι πλαστό, δεν θα μου επιβληθεί καθόλου, εσύ όμως ναι. Όταν προχωρείς με την κορυφή ψηλά και τρομερή, περιστοιχισμένος από τις λεπτές πτυχές σου, σαν από μια αυλή, γητευτής και άγριος, κυλώντας τα κύματα σου, το ένα πάνω στο άλλο, με τη συνείδηση του τι είσαι, όταν βγάζεις, από τα βάθη του στήθους σου, σαν χτυπημένος από μία τύψη, έντονη που δεν μπορώ να αποκαλύψω, αυτό τον υπόκωφο και αδιάκοπο βρυχηθμό που οι άνθρωποι φοβούνται, ακόμη κι όταν σε κοιτάζουν, ασφαλισμένοι, τρέμοντας από την ακτή, τότε βλέπω πως δεν έχω το δικαίωμα να λέω πως είμαι ίσος σου. Γι’ αυτό μπορεί στην υπεροχή σου να σου έδινα όλη μου την καρδιά, και κανείς δεν ξέρει πόση αγάπη κλείνουν οι προθέσεις μου προς το ωραίο,

Maldoror

Αν δεν με έκανες οδυνηρά να συλλογίζομαι τους ομοίους μου, που αποτελούν μαζί σου την πιο ειρωνική αντίθεση, αντίθεση την πιο κωμική που ειδώθηκε ποτέ μέσα στην πλάση, δεν μπορώ να σ αγαπήσω, σε μισώ. Γιατί ξανάρχομαι προς εσένα για χιλιοστή φορά, προς τα φιλικά σου χέρια, που ανοίγουν για να χαϊδέψουν το μέτωπό μου, που φλέγεται και βλέπει να πέφτει ο πυρετός του στην επαφή τους. Δεν ξέρω την κρυφή σού μοίρα, κάθε σχετικό με σένα με ενδιαφέρει. Πες μου λοιπόν αν είσαι η κατοικία του πρίγκιπα των σκοταδιών Πες το μου, πες μου, ωκεανέ (σε μένα μόνο, για να μη λυπηθούν εκείνοι που δεν έχουν ακόμη γνωρίσει παρά τις οφθαλμαπάτες) και να η πνοή του Σατανά, γεννά τις τρικυμίες που υψώνουν τα αλμυρά σου νερά ως τα σύννεφα. Πρέπει να μου το πεις γιατί θα αναγαλλιάσω βλέποντας πως η κόλαση βρίσκεται τόσο κοντά στον άνθρωπο. Θέλω αυτή να είναι η τελευταία στροφή της επικλήσεως μου. Για αυτό, μια φορά ακόμη, θα σε χαιρετήσω και θα σε αποχαιρετήσω. Γέρο ωκεανέ με τα κρυστάλλινα κύματα. Τα μάτια μου μουσκεύουν από άφθονα δάκρυα, και δεν έχω την δύναμη να εξακολουθήσω γιατί νιώθω πως η στιγμή έφτασε να ξαναγυρίσω μεταξύ των ανθρώπων με την κτηνώδη όψη. Όμως θάρρος,

ας κάμουμε μια μεγάλη προσπάθεια και ας επιτελέσουμε, με το συναίσθημα του καθήκοντος, τα της μοίρα μας σε αυτή τη γη, Σε χαιρετώ, ω γέρο ωκεανέ!

HALLOFPEOPLE

 


 

 Pernett – La Rumba Bacana


 

The Masters of Horror (4) LAUTRÉAMONT’s THE SONGS OF MALDOROR

 

THE SONGS OF MALDOROR, the only novel of French writer Le Comte de Lautréamont (aka Isidore Ducasse, 1846-1870) went down in history as one of the single most intriguing and important texts of French Literature. It shaped whole artistic movements, notably the Surrealist movement and single handedly immortalized its author.

Here is the complete quote that inspired this drawing :

“I am filthy. I am riddled with lice. Hogs, when they look at me, vomit. My skin is encrusted with the scabs and scales of leprosy, and covered with yellowish pus. I know neither the water of rivers nor the dew of clouds. An enormous, mushroom with umbelliferous stalks is growing on my nape, as on a dunghill. Sitting on a shapeless piece of furniture, I have not moved my limbs now for four centuries. My feet have taken root in the ground; up to my belly, they form a sort of tenacious vegetation, full of filthy parasites; this vegetation no longer has anything in common with other plants, nor is it flesh. And yet my heart beats. How could it beat, if the rottenness and miasmata of my corpse (I dare not say body), did not nourish it abundantly? A family of toads has taken up residence in my left armpit and, when one of them moves, it tickles. Mind one of them does not escape and come and scratch the inside of your ear with its mouth; for it would then be able to enter your brain. In my right armpit there is a chameleon which is perpetually chasing them, to avoid starving to death: everyone must live. But when one party has completely foiled the cunning tricks of the other, they like nothing better than to leave one another in peace and suck the delicate fat which covers my sides: I am used to it. An evil snake has eaten my verge and taken its place; the filthy creature has made me a eunuch. Oh if only I could have defended myself with my paralysed hands; but I rather think they have changed into logs. However that may be, it is important to state that my red blood no longer flows there. Two little hedgehogs, which have stopped growing, threw the inside of my testicles to a dog, who did not turn up his nose at it: and they lodged inside the carefully washed epidermis. My anus has been penetrated by a crab; encouraged by my sluggishness, he guards the entrance with his pincers, and causes me a lot of pain! Two medusae crossed the seas, immediately enticed by a hope which was not disappointed.

They looked attentively at the two fleshy parts which form the human backside, and, clinging on to their convex curve, they so crushed them by constant pressure that the two lumps of flesh have disappeared, while two monsters from the realm of viscosity remain, equal in colour, shape, and ferocity. Do not speak of my spinal column, as it is a sword…Yes, yes…I was not paying attention…your request is a fair one. You wished to know, did you not, how it came to be implanted vertically in my back. I cannot remember very clearly; however, if I decide to take for a memory what was perhaps only a dream, I can tell you that man, when he found out that I had vowed to live disease-ridden and motionless until I had conquered the Creator, crept up behind me on tiptoe, but not so quietly that I did not hear him. For a short moment, I felt nothing. This sword was buried up to the hilt between the shoulder-blades of the festive bull, and his bones shuddered like an earthquake. Athletes, mechanical experts, philosophers and doctors have tried, in turn, all kinds of methods. They did not know that the evil man does cannot be undone! I forgave them for the depth of their native ignorance, and acknowledged them with a slow movement of my eyelids. Traveller, when you pass near by me, do not address the least word of consolation to me, I implore you. You will weaken my courage. Leave me to kindle my tenacity at the flame of voluntary martyrdom. Go away…let me not inspire in you any act of piety. Hatred is stranger than you think; its action is inexplicable, like the broken appearance of a stick in water. Such as you see me, I can still make sorties as far as the walls of heaven at the head of a legion of murderers, and then come back and, resuming this posture, meditate again on noble projects of vengeance. Adieu, I shall delay you no longer; and, so that you may learn a lesson and keep out of harm’s way, reflect on the fatal destiny which led me to revolt, when I was perhaps born good!”

Le Comte de Lautréamont “The Songs of Maldoror.”


 

Isidore Lucien Ducasse

 

Maldoror Film by Daniel Stedman

Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο Ιζιντόρ Ντυκάς (Isidore Lucien Ducasse, 4/4/1846-24/11/1870), γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Λωτρεαμόν ή Κόμης του Λωτρεαμόν. Με αφορμή τη σημερινή επέτειο, το dim/art αναδημοσιεύει ένα κείμενο της Μικέλας Χαρτουλάρη (Τα Νέα, 3/12/2011) με τίτλο Ο υπονομευτικός Λωτρεαμόν και ένα του Γιώργου Λαμπράκου με τίτλο Μαλντορόρ ή το μηδέν και το άπειρο  (Η Αυγή, 17/7/2012), καθώς και εικονογραφήσεις των Ασμάτων του Μαλντορόρ, του σημαντικότερου από τα δύο έργα του Λωτρεαμόν, από τον Σαλβαδόρ Νταλί, τον Ρενέ Μαγκρίτ και τον Jacques Houplain.

* * *

Ο υπονομευτικός Λωτρεαμόν

—Της Μικέλας Χαρτουλάρη—

20110405101107-lautreamont.1256938444«Είναι δεκάξι ετών και τεσσάρων μηνών! Είναι ωραίος σαν τη συστολή των νυχιών στ’ αρπακτικά όρνεα — ή, ακόμη, σαν τις αβέβαιες μυϊκές κινήσεις των τραυμάτων στα χαλαρά σημεία της τραχηλικής χώρας (…) και κυρίως σαν την απρόοπτη συνάντηση πάνω σε ένα τραπέζι ανατομίας μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας!»

Να ένα ελάχιστο δείγμα από την παραστατική δύναμη των εικόνων και τους εφιαλτικούς οραματισμούς του καινοτόμου 22χρονου Ιζιντόρ Ντικάς, ο οποίος επηρέασε όσο ελάχιστοι την ιστορία της λογοτεχνίας με το ψευδώνυμο Κόμης ντε Λωτρεαμόν και με τον ακραίο «Μαλντορόρ». Αυτό το μοναδικό έργο του, γραμμένο το 1868 αλλά δραστικό και σήμερα, επέβαλε την άποψη πως η λογοτεχνία είναι μια εμπειρία και η ανάγνωση μια ριψοκίνδυνη περιπέτεια. Ενάντιο σε κάθε σύμβαση κοινωνική, ηθική, αισθητική, ενέπνευσε από τον Μπρετόν και τον Νταλί έως τον Εγγονόπουλο, τον Ελύτη, τον Άσμπερι ή τον Λε Κλεζιό, και επέστρεψε στο ελληνικό προσκήνιο έπειτα από τριάντα χρόνια, σε μετάφραση και με ενδιαφέρον επίμετρο του ποιητή Στρατή Πασχάλη (εκδ. Νεφέλη 2011). Θέμα του, η περιπλάνηση ενός ήρωα σκοτεινού που, βιαιοπραγώντας, νοσταλγεί έναν κόσμο ανώτερο.

«Ο Λωτρεαμόν είναι ένα ρίσκο», γράφει ο Γκαστόν Μπασελάρ. Είναι ένας «αρχαγγελικός δυναμιτιστής», σημειώνει ο Ζιλιέν Γκρακ και με τα έξι απάνθρωπα «τραγούδια» του «Μαλντορόρ» προτείνει, όπως λέει ο Ελύτης, την «καταστροφή των μικροαστικών μεθόδων σκέψης, τη γυμναστική της ψυχής». Σήμερα είμαστε εξοικειωμένοι με την ωμότητα και τη φρίκη στην τέχνη, από το «Κουρδιστό πορτοκάλι» έως το «Pulp fiction», και η θεματική του Λωτρεαμόν δεν μας ξαφνιάζει όσο τους συγχρόνους του. Σήμερα κατανοούμε ότι χρησιμοποιεί το «κακό» ως όπλο για την κριτική απαξίωση της ανθρώπινης κωμωδίας. Ωστόσο, ακόμη και ο πιο μπλαζέ αναγνώστης συγκλονίζεται όταν εισδύει στην ποιητική αυτού του έργου όπου εναλλάσσονται αναπάντεχες εικόνες φρίκης, περιγραφές ασύλληπτης θηριωδίας, ψυχεδελικά τοπία ή παραδοξότητες. Και από την άλλη, φράσεις που αναπτύσσονται αστραπιαία, περίοδοι αφηγηματικής ασυνέχειας και η υφολογική ποικιλία, όπου συνυπάρχουν ένας σχιζοφρενικός αυτισμός, το παραλήρημα, η αυτόματη γραφή, η λόγια ρητορική, ο εσωτερικός μονόλογος, το χιούμορ (που κατά βάση σημαίνει μισανθρωπία), αλλά ενδεχομένως και κάποια συγκαλυμμένα αυτοβιογραφικά περιστατικά.

MALDOTOR5MALDOTOR6 MALDOTOR7MALDOTOR2

Είναι χαρακτηριστικές οι στυγνές σκηνές με τις οποίες κλείνει το έργο. Ο Μαλντορόρ έχει βγει για κυνήγι στους δρόμους του Παρισιού και παραμονεύει το επόμενο θήραμά του, έναν καθώς πρέπει νεαρό Άγγλο, τον Μέρβιν, γιο μοιράρχου. Πότε τον πλησιάζει και πότε οπισθοχωρεί, «σαν αυστραλιανό μπούμερανγκ στη δεύτερη φάση της τροχιάς του ή, μάλλον, σαν καταχθόνια μηχανή». Τελικά θα του στείλει ένα γράμμα ζητώντας να τον συναντήσει. Αντί για υπογραφή, θα βάλει τρία αστέρια και μια κηλίδα αίμα. Ο Μέρβιν θα αισθανθεί τη σαγήνη του κακού, θα γράψει μια παραληρηματική απάντηση και θα ξεκινήσει για το ραντεβού με τον άγνωστο. Η πρώτη συνάντησή τους θα γίνει καθ’ οδόν προς την αποβάθρα του Λούβρου όπου θα διασταυρωθούν χωρίς να γνωριστούν. Ο Μαλντορόρ θα ανοίξει τον πάνινο σάκο που κουβαλάει, θα τον σπρώξει μέσα, θα τον δέσει και σαν δεμάτι με ασπρόρουχα θα αρχίσει να τον βαράει στο στηθαίο της γέφυρας, λέγοντας στους περαστικούς ότι τα ουρλιαχτά προέρχονται από ένα σκυλί με ψώρα. Η τελευταία συνάντησή τους θα γίνει στην πλατεία Βαντόμ. Εκεί θα εκτυλιχθεί μια από τις πιο υποβλητικές και ανατριχιαστικές σκηνές της κλασικής λογοτεχνίας. Κρεμασμένο από τα πόδια, το κορμί του αποτρελαμένου Μέρβιν θα αιωρείται ταλαντευόμενο στα μισά του μπρούντζινου ναπολεόντειου οβελίσκου ώσπου ο Μαλντορόρ θα κόψει το σκοινί. Και τότε το κορμί θα εκσφενδονιστεί, και όπως ένας κομήτης θα κάνει ένα τόξο και θα χτυπήσει στον θόλο του μνημείου του Πανθέου…

* * *

MALDOTOR3MALDOTOR4 MALDOTOR8MALDOTOR9

Τα Άσματα του Μαλντορόρ είναι η έκφραση μιας αποκάλυψης τόσο ολοκληρωμένης που μοιάζει υπεράνθρωπη — Αντρέ Μπρετόν

* * *

Το 1934, κατόπιν σύστασης του Πικάσο, ο ελβετός εκδότης Albert Skira ανέθεσε στον Σαλβαδόρ Νταλί την εικονογράφηση των Ασμάτων του Μαλντορόρ. Για την πρώτη έκδοση ο Νταλί έφτιαξε 42 χαρακτικά, όλα στο ύφος των σουρεαλιστικών έργων του εκείνης της περιόδου. Το 1970, για την τελευταία έκδοση του βιβλίου, δημιούργησε 8 ακόμα, φτάνοντας συνολικά τα 50. Αυτά κυκλοφόρησαν σε δύο μορφές: έναν συνολικό τόμο που περιλαμβάνει το κείμενο του Λωτρεαμόν και τα χαρακτικά (όλα αριθμημένα και υπογεγραμμένα), και ένα λεύκωμα που περιλαμβάνει μόνο τα χαρακτικά.

Σήμερα, τα δικαιώματα του τόμου αυτού και των χαρακτικών διαχειρίζεται η Galerie Furstenberg.

 DIMARTBLOG


 

Palenke Soultribe – Blanco & Negro ( feat. Macondo & Mr. Vallenato)


Μαλντορόρ ή το μηδέν και το άπειρο

—του Γιώργου Λαμπράκου—

Με φράσεις όπως «ο άνθρωπος και εγώ» ή «έφτασε η μέρα που έγινα γουρούνι», ο Μαλντορόρ διαχωρίζει φαντασιακά τον εαυτό του από τον άνθρωπο και αντανακλάται στα ζώα. Μόνος εναντίον όλων, συνεπώς και εναντίον του εαυτού του, ο Μαλντορόρ διέπεται μεν από ακραία οντολογική μοναξιά, αλλά συνάμα προοιωνίζεται τον σημερινό «αόρατο άνθρωπο», τον απελπισμένο που σβήνει γύρω μας (ή και μέσα μας) από ακοινωνησία, ανεστιότητα και απωθημένη οργή.

Από καιρού εις καιρόν εμφανίζεται κάποιο βιβλίο με κατάμαυρο εξώφυλλο και οπισθόφυλλο, που εξ αυτού του γεγονότος μάς ελκύει έντονα, περίπου όπως μια μαύρη τρύπα έλκει τη συμπαντική ύλη. Αυτό συνέβη και με τη νέα έκδοση των ασμάτων του Μαλντορόρ σε ένα χοντρό μαύρο εξώφυλλο, που κυκλοφορεί στην ωραία μετάφραση του ποιητή Στρατή Πασχάλη, ο οποίος έχει γράψει και το διαφωτιστικό επίμετρο. Ωστόσο, στην περίπτωση των ασμάτων του Μαλντορόρ ξέραμε τι να περιμένουμε, καθώς είχαμε βυθιστεί στις στριγκές μελωδίες τους λίγο μετά τα είκοσί μας, δηλαδή στην ηλικία που τα έγραψε ο «Κόμης του Λωτρεαμόν», ο κατά κόσμον Ισιντόρ Ντικάς (1846-1870). Κι όμως, η απόλαυση από την εκ νέου ανάγνωση ενός αριστουργήματος της παγκόσμιας λογοτεχνίας δεν εξαντλείται ποτέ.

MALDOTOR10MALDOTOR11 MALDOTOR12MALDOTOR13

LautréamontΟ Λωτρεαμόν, που γεννήθηκε στην Ουρουγουάη και μεγάλωσε στη Γαλλία, προειδοποιεί εξαρχής για το ύφος και το περιεχόμενο των έξι μακροσκελών ποιητικών αφηγημάτων του με ήρωα τον Μαλντορόρ, το (ως έναν βαθμό) άλτερ έγκο του: «Είθε, ουρανέ μου, ο αναγνώστης να γίνει ριψοκίνδυνος και πρόσκαιρα στυγνός, όσο κι αυτό εδώ το κείμενο που διαβάζει, και να μπορέσει να βρει τον απόκρημνο και άγριο δρόμο του, χωρίς να χάσει τον προσανατολισμό του, μέσα σ’ αυτές τις σκοτεινές και δηλητηριώδεις σελίδες που βαλτώνουν στην ερημιά». Οι αφηγηματικές οπτικές γωνίες εναλλάσσονται απροειδοποίητα και σχεδόν καλειδοσκοπικά, διαπλέκοντας εσωτερικούς και εξωτερικούς μονόλογους και διάλογους, δίχως ουσιαστική πλοκή και γραμμικότητα, σε ένα αδιάκοπο παιχνίδι εναλλαγής μεταξύ ταυτότητας και μεταμορφώσεων.

Δεν μπορούμε να προβλέψουμε ποιος αναγνώστης θα βρει τον δρόμο του, ούτε τι δρόμος θα είναι αυτός. Σίγουρα όμως στην πορεία της ανάγνωσης θα συναντήσει ζώα και φυτά με ανθρωπόμορφες διαθέσεις, τον Μαλντορόρ «σ’ ένα ζευγάρωμα αργό, αγνό και ειδεχθές» με έναν θηλυκό καρχαρία, τη σπαρακτική εξομολόγηση μιας γυναίκας την οποία ο Μαλντορόρ έχει αποτρελάνει, τον Θεό άλλοτε «σκνίπα» και άλλοτε να συναντά τον Μαλντορόρ και να αλλάζει δρόμο για «να αποφύγει το λευκόχρυσο κεντρί που μου ‘δωσε η φύση για γλώσσα», ωδές στον ωκεανό και στην ψείρα, αλλά και στα μαθηματικά, με τα οποία «κατέβασα, απ’ το βάθρο του, στημένο απ’ την ανθρώπινη δειλία, τον ίδιο τον Πλάστη!» Και φυσικά την περίφημη περιγραφή ενός νεαρού «σαν την απρόοπτη συνάντηση πάνω σ’ ένα τραπέζι ανατομίας μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας!».

Με φράσεις όπως «ο άνθρωπος και εγώ» ή «έφτασε η μέρα που έγινα γουρούνι», ο Μαλντορόρ διαχωρίζει φαντασιακά τον εαυτό του από τον άνθρωπο και αντανακλάται στα ζώα. Μόνος εναντίον όλων, συνεπώς και εναντίον του εαυτού του, ο Μαλντορόρ διέπεται μεν από ακραία οντολογική μοναξιά, αλλά συνάμα προοιωνίζεται τον σημερινό «αόρατο άνθρωπο», τον απελπισμένο που σβήνει γύρω μας (ή και μέσα μας) από ακοινωνησία, ανεστιότητα και απωθημένη οργή. «Έψαχνα μια ψυχή που να μου μοιάζει, και δεν μπορούσα να τη βρω. Τις πιο απόμερες γωνιές της γης εξερευνούσα, η εμμονή μου ήταν ανώφελη». Ο Μαλντορόρ απορρίπτει ακόμα και τον έρωτα, αλλά αναρωτιέται εύλογα: «Τι χρειαζόμουνα λοιπόν, εγώ, που απέρριπτα, με τόση αηδία, ό,τι ωραιότερο υπήρχε στην ανθρώπινη φύση!».

lautreamont_isidore_ducasse_dit_le_comte_de_les_chants_de_maldoror_par_d5611563hΤα πυρακτωμένα άσματα του Μαλντορόρ συγκροτούνται από υπαρξιακά παραληρήματα, που ωστόσο προδίδουν την έλλογη κατανόηση και τη διαυγή διαίσθηση της ανθρώπινης ψυχής στις οριακές στιγμές της (θυμίζοντάς μας τη «λελογισμένη απορρύθμιση όλων των αισθήσεων» του σχεδόν ομήλικου Ρεμπό). Ο Λωτρεαμόν έχει δώσει έκφραση στα νοσηρά οράματά του με διάφορες ριζοσπαστικές τεχνικές γραφής που έμελλε να γίνουν κοινοί λογοτεχνικοί τόποι στον μοντερνισμό, ενώ αξίζει να τονιστεί η υπέρμετρη φαντασία και το αυθεντικό μαύρο χιούμορ του, όπως όταν ύστερα από μια τεράστια πρόταση νιώθει την ανάγκη για ένα ποτήρι νερό, ή όταν πρέπει να φυσήξει τη μύτη του προτού γράψει το έκτο άσμα!

Εξπρεσιονιστής και υπερρεαλιστής avant la lettre, ρομαντικός μηδενιστής, χθόνιος λάτρης των άστρων, ο Λωτρεαμόν παραμένει ένας μεγάλος αιρετικός του οποίου ακόμα και το κάθε μάτι, στη μοναδική σωζόμενη φωτογραφία του, κοιτάζει «αλλού». Ο Μαλντορόρ επιβεβαιώνει τη ρήση του Σιοράν ότι «ένα βιβλίο πρέπει να είναι κίνδυνος», όντας παράλληλα ένα από εκείνα τα βιβλία που εντέλει ανάγονται μόνο στις ίδιες τους τις λέξεις.

 * * *

Τα Άσματα του Μαλντορόρ είναι ένα αίνιγμα που διαθέτει τρομακτική δύναμη — Ζακ Ντεριντά

* * *

Ένας ακόμα σπουδαίος εκπρόσωπος του σουρεαλισμού που εικονογράφησε τον Μαλντορόρ ήταν ο Ρενέ Μαγκρίτ. Τα 77 σχέδιά του περιλαμβάνονται σε μια έκδοση του έργου από τον βελγικό εκδοτικο οίκο La Boetie, το 1948.  Δυστυχώς, πολύ λίγα από αυτά κατορθώσαμε να αλιεύσουμε στο διαδίκτυο, τα περισσότερα από ιστότοπους οίκων δημοπρασιών.

* * *

Άλλη μία εικονογράφηση που παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον είναι αυτή του Γάλλου Jacques Houplain για μια έκδοση του Μαλντορόρ από τον οίκο Société des Francs Bibliophiles, το 1947. Τα έργα του όχι μόνο έχουν κάτι από τη ωμή δύναμη, την παραφορά και τη ζοφερότητα των στίχων του Λωτρεαμόν, αλλά και αποτυπώνουν τις περιπλανήσεις του ποιητή στο ζωικό βασίλειο.

MALDOTOR14MALDOTOR15 MALDOTOR16MALDOTOR17

 DIMARTBLOG


 EL MAKAKO feat. BATATA


 

«Ωστόσο δεν παραπονιέμαι. Δέχτηκα τη ζωή σαν τραύμα, κι απαγόρευσα στην αυτοκτονία να θεραπεύσει την ουλή. Θέλω να βλέπει ο Δημιουργός, την κάθε στιγμή της αιωνιότητάς του, εμένα , το χαίνον ρήγμα. Είναι η ποινή που του επιβάλλω. Τα άλογα δεν πρέπει ν’ ακούσουν αυτά που λέμε.

Θα μπορούσαν ίσως και να μας καταλάβουν αγαπημένε γυιε του ωκεανού. Κακό δικό τους –γιατί θα υπέφεραν ακόμα πιο πολύ! Τα άλογά μας, κάλπαζαν κατά μήκος της όχθης, σα να δραπέτευαν απ’ το βλέμμα του ανθρώπου»

Λωτρεαμόν

 

 

a photograph of Marino Marini’s sculpture «Dancer» –

 Επειδή το ίδιο το έργο βρίθει μοτίβων, θεμάτων, ιδεών, συμβόλων και εικόνων, συνθέτοντας ένα χαοτικό μείγμα χωρίς εμφανή προσανατολισμό, ήταν αδήριτη ανάγκη να αλιεύσουμε από τα μαύρα νερά αυτής της ανήσυχης ποιητικής ένα συγκεκριμένο μοτίβο που ως άξονας του δικού μας αντιπροσωπευτικού έργου θα αντανακλούσε πιστότερα το πνεύμα του δημιουργού. Ταυτόχρονα όμως, η επιλογή και ανασύνθεση των αποσπασμάτων του έργου γύρω από αυτόν τον κεντρικό άξονα κατέληξαν συν τω χρόνω να διαμορφώσουν ένα κείμενο αυτούσιο και αυτοδύναμο, ικανό να σταθεί και ανεξάρτητα απέναντι στην αρχική του προέλευση, συμπυκνώνοντας και διαρθρώνοντας δομικά την ουσία της λωτρεαμονικής ποιητικής.

Πιο συγκεκριμένα, ο άξονας που επιλέχθηκε ήταν η ιδέα της μεταμόρφωσης, μιας εν δυνάμει ποθητής μεταμόρφωσης, όπως αυτή προκύπτει ως ανάγκη και ιδανικό μέσα από την διάδραση και διαπάλη του Εγώ με τον Άλλον, το Έτερο, το οποίο έτερο όμως νοείται και σημασιοδοτείται ως ένα βαθύτερο δυνητικό υπέρτερο Εγώ, ίσως ένας νιτσεϊκό υπεράνθρωπος, ο οποίος, αποτροπιασμένο από την ανεπάρκεια και αποτυχία του ανθρώπινου είδους να ολοκληρώσει την αριστοτελική του εντελέχεια, ήτοι τον προορισμό του να γίνει τωόντι Άνθρωπος, αποφασίζει να συμφιλιωθεί με την επαχθέστερη φύση του, να κατέλθει στο επίπεδο των ζώων, των βαθύτερων ενστίκτων, προκειμένου από αυτό το ναδίρ της εξέλιξης, έχοντας συνθηκολογήσει με την ειδεχθέστερη όψη του, να αφυπνιστεί από τη λανθάνουσα κατάσταση στην οποία ησυχάζει, να περάσει από διάφορα στάδια δοκιμασιών και εντέλει να χειραφετηθεί ως ένα νέο πλάσμα.

Το αν επιτυγχάνεται ο επιδιωκόμενος σκοπός, αν τελικά πραγματώνεται η μεταμόρφωση και αν αυτή η μεταμόρφωση δεν είναι τελικά κάτι παραπάνω από την αφύπνιση μίας οξύτερης συνειδητότητας, αυτά παραμένουν ένα ζητούμενο στην κρίση του θεατή. Τελικά, ο ήρωας-Λωτρεαμόν μεταμορφώνεται από ερπετό σε ένα κομψό πετούμενο ή μαθαίνει να αποδέχεται την κατάρα μιας μοίρας που διαρκώς ψάχνει ως επάρατη ευλογία που τον κρατά σε εγρήγορση ως προς την ουσία της ανθρώπινης συνθήκης;

Lautreamont – Maldoror – Eγκώμιο Mιας Mεταμόρφωσης

Σ’ αυτήν τη σκηνική εγκατάσταση που δεν είναι άλλο από τάφος και κλίνη της αγωνιούσας ζωής, ο μοναδικός ήρωας ερμηνεύει την περιπέτεια μιας τραγωδίας σε διαρκή κίνηση, οριοθετώντας ο ίδιος της φάσεις της, μετακινούμενος ανάμεσα στα πάθη, τα συναισθήματα και τις ιδέες του, όπως ανάμεσα στα στάδια μια χημικής αντίδρασης. Ο ίδιος ο Λωτρεαμόν, με πολλαπλές επιρροές από τον Όμηρο και τον Δάντη, πρέπει να είχε επηρεαστεί και από την εσωτερική φιλοσοφία της εποχής του. Ως εκ τούτου, η κίνηση του ήρωα αποτυπώνει στον χώρο την πορεία μιας αλχημιστικής μεταστοιχείωσης όπου, όπως διαβάζουμε στα κείμενα της εποχής, αν κάτι θέλει να ανέλθει πρέπει πρώτα να κατέλθει, να συμφιλιωθεί με το σκότος μέσα του, προκειμένου αυτό το σκότος να μεταμορφωθεί σε φως:

Lautréamont – Maldoror / Eγκώμιο Mιας Mεταμόρφωσης

«Θα ανέβει τότε από τη γη στον ουρανό και στη συνέχεια θα κατέβει και πάλι στη γη, όπου και θα συλλέξει τη δύναμη των ανώτερων και κατώτερων πραγμάτων. Έτσι θα αποκτήσεις τη δόξα όλου του κόσμου και το σκοτάδι θα φύγει μακριά σου.»

(Tabula Smaragdina, αλχημιστικό κείμενο του 14ου αι.).

Παράλληλα, το νερό παίζει βασικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας ως υλικό που κυοφορεί τα όνειρα, ως στοιχείο και αγωγός ζωής, αλλά και ως σύμβολο δημιουργικής γόνιμης ρευστότητας.

 WORLDCITY2


 

Mitú – Mercedez


 

Ο κόμης Λωτρεαμόν

Κι ενώ όλα ήταν έτοιμα στουπί, βενζίνη και ο άνεμος με τη φορά της λύπης μου να μπει ένα τέλος οπωσδήποτε

το όνειρο δεν κάνει πλέον ούτε για προσάναμμα

MALDOROR

καλά μου τα’ λεγε η μάνα μου: ότι αυτός ο δρόμος δεν θα βγάλει πουθενά και σκοτωμένα λόγια βλέπω μες στα μάτια σου σε άγγιξε το τίποτα την ώρα που σε γένναγα οπότε πάρε την ευχή μου κι ετούτα τα σπίρτα

Κι ενώ όλα ήταν έτοιμα (διόλου δεν τρέμανε τα χέρια μου)

τότε εμφανίζεται ο Ισίδωρος

«Μη!» φωνάζει κι αρπάζει τα σπίρτα

«πάρε τα γάντια μου να προκαλείς το σκότος και το φως

MALDOTOR18MALDOTOR19

το μπαστούνι μου να μην γλιστράς στις αϋπνίες σου

και λοστός είναι και πάρε το ημίψηλο καπέλο μου

το είχα αντί για άγγελο

δεν ξέρεις πόσες κραυγές χωράει στον πάτο του

και προτού κάνεις οτιδήποτε κοίτα να γυαλίσεις τα παπούτσια σου – τσόγλανε»

«Δεν σε αναγνωρίζω Ισίδωρε» του λέω «εγώ – » «όχι» μου λέει

«μπήκαμε στο θαύμα γονατισμένοι τουλάχιστον να βγούμε σαν κύριοι»

Yannis Stiggas

Γιάννης Στίγκας

LYRIKLINE


 

Pernett & The Caribbean Ravers


ALFREDO ZITARROSA

 

ALFREDO ZITARROSA – LOS ARCHIVOS INÉDITOS VOL 12 [1998]

ALFREDO ZITARROSA 1998 ineditos 12 bg

Ο δωδέκατος από τη σειρά δώδεκα δίσκων που κυκλοφόρησαν στην Ουρουγουάη και περιλαμβάνουν αρχειακό υλικό του μεγάλου αυτού λαϊκού ποιητή και τραγουδοποιού.

Ο Αλφρέδο Σιταρόσα (Μοντεβιδέο, 10 Μαρτίου 1936 – Μοντεβιδέο, 17 Ιανουαρίου 1989) υπήρξε τραγουδιστής, ποιητής και συγγραφέας από την Ουρουγουάη. Θεωρείται μία από τις πιο διακεκριμένες μορφές της λαϊκής μουσικής της Ουρουγουάης αλλά και ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής.

Alfredo Zitarrosa

Alfredo Zitarrosa (March 10, 1936 – January 17, 1989) was a Uruguayan singer-songwriter, poet and journalist. He specialized in Uruguayan and Angentinean folk genres such as zamba and milonga, and he became a chief figure in the nueva canción movement in his country. A staunch supporter of Communist ideals, he lived in exile between 1976 and 1984. He is widely regarded as one of the most influential singer-songwriters of Latin America.

Biography

Zitarrosa was born as the illegitimate son of 19-year-old Jesusa Blanca Nieve Iribarne (Blanca), at The Pereira Rossell Hospital, Montevideo.

Alfredo-Zitarrosa smct

Shortly after being born, Blanca handed over her son to be raised by Carlos Durán, a man of many trades, and his wife, Doraisella Carbajal, then employed at the Council for Children, becoming Alfredo «Pocho» Durán. They lived in several cities neighbourhoods, and moved between 1944 and the end of 1947, they moved to the town of Santiago Vázquez. They frequently visited the countryside near Trinidad, capital city of the Flores Department, where Alfredo’s adoptive mother was born. This childhood experience stayed with him forever, notably in his repertoire, the majority of which contains rhythms and songs of peasant origin, mainly milongas.

Alfredo briefly returned with his adoptive family, to Montevideo and in early adolescence, moved on to live with his biological mother and her husband, the Argentine Alfredo Nicolás Zitarrosa, who would eventually give him his surname. Together with his newborn sister, they lived in the area now known as Rincón de la Bolsa, at km. 29.50 of the old route to Colonia, San José Department. Based there, he commuted to study at the High School in Montevideo, where he eventually moved into his early youth. First he lived with the Duráns and then in Mrs. Ema’s pension, located at Colonia and Medanos (today Barrios Amorín) streets, to fill after the famous attic of the house which was used as a pension and was owned by Blanca Iribarne, his mother, located on Yaguarón street (today Aquiles Lanza) 1021, in front of the plaza currently bearing his name nearby the Central Cemetery. He worked, among other duties, as a seller of furniture, subscriptions to a medical society, clerical and in a print shop. Some time later -his first employer recalls with special affection- a certain Pachelo, which was introduced by one of his colleagues in their usual trip to Montevideo daily shipments during his high school years.

ALFREDO ZITARROSA 1948_1299598034_43939217 sm

He began his artistic career in 1954, as a radio broadcaster, entering as a presenter and entertainer, librettist and informativist, or even as an actor. He was also a writer, poet, and journalist, working for the famous weekly newspaper Marcha.

While he was in Peru, forced by circumstances and somewhat fortuitously, he made his professional debut as a singer. This occurred on February 20, 1964, in a program on Channel 13, Panamericana Television, thus beginning an uninterrupted career. Zitarrosa once recalled this experience: «No tenía ni un peso, pero sí muchos amigos. Uno de ellos, César Durand, regenteaba una agencia de publicidad y por sorpresa me incluyó en un programa de TV, y me obligó a cantar. Canté dos temas y cobré 50 dólares. Fue una sorpresa para mí, que me permitió reunir algunos pesos…» («I had no money, but I had many friends. One of them, Cesar Durand, happened to manage a publicity agency and I was included in a TV program, and forced to sing. I was paid 50 dollars for two songs. It was a surprise for me, and it allowed me to earn some money…»)

Shortly thereafter, going back to Bolivia by Uruguay, he conducted several programs on Radio Altiplano of La Paz, debuting later in Montevideo, back in 1965, in the auditorium of SODRE (Radio Broadcasting Service Officer). His participation in this space served him as a stepping stone to be invited, in early 1966, at recognized Festival of Cosquín, in Argentina, again in 1985.

ΑΝΤΙΦΩΝΙΕΣ


 Alfredo Zitarrosa 1998 – Los archivos inéditos 12


 ALFREDO ZITARROSA

alfredo_1 smclt

From the beginning, he was established as one of the great voices of Latin American popular song, with clear leftist and folkloric roots . He cultivated a contemptuous and manly style, and his thick voice and a typical accompaniment of guitars gave his hallmark.

He entered and adhered to the Frente Amplio of the Uruguayan left, fact which earned him ostracism and finally exile during the years of dictatorship. His songs were banned in Argentina, Chile and Uruguay during the dictatorial regimes that ruled those countries. He lived then successively in Argentina, Spain and Mexico, starting from February 9, 1976.

After the ban on his music was lifted, like that of so many in Argentina after the Falklands War, he settled again in Buenos Aires, where he gave three memorable concerts at the Arena Obras Sanitarias the first day of July 1983. Almost a year after he returned to his country, he had a massive reception in the historic concert of March 31, 1984, which was described by him as la experiencia más importante de mi vida («the most important experience of my life»).

zitarrosa (1) smct

Work

Among the songs which became big hits are included Doña Soledad, (Miss Soledad), Crece desde el Pie (It grows from the foot), Recordándote (Remembering you), Stéfanie, Adagio a mi país (Adagio to my country), Zamba por vos (Zamba for you), Becho’s violin and the poem by milonga Guitarra negra (Black Guitar).

As a poet, he was honored by the Inspectorate of Montevideo with the Municipal Poetry Award of 1959, for the book Explicaciones (Explanations), which he never wanted to publish. In 1988 his storybook Por si el recuerdo (In case I remember), was published, containing stories written at various times during his life.

His life in his creations

Like any creator, Alfredo Zitarrosa nourishes his work from several sources, but even so, in his particular case emphasis has to be placed on the highly autobiographical nature of his compositions. So we have, for example, that in the subject Pájaro rival (Rival Bird), where he reflects a deep existential concern and even has a premoniton of his approaching death, which occurred shortly after the end of the record. The recording is included on birds and souls, published posthumously in 1989:

Por sanar de una herida

he gastado mi vida

pero igual la viví

y he llegado hasta aquí.

 

Por morir, por vivir,

porque la muerte es más fuerte que yo

canté y viví en cada copla

sangrada querida cantada

nacida y me fui…

 

To heal a wound

I have spent my life

but I lived it anyway

and I have come this far.

 

To die, to live,

because death is stronger than me

I sang and lived in each couplet

bled loved sung

born and gone…

That wound which speaks beyond doubt existential common to any human being, has to do with his particular personal history, which is reflected in Explicación de mi amor (Explanation of my love), a song which brings together elements of the three parents who had, primarily the biological one, who refused, and whose shadow pursued him all his life:

Mi padre serás, como fuiste mi padre,

un gameto en la grieta cerrada del tiempo…

 

Mas mientras te busque en las cosas,

en tanto regreses sin que yo te llame o te olvide,

te pido que limpies mi amargo dolor;

por favor, que no sigas muriendo.

 

My father you will be, as you were my father,

Gamete in the closed crevisse of time …

 

But as long as I look for you in things,

as long as you return without my calling you or forgetting you,

I ask you to clean my bitter pain;

please, stop dying.

Or that he lived with his adoptive father, Carlos Durán, whom he accompanied in his last days. Years later, he recalled the episode: «Carlos no era mi padre y yo lo sabía. Era muy viejo para ser mi mejor amigo, pero cuando ya viudo me pidió que no lo abandonara, sentí que más que mi padrastro era mi hermano, y lo acompañé hasta el final, y lo enterré, con la ayuda de sus sobrinos auténticos, después de rescatarlo, desnudo, de la morgue del Hospital Militar. Su ataúd sonó como un bramido al dar un tumbo en el fondo del Panteón Policial del Buceo».

«Carlos was not my father and I knew it. He was too old to be my best friend, but when being a widower he asked me not to leave him, I felt that more than being my stepfather he was my brother, and I accompanied him until the end, and I buried him, with the help of his genuine nephews , after rescueing him naked, from the morgue of the Military Hospital. His coffin sounded like a roar when it impacted the bottom of the Police Graveyard in Buceo».(Refers to the cemetery located in the Montevidean neighborhood known as «El Buceo» (The Diving).

…voz ronca de un órgano ya enmudecido,

ahí estás, larga caja de pino.

 

… Hoarse voice of a organ already silent,

There you are, long pine box.

ALFREDO ZITARROSA QTR 300

He paid tribute to the same Carlos Durán, who had been, among other trades, police (‘milico’ in the popular language) by necessity, dedicating one of its most emblematic, Chamarrita de los milicos (Chamarrita song about soldiers). He explains it this way: «[…] Fue escrita de un tirón en la mesa de un bar de Bvar. Artigas y 18 de julio, el 27 de enero de 1970. Ese día había nacido mi hija Carla Moriana y yo sentía que le estaba escribiendo al que no pudo ser su abuelo, mi padre adoptivo, Carlos Durán, quien siendo hijo de coronel ‘colorado’, había terminado de ‘milico’ en los años 40. Pobres como éramos, yo recuerdo el gran revólver de mi padre, descargado, que él guardaba en un cajón del ‘trinchante’, después de quitarse ‘las correas’, cada noche o cada mañana, según las guardias. Las balas, siempre separadas, olían a todas las cosas que allí guardaba mamá. Yo no podía imaginarme de qué modo se abrían, ni qué demonios tendrían adentro que eran tan peligrosas. Pero eran, esas balas y ese revólver, el lujo subalterno de aquella humilde casa, una prenda del Estado -así me decían- que mi padre portaba como una penitencia no exenta de cierto orgullo vacilante.» «[…] was written at a stretch in a bar table of Bvar. Artigas and July 18, January 27, 1970. That day my daughter Carla Moriana was born and I felt I was writing to the one who could not be his grandfather, my adoptive father, Carlos Durán, who being the son of a Colonel ‘Colorado’, had ended up being a ‘milico’ in the 40’s. Poor as we were, I remember the large revolver of my father unloaded, which he kept in a drawer of the ‘trinchante’, after taking off his ‘straps’ every night or every morning, depending on the shifts. The bullets, always separated, smelled all the things kept there by my mother. I couldn’t imagine how they were opened, or what the hell they had inside which was so dangerous. But those bullets and that gun, the luxury of that humble home, a property of the government – so I was told – which my father was carrying as a punishment not exempt of a certain hesitant pride.»

Chamarrita cuartelera,

no te olvides que hay gente afuera,

 

cuando cantes pa’ los milicos,

no te olvides que no son ricos,

y el orgullo que no te sobre,

no te olvides que hay otros pobres.

 

Song of Barracks,

don’t forget there are people outside

 

when you sing for the soldiers,

don’t forget that they are not rich,

and the pride you don’t have in excess,

don’t forget that there are other poor.

alfredozitarrosa smcl

Many of his songs reflected also his knowledge of the countryside and rural areas, acquired during his childhood in his frequent visits to his mother’s adoptive brothers, especially his uncle José Pepe Carbajal. He said: «Todas las vacaciones, en el tiempo de verano, yo me iba al centro mismo del país, a la ciudad de Trinidad, capital del departamento de Flores, que -tal vez- es el más atrasado de estos departamentos del interior del país; una zona eminentemente ganadera, de grandes latifundios (…) Allí yo he pasado los tres meses de verano, desde que recuerdo hasta los 12 años, desde muy pequeño hasta los 12 años. Allí, claro, aprendí todo lo que sé del campo, aunque más tarde viviera en el campo también, pero ya de adolescente. Aprendí a montar a caballo, a ordeñar; cosas del campo… a cazar». In my vacations, in the summertime, I always went to the heart of the country, to the city of Trinidad, capital of the department of Flores, who is perhaps the most backward of these interior departments of the country, an area which depends predominantly on cattle breeding and growing, of large estates […]

As far as I remember I spent there the three summer months, from my childhood until I was 12 years old, from. There, of course, I learned everything I know about the countryside chores, although later I lived in the countryside too, but as a teenager. I learned to ride on horseback, to milk; countryside.stuff.. how to hunt».[7] This made attendance to take special preference for music jacket, and that will permeate his personality with campesino traits, giving more elements to his creations. The milonga Mi tierra en invierno (My land in winter) is one of them, which shows his knowledge of the various facets of rural life.

The attachment to the horse and his special care, as an essential element in the daily tasks:

[…] y aunque el caballo esté sano,

lo cuida de la garganta

que, aunque el caballo no canta,

lo ha de tener siempre a mano.

 

[…] and although the horse is healthy,

he takes care of its throat

which although the horse does not sing,

he must always have it at hand. (near)

The chores with livestock:

[…] porque llegado setiembre

será tiempo de castración,

de marcar y descolar…

 

[…] Because come september

it will be castration time,

Marking and «descolar» …

Pests:

[…] Hay que vigilar la hormiga

que hace pirva en campo llano…

 

…We need to monitor the ant

which makes «pirva» its anthill on the plain …

Or the times of harvest:

[…] se trilla el trigo en diciembre.

..wheat is threshed in December.

In his early youth, and as tired announcer on the radio, in Montevideo, his artistic call begings to awake and passion for Boheme, and the night and its ghosts. These are times of various experiments, testing his ability in different art fields. The core of that stage of his life takes place in the Barrio Sur (South District), where he lives in a house in front of a square, which also neighbors the cemetery; that black place-neighborhood, candombe, carnival, call, humble people, solidarity and fraternal-left its mark on the sensitivity of young Alfredo Zitarrosa, which is, historically, a particular inclination : apparently wants more, displayed as a serious and cirscunpect person, for the sake of doing so and also, perhaps, pretend have always because of his youth. That got to the point of being an obsession, which made him wear glasses, which he did not need for the purpose of increasing his apparent age. Over time, and in his profession as a singer, he always presented himself in his performances, somewhere outside, dressed in the traditional manner, wearing a suit and a tie and having a strictly formal appearance.

Shown elements and circumstances relating to this stage of his life in several songs, one of them is Coplas del canto (Poems of the song), where states:

De tanto vivir frente

del cementerio

no me asusta la muerte

ni su misterio.

 

Because of having lived so long opposite to

the cemetery

I’m not afraid of death

or its mystery.

And in one of his most recognized songs, Candombe del olvido (Candombe of oblivion), composed many years later, which is based almost entirely on the evocation of that time:

Ya no recuerdo el jardín de la casa,

ya nadie me espera en la plaza.

Suaves candombes, silencios y nombres

de otros; se cambian los rostros.

 

Quién me dará nuevamente mi voz inocente,

mi cara con lentes.

Cómo podré recoger las palabras habladas,

sus almas heladas.

 

Qué duros tiempos, el ángel ha muerto,

los barcos dejaron el puerto.

Tiempo de amar, de dudar, de pensar y luchar,

de vivir sin pasado.

 

Tiempo raudal, una luz cenital

cae a plomo en la fiesta de Momo,

tiempo torrente que fluye;

por Isla de Flores llegan los tambores.

 

Fuego verde, llamarada,

de tus roncos tambores del Sur,

techos de seda bordada.

 

…el candombe es una planta que crece,

y hasta el cielo se estremece.

 

I do no longer remember the garden of the house,

No one is waiting for me in the square.

Soft candombes, silences and names

of others (persons); faces change.

Who will give me back my innocent voice

My face wearing glasses.

How will I be able to gather the spoken words,

Their frozen souls .

 

Those were hard times, the angel is dead,

 

The boats left the port.

Time to love, to doubt, to think and fight,

To live without a past.

 

Abundant time a cenith light

Falls vertical in the party of Momo,

Time a flowing stream;

through Isla de Flowers street the drums arrive.

 

green flame, flare, from your hoarse drums from the south Your

roofs made of embroidered silk.

 

… Candombe is a growing plant,

And even the sky shivers.

zitarrosa sm

Other texts

Fragment Guitarra Negra (Black Guitar):

«Hoy anduvo la muerte revisando los ruidos del teléfono, distintos bajo los dedos índices, las fotos, el termómetro, los muertos y los vivos, los pálidos fantasmas que me habitan, sus pies y manos múltiples, sus ojos y sus dientes, bajo sospecha de subversión… Y no halló nada… No pudo hallar a Batlle, ni a mi padre, ni a mi madre, ni a Marx, ni a Arístides, ni a Lenin, ni al Príncipe Kropotkin, ni al Uruguay ni a nadie… ni a los muertos Fernández más recientes… A mí tampoco me encontró… Yo había tomado un ómnibus al Cerro e iba sentado al lado de la vida…»

«Today death was browsing the noises of the telephone, different under index fingers, photographs, the thermometer, the dead and the living, the pale ghosts inhabiting me, their multiple hands and feet, their eyes and their teeth, on suspicion of subversion… And did not find anything… Unable to find Batlle, or my father or my mother, neither Marx nor Arístides, or Lenin, or the Prince Kropotkin, or the Uruguay nor anyone… Nor to the latest dead Fernandez… it found neither me… I had taken a bus to Cerro and was sitting next to life…»

Excerpt from El Violín de Becho (Becho’s fiddle):

«Porque a Becho le duelen violines

que son como su amor, chiquilines;

Becho quiere un violín que sea hombre,

que al dolor y al amor no los nombre».

 

Because violins hurt Becho

that are as his love, small children;

Becho wants a violin that manly

which does not mention pain and love.

ΑΝΤΙΦΩΝΙΕΣ

 


 

 Cumbia Computer


 

Μάριο Μπενεντέτι

 

Τέχνη που αναγγέλλει τη ζωή

Ο Ουρουγουάνος συγγραφέας Μάριο Μπενεντέτι
Ο Ουρουγουάνος συγγραφέας Μάριο Μπενεντέτι

Τον Ιούνη του 2009 έσβησε στο Μοντεβίδεο της Ουρουγουάης ο μεγάλος συγγραφέας και αγωνιστής Μάριο Μπενεντέτι. Ο Μάριο Μπενεντέτι είχε πει: «Οταν φαίνεται πως η ζωή μιμείται την τέχνη, είναι γιατί η τέχνη έχει καταφέρει ν’ αναγγείλει τη ζωή». Με βάση αυτές τις σκέψεις μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η τέχνη του αναγγέλλει τη ζωή.

Ο συγγραφέας γεννήθηκε στις 4 Σεπτέμβρη του 1920 στο Πάσο ντε Τόρος της Ουρουγουάης. Το 1938 μετά τις βασικές σπουδές του, μεταβαίνει στο Μπουένος Αϊρες, όπου κερδίζει τα προς τo ζην εξασκώντας διάφορα επαγγέλματα. Στο Μπουένος Αϊρες δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα. Μετά από τρία χρόνια επιστρέφει στο Μοντεβίδεο. Η χώρα ζει μέσα σε νάρκη. Ο Μπενεντέτι δεν έχει βρει ακόμη τον εαυτό του. Δεν έχει ακόμη ξυπνήσει από τον ύπνο που κοιμόταν το έθνος. Το 1954 γίνεται καλλιτεχνικός διευθυντής της επιθεώρησης «Πορεία». Η επιθεώρηση σφράγισε μια ολόκληρη εποχή. Η δικτατορία του 1973 την έκλεισε, αφού εξαφάνισε ή εξόρισε όλα τα στελέχη της.

Το κριτικό πνεύμα της «Πορείας» απέναντι στην πραγματικότητα επηρεάζει τον συγγραφέα και το 1956 δημοσιεύει ένα από τα βασικά έργα «Ποιήματα του γραφείου». Mε την εμφάνιση αυτής της συλλογής ο καλλιτέχνης θέτει για πάντα τις βάσεις της λογοτεχνίας του. Λογοτεχνία ανθρωπιστική, επικοινωνιακή και επικοινωνούσα. Ταξιδεύει στην Ευρώπη. Αρχίζει να βλέπει τα πράγματα της χώρας του από νέα οπτική γωνία. Το 1959 εμφανίζεται η πρώτη του νουβέλα «Μοντεβιντεάνου». Οπως και στα «Ποιήματα του γραφείου», το θέμα του είναι ο μέσος Ουρουγουανός άνθρωπος με τα βίτσια του, τις αρετές του, τις διαψεύσεις και προπαντός τη μονοτονία της ζωής του. Το 1959 είναι καταλυτικός χρόνος για τον συγγραφέα. Είναι ο χρόνος της Κουβανέζικης Επανάστασης, που τον ταρακούνησε συθέμελα. Ο ίδιος γράφει:

«Το 1959 ήταν καθοριστικό όχι μόνο για μένα, αλλά για όλους τους Λατινοαμερικανούς. Αυτό που συνέβη άλλαξε τη συνείδησή μου. Εκανα την αυτοκριτική μου για τις δραστηριότητες που είχα ως τότε. Η Επανάσταση με βοήθησε να επικοινωνήσω με τη χώρα μου και ν’ αλλάξω τη στάση μου απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα».

Επίσης, το 1959 ταξίδεψε στις ΗΠΑ. Γράφει για το ταξίδι του. «Το ταξίδι μου στις ΗΠΑ και αυτά που είδα εκεί με έκαναν αντιιμπεριαλιστή». Ταυτίστηκε με τους νέγρους και τους Λατινοαμερικανούς μετανάστες που είχαν συρρεύσει στη Νέα Υόρκη, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη.

Μετά την Επανάσταση στην Κούβα ταξιδεύει συχνά στην Αβάνα και γίνεται μέλος της Συντακτικής Επιτροπής της επιθεώρησης «Casas de las Americas».

Η συμβολή του Μπενεντέτι στην προώθηση της αμερικανικής κουλτούρας είναι πολύ σημαντική. Το I960 δημοσιεύει δύο βασικά του έργα. Την «Ανακωχή» και το «Η χώρα με την αχυρένια ουρά». Στο έργο «Ευχαριστίες στη φωτιά», ο ήρωας ταυτίζεται με τον συγγραφέα και προαναγγέλλει την επαναστατική του δράση. Ο θάνατος του Τσε Γκεβάρα το 1967 τον συγκλονίζει. Αφιερώνει στον ήρωα – επαναστάτη τα ωραιότερα ποιήματά του.

Η δεκαετία του 1970 χαρακτηρίζεται από την όξυνση των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων στην Ουρουγουάη. Εμφανίζονται οι αντάρτες Τουπαμάρος. Ο στρατός καταστέλλει βίαια τις κινητοποιήσεις, προσπαθώντας να συντρίψει το αντάρτικο κίνημα. Ο συγγραφέας μέσα στα πλαίσια του «Ευρέος Μετώπου» ιδρύει μαζί με άλλους αγωνιστές το «Κίνημα των Ανεξάρτητων της 26ης του Μάρτη». Το επαναστατικό πνεύμα του συγγραφέα αντανακλάται στο έργο του «Τα γενέθλια του Χουάν Ανχελ». Ο ήρωας γίνεται μέλος μιας επαναστατικής οργάνωσης, προκειμένου ν’ αλλάξει τη σαπισμένη πραγματικότητα. Το πνεύμα του έργου είναι αισιόδοξο. Η λύση βρίσκεται στην ένοπλη επαναστατική δράση. Οταν το 1973 εγκαθιδρύεται στρατιωτικοπολιτική δικτατορία στην Ουρουγουάη, ο Μάριο Μπενεντέτι εγκαταλείπει τη χώρα και εγκαθίσταται στην Κούβα. Εκεί δημοσιεύει τα «Ποιήματα της εξορίας», καθώς και τη συλλογή διηγημάτων «Με και χωρίς νοσταλγία».

Πολύ σημαντική είναι η συμβολή του και στη φιλολογική κριτική. Στη Βενεζουέλα εκδίδει το έργο «Το τέχνασμα του ύψιστου πατριάρχη» όπου αναλύει τις κλασικές νουβέλες της δικτατορίας. Οι νουβέλες αυτές αναφέρονται στη ζωή και τη δράση Λατινοαμερικανών δικτατόρων: «Το τέχνασμα της Μεθόδου» του Καρπεντιέρ, «Εγώ ο Υψιστος» του Αουγκούστου Ρόα Μπάστος, «Το φθινόπωρο του Πατριάρχη» του Γκαρσία Μάρκες.

Στην Αβάνα, τέλος, εκδίδει τη συλλογή «Ποίηση γκρεμισμένη», στην οποία αναφέρεται σ’ όλους τους Λατινοαμερικανούς ποιητές που έδωσαν τη ζωή τους για την Επανάσταση. Καταπιάνεται με το θέμα της νεολαίας «Νέοι αυτής της Αμερικής» και μέχρι το τέλος της ζωής του δημιουργεί ακατάπαυστα, καλύπτοντας όλους τους τομείς (μυθιστόρημα, διήγημα, δοκίμιο, κριτική).

Ο Μάριο Μπενεντέτι έζησε μια ζωή γεμάτη. Η πληθωρική προσωπικότητά του είναι ο ιδανικός συνδυασμός του ανθρώπου της θεωρίας και της πράξης. Σήμερα, θεωρείται ότι είναι από τους μεγαλύτερους και σπουδαιότερους Νοτιοαμερικανούς δημιουργούς. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ


 

La Rumba Bacana II (Pop Art Lab Contest Entry)


 Mario Benedetti (1920-2009)

 

Μια επιλογή από Mario Benedetti στα ελληνικά

ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ

Mario Benedetti (1920-2009) Poesía con los jóvenes, Visor Libros, Madrid 2009, p. 9-10.

 1

SUELDO

Aquella esperanza que cabía en un dedal,

aquella alta vereda junto al barro,

aquel ir y venir del sueño,

aquel horóscopo de un larguísimo viaje

y el larguísimo viaje con adioses y gente

y países de nieve y corazones

donde cada kilómetro es un cielo distinto,

aquella confianza desde no sé cuándo,

aquel juramento hasta no sé dónde,

aquella cruzada hacia no sé que,

ese aquel que uno hubiera podido ser

con otro ritmo y alguna lotería,

en fin, para decirlo de una vez por todas,

aquella esperanza que cabía en un dedal

evidentemente no cabe en este sobre

con sucios papeles de tantas manos sucias

que me pagan, es lógico, en cada veintinueve

por tener los libros rubricados al día

y dejar que la vida transcurra,

gotee simplemente

como un aceite rancio.

ΜΙΣΘΟΣ

Εκείνη η ελπίδα που έπεφτε σε ένα δαίδαλο,

εκείνο το μακρύ μονοπάτι πλάι στον πηλό,

εκείνο το πήγαινε έλα του ονείρου,

εκείνο το ωροσκόπιο ενός διαρκούς ταξιδιού

και το διαρκές ταξίδι με αντίο και κόσμο

και χώρες από χιόνι και καρδιές

όπου κάθε χιλιόμετρο είναι κι ένας άλλος ουρανός,

εκείνη η εμπιστοσύνη δεν ξέρω από πότε,

εκείνος ο όρκος δεν ξέρω μέχρι που,

εκείνη η σταυροφορία δεν ξέρω προς τι,

εκείνος εκεί που κάποιος θα μπορούσε να είναι

με άλλο ρυθμό και με μια λοταρία,

επιτέλους, για να το πω μια και καλή,

εκείνη η ελπίδα που έπεφτε σε ένα δαίδαλο

προφανώς δεν χωρά σε αυτόν τον φάκελο

με τα βρόμικα χαρτιά από τόσα βρομερά χέρια

που με πληρώνουν, είναι λογικό, κάθε 29

για να κρατώ τα βιβλία ενήμερα

και να αφήνω τη ζωή να κυλά,

να στάζει απλά

όπως ένα γινωμένο λάδι.

2

Mario Benedetti Poesía con los jóvenes, Visor Libros, Madrid 2009, p. 14-15

DESPUÉS

El cielo de veras que no es éste de ahora

el cielo de cuando me jubile

durará todo el día

todo el día caerá

como lluvia de sol sobre mi calva.

Yo estaré un poco sordo para escuchar los árboles

pero de todos modos recordaré que existen

tal vez un poco viejo para andar en la arena

pero el mar todavía me pondrá melancólico

estaré sin memoria y sin dinero

con el tiempo en mis brazos como un recién nacido

y llorará conmigo y lloraré con él

estaré solitario como una ostra

pero podré hablar de mis fieles amigos

que como siempre contarán desde Europa

sus cada vez más tímidos contrabandos y becas.

Claro estaré en la orilla del mundo contemplando

desfiles para niños y pensionistas

aviones

eclipses

y regatas

y me pondré sombrero para mirar la luna

nadie pedirá informes ni balances ni cifras

y sólo tendré horario para morirme

pero el cielo de veras que no es éste de ahora

ese cielo de cuando me jubile

habrá llegado demasiado tarde.

                                               De Poemas de la oficina (1956)

ΜΕΤΑ

Ο απώτερος ουρανός που δεν είναι ο τωρινός

ο ουρανός από όταν βγω σε σύνταξη

θα διαρκεί όλη μέρα

όλη την ημέρα θα πέφτει

σαν βροχή ηλίου πάνω στη φαλάκρα μου.

Θα είμαι λίγο κουφός για να ακούω τα δέντρα

αλλά οπωσδήποτε θα θυμάμαι ότι υπάρχουν

ίσως λίγο γέρος για να πηγαίνω στην άμμο

αλλά η θάλασσα ακόμη θα με μελαγχολεί

θα είμαι χωρίς μνήμη και χρήμα

με το χρόνο νεογέννητο στην αγκαλιά μου

και θα κλαίει μαζί μου και θα κλαίω μαζί του

θα είμαι ερημίτης όπως ένα στρείδι

αλλά θα μπορώ να μιλώ για τους πιστούς μου φίλους

που όπως πάντα θα διηγούνται από την Ευρώπη

τα κάθε φορά πιο δειλά λαθρεμπόρια κι υποτροφίες.

Σίγουρα θα είμαι στην όχθη του κόσμου ατενίζοντας

παρελάσεις για παιδιά και συνταξιούχους

αεροπλάνα

εκλείψεις

και λεμβοδρομίες

και θα φορώ καπέλο για να κοιτώ το φεγγάρι

κανείς δεν θα ζητήσει αναφορές μήτε ισολογισμούς μήτε αριθμούς

και θα έχω μόνο ωράριο θανάτου

αλλά ο απώτερος ουρανός που δεν είναι ο τωρινός

εκείνος ο ουρανός όταν βγω σε σύνταξη

θα έχει φτάσει υπερβολικά αργά.

                                    Από τα Ποιήματα του γραφείου (1956)

3

Mario Benedetti Poesía con los jóvenes, Visor Libros, Madrid 2009, p. 57.

BOTELLA AL MAR

                                             El mar un azar

                                           VICENTE HUIDOBRO

Pongo estos seis versos en mi botella al mar

con el secreto designio de que algún día

llegue a una playa casi desierta

y un niño la encuentre y la destape

y en lugar de versos extraiga piedrecitas

y socorros y alertas y caracoles.

ΜΠΟΤΙΛΙΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

                                                Η θάλασσα μια τύχη

                                                 VICENTE HUIDOBRO

Βάζω αυτούς τους έξι στίχους στη μποτίλια μου στη θάλασσα

με το μυστικό σχέδιο μια μέρα

σε μιαν ακρογιαλιά σχεδόν έρημη να φτάσει

κι ένα παιδί να τη βρει να την ανοίξει

κι αντί για στίχους πετρούλες να εξάγει

βοήθειες κι επιφυλακές και σαλιγκάρια.

4.

Mario Benedetti Poesía con los jóvenes, Visor Libros, Madrid 2009, p. 55-56

OTRO CIELO

                 La stranezza di un cielo che non e il tuo

                   CESARE PAVESE

No existe esponja para lavar el cielo

pero aunque pudieras enjabonarlo

y luego echarle baldes y baldes de mar

y colgarlo al sol para que se seque

siempre te faltaría un pájaro en silencio

no existen métodos para tocar el cielo

pero aunque te estiraras como una palma

y lograras rozarlo en tus delirios

y supieras por fin cómo es al tacto

siempre te faltaría la nube de algodón

no existe un puente para cruzar el cielo

pero aunque consigueras llegar a la otra orilla

a fuerza de memoria y de pronósticos

y comprobaras que no es tan difícil

siempre te faltaría el pino del crepúsculo

eso porque se trata de un cielo que no es tuyo

aunque sea impetuoso y desgarrado

en cambio cuando llegues al que te pertenece

no lo querrás lavar ni tocar ni cruzar

pero estarán el pájaro y la nube y el pino.

ΑΛΛΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ

   Η ιδιομορφία ενός ουρανού που δεν είναι δικός σου  CESARE PAVESE

Δεν υπάρχει σφουγγάρι να πλύνεις τον ουρανό

αλλά κι αν μπορούσες να τον σαπουνίσεις

και μετά να του ρίξεις κουβάδες και κουβάδες θάλασσα

και να τον κρεμάσεις στον ήλιο να στεγνώσει

πάντα θα σου έλειπε ένα σιωπηλό πουλί

δεν υπάρχουν μέθοδοι να αγγίξεις τον ουρανό

αλλά κι αν τεντωνόσουν όπως ένας φοίνικας

και κατόρθωνες να τον ακουμπήσεις στις εξάψεις σου

και μάθαινες επιτέλους πώς είναι απαλός στην αφή

πάντα θα σου έλειπε το βαμβακερό σύννεφο

δεν υπάρχει ένα γιοφύρι να διασχίσεις τον ουρανό

αλλά κι αν πετύχαινες να φτάσεις στην άλλη όχθη

από μνήμης και με τα προγνωστικά

κι επαλήθευες πως δεν είναι τόσο δύσκολο

πάντα θα σου έλειπε το πεύκο του δειλινού

αυτό επειδή πρόκειται για έναν ουρανό που δεν είναι δικός σου

μολονότι είναι παράφορος και ραγισμένος

αντίθετα όταν φτάνεις σε αυτόν που σου ανήκει

δεν θα θέλεις να τον πλύνεις μήτε να αγγίξεις μήτε να διασχίσεις

αλλά θα υπάρχουν το πουλί και το σύννεφο και το πεύκο. L

EGO4

 


El Truquito – RADIO REBELDE


 

Η ουτοπία του Γκαλεάνο

island-of-utopia-mdΕίναι στον ορίζοντα… κάνω δύο βήματα, απομακρύνεται δύο βήματα. Κάνω δέκα βήματα και ο ορίζοντας τρέχει δέκα βήματα μακριά. Όσο και να περπατάω, δεν θα τη φτάσω ποτέ. Τι χρησιμεύει τότε η ουτοπία; Σ’ αυτό χρησιμεύει: στο να περπατάς.

Αυτός είναι και ο στόχος του ηθικού θεάματος επίσης, να περπατάς. Το λάθος είναι να βλέπουμε το θέαμα σαν το νέο κόσμο. Αυτό κάνει τόσο το εξουσιαστικό όσο και το εμπορικό θέαμα, και με αυτόν το τρόπο το θέαμα γίνεται υποκατάστατο του ονείρου.

Το ηθικό θέαμα προσφέρει ένα διαφορετικό σχηματισμό. Αντί για υποκατάστατο του ονείρου, το ηθικό θέαμα είναι ένα όνειρο σε επίδειξη. Είναι ένα όνειρο το οποίο μπορούμε να δούμε, να το σκεφτούμε, να δράσουμε μέσα του, να το δοκιμάσουμε αν μας κάνει, αλλά όχι απαραίτητα και να το πραγματοποιήσουμε. Το ηθικό θέαμα είναι το μέσο, όπως τα όνειρα που παρουσιάζει, για να φανταστούμε νέες καταλήξεις. Σαν τέτοιο, το ηθικό θέαμα έχει τη δυνατότητα της δημιουργίας ενός εξωτερικού – σαν μια ψευδαίσθηση. Αυτή δεν είναι η παραίσθηση του να πιστεύεις πως έχει δημιουργήσει ένα εξωτερικό, αλλά μια ψευδαίσθηση που δίνει κατεύθυνση και κίνητρο που μπορεί να σε οδηγήσει εκεί.

Θα δώσω ένα παράδειγμα του ιδανικού ηθικού θεάματος, ένα που να περιλαμβάνει όλες τις παραπάνω ιδιότητες. Δε μπορώ. Δεν υπάρχει. Το ιδανικό ηθικό θέαμα είναι το ίδιο σαν όνειρο: κάτι στο οποίο να δουλεύεις και να περπατάς προς αυτό. Οι προοδευτικοί έχουν πολύ περπάτημα να κάνουν. Πρέπει να το κάνουμε αυτό με τα πόδια μας στο έδαφος, με καθαρή αντίληψη του πραγματικού (και φανταστικού) εδάφους. Αλλά πρέπει επίσης να ονειρευτούμε, γιατί χωρίς όνειρα δεν ξέρουμε προς τα πού περπατάμε. Crown-Sepia-IMG_9560

Τα προοδευτικά όνειρα, για να έχουν οποιαδήποτε πραγματική κοινωνική επιρροή, πρέπει να γίνουν δημοφιλή όνειρα. Αυτό θα συμβεί μόνο αν αντηχήσουν με τα όνειρα που οι άνθρωποι ήδη έχουν- όπως αυτά που εκφράζονται στην εμπορική κουλτούρα σήμερα, και ακόμα και αυτά που εκδηλώθηκαν από την εξουσία στο παρελθόν.

Αλλά για να έχουν τα προοδευτικά όνειρα κάποια ελπίδα να γίνουν δημοφιλή, πρέπει επίσης, να εκτεθούν. Τα όνειρά μας, κάνουν λίγο καλό, όταν βρίσκονται κλειδωμένα στα κεφάλια μας και ανακυκλώνονται στους μικρούς μας κύκλους. Πρέπει να ειδωθούν και ακουστούν, να κυκλοφορήσουν και να παιχτούν – να φωναχτούν από την κορυφή του βουνού.

Αυτή είναι η δουλειά του θεάματος. Το θέαμα είναι ήδη μέρος της πολιτικής και οικονομικής ζωής μας.

Το σημαντικό ερώτημα είναι : ποιανού ηθική κάνει πράξη και ποιανού τα όνειρα εκφράζει

eduardo-galeano

*Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο, από την Ουρουγουάη, φιγουράρει ανάμεσα στους πιο γνωστούς σύγχρονους λατινοαμερικάνους συγγραφείς. Κατά καιρούς έχει υπάρξει δημοσιογράφος και ποιητής, αφηγητής και ιστορικός και εδώ υπογράφει τα “σκετσάκια” ενός ξεχασμένου καθημερινού ανθρώπου και μας υπενθυμίζει ότι μια μικρή ιστορία έχει να πει μερικές φορές τόσα όσα μια μεγάλη ανάλυση.

ΑΝΤΚΛΕΙΔΙ


 


Guarapera – Velandia y la Tigra


 

“Τα απαγορευμένα πουλιά” του Εντουάντο Γκαλέανο

 

PAjaros Prohibidos

 

   Το 1976, σε μια φυλακή με το όνομα “Ελευθερία”…

Οι πολιτικοί κρατούμενοι της Ουρουγουάης δεν μπορούν να μιλούν χωρίς άδεια, να σφυρίζουν, να χαμογελούν, να τραγουδούν, να βαδίζουν γρήγορα ή να χαιρετούν άλλον κρατούμενο. Ούτε μπορούν να ζωγραφίζουν ή να λάμβάνουν ζωγραφιές με εγγύους γυναίκες, ζευγάρια, πεταλούδες, αστέρια ή πουλιά.

Ο Ντιντοσκό Πέρες, δάσκαλος, που βασανίστηκε και φυλακίστηκε επειδή είχε “ιδεολογικές ιδέες”, δέχεται μια Κυριακή επίσκεψη της κόρης του Μιλάι, πέντε ετών.

Το κορίτσι του φέρνει μια ζωγραφιά με πουλιά. Οι λογοκριτές τη σχίζουν στην είσοδο της φυλακής.

Την επόμενη Κυριακή, η Μιλάι του φέρνει μια ζωγραφιά με δέντρα. Τα δέντρα δεν απαγορεύονται και η ζωγραφιά περνάει.

Ο Ντιντοσκό την παινεύει για το έργο της και την ρωτά για τους μικρούς χρωματιστούς κύκλους που φαίνονται πάνω στα δέντρα, πολλοί μικροί χρωματιστοί κύκλοι ανάμεσα στα κλαδιά:

– Είναι πορτοκάλια; Τι φρούτα είναι;

Η μικρή τον κάνει να σωπάσει.

– Σσσστ.

Και συνωμοτικά του εξηγεί:

– Χαζούλη, δε βλέπεις ότι είναι μάτια; Τα μάτια των πουλιών που σου έφερα κρυφά.

Η ιστορία είναι από το βιβλίο του Εντουάρντο Γκαλεάνο Días y noches de amor y de guerra (Μέρες και Νύχτες αγάπης και πολέμου, 1976).

Την όμορφη αυτή ιστορία έκανε καρτούν ο Εντουάρντο Λουτσάτι, φοιτητής του Ανοιχτού Πανεπιστημίου της Καταλωνίας.  (Απαγγέλει ο ίδιος ο Εντουάρντο Γκαλεάνο)

ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙ

 


Palenke Soultribe – Blanco & Negro ( feat. Macondo & Mr. Vallenato)


 

Submit a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *