VARIOUS-PAINTING, CINEMA, POETRY, LITERATURE
IN THIS WEBPAGE HELLENIC POETRY PRESENTS:
POETRY/LITERATURE: Οράτιος, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, Κουρτ Τουχόλσκυ, Λούντβιχ Μαρκούζε, Κρίστοφ Μέκελ, Χίλντε Ντομίν, Χαρμς (Γιουβατσόφ) Δανιήλ Ιβάνοβιτς
CINEMA: Αλεξάντερ Ντοβζένκο, Μπριτόν Ριβιέρ
PAINTING: Σπυρίδων Βικάτος, Μικελάντζελο ντι Λοντοβίκο Μπουοναρότι Σιμόνι, Μίμης Πλέσσας, Παναγιώτης Τέτσης, ΓΥΖΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ,
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ: Ανδρέας Λασκαράτος
ΑΓΙΟΣ: Γέρων Δανιήλ Κατουνακιώτης
Όσοι διασχίζουν τη θάλασσα, αλλάζουν αέρα, όχι χαρακτήρα.
(Οράτιος, 65-8 π.Χ.)Δεν ταξιδεύει κανείς για να φτάσει, αλλά για να ταξιδέψει.
(Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, 1749-1832)Όποιος θέλει ν’ αντιληφθεί τη στενότητα της πατρίδας του, ας ταξιδέψει. Όποιος θέλει να συλλάβει τη στενότητα του καιρού του, ας μελετήσει Ιστορία.
(Κουρτ Τουχόλσκυ, 1890-1935)Όποιος ταξιδεύει για να διευρύνει τους ορίζοντές του, θα διαπιστώσει σήμερα: πόσο στενός είναι ο κόσμος. Όποιος ταξιδεύει για να επαληθεύσει την αίσθησή του για τον κόσμο, θα διαπιστώσει: πόσο ευρύς είναι ο κόσμος.
(Λούντβιχ Μαρκούζε, 1894-1971)
Μη στραφείς να
μ’ αναζητήσειςΕυρυδίκη
πάντα μαζί σουτο χέρι
αγγίζει τον ώμο σουκάτω από ξένα δέντρα
(Χίλντε Ντομίν, 1912-2006)
(άτιτλο)
Κίρκη! Κίρκη! μειδιώντας
με γυμνά στήθη
είχε ξαπλώσει και κάπνιζε, όσο εγώ
της μιλούσα για τη θάλασσα.(Κρίστοφ Μέκελ, *1935)
ΑΠΟΙΚΙΑ
Άρσεναλ–(Арсенал), 1929
Αλεξάντερ Ντοβζένκο
Αύτη η ταινία-ποίημα της Ουκρανίας μάς οδηγεί […] στην αιματηρή κατάπνιξη ενός ξεσηκωμού εργατών, που έχουν οχυρωθεί σ’ ένα εργοστάσιο πολεμοφοδίων του Κιέβου, τον Ιανουάριο του 1918.
Το φιλμ ασχολείται αποκλειστικά με συγκρουόμενες δυνάμεις μάλλον παρά με άτομα σε σύγκρουση.
Τζαίη Λέυντα
Για σας ο κινηματογράφος είναι ένα θέαμα.
Για μένα είναι σχεδόν μια αντίληψη του κόσμου.
Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκη, 1922
Το Άρσεναλ (Οπλοστάσιο) δεν θεωρείται μόνο η μεγαλύτερη ταινία του Ντοβζένκο, «Το πρώτο αριστούργημα του ουκρανικού κινηματογράφου», αλλά και ένα από τα μεγάλα αριστουργήματα του σινεμά. Είναι μια ταινία αναφοράς στην παγκόσμια φιλμογραφία.
1918. Ο Πρώτος Ιμπεριαλιστικός Πόλεμος (1914-1918) πλησιάζει στο τέλος του, (η Γερμανία θα συνθηκολογήσει στις 11 Νοεμβρίου 1918), ο τσαρισμός έχει ανατραπεί, εγκαθιδρύεται η σοβιετική εξουσία, και τέσσερα χρόνια αργότερα (1922) η Ουκρανία θα γίνει ιδρυτικό μέλος της Ε.Σ.Σ.Δ., συνυπογράφοντας το Ενωσιακό Σύμφωνο.
Το Άρσεναλ «αφηγείται» την ιστορία του Τιμόχ, ενός Ουκρανού χωρικού που πηγαίνει στο Κίεβο για να γίνει μηχανικός. Η ταινία έχει την αφετηρία της στην ένοπλη εξέγερση του Οπλοστασίου του Κιέβου το 1918, γνωστή και ως Εξεγερση του Ιανουαρίου.
Στην πόλη ο Τιμόχ θα βρει μια κατάσταση αρκετά κοντά στη… σημερινή (τηρουμένων των αναλογιών πάντα). Η χώρα είναι κατεχόμενη από τους Γερμανούς, οι Εθνικιστές διαδηλώνουν και οι Μπολσεβίκοι οργανώνονται στο οπλοστάσιο (Άρσεναλ) της πόλης ετοιμάζοντας τη μεγάλη εργατική τους εξέγερση. Ας σημειωθεί ότι η Ουκρανία θα καταληφθεί για δεύτερη φορά 1941-1944, όπου και θα αναβιώσουν ξανά οι εθνικιστικές ομάδες, αλλά και οι αντάρτικες, πιστές στη Μόσχα, δυνάμεις.
Ωστόσο το Άρσεναλ –αν και ξεκινάει με έναν καταπληκτικό πρόλογο για τις επιπτώσεις του Πρώτου Μεγάλου Ιμπεριαλιστικού Πολέμου, τις τεράστιες καταστροφές που προκάλεσε στην Ευρώπη και στον κόσμο, και την απόλυτη εξαθλίωση των πληθυσμών με την εκ παραλλήλου τεράστια συσσώρευση πλούτου– δεν είναι μια ιστορική ταινία.
Ο Ντοβζένκο, δάσκαλος, φυσικός επιστήμων και ζωγράφος, προσωπικός φίλος του Στάλιν (ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω ήταν φανατικός κινηματογραφόφιλος) και σταλινικότερος από… τον ίδιο (Τζαίη Λέυντα, Κίνο), πολύ λίγο ενδιαφέρεται για την ντοκυμανερίστικη παράθεση των γεγονότων.
Μέσα από ποιητικά σουρεαλιστικές εικόνες με το τρένο-ακορνεόν, το άλογο που μιλάει, τη λιτανεία με το πορτρέτο του εθνικού ποιητή της Ουκρανίας και ζωγράφου Τάρας Σεβτσένκο (βλέπε κείμενο Λέυντα), που… ζωντανεύει και αναλαμβάνει δράση, με αποκορύφωμα το εξωπραγματικό, όσο και επικό φινάλε –παραπέμπει στον «Ρομπέν των Δασών» της Ουκρανίας Ολέσκα Ντοβμπούχ (1700-1745)–, ο Ντοβζένκο συνθέτει ένα ποίημα, για τη «μοίρα» του ατόμου και το μεγαλείο της θυσίας.
[…]
ZBABIS
Χαρμς (Γιουβατσόφ) Δανιήλ Ιβάνοβιτς, γεννηθείς το 1905, γιος αυλικού συμβούλου, μητέρα ευγενούς καταγωγής, Λογοτέχνης. Καμία δημόσια θέση. Ανένταχτος κομματικά.
Δουλειά μου είναι η λογοτεχνία. Δεν έχω πολιτικό προσανατολισμό και το ζήτημα που με απασχολεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είναι: η λογοτεχνία. Δηλώνω ότι στον τομέα της λογοτεχνία δεν είμαι σύμφωνος με τη σοβιετική πολιτική και επιθυμώ, ως αντιστάθμισμα των μέτρων που ισχύουν σήμερα, την ελευθερία του λόγου τόσο για την προσωπική μου δημιουργία, όσο και για εκείνη των λογοτεχνών με τους οποίους συνδέομαι πνευματικά και ανήκουμε στην ίδια λογοτεχνική ομάδα. [Πρακτικά ανακρίσεων, 11.12.1931, γραμμένο ιδιοχείρως από τον Δ. Χαρμς] [σ. 410-411].
Μ’ ενδιαφέρουν μόνο οι «ανοησίες»: μόνο ό,τι δεν έχει καμιά πρακτική σημασία. Μ’ ενδιαφέρει η ζωή μόνο στις παράλογες εκφάνσεις της. [σ. 335]
Ποια είναι αυτή η δημιουργικότατη προσωπικότητα που έγραφε ακατάπαυστα, εξέδιδε περιοδικά ακόμα και σε ένα και μοναδικό αντίτυπο, που κυκλοφορούσαν μόνο «μέσα στο διαμέρισμα του Δ.Ι. Χαρμς [όπως το Τάπιρ (Τάπιρος)], που έφτιαχνε ομάδες ανήσυχων δημιουργών, που δεν πήγαινε ποτέ σε κηδείες («Δεν αποχαιρετώ ποτέ κανέναν»), που συχνά περιγελούνταν όχι μόνο από τα παιδιά στο δρόμο (από εδώ πιθανώς ξεκινάει η προς αυτά αντιπάθειά του), αλλά και από ανθρώπους της διανόησης, ακόμα και συναδέλφους του συγγραφείς, που θαύμαζε τους «φυσικούς στοχαστές», όπως ονόμαζε ορισμένους περιθωριακούς, ενδεχομένως και άστεγους ανθρώπους, τους οποίους συναναστρεφόταν επειδή θαύμαζε τον αντισυμβατικό, ελεύθερο τρόπο σκέψης τους
Αυτή τη στιγμή αρχίζω ν’ αντιλαμβάνομαι τη γελοιότητα της θέσης στην οποία βρίσκομαι. Γιατί είμαι γονατισμένος μπροστά σε μια γριά; Και γιατί η γριά αυτή είναι στο δωμάτιό μου και κάθεται στην αγαπημένη μου πολυθρόνα; Γιατί δεν την πέταξα έξω; […] Με κυριεύει ένα φοβερό αίσθημα αγανάκτησης. Γιατί πέθανε στο δωμάτιό μου; Δεν τους αντέχω καθόλου τους νεκρούς. Άντε τώρα κουβάλα το ψοφίμι και τρέχα στο θυρωρό και στον επιστάτη να εξηγήσεις πώς βρέθηκε η γριά στο σπίτι σου. […] Απαίσιο θέμα, λέω, αλλά δεν μπορώ να σκεπάσω τη γριά με εφημερίδες – κάτω από μια εφημερίδα τα πάντα μπορούν να συμβούν. [σ. 225, 227]
Ο Δανιήλ Χάρμς και η ζωγράφος Αλίσα Πορέτ (αρχές του 1930).
…μονολογεί ο αφηγητής του σπαρταριστά εφιαλτικού αφηγήματος «Η γριά», στο μόνο κάπως εκτενέστερο κείμενό του ανάμεσα σε πλήθος άλλων μικρότερων, και πράγματι συμπάσχουμε με τον ταλαίπωρο ένοικο του μικρού δωματίου που υφίσταται το αναπάντεχο πρόβλημα και ταυτόχρονα αγωνιά μην τον ακούσουν οι ένοικοι του διαδρόμου, πηγαίνει στο μπακάλικο για να ξεχαστεί αλλά γνωρίζει μια κοπελίτσα που τον πολιορκεί, την αποφεύγει κρυβόμενος στο σπίτι ενός φίλου όπου τρώνε και πίνουν, επιστρέφει, σηκώνεται πεινασμένος και πηγαίνει διαρκώς στο ντουλαπάκι με τις προμήθειες χωρίς να βρίσκει τίποτα παρά μόνο ένα κύβο ζάχαρης (αλλά συνεχίζει να το κάνει με την ελπίδα πως θα βρει κάτι παραπάνω) και ονειρεύεται να ξεπαστρέψει τα φασαριόζικα παιδιά που παίζουν έξω απ’ το παράθυρό του.
Αλλά ο άνθρωπος με τον βρόμικο γιακά στεκόταν έξω απ’ το παράθυρο και κοίταζε στο δωμάτιο κι άνοιξε μάλιστα το παράθυρο και μπήκε [«Το πράγμα», σ. 12]
Ο Καλίντοφ έστεκε στις μύτες των ποδιών και με κοίταζε κατάματα. Ήταν πολύ δυσάρεστο. Γύρισα στο πλάι, αλλά ο Καλίντοφ μ’ ένα σάλτο ξαναβρέθηκε μπρος μου και με κοίταξε κατάματα. [σ. 167]
Στο κείμενο «Η σχέση» ο συγγραφέας περιγράφει μια σειρά χαρακτήρων και τραγικών γεγονότων με χαρακτήρες που στο τέλος βρίσκονται μαζί στο τραμ χωρίς να γνωρίζουν τις τους ενώνει [σ. 371- 373]. Η αίσθηση είναι εκπληκτική: αυτό που σύγχρονες ταινίες τύπου Βαβέλ δημιουργούν ως κάτι απόλυτα μοντέρνο, ο Χαρμς το σκάρωσε σε δισέλιδο κείμενο δεκαετίες πριν! Στα άλλα κείμενα ένας άνθρωπος διαπιστώνει πως όταν έχει πίστη ζυγίζει περισσότερο, σκύλοι που πετάνε και κάθονται σαν κοράκι στην σκεπή του αντικρινού σπιτιού, άνθρωποι πίνουν από το ποτήρι με το μαύρο νερό και φωτίζεται η ψυχή τους, η Αντονίνα Αλεξέγεβνα πίνει ολόγυμνη μαζί με τον σύζυγό της και τον επιστάτη της πολυκατοικίας καθισμένη πάνω στο τραπέζι στο «Αναπάντεχο μεθοκόπι». Εδώ ξεχειλίζει μια άλλου είδους ελευθερία, μια απροκάλυπτα ερωτική απελευθέρωση από τις νέες επαναστατικές καταπιέσεις.
Νομίζει ότι, επειδή είναι νέα κι όμορφη, όλα μπορεί να τα κάνει. Κι είναι τόσο βρομιάρα, που δεν πλένεται ποτέ εκεί που πρέπει. Εμένα, λέει, μ’ αρέσει η γυναίκα να μυρίζει σαν γυναίκα! Εγώ, με το που τη βλέπω, παίρνω το μπουκαλάκι την κολόνια και το κολλάω στη μύτη μου. Μπορεί κάτι τέτοια ν’ αρέσουν στους άντρες, αλλά εμένα, να με συμπαθάτε, να μένει το βύσσινο. Τέτοια ξεδιάντροπη! Τριγυρνάει τσίτσιδη κι ούτε ντροπή ούτε τσίπα. Κι όταν κάθεται, αντί να κλείνει καθωσπρέπει τα πόδια της, τ’ αφήνει όλα στη φόρα. Κι είναι πάντα μούσκεμα εκεί πέρα. Τις προάλλες τρέχανε τα ζουμιά. Της λες: δεν πας να πλυθείς λιγάκι; Κι εκείνη σου λέει; εκεί δεν χρειάζεται και πολύ πλύσιμο. Και παίρνει και σκουπίζεται μ’ ένα μαντίλι. Τι μαντίλι τι χέρι. Το μόνο που κάνει είναι να τα πασαλείβει χειρότερα. Εγώ δεν της δίνω ποτέ το χέρι μου, το χέρι της μυρίζει πάντα ξετσίπωτα. Και τα βυζιά της, κι αυτά ξετσίπωτα είναι. Ναι, είναι αλήθεια ότι είναι όμορφα κι αφράτα, αλλά τόσο μεγάλα που είναι, εμένα μου φαίνονται ξετσίπωτα. Να τι γυναίκα πήγε και βρήκε ο Φομά! Δεν μπορώ να καταλάβω πώς τον τύλιξε! [«Ο Φομά Μπομπρόφ και η γυναίκα του. Κωμωδία σε τρία μέρη», 1933, σ. 49].
Ο Χαρμς συμμετείχε το 1928 στην ίδρυση της περίφημης Ένωσης Πραγματικής Τέχνης (ΟΥΜΠΕΡΙΟΥ)· το θέατρο του παραλόγου της δυο δεκαετίες μετά θα παραλληλιζόταν με εκείνο των Ιονέσκο και Μπέκετ. Η τελευταία της δημόσια εμφάνιση το 1930 σήμανε το τέλος μιας από τις τελευταίες ομάδες (ίσως και της τελευταίας) της ρωσικής πρωτοπορίας. Τώρα άρχιζε η εποχή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και σύντομα οι εφημερίδες θα μιλούσαν για αντιδραστικούς τσιρκολάνους που παραιτούνται από την ζωή, γράφουν «ποίηση των ταξικών εχθρών ασυνάρτητη και αντεπαναστατική». Για τον Χαρμς οι συλλήψεις αρχίζουν το 1925 όταν απαγγέλει δημοσίως ποίημα του Νικολάι Γκουμιλιόφ που είχε συλληφθεί λίγα χρόνια νωρίτερα με την κατηγορία της συμμετοχής σε φιλομοναρχική συνωμοσία και εκτελεστεί. Αφήνεται όμως ελεύθερος καθώς, σύμφωνα με τα λόγια της Αχμάτοβα, «οι καιροί ήταν ακόμη σχετικά χορτοφάγοι».
[…]
Σε τι μικρά και ασήμαντα πράγματα μπορεί να βρίσκεται η αληθινή τέχνη!
Ο Γιάκομπ Ντρούσκιν στο κείμενο «Η ομάδα Τσιναρί και ο Δανιήλ Χαρμς» ερευνά τι συνέδεε επί πολλά χρόνια τόσο διαφορετικούς ποιητές, συγγραφείς και φιλοσόφους, μια λογοτεχνική σύμπραξη πέντε ανθρώπων [«Ομάδα Τσιναρί ή Κύκλος των ημιμαθών λογίων»] που δημιουργούσαν και πειραματίζονταν σε ποικίλα χωράφια (ο Χαρμς για παράδειγμα ενδιαφερόταν για την διαρρύθμιση των κτιρίων, των διαμερισμάτων και των δωματίων· στο σημειωματάριό του περιλαμβάνονται τα σχέδια ενός φανταστικού διαμερίσματος), συμπλήρωναν ο έναν τον άλλον, ήταν ολότελα διαφορετικοί μεταξύ τους αλλά και συγγενείς ως προς τον τρόπο που έβλεπαν τον κόσμο. Ο ποιητής Αλεξάντρ Βεντένσκι, μέλος της ομάδας (που πάντα έγραφε χωρίς γραφείο, με τα χαρτιά πάνω σε ένα βιβλίο στα γόνατά του) είπε πως ο Χαρμς δεν κάνει τέχνη – είναι ο ίδιος τέχνη. Ο Χαρμς έλεγε ότι πάντοτε το σημαντικότερο για εκείνον ήταν όχι η τέχνη αλλά η ζωή: να ζει τη ζωή του σαν να κάνει τέχνη. «Η ζωή σαν έργο τέχνης» για τον ίδιο δεν ήταν ζήτημα αισθητικής τάξης αλλά ζήτημα απόλυτα υπαρξιακό.
ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ
NEFELI BOOKS
Γουναρίδης Δανιήλ (1934 ) Η ΠΟΛΗ
CONTEMPORRY GREEK ART INSTITUTE
Ο Κεφαλλονίτης ζωγράφος Σπυρίδων Βικάτος, (1878 – 1960)
Γεννήθηκε το 1878 στο Αργοστόλι Κεφαλλονιάς. Νέος ακόμα άρχιζε να ζωγραφίζει. Σε ηλικία 10 ετών πιάνει δουλειά στο φαρμακείο του νησιού για να μπορέσει να ζήσει. Στο Γυμνάσιο δείχνει το πηγαίο ταλέντο του σαν ζωγράφος απεικονίζοντας με πολλή τέχνη διάφορα αντικείμενα. Η πρώτη αίθουσα που εξέθεσε έργα του ήταν… η βιτρίνα του φαρμακείου που εργαζόταν. Η προσωπογραφία του Μητροπολίτου Γερμανού ήταν η αφορμή για να τον καλέσει στην Αθήνα, όταν έγινε αυτός Μητροπολίτης Αθηνών. Ανέλαβε μάλιστα όλα τα έξοδα, καθώς και τη φοίτηση του στη Σχολή Καλών Τεχνών, στο εργαστήριο του Νικολάου Λύτρα.
Κέρδισε την υποτροφία Βαλλιάνου και ανεχώρησε για το Μόναχο στις 2 Ιανουαρίου 1900. Εκεί γνωρίστηκε με τον μεγάλο Γκύζη και τον Γερμανό Ludwig von Löfftz, στο εργαστήριο του οποίου διαγωνισθείς μεταξύ 300 μαθητών διαφόρων εθνικοτήτων πήρε το πρώτο βραβείο. Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν φοιτούσε στη Σχολή Καλών Τεχνών των Αθηνών, έτυχε δύο σπουδαίων βραβείων: Το «Χρυσοβέργειο» και το «Θωμαΐδειον» το 1897. Το έργο αυτό που βραβεύθηκε στην Ακαδημία του Μονάχου της οποίας ο πρόεδρος Χέζελμαν, το 1951, σε μια ωραία γιορτή έπειτα από 50 χρόνια τον ανακήρυξε επίτιμο μέλος της. Την ίδια εποχή, μετά την απελευθέρωση, ο Αντενάουερ του απέμεινε το γερμανικό Μεγαλόσταυρο. Τα 6 χρόνια της μαθητείας του στην Ακαδημία του Μονάχου, όπου είχε συσπουδαστές τον Φροίξο Αριστέα, τον Μ. Ηλιάδη, τον Δούκα και άλλους, αγάπησε το γερμανικό εμπρεσιονισμό, παρήγαγε δε έργα με ζήλο και αφοσίωση ώστε να επαληθευθεί ο Νικόλαος Λύτρας, που είχε πει ότι ο μαθητής ερχόμενος μίαν ημέραν στην Αθήνα θα τον διαδεχθεί.
Ο ΑΙΘΙΟΠΑΣ
Και δεν διεψεύσθη, γιατί μόλις το 1909 διορίστηκε επί κυβερνήσεως Θεοτόκη καθηγητής εις την Ανωτάτην Σχολήν Καλών Τεχνών όπου δίδαξε μέχρι το 1942. Αποτέλεσμα της εξαίρετου διδασκαλίας του είναι οι μαθητές που έβγαλε — διακεκριμένοι καλλιτέχνες σήμερα — όπως οι Γουναρόπουλος, Αργυρός, Γεωργιάδης, Κοντόπουλος, Τσαρούχης, Γιαννακό, Σπυρόπουλος, Δανιήλ και άλλοι. Σαν καθηγητής ζητούσε πάντα απ’ τους μαθητές του εργασία και μόνο εργασία, βοηθούσε μάλιστα αυτούς όχι μόνο ηθικά, αλλά και οικονομικά. Ήταν μαζί με τον γλύπτη Δημητριάδη, διευθυντή της Σχολής, ένας μεγάλος ανθρωπιστής. Έλαβε μέρος σε πολλές διεθνείς και πανελλήνιες εκθέσεις, όπως στην Μπιενάλε Βενετίας, το 1943 όπου αγοράστηκε το έργο του «Ο Χριστός» και που σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών. Οι πιο γνωστές Πινακοθήκες της Ευρώπης έχουν έργα του, όπως της Βιέννης, του Μονάχου, του Βελιγραδίου, της Ρώμης, των Παρισίων και άλλες. Μάλιστα το έργο του, που βρίσκεται στο Παρίσι, το 1947, στη Διεθνή Έκθεση έτυχε Διπλώματος Τιμής. Το 1946, ο βασιλεύς Γεώργιος ο Β’ τον ετίμησε με το παράσημο του Φοίνικος. Αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του Βικάτου ένα μεγάλο ζωγράφο, έναν ανθρωπιστή.
Επίσης, η Ακαδημία Αθηνών τον ετίμησε με το Αριστείον Τεχνών και Γραμμάτων. Παρά ταύτα, όμως, η ίδια Ακαδημία δεν τον ανακήρυξε ακαδημαϊκό. Φυσικά το ίδιο έκαμε και με τον Παρθένη, αλλά και με τον Καζαντζάκη. Και ενώ η Ακαδημία τον αρνείται, ο μεγάλος δημιουργός και δάσκαλος με διαθήκη του ό,τι κέρδισε από την Τέχνη το αφήνει σε αυτήν. Δηλαδή με τη διαθήκη του όρισε όπως η περιουσία του, μέσω του ελληνικού Δημοσίου, διατίθεται για υποτροφίες αριστούχων μαθητών στην Ακαδημία του Μονάχου. Επίσης, η Ακαδημία του Μονάχου θα δικαιούται να αποστέλλει κάθε τρία χρόνια και για ένα έτος μόνο ένα Γερμανό γλύπτη για να σπουδάσει και να μελετήσει στην Ελλάδα τις ελληνικές αρχαιότητες και την ελληνική ύπαιθρο. Ο Βικάτος άφησε στην Εθνική Πινακοθήκη 20 πίνακες του που κι αν έχουν περάσει 35 χρόνια βρίσκονται ακόμα στα υπόγεια της! Ο καθηγητής Προκοπίου γράφοντας για τον Βικάτο μας διηγείται τα εξής: «Οταν πέρασα από το Προκαταρκτικό Τμήμα στα Εργαστήρια της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών — ήταν νομίζω το 1930 — ο Βικάτος δέχτηκε να με πάρει σπουδαστή στο εργαστήριο του.
[…]
Αλλά και ο Βικάτος που εγκαινίασε στην Ελλάδα τον αυτοματισμό της ζωγραφικής από μοντέλο, δεν ενδιαφερόταν στην πραγματικότητα για την ακρίβεια της περιγραφής της φύσης. Το αντικείμενο ήταν απλώς η αφορμή για να εκδήλωση την ατομικότητα του ο ζωγράφος και να χτυπηθεί όχι με την ανατομία του, αλλά με κάτι άπιαστο και μη αντικειμενικό που είναι η ψυχική έκφραση της φυσιογνωμίας». Τελειώνοντας θα ‘ταν μάταιο να κατατάξουμε τον Βικάτο, που το έργο του διαιρείται σε τρεις εποχές, σε μια σχολή. Δεν ήταν ρεαλιστής, γιατί η πραγματικότητα γι’ αυτόν ήταν ένα ξεκίνημα. Δεν ήταν εμπρεσιονιστής γιατί το ατμοσφαιρικό φως δεν τον συγκινούσε πολύ στο εργαστήριο του που κατά προτίμηση δούλευε. Δεν ήταν ακόμη εξπρεσιονιστής γιατί δεν τον κατείχε η αγωνία του πεπρωμένου και της μοναξιάς. Τι ήταν λοιπόν; Ήταν μια ισχυρή ατομικότητα που έβαλε το αίσθημα στη θέση των ιδεών και άνοιξε το δρόμο στους σπουδαστές την ελεύθερη έκφραση. Ήταν ένας σταθμός για την εποχή. Και με το χαρακτήρα αυτόν της ελεύθερης και συγκινημένης ατομικότητας, ο Σπύρος Βικάτος ανήκει στον αιώνα μας και στην ιστορία των προγόνων της Τέχνης του. Όποιος αντίκρυσε τον ευγενικό και αξιαγάπητο άνδρα, δεν θα λησμονήσει το αγαθό βλέμμα του.
Χέρμαν Νάσε (Hermann Nasse) Καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης του Μονάχου.
ΜΕΤΩΠΟ ΟΧΙ
Ο Μπριτόν Ριβιέρ (14 Αυγούστου 1840 – 20 Απριλίου 1920) ήταν Βρετανός ακαδημαϊκός ζωγράφος, γεννημένος στην πόλη του Λονδίνου.
«Η Απάντηση του Δανιήλ στο Βασιλιά», έργο του Μπριτόν Ριβιέρ που φυλάσσεται στην Manchester City Art Gallery.
Η πρώτη του επιτυχία ήρθε το 1869, όταν φιλοτέχνησε το έργο «Ο Μακρύς Ύπνος», το οποίο απεικόνιζε έναν ηλικιωμένο άνδρα νεκρό στην καρέκλα του, ενώ παρακολουθούν τα σκυλιά του. Αίσθηση προκάλεσε το 1870 με το έργο «Ελεημοσύνη», το οποίο απεικόνιζε ένα φτωχό κοριτσάκι να μοιράζεται το λιγοστό φαγητό της με δύο εξαθλιωμένα σκυλιά. Από το 1871 άρχισε να εκθέτει έργα με κλασική θεματολογία, λαμβάνοντας αναγνώριση για το έργο του «Η Κίρκη και οι Φίλοι του Οδυσσέα». Ακόμα πιο εξαιρετικό θεωρήθηκε το έργο «Η απάντηση του Δανιήλ στο Βασιλέα», το οποίο έκανε μεγάλη εντύπωση στην εποχή του, τόσο για την τεχνοτροπία όσο και την απεικόνιση του κεντρικού χαρακτήρα. Έκτοτε ο Ριβιέρ κέρδισε διασημότητα, με πολλούς από τους πίνακές του να αγοράζονται από πλούσιους φιλότεχνους. Αγαπημένο του θέμα ήταν η απεικόνιση ζώων, καθώς και η ανταλλαγή συμπόνοιας ανάμεσα στα ζώα και τον άνθρωπο, μοτίβο που συναντούμε σε πολλά από τα έργα του.
Με τα χρόνια η όραση του δεν ήταν πλέον τόσο καλή, οπότε επέλεγε θέματα που ήταν λιγότερο πολύπλοκα. Το 1896 έχασε την εκλογή του στη θέση του Προέδρου της Βασιλικής Ακαδημίας για λίγες ψήφους. Σιγά σιγά απομονώθηκε από τη δημόσια ζωή. Απεβίωσε το 1920
WIKIPEDIA
ΜΙΧΑΗΛ ΑΓΓΕΛΟΣ (6 Μαρτίου 1475 – 18 Φεβρουαρίου 1564)
Ο Μικελάντζελο ντι Λοντοβίκο Μπουοναρότι Σιμόνι (Michelangelo di Lodovico Buonarroti Simoni, 6 Μαρτίου 1475 – 18 Φεβρουαρίου 1564), γνωστός περισσότερο ως Μιχαήλ Άγγελος, ήταν γλύπτης, ζωγράφος,αρχιτέκτονας και ποιητής της Αναγέννησης. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς στην ιστορία της τέχνης. Υπήρξε ο μοναδικός καλλιτέχνης της εποχής, του οποίου η βιογραφία εκδόθηκε πριν το θάνατό του, στους Βίους του Τζόρτζιο Βαζάρι, ο οποίος επέλεξε να τον τοποθετήσει στην κορυφή των καλλιτεχνών, χρησιμοποιώντας για τον Μιχαήλ Άγγελο το προσωνύμιο ο θεϊκός (Il Divino). Στα δημοφιλέστερα έργα του ανήκουν οι νωπογραφίες που φιλοτέχνησε για το Παπικό παρεκκλήσιο τουΒατικανού (Καπέλα Σιξτίνα), το άγαλμα του Δαβίδ και η Πιετά (αποκαθήλωση) στην Βασιλική του Αγίου Πέτρου, στη Ρώμη.
[…]
Ο διαχωρισμός του φωτός από το σκότος
Παρά την εμφανή κλίση του στη ζωγραφική και κατόπιν επιθυμίας του πατέρα του, σπούδασε αρχικά υπό την καθοδήγηση του ουμανιστή Φραντσέσκο ντ’ Ουρμπίνο, αλλά το 1487 ξεκίνησε ως μαθητευόμενος στο εργαστήριο ζωγραφικής του Ντομένικο Γκιρλαντάγιο. Εκεί ήρθε σε επαφή με την τεχνική της νωπογραφίας και εξασκήθηκε στο σχέδιο. Θεωρείται πιθανό πως ο Μιχαήλ Άγγελος παρέμεινε στο εργαστήριο του Γκιρλαντάγιο στην διάρκεια τριών ετών μαθητείας, σύμφωνα με σχετική σύμβαση που είχε υπογράψει ο πατέρας του το 1488, ωστόσο υπήρξε σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος. Επισκεπτόμενος τον Κήπο των Μεδίκων, όπου διατηρείτο σημαντική συλλογή από αρχαία γλυπτά υπό την εποπτεία του γλύπτη Μπρετόλντο ντι Τζοβάνι, διδάχθηκε την τέχνη της γλυπτικής ενώ παράλληλα γνώρισε τον Λορέντσο των Μεδίκων, επιφανή άρχοντα της Φλωρεντίας, ο οποίος τον εισήγαγε στην αυλή του. Εκπαιδεύτηκε δίπλα στους γιους του Λορέντσο, ενώ συνδέθηκε με τον Μαρσίλιο Φιτσίνο και τον ποιητή Άντζελο Πολιτσιάνο καθώς και τις ιδέες του νεοπλατωνισμού. Σε αυτή την περίοδο, ο Μιχαήλ Άγγελος ολοκλήρωσε δύο μαρμάρινα ανάγλυφα, τηνΠαναγία της Σκάλας (1490-1492) και την Μάχη των Κενταύρων (1491-1492), έργο κατά παραγγελία του Λορέντσο και βασισμένο σε ένα θέμα που πρότεινε ο Πολιτσιάνο.
HOMO UNIVERSALIS
Ανδρέας Λασκαράτος, «Δημοτικά Τραγούδια Εθνικά» – γράφει η Ανθούλα Δανιήλ
Ανδρέας Λασκαράτος, Δημοτικά Τραγούδια Εθνικά Μαζευμένα από τους Τραγουδιστάδες εις το Ληξούρι (Κεφαλληνία – Επαρχία Πάλης) του 1842. Εκδοτική Επιμέλεια-Εισαγωγικά Κείμενα, Γιάννης Παπακώστας, Παντελής Μπουκάλας, Άγρα, Αθήνα 2016.
Το βιβλίο μάς αιφνιδιάζει με την πρωτοτυπία του. Είναι η ανακάλυψη συλλογής που έρχεται από το 1842 για να μας θυμίσει πως ο λαός δημιουργεί θαυμαστά έργα τέχνης, συνεχίζοντας μια πολύ παλιά δημιουργική, καλλιτεχνική του ανώνυμη δημιουργία.
[…]
Η έρευνα απέδειξε ότι στα έτη 1828-1834, διάστημα κατά το οποίο ο Λασκαράτος έζησε στην Κέρκυρα, όπου ως φοιτητής της Ιονίου Ακαδημίας είχε ως δασκάλους του τον Ανδρέα Κάλβο και τον Βικέντιο Νανούτση, είχε, όπως ο ίδιος ομολογεί, στενές σχέσεις και με τον κόντε Διονύσιο Σολωμό, στο σπίτι του οποίου τον επισκεπτόταν συχνά. Εκτιμάται επομένως ότι από την επικοινωνία του αυτή προέκυψε και το ενδιαφέρον του για το δημοτικό τραγούδι και επίσης για την κρητική λογοτεχνία και ειδικά για τον Ερωτόκριτο, χώροι που είχαν προκαλέσει το ενδιαφέρον πρωτίστως του Σολωμού. Δύο είναι τα ερωτήματα που απασχόλησαν τον Παπακώστα: Πρώτον, αν τα τραγούδια της συλλογής Λασκαράτου ήταν όντως πρωτότυπα και η πηγή τους ήταν όντως οι ίδιοι οι «Τραγουδιστάδες», και Δεύτερον, ποιος ήταν ο ανώνυμος συλλογέας. Θέματα τα οποία, όπως προκύπτει από τη μελέτη του, ύστερα από προσεκτική έρευνα τα διασαφήνισε, αποδεικνύοντας έτσι και την πρωτοτυπία της συλλογής και τον συλλογέα της, που δεν ήταν άλλος από τον τριακοντάχρονο τότε Λασακαράτο.
Η εν λόγω συλλογή παρουσιάζει και μια σημαντική πρωτοτυπία, πρωτοτυπία η οποία έγκειται στις ενδιαφέρουσες αισθητικές παρατηρήσεις με τις οποίες συνοδεύονται αρκετά από τα τραγούδια, όπως στο τετράστχο: «Μάτια που με σάϊτεύετε / με την ταπεινοσύνη,/ περικαλώ σας κάμετε/ για μένα ελεημοσύνη», όπου ο συλλογέας επισημαίνει «πνευματικάς αβρότητας», «ταπεινοσύνη και τα μάτια μιας παρθένου», «Πόση λεπτότης, πόση ευγένεια εις τα αισθήματα».
Αλλού πάλι περισσότερο επιγραμματικά σχολιάζει ο Λασκαράτος: «Τίποτε δεν λείπει τίποτε δεν περισσεύει», «Αληθέστατη η ζωγραφιά τούτη», «Η ακρίβεια εις την διαλογήν των λέξεων φέρνει θαυμασμόν». Όλα τούτα αναφέρονται από τον Παπακώστα αναλυτικά στη μελέτη του υπό τον τίτλο «Εις αναζήτησιν του άγνωστου συλλογέα», όπου, εκτός από το ιστορικό της σύνθεσης γίνεται εκτενής αναφορά και στο χειρόγραφο και στην καλλιέπειά του.
[…]
Εν τω μεταξύ ο Νικολό Τομαζέο, γνώριμος του Σολωμού, είχε εκδώσει στη Βενετία τετράτομη συλλογή με ελληνικά, ιταλικά, κορσικανικά και σερβοκροατικά τραγούδια. Έπρεπε να φτάσουμε στα 1860, λέει ο Μπουκάλας, για να βρεθούν τα δημοτικά τραγούδια στο επίκεντρο της ελληνικής διανόησης όταν ο Γερμανός φιλόλογος Arnold Passow εξέδωσε τον ογκώδη τόμο Τραγούδια ρωμαίικα/ Popularia Carmina Greciae Recentioris, της οποίας «η επίδραση ήταν καθοριστική», παρά τα λάθη της.
FREAR
Ένας κήπος στην ταράτσα
Έτσι ολογύρα τα βουνά κι ο λογγωμένος Πάρνης
κι ο ελεφαντένιος ο Υμηττός κι’ αγέρινη Πεντέλη
βλέπονται κι όλο βρίσκονται σε συντυχιά με τ’ άλλα
Tο φως παντού, κι όλο το φως, κι όλα το φως τα δείχνει
(Κ. Παλαμάς, Δωδεκάλογος του γύφτου)
-Βλέπω Λυκαβηττό και Ακρόπολη, και όταν ο ήλιος ανατέλλει λάμπουν τα χρώματα της Αττικής και μενεξελιές «οι γραμμές των βουνών σαν χαραγμένες από χέρι ανθρώπου» (Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Α΄ 1925, σελ. 29).
Έτσι γύρω γύρω, λοιπόν, τριγυρισμένη από τα βουνά νοιώθω πως βρίσκομαι στην αγκαλιά της Αθήνας και από τον κήπο μου ψηλά, ποιητική αδεία, στα σύννεφα βολτάρω σαν την «όμορη αστραπή» (Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, «Το τραγούδι της Μαρίας Νεφέλης»).
Ο πίνακας είναι του Ιάκωβου Ρίζου, Αθηναϊκή βραδιά, στην Ταράτσα, 1897
FREAR
Ο Μίμης Πλέσσας συστήνεται ως ζωγράφος
Ζωγραφική δουλειά μιας εικοσαετίας, εμπνευσμένη από την Καλλιτεχνούπολη, την περιοχή που τον φιλοξενεί τα τελευταία χρόνια και η οποία κατάφερε να μην ισοπεδωθεί από τους εμπρησμούς, παρουσιάζει ο μουσικός Μίμης Πλέσσας. Ο καθηγητής Χρύσανθος Α. Χρήστου σημειώνει για τη ζωγραφική δουλειά του Μίμη Πλέσσα, αλλά και για την έκθεση που φέρει τόν τίτλο «Απεικόνιση» : «Αυτό που κάνει μεγαλύτερη εντύπωση στα έργα του νέου αυτού καλλιτέχνη, που μετά τις ακουστικές αξίες που έχει καλλιεργήσει περνά τώρα και στις οπτικές, είναι μέσα από τη θεματογραφία του, η λιτότητα και η εσωτερικότητα της εκφραστικής του γλώσσας. Διαπιστώνεται άλλωστε εύκολα ότι αυτός δεν ενδιαφέρεται να εντυπωσιάσει και να καταπλήξει τον θεατή, όσο να του διηγηθεί όσο μπορεί σαφέστερα τις αναζητήσεις και τις εμπειρίες του σε μια νέα τώρα γι’ αυτόν περιοχή της καλλιτεχνικής δημιουργίας».Η έκθεση ζωγραφικής του Μίμη Πλέσσα πλαισιώνεται και με ζωγραφική δουλειά της κόρης του, Ελεάνας,που προσθέτει τη δική της…
Θέατρο
«Τα γεγονότα»
Το έργο του συγγραφέα Ντέηβιντ Γκρέηγκ προέκυψε μετά από πρόσκληση να μεταβεί στη Νορβηγία προκειμένου να γράψει ένα έργο για τα τραγικά γεγονότα της 22ας Ιουλίου του 2011, όταν ο ‘Αντερς Μπρέιβικ σκότωσε 79 άτομα, τα περισσότερα νεαρά παιδιά. Κατά την παραμονή του στο Όσλο, ο διάσημος σκωτσέζος συγγραφέας βρέθηκε τυχαία στην παράσταση μιας χορωδίας -εικόνα ακριβώς αντίθετη από αυτή που τον στοίχειωνε τόσες μέρες. «Μπροστά του, ανοίγονταν δυο δρόμοι, δυο επιλογές στην ανθρώπινη ζωή: η συνεργασία ή η διάλυση, η δημιουργία ή η σφαγή, η αρμονία ή το χάος». Τελικά, το έργο που έγραψε, «Τα Γεγονότα», είναι μια εξερεύνηση αυτής της επιλογής, το χάσμα ανάμεσα σε κάποιον που θέλει να αφήσει το σημάδι του στον κόσμο με έναν τρομερά βίαιο τρόπο και κάποιον που θέλει να καταλάβει, να νιώσει, να θεραπεύσει.Μετάφραση, σκηνοθεσία Αντώνη Γαλέου, ηθοποιοί Θεοδώρα Τζήμου και Πάνος Βλάχος.
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Γέρων Δανιήλ Κατουνακιώτης (1846-1929): 82 χρόνια από την οσιακή κοίμησή του (μέρος 2ο)
Ο σοφός και διακριτικός αγιορείτης Γέροντας Αποκαλυπτικές μαρτυρίες για τον Γέροντα Δανιήλ από τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη
Γράφει για την πρώτη τους γνωριμία: «Εκεί πρωτοείδα τον γέρο-Δανιήλ, συστάσεων δεν είχον ανάγκην… ώστε ο Γέρων Δανιήλ μόλις ήκουσε το όνομα μου έδειξεν ειλικρινή χαράν, ωσάν να έβλεπεν αρχαίον τινά μαθητή ν του, και δεν ήξευρε, καθώς λέγει ο λόγος, πώς να με περιποιηθή οικειότερον, όσον το δυνατόν. Σμυρναίος, διαβασμένος, ασκητικώτατος, με την οσιακήν του ωχρόλαμπρον αίγλην της μορφής του, με την μιξοπόλιον γενειάδα του, με την υπόξανθον κόμην του και τους γλαυκούς πως οφθαλμούς του•λόγιος και ομιλητικώτατος.
Κοινοβιάσας κατ’ αρχάς εις μεγάλας μονάς, αλλά ολιγοστά έτη προ της γνωριμίας μας αποσυρθείς εις Κατουνάκια προς μείζονα ησυχίαν, έν η όντως παράγεται το γλυκύτατον της ασκήσεως μέλι, ού την ηδύτητα γνωρίζουσι μόνον όσοι το εγεύθησαν… Εκεί κατά πρώτον εξετίμησα την χάριν, την διάκρισιν, αλλά και την ταπείνωσιν του Γέροντος Δανιήλ, όστις, σημειωθείτω, έχει διέλθει όλην την σειρά των γραμμάτων των άγιων Πατέρων, αλλά και την σειράν των συγγραμμάτων των λεγομένων Νηπτικών, ών η ανάγνωσις βαθύτερον τον ελκύει, αρεσκόμενον εις τάς αλληγορίας και τάς λοιπός καλλονάς των λόγων των τοιούτων Πατέρων, π.χ. Ιωάννου της Κλίμακος και Συμεών του Νέου του Θεολόγου. Ο Γέρων Δανιήλ, ως αντελήφθην αμέσως, μελετηρότατος και ομιλητικώτατος, διακριτικώτατος δε εις το άκρον, όπου αν εκοινοβίασεν εν Άθωνι απέκτησε ταχέως την αγάπην και συμπάθειαν των αδελφών, ου η γνώμη επί των πνευματικών ζητημάτων βαρύνει πολύ, πάρα πολύ».
Επαναλαμβάνοντας δε και συμπληρώνοντας καταλλήλως τους λόγους του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος αναπολούσε επίσης τις γλυκείες κατανυκτικές στιγμές πού έζησε στο ησυχαστήριο του Πόντου μαζί με τον Μ. Βασίλειο και τους άλλους αδελφούς, γράφει ο Μωραϊτίδης για το ησυχαστήριο του Γέροντα Δανιήλ στα Κατουνάκια: «Ποιος ημπορεί να με επαναφέρη εις τον μήνα των παρελθουσών εκείνων ημερών; Ποιος πλέον να μου δώση τάς ψαλμωδίας εκείνας και τάς αγρυπνίας και τάς προς Θεόν εκδημίας διά μέσου της προσευχής, και την άϋλον τρόπον τινά ζωή, όπου επερνούσαμεν τότε εις τα Κατουνάκια; Ποιος να παραστήση την φιλοπονίαν μας διά την εξήγησιν των θείων λόγων κατά τάς αναγνώσεις οπού εκάμνομεν, ιδίως τον Συμεών τον Νέον Θεολόγον; Ποιος να παραστήση τάς καθημερινός εργασίας μας και τα εργόχειρα μας; Ποιος δεν ενθυμείται την δροσεράν εκείνην απλωταριάν, όπου εκάθητο την νύκτα ουχί πολυκτήμων και πολύχρυσος πυργοδεσπότης, αλλά μοναχός κατακουρασμένος; … Εγώ δεν ελπίζω να σας ξαναΐδω πλέον, ω ερημικά, ω εράσμια, ω παμπόθητα, ω πανέρημα Κατουνάκια!…».
Οι συζητήσεις αυτές του Γέροντα Δανιήλ δεν έμοιαζαν καθόλου με τις φλύαρες και άσκοπες αργολογίες για ασήμαντα και επουσιώδη θέματα, πού σπαταλούν τον πολύτιμο για την σωτηρία χρόνο και συνήθως συνδυάζονται με κατακρίσεις προσώπων και εγωπαθείς αναφορές. Απέβλεπαν στην πνευματική ωφέλεια των συζητούντων, στην τόνωση της διαθέσεως για μετάνοια, ταπείνωση και επιστροφή. Είναι συγκλονιστική η τελευταία σχετική μαρτυρία του Μωραϊτίδη: «Όταν βγήκα στα Καρούλια – Κατουνάκια, ενόμισα ότι έφθασα εις τον Θεόν. Αλλ’ όταν συνομίλησα μετά του Γέροντος Δανιήλ είπον: ”Τώρα είδον πόσον μακράν είμαι από τον Θεόν”».
Ο Γέροντας Δανιήλ άσκησε την τέχνη της αγιογραφίας και την παρέδωσε στην αδελφότητα, η οποία την ασκεί μέχρι σήμερα. Εικόνα των οσίων και αγιορειτών Πατέρων (έργο Ρωσικής τέχνης και προέλευσης, 18ος αί.) στην μνήμη των οποίων εορτάζει το καθολικό του Ησυχαστηρίου των Δανιηλαίων.
ΙΕΡΑ ΜΕΓΙΣΤΗ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ
«Η γοητεία της ζωής στην Ελλάδα» | Γκίκας – Craxton – Leigh Fermor | Μουσείο Μπενάκη
Από τις 7 Ιουνίου στο Μουσείο Μπενάκη παρουσιάζεται μια συναρπαστική ανασκόπηση της ζωής και του έργου τριών σημαντικών προσωπικοτήτων της τέχνης και των γραμμάτων του 20ού αιώνα, – του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, του John Craxton και του Patrick Leigh Fermor – μέσα από μια έκθεση που διερευνά τη φιλία που τους ένωσε για σχεδόν μισό αιώνα, καθώς και την αγάπη που μοιράζονταν για την Ελλάδα και τον ελληνικό κόσμο.
NIKOS ARTS
Εφυγε ο «ζωγράφος με τα πινέλα και τα χρώματα» Παναγιώτης Τέτσης
Tολμηρός κολορίστας και ακούραστος θεράπων της τέχνης ως την τελευταία στιγμή ο Παναγιώτης Τέτσης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών, ύστερα από μακρά κι επίπονη μάχη με τον καρκίνο.
Δάσκαλος και ακαδημαϊκός, ο δημιουργός προτιμούσε να συστήνεται ως «ζωγράφος με τα πινέλα και τα χρώματα», δεν υπέκυψε στη λογική των παραγγελιών. Αποθέωσε στους καμβάδες του την ιδιαίτερη πατρίδα του, τα βράχια και τη θάλασσα της Υδρας και τα πεύκα της αγαπημένης του Σίφνου.
[…]
Γεννημένος στην Ύδρα το 1925 ο Παναγιώτης Τέτσης, ήταν μόλις 14 ετών όταν πρόσεξε τη δουλειά του ο σπουδαίος αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης καθώς εντυπωσιάστηκε από τον ρηξικέλευθο τρόπο με τον οποίο είχε ζωγραφίσει τα Σπίτια της Υδρας. Και έτσι απέκτησε έναν πολύτιμο φύλακα –άγγελο, ενώ γρήγορα τον ίδιο ρόλο ανέλαβαν τόσο ο Νίκος Χατζηκυριάκος –Γκίκας όσο και ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής δοκίμασε τις δυνάμεις του στην Νομική και αφού γρήγορα διαπίστωσε ότι δεν τον ενδιέφερε, γράφτηκε στην Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλό του τον Κωνσταντίνο Παρθένη.
Τα μέσα της δεκαετίας του ’50 τον βρήκαν με υποτροφία να σπουδάζει στο Παρίσι, ενώ με την επιστροφή του στα πάτρια εδάφη, το 1957, βρήκε τη «φωλιά» του, που δεν αποχωρίστηκε ως το τέλος: το ατελιέ του στην οδό Ξενοκράτους. Εκεί που περνούσε ώρες πολλές καθημερινά για να φιλοτεχνήσει τα έργα για τις 90 και πλέον ατομικές του εκθέσεις. Για να συναντήσει τους φίλους του, οι οποίοι ξαπόσταιναν με ένα ποτήρι παγωμένο νερό κι ένα γλυκό του κουταλιού που πάντα είχε στο ντουλάπι του.
[…]
Δεύτερο αγαπημένο του στέκι η Σχολή Καλών Τεχνών στην οποία άρχισε να διδάσκει από το 1976 έως το 1991. Από το εργαστήριό του πέρασαν πολλοί από τους σημερινούς καταξιωμένους ζωγράφους κι εκείνος παρά τις τιμές και την αναγνώριση θεωρούσε ότι δεν υπάρχει καλύτερη φιλοφρόνηση από το να τον αποκαλούν «δάσκαλο», αν και ήταν ο ίδιος που τους παρότρυνε να κάνουν κάτι που θεωρούσε δύσκολο: να αποτινάξουν τον δάσκαλό τους και να βρουν τον δρόμο τους.
[…]
Αλλά κι από τους πιο γενναιόδωρους, καθώς όχι μόνο έχει προσφέρει στην Εθνική Πινακοθήκη 210 έργα του, αλλά και το δικαίωμα το 20% εξ αυτών να μπορούν να πωληθούν ώστε να αγοραστούν έργα συναδέλφων του, τα οποία λείπουν από τις συλλογές του μουσείου, όπως έγινε γνωστό την περασμένη Δευτέρα, οπότε του απονεμήθηκε το νεοσύστατο βραβείο εικαστικών τεχνών «Γιάννης Μόραλης» από το Υπουργείο Πολιτισμού, αλλά η επιδείνωση της ήδη βεβαρημένης υγείας του δεν του επέτρεψε να παραστεί στην τελετή.
NIKOS ARTS
ΓΥΖΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ-Ζωγράφος της Σχολής Μονάχου
Ο Νικόλαος Γύζης ήταν ένα από τα έξι παιδιά του ξυλουργού Ονούφριου Γύζη και της Μαργαρίτας Γύζη, το γένος Ψάλτη, που ζούσαν στο Σκλαβοχώρι της Τήνου. Το 1850, η οικογένειά του μετοίκησε στην Αθήνα και ο μικρός Νικόλαος άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) αρχικά ως ακροατής και, από το 1854 έως το 1864, ως κανονικός σπουδαστής.
Με το τέλος των σπουδών του, γνωρίστηκε με τον πλούσιο φιλότεχνο Νικόλαο Νάζο, με την μεσολάβηση του οποίου έλαβε υποτροφία από το Ευαγές Ίδρυμα του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου.
Τον Ιούνιο του 1865, ο Γύζης έφθασε στο Μόναχο, όπου συνάντησε τον συνάδελφο και φίλο του Νικηφόρου Λύτρα. Ο τελευταίος τον βοήθησε στο να εγκλιματιστεί γρήγορα στο σκληρό γερμανικό περιβάλλον. Πρώτοι του δάσκαλοί του στο Μόναχο ήταν ο Χέρμαν Άνσουτς (Hermann Anschütz) και ο Αλεξάντερ Βάγκνερ (Alexander Wagner). Τον Ιούνιο του 1868 έγινε δεκτός στο εργαστήριο του Κάρλ φον Πιλόοτυ (Karl von Piloty).
Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Μόναχο το 1871 τον Απρίλιο του 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, για να μετατρέψει το πατρικό του σπίτι επί της οδού Θεμιστοκλέους σε ατελιέ. Μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα, ταξίδεψε το 1873 στην Μικρά Ασία.
Απογοητευμένος από τις συνθήκες της Ελλάδας, τον Μάιο του 1874 εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε στο Μόναχο, όπου έμελλε να ζήσει για το υπόλοιπο της ζωής του. Το 1876, ταξίδεψε παρέα με τον Νικηφόρο Λύτρα στο Παρίσι.
Το 1880 ανακηρύχθηκε σε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και το 1888 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στο ίδιο ίδρυμα. Το 1881 πέθανε η μητέρα του και έναν χρόνο μετά πέθανε και ο πατέρας του. Το 1895 επισκέφθηκε για τελευταία φορά την Ελλάδα, την οποία ποτέ δεν ξέχασε και πάντα νοσταλγούσε. Προσβεβλημένος από λευχαιμία, πέθανε στο Μόναχο στις αρχές του 1901. Λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν: «Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι!» Η σορός του ενταφιάστηκε στο Βόρειο Νεκροταφείο του Μονάχου.
Ο Νικόλαος Γύζης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους τουακαδημαϊκού ρεαλισμού του ύστερου 19ου αι., του συντηρητικού εικαστικού κινήματος που είναι γνωστό ως «Σχολή του Μονάχου», τόσο σε ελληνικό όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Συμμετείχε και βραβεύτηκε σε πάρα πολλές ελληνικές και ευρωπαϊκές εκθέσεις, από το 1870 έως το 1900. Μάλιστα, μετά τον θάνατό του, το 1901 τιμήθηκε με έκθεση έργων του στην 8η Διεθνή Καλλιτεχνική Έκθεση του Γκλασπαλάστ (Glaspalast).
Σπουδαστής στην Ακαδημία του Μονάχου, ενστερνίσθηκε όλες τις αρχές των γερμανών δασκάλων του φτιάχνοντας έργα σπάνιας επιδεξιότητας μέσα στα όρια του ιστορικού ρεαλισμού και της ηθογραφίας. Με τα έργα του — ειδικά αυτά της νεότητάς του — έλαβε τον χαρακτηρισμό «γερμανικότερος των Γερμανών» και επαινέθηκε με το παραπάνω από τους τεχνοκριτικούς και τον Τύπο της εποχής.
Δύο από τα μεγάλα «Γερμανικά» του έργα — οι Ελεύθερες τέχνες και τα πνεύματα της καλλιτεχνικής βιοτεχνίας, που κοσμούσαν την οροφή Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών του Καϊζερσλάουτερν (1878–1880), και Ο θρίαμβος της Βαυαρίας, που κοσμούσε την αίθουσα συνεδριάσεων του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών της Νυρεμβέργης (1895–1899) — καταστράφηκαν κατά τον Β’ Παγκ.Πόλεμο.
Μερικά από τα έργα του, όπως Τα αρραβωνιάσματα (1875) και Το κρυφό σχολειό (1885, συλλογή Εμφιετζόγλου), βασίζονται σε προφορικούς θρύλους της εποχής της Τουρκοκρατίας, των οποίων η αντιστοιχία στην ιστορική πραγματικότητα αμφισβητείται σήμερα, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει την καλλιτεχνική αξία των παραπάνω έργων.
Άτομο βαθιά θρησκευόμενο, στράφηκε αργότερα προς τις αλληγορικές και τις μεταφυσικές παραστάσεις. Τα λεγόμενα «θρησκευτικά» του έργα, με πλέον χαρακτηριστικό τον πίνακαΙδού ο Νυμφίος έρχεται (1895–1900, Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου), αντιπροσωπεύουν τα οράματα του ώριμου πλέον καλλιτέχνη και δηλώνουν απερίφραστα τις υπαρξιακές του αγωνίες. Κυρίαρχο θέμα των ώριμων έργων του ήταν ο αγώνα του εναντίον του Κακού και η τελική νίκη του Καλού. Η σημαντικότερη μορφή σ’ αυτά τα έργα του είναι η γυναίκα, που άλλοτε εμφανίζεται ως Τέχνη, άλλοτε ως Μουσική, άλλοτε ως Άνοιξη, άλλοτε ως Δόξα, κ.λπ.
Νεότεροι μελετητές του έργου του διακρίνουν ότι στα λιγότερο γνωστά ύστερα έργα του, και κυρίως στα σχέδιά του με κάρβουνο και κιμωλία, ο Γύζης δίνει μια εξπρεσιονιστική τάση απελευθέρωσης από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό.
Ο Γύζης φιλοτέχνησε επίσης αφίσες και εικονογράφησε βιβλία.
CANTUS FIRMUS
SCIENCE WIKI (ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ)
Recent Comments