YANNIS RITSOS-KARAGIOZIS
ΑΝΑΣΑΙΝΟΝΤΑΣ ΚΑΝΕΙΣ ΤΙΣ ΕΙΣΠΝΟΕΣ ΤΟΥ ΡΙΤΣΟΥ
ΕΚΠΝΕΕΙ ΠΟΙΗΣΗ ΕΚ ΝΕΟΥ: Τ-ΕΚΝΟΠΟΙΕΙ
ΕΥΓΝΩΜΩΝ ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ
ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΠΕΤΡΕΨΕ ΝΑ ΓΡΑΨΩ ΤΟΥΤΟΥΣ
ΤΟΥΣ ΛΙΓΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ
Η ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΑΠΛΟΧΕΡΑ ΑΓΓΙΖΕΙ ΤΗ ΨΥΧΗ
ΕΤΣΙ ΕΚΕΙΝΗ ΕΞΑΠΛΩΝΕΤΑΙ
ΚΑΙ ΦΤΕΡΟΥΓΙΖΟΝΤΑΣ ΑΝΤΑΠΟΔΙΔΕΙ
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΤΙΤΛΟ, ΚΙ ΟΜΩΣ ΟΛΟΜΟΝΑΧΟ
«Δεν Πήραν το Νόμπελ»
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Ο Καζαντζάκης γιατί ήτανε εχθρός της εκκλησιάς μας
κι όμως φίλος αδελφικός πολλών θεών
κι ο Σικελιανός μαζί, λυρικός αχθοφόρος των Δελφών
του Ρίτσου η φυματική ψυχή, γιομάτη
καταδικασμένους στίχους αριστερούς
λες και μόνο δεξί χέρι επιτρέπεται να γράφει ποίηση
ο Παλαμάς αποτυχημένος ορειβάτης
όσο κι αν προσπάθησε
στ’ αρχαία αγάλματα μπας και σκαρφαλώσει
ο Δροσίνης γέρασε νωρίς
πριν χαράξει απάνω εκεί ο θάνατος
ναι ήταν πολλοί οι Έλληνες τούτοι
ποιητές που δεν πήραν το Νόμπελ
αφού τί αξία έχει πια η δραχμή;
ο Καβάφης παράνομος σχεδόν
εραστής της ομοφυλοφιλίας
ώσπου στο τέλος τους αρνήθηκε
η ίδια αυτή ποίηση η Ελληνοκρατόρισσα
ήταν εξώγαμα παιδιά μιας χώρας
η οποία είχε μεταναστεύσει
προ πολλού για αλλού
© HELLENIC POETRY, 2018
Γι΄ αυτό το θαύμα
σου μιλούσα
όταν φεύγει ένας άνθρωπος
και μένει το πουκάμισό του
στη ράχη της καρέκλας
κι η κουρτίνα νεύει
δεύτερη φορά ναι
και για τους δυό μας
Σελ. 304, Αθήνα, 29.ΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Έριξα μια πέτρα
στο πηγάδι
ο ήχος που είχα ακούσει
από πριν
εφαρμόστηκε τέλεια
στο νέον ήχο
άρα
σωστά μετρούν τα δάχτυλά μου
μπροστά στα φωτισμένα τζάμια
Σελ. 304, Αθήνα, 29.ΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Χαμηλοτάβανα καλύβια
καπνός
μια στάμνα
έβγα έξω
έχω να σου δείξω
ένα έντομο
πάνω σ’ ένα φύλλο
τη σκιά του πουλιού
καρφωμένη στο μάρμαρο
το δέντρο δεν έχει
δεκανίκια
Σελ. 305, Αθήνα, 29.ΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
1.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 02/01/2018)
Κοιτούσα σαγόνια ποίησης να μασουλάνε στίχους
με πρόκα ανοιχτόκαρδη
σταύρωσα τη μορφή σου στους καθρέφτες
στα ανοιχτά της γνώσης σε βγάζει πάντα ο νους
© HELLENIC POETRY, 2018
2.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Σου μιλούσα για ένα θαύμα
πρώτη φορά και για τους δυό μας
απάρθενοι καθώς ήμασταν
πουκάμισα ιδρωμένα μέχρι τη ψυχή
νάτη νεύει η κουρτίνα
στα ρούχα της απάνω
φως ερωτικό
φεύγουν οι καρέκλες
αφήνοντας πίσω ανθρώπους
γονατισμένους ως το κόκαλο
© HELLENIC POETRY, 2018
3.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Είδα στα φωτισμένα πηγάδια
δάχτυλα να μετρούν μπροστά μου
τον νέο ήχο
που από πριν κανείς δεν είχε ακούσει
μονάχα εγώ κι η πέτρα τούτη
εφαρμοστήκαμε τέλεια
σωστά έριξα σημάδι
και πέτυχα κατά μέτωπο τη λέξη
© HELLENIC POETRY, 2018
4.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Να σε λοιπόν δένδρο
έντρομο-έντομο με φύλλα
πουλιού προφυλαγμένου
χαμηλοτάβανων ανθρώπων τα καλύβια
γιόμισε καπνούς η στάμνα
δεν έχει η σκιά τούτη δεκανίκια
απάνω στ’ αρχαία μάρμαρα παραλυμένη
© HELLENIC POETRY, 2018
5.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Σύντροφε εσύ φτηνέ μου άνθρωπε
τρώει ο κόσμος το ψωμί του
έτσι μεγαλώνουν οι ματιές μας
λιγοστές κι αν είναι
σε χέρι νύχι νικοτίνης σύντροφε
οι λέξεις μοναχές γεννιούνται
καπνός από τσιγάρα γίνονται οι στίχοι
© HELLENIC POETRY, 2018
Βρήκα ένα κόκαλο
μπηγμένο στο χώμα
το σκούπισα στο γόνατό μου
άσπρο είναι
θα φτιάξω μια φλογέρα
τ’ άσπρα τραγούδια
έτσι βγαίνουν
κάποτε και τα κόκκινα
άκου
Σελ. 306, Αθήνα, 29.ΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Το τραπέζι το ΄δα
μες στον καθρέφτη
όχι μες στο δωμάτιο
στο δωμάτιο
ήσουν εσύ
κάθομαι εκεί
στο μέσα τραπέζι
κάνω πως διαβάζω
κάτω απ΄ την εφημερίδα
είναι η αλατιέρα
και το μαχαίρι
Σελ. 307, Αθήνα, 29.ΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Σκουριά και σκουριά
στα κάγκελα του μπαλκονιού
στον εξαεριστήρα της κουζίνας
στο κρεβάτι
ασ’ τα
τί να πρωτοδιορθώσεις;
το νου σου στα μυρμήγκια
κάτω απ’ τις λέξεις
Σελ. 308, Αθήνα, 29.ΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
6.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 02/01/2018)
Ψάρι μουσκεμένο φλόγες
στα καμένα απάνω ξύλα
ρωτήσαμε τη γυναίκα
που ΄χε ορκιστεί να μην μιλήσει
ποιό απογευματινό ταξίδι
για λογαριασμό μας
αναβλήθηκε στις νύχτες;
© HELLENIC POETRY, 2018
7.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Άναψε κόκκινο παρόν και φύγε
φίδι ολόχρυσο σταρίσιο
του μέλλοντος δυό σπυριά ποίησης
© HELLENIC POETRY, 2018
8.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Κοιτάξτε αγάλματα
ποιά μάνα τρύπια ψυχή δίχως παιδιά
στο δεξί της πλευρό
πολλά πετροχτυπημένα πουλιά φωλιάζουν;
δυο φλιτζάνια κρασί για πρόγευμα
και κάτω απ΄ το δέντρο να
ο Νεύτων ξεψυχά σαν μήλο αδάγκωτο βαρύ
© HELLENIC POETRY, 2018
9.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Φτιάχτηκαν οι φλογέρες τούτες με χώμα
αφού τόσα κόκκινα δάκρυα
που κάποτε βγαίνουν
από μάτι μπηγμένο στο άσπρο σου τραγούδι
άκου και σκούπισέ τα
εκεί βρήκα πεταμένα γόνατα,
κόκαλα λυγισμένα
© HELLENIC POETRY, 2018
10.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Του νησιού ο τρούλος
αχ τι ομορφιά κάτω εκεί απάνω
σε μια καρέκλα σκοτωμένος
ανασαίνω τ’ άστρα
© HELLENIC POETRY, 2018
Τί να σου κάνει η θλίψη;
το σκυμμένο κεφάλι;
αν δεν χτυπήσεις τη γροθιά
δεν ανοίγει η πόρτα
δεν ανοίγει ο αγέρας
δε σηκώνεται το άγαλμα
Σελ. 309, Αθήνα, 29.ΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Φεγγάρι φεγγαρόφωτο
μπαίνει απ’ το παραθύρι
γυμνή τη βρίσκει στο κρεβάτι
ολόσωμη τη γλείφει
όι όι φεγγαροφέγγαρο
τη γλώσσα θα σου κόψω
να κοιμηθώ
Σελ. 310, Αθήνα, 29.ΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Έρωτας -λέει-
μοναξιά σκοτωμένη
η πιο μεγάλη μοναξιά
παίρνει μια πέτρα
δεν την πετάει στη θάλασσα
δε σημαδεύει το πουλί
ούτε άνθρωπο ούτε σύννεφο
σπάζει τα μαύρα μύγδαλα
τα καθαρίζει και τα τρώει.
Σελ. 311, Αθήνα, 1.ΙΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
11.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Χαίρε μου ‘πε η σιωπή
μα εγώ ούτε που την άκουσα
τίποτε άλλους αποχαιρετισμούς δεν ξέρω
χαιρέκακος ανθρώπου χαιρετισμός
ο της κάθε ψυχής αφορισμός
© HELLENIC POETRY, 2018
12.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 05/01/2018)
Χαίρε βροχή και ναι όπου να ΄ναι
θα βροντήξει απάνω σου ο κεραυνός
© HELLENIC POETRY, 2018
13.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Κάτω από το μαχαίρι
βρήκα τα σπλάχνα σου
διαβάζοντας μια εφημερίδα
προχθεσινής ημέρας κάποιο αύριο
τραπέζι σπασμένο
ή μήπως είναι ο καθρέφτης ραγισμένος;
όλα όσα είδα μέσα εκεί
ήσουν εσύ αφανέρωτη
στο υπνοδωμάτιο των ακοίμητων νεκρών
© HELLENIC POETRY, 2018
14.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Κατεβαίνουν ως τ’ άστρα οι λύκοι
και βγαίνουν όξω να νυχτώσουν
μπήκε κρύο πολύ από την ανοιχτή πόρτα
ψήλωσε δυό μέτρα ο τοίχος-στίχος
σε μισό λεπτό και μία λέξη
ολάκερο τώρα ποίημα τούτο δω
κοτζάμ μπόι
κι όμως μέσα του εκείνος δεν χωράει
άλλο πράγμα βέβαια το να μυρίζεις
πένθιμο τριαντάφυλλο
© HELLENIC POETRY, 2018
15.
(Πατησίων, 02/01/2018)
Εξαεριστήρας κρεβατιού γίνε ύπνε
στη κουζίνα ξενυχτώ μονάχος
μαγειρεύοντας όνειρα
στα κάγκελα του νου
μπαλκόνι η ψυχή των σκουριασμένων αγέρηδων
μου πρωτοδιόρθωσες εσύ μυρμήγκι
καλά κρυμμένο κάτω από τις λέξεις
το τελευταίο ποίημα
© HELLENIC POETRY, 2018
Απόκρημνος ο χρόνος
διαύγεια
τί όμορφα που ‘ναι
καθώς ανεβαίνεις
πατώντας σε κάθε σου βήμα
μια μικρή ματαιότητα
Σελ. 312, Αθήνα, 2.ΙΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Αυτό που δεν φαινόταν
έδινε νόημα
σ΄ εκείνο το τεμαχισμένο τίποτα
κι οι κάλτσες σου
ριγμένες στο πάτωμα
όχι επίτηδες
φώναξα απ’ το παράθυρο
τον τροχονόμο
δε μ’ άκουσε
Σελ. 312, Αθήνα, 2.ΙΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Χαράζεις το πεύκο
τρέχει ρετσίνι
ευωδιάζει
μην ξεχάσεις ωστόσο
πάνω απ’ το κρεβάτι μας
να κρεμάσεις το χάρτη
όχι όχι
δεν εννοούσα τίποτα άλλο
Σελ. 312, Αθήνα, 2.ΙΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
16.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Έχτισα με ρούχα τις γυναίκες
χυμένα στο πάτωμα κορμιά πολλά
αλλόκοτα πλάσματα μόδας
ριγμένες τρύπες οι μήτρες
κι εσύ σ΄ ένα πεοστόλιστο παράθυρο απάνω
γκρέμισες τα σπίτια από μυστρί φτιαγμένα
είχε αλάτι μπόλικο ο νους σου
ήταν η σκάλα γιομισμένη μυρμήγκια
© HELLENIC POETRY, 2018
17.
(Πατησίων, 02/01/2018)
Στο αιώνιο κοιμητήρι παντού
η θάλασσα κυκλοφορεί ανενόχλητη
γεμίζει τα ποτήρια αλάτι
σκουριά πολύ μαζεύτηκε στους καθρέφτες
γίνεται αλλιώς να μην βλέπεις
τους γαλάζιους τούτους ήσυχους τόπους;
σε ξυλουργεία μέσα κι αποθήκες επίπλων
πενθούν τώρα μερικά δένδρα
όξω λιγοστεύουν δάση και ζώα
που κάποτε ήτανε αναρίθμητα πολλά
© HELLENIC POETRY, 2018
18.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Καθώς όλο κι ανεβαίνω
γίνομαι σιωπή
εγώ ο κηπουρός της ποίησης
κλαδεύω στίχους
στα δένδρα απάνω
για να μεταμορφώνονται
σε κάμπιες οι λέξεις
χαμογελώ στο σκαλοπάτι σου
σκάλα εσύ που δεν μου μίλησες ποτέ
κι ανεβαίνω
© HELLENIC POETRY, 2018
19.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Σηκώθηκες άγαλμα
με χτυπημένη την γροθιά
στου αγέρα το κεφάλι
τι κι αν δεν ανοίγει η πόρτα
θα σου φτιάξει η θλίψη
παράθυρα πολλά
σκυμμένα στα σκοτάδια
© HELLENIC POETRY, 2018
20.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 05/01/2018)
Καμένο ψωμί μοσκοβολάει
σύντροφοι καβαλάρηδες του αγέρα
στο δυνατό βουνό
σύννεφα μαζεύτηκαν
με διεσταλμένα τα ρουθούνια
γαλάζιο άλογο ασπροσβεστωμένο
λουλακί φτωχόσπιτο σκίνων
ο φούρνος μιας πλύσης της ποίησης
© HELLENIC POETRY, 2018
Νησιά της νύχτας
μια σκάλα στον τοίχο
ένα άστρο στο νερό
το σκοτάδι απλώνεται
σου χρυσώνει τα χέρια
όμως εσύ
έγινες κωπηλάτης
Σελ. 313, Αθήνα, 3.ΙΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Απώλειες απώλειες
ά μυστική αποταμίευση
σιωπηλή ευχαριστία
πριν απ’ τον ύπνο
όταν ο τροχονόμος
τελειώνει τη βάρδια του
κι ακούς το βήμα του στο δρόμο
να σταματάει
μπροστά στο κλειστό ανθοπωλείο
Σελ. 313-314, Αθήνα, 3.ΙΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Δεν έχει να μετρήσει
τίποτα
μετράει ξανά τα δάχτυλά του
ευγενική σιωπή
συντελεσμένη
όχι η πρώτη λέξη
η δεύτερη
ήταν η σωστή
κι ο συνεπής ήχος
απ’ το χτύπημα και κάρφωμα
του ξύλου
Σελ. 314, Αθήνα, 3.ΙΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
21.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Φεγγαροφέγγαρο ολόσωμο κορμί
θα κοιμηθείς καθώς σε γλείφω
με ποιά κομμένη γλώσσα πες μου
μπαίνεις γυμνή
και βρίσκεις στο κρεβάτι
άδεια σεντόνια;
© HELLENIC POETRY, 2018
22.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Στ’ ανοιχτά παράθυρα
μέσα από σπασμένο τζάμι
τρίχωμα νύχτας, μυώνες σκοταδιού
γυμνός καθρέφτης το ανθρώπινο κορμί
χαμογελά η φυματίωση
σε στήθος πιθήκου φωλιασμένη
στάσου εκεί πουλί
κάπως έτσι
θα βγάλεις φτερά αμέσως
φύλλα απαστράπτοντα δόντια υγιεινά
ασκήσεις ποίησης και μοναξιάς η κίνηση αέναη
© HELLENIC POETRY, 2018
23.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 05/01/2018)
Αρχαία σφυριά
ανάγλυφο νόμισμα
η μορφή σου πεισματική
καθώς χτυπά απάνω τους
μικρός βάρβαρος θόρυβος ακούγεται
© HELLENIC POETRY, 2018
24.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Να μην πετάτε στη θάλασσα
τα ψάρια πεθαμένα
είναι ντροπή
πουλί σημαδεμένο σύννεφα
χειμώνιαζε ο άνθρωπος σπάζοντας αμύγδαλα
καθαρίζει τσόφλια μοναξιάς και τρώει
πού πιο σκοτωμένη η μοναξιά
παρά μονάχα στις καρδιές μας
έτσι πρέπει, λέει ο έρωτας
© HELLENIC POETRY, 2018
25.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Το ανανταπόδοτο ποίημα σου ετοιμάζω
θλιμμένο θησαύρισμα
και περηφάνια στίχων μουσικής
είναι βλέπεις απόρθητη η σιωπή
της κάθε λέξης
είπες ευχαριστώ κι ύστερα μου έδωσες
το μυστικό εκείνο αφανέρωτο
© HELLENIC POETRY, 2018
Στάθηκε απέναντι
στον πλησίον του
να διακρίνει τον εαυτό του
φόρεσε πάλι το καπέλο του
έφυγε
φορούσε γάντια
όμως
στο πόμολο της πόρτας
έμειναν
τα δαχτυλικά του αποτυπώματα
Σελ. 314, Αθήνα, 3.ΙΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Αυτό το τίποτα- είπε-
συνώνυμο είναι
του όλα-
είχε δεμένη την πετσέτα
στη μέση του
-έβγαινε από το λουτρό;
έμπαινε;
είχε όμορφα μαλλιά
όμορφα πόδια
δεν τον πιστέψαμε
Σελ. 315, Αθήνα, 3.ΙΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Αι ρωμιοσύνη-λέγανε-
βρέχαν στη βρύση
το μαύρο παξιμάδι τους
τρέχαν πουλιά και πλατανόφυλλα
ο Γιωργής πέταγε λιθάρι
παίζαν οι μυώνες του
αι ρωμιοσύνη-λέγανε-
άλογα βόσκαν στο λιβάδι
ένα άλογο
στύλωσε το λαιμό του
κοίταξε το άγαλμα
το άγαλμα σήκωσε το χέρι του
έδειξε το βουνό
ένα πουλί μου ράμφισε τ’ αυτί
ο ουρανός βεβαιώθηκε
Σελ. 315-316, Αθήνα, 3.ΙΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
26.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Μια ματαιότητα ζωής
καθώς ανεβαίνεις
τί όμορφη που είναι η θέα
των απόκρημνων τούτων τάφων;
κάθε βήμα διαύγειας
πατώντας πάνω του ο χρόνος
απομακρύνεται
© HELLENIC POETRY, 2018
27.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 05/01/2018)
Ο τροχονόμος ήταν ριγμένος
στον δρόμο άψυχος
αυτοκινητιστικό δυστύχημα
φώναξαν κάποιοι επίτηδες
σε πάτωμα πεταμένες οι κάλτσες
γιομάτες αίμα
κι ένα κομμένο δάχτυλο ποδιού
ή μήπως ήταν χέρι εκείνο
που έγνεφε αντίο;
τεμαχισμένο νόημα
λίγο πιο πέρα
τίποτα άλλο δεν φαινόταν
τοίχος δίχως παράθυρο
© HELLENIC POETRY, 2018
28.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Μήπως εννοούσες κάτι άλλο
όταν δεν μου είπες τίποτα;
έτσι ευωδιάζουν πάνω στο κρεβάτι μας
τα πεύκα τούτα
αρετσίνωτα σεντόνια
τρέχεις πάνω στους χάρτες κρυμμένη
μην ξεχάσεις να χαράξεις
όχι όχι πες στο κάθε ναί
κι εγώ ούτε που θα σου αντιμιλήσω
© HELLENIC POETRY, 2018
29.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Εσύ που κωπηλατούσες
στα σκοτάδια απλωμένος
σκάλες νυχτερινές
νησιώτικων άστρων ο τοίχος
έγινε όμως από νερό η λάσπη
βούλιαξες εκεί μέσα πατημασιά
ανθρώπου καθώς δεν βρέθηκε ποτέ
κανείς για να τον αναζητήσει
© HELLENIC POETRY, 2018
30.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Το μαγαζί είναι κλειστό
που κάποτε πουλούσε ποιήματα
πήγαινα εκεί αργά πολύ τις βραδινές μου ώρες
κι αγόραζα στίχους των φεγγαριών οι ίσκιοι
μικρό άλογο με πήλινη χαίτη
ολόγυρά σου τίποτα δεν γύριζε
δικός σου ήταν αυτός
ο πνιγμένος στο αίμα στρατιώτης
τραίνα, καράβια όλα αταξίδευτα
στους πελαγίσιους δρόμους κύματα
© HELLENIC POETRY, 2018
Αυτά τα φρούτα
κρατούν το σχήμα
των χεριών που τα ‘κοψαν
κι εκείνων που τα τοποθέτησαν
σε μεγάλα καλάθια
κι αυτών που τα μετέφεραν
στην πόλη
κι αυτών των χεριών που τα ρύθμισαν
σε τούτη την κρυστάλλινη φρουτιέρα-
α πόσα χέρια ψαύεις
πόσα χέρια σε ψαύουν
ανοίγεις το παράθυρο
ψάχνεις το δρόμο
για μια βαθύτερη επαλήθευση
στα χέρια και στα χείλη
των διαβατών
Σελ. 316, Αθήνα, 4.ΙΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Κρέμασε το παράθυρό του
στο δάσος
το παράθυρο γύρισε
στο σπίτι
άφησε το ποτήρι του
στο σύννεφο
το ποτήρι γύρισε
στο τραπέζι
παρέδωσε το σώμα του
στα πουλιά
το σώμα του γύρισε
στο σώμα του-
ω ανεκπλήρωτη άρνηση
ω απέραντο σώμα
απέραντο ανυπάκουο
στο απέραντο
Σελ. 318, Αθήνα, 14.ΙΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Παγωμένη λιακάδα
πορτοκαλιές ανάμεσα στα σπίτια
το ψηλό βουνό
το λευκό Δημαρχείο
η μεγάλη πλατεία
εδώ που συναντήσαμε
τους μικρούς θεούς
ντυμένους στρατιώτες
κι ο μικρός κλόουν
ντυμένος Περσεφόνη
θα σας δείξω-είπε-
πως πετάει το πουλί
τέντωσε το λαιμό του
τέντωσε τα χέρια του
κι άρχισε να κλαίει
δεν πέταξε
Σελ. 319-320, Σπάρτη, 23.111.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
31.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 05/01/2018)
Για όλες σου τις μυστικές απώλειες
να ευχαριστείς σιωπηλά τον ύπνο
τούτος ο τροχονόμος των ονείρων
σταματά κάθε βήμα
τελειώνει η βάρδια του ανθοπώλη μαραμένη
κι ο δρόμος μπροστά κλειστός
© HELLENIC POETRY, 2018
32.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Στο κάρφωμα μιας λέξης σε χτυπώ σαν ξύλο
ενώ εσύ ο συνεπής σου ήχος
κι ας μην είναι σωστός ακουσμένα
μετράει πόσες σιωπής, συντελεσμένες
δεν ειπώθηκαν ευγενικές οι λέξεις
ξανά λοιπόν η πρώτη λέξη
του δεύτερου στίχου
ενός τρίτου ποιήματος
μετράει στα δάχτυλα
τα δάχτυλά μας όσα κι αν ήταν
© HELLENIC POETRY, 2018
33.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 05/01/2018)
Σε πόμολο πόρτας
διακρίνεις αφημένο
τον πλησίον σου
φορέσαμε καπέλα πολύχρωμα
εαυτούς παρδαλούς
και σταθήκαμε απέναντι στους καθρέφτες
έμειναν εκεί παγωμένες οι εικόνες
απ’ ό,τι τολμήσαμε να κοιτάξουμε
© HELLENIC POETRY, 2018
34.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Κάποιος άλλος
ο τρίτος μόνος άνθρωπος
πάνω στη γη ετούτη
βράδιασε
κι εμείς κρυφτήκαμε
πίσω από το σκοτάδι
μιας γέννας καθώς ήσουν
κατουρούσες αίμα κι αγνάντευες
στις μασημένες εφημερίδες
τα φύλλα του αγέρα να μαραίνονται
πέμπτη ψυχή κορμιού χορτάρι
αποκοιμήσου
ο ένας μετά τον άλλον
ολική έκλειψη από ηλιοτρόπιο φτιαγμένη
τίποτα άλλο μην ακούς
παρά μονάχα όταν η ποίηση
σιωπηλή αγκομαχάει να γραφτεί
δεν τον πιστέψαμε
κι ας μας έλεγε τόσα ψέματα
που όμως όλα ήταν αλήθεια
εκείνοι είπαν πως
κρεμάστηκε από τα μαλλιά του
όμορφο λουτρό συνώνυμο κάποιου πελάγους
δεμένη η πετσέτα κόμπος
στη μέση της θάλασσας
© HELLENIC POETRY, 2018
35.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 05/01/2018)
Πλατανόφυλλα της ρωμιοσύνης
τρέχουν βρέχουνε πουλιά
στη μαύρη βρύση απάνω στημένα
λέγανε θέλει παξιμάδι πολύ η πείνα
λιβάδι φτιαγμένο από λιθάρι
πετάγονται στο λαιμό οι φλέβες
παίζουν μ’ αίμα οι μυώνες
βουνίσια πουλιά ολόγυρα πολλά
άλογα στυλωμένα
βοσκή ρωμιοσύνης
ο Γιώργος μας ρόμφησε τους ουρανούς
και βεβαιώθηκε πως ο παράδεισος δεν υπάρχει
στο αυτί σου άγαλμα σ’ ακούω
να σηκώνεις τα χέρια
λέγοντας στη μοίρα:
«μην πυροβολείς»
© HELLENIC POETRY, 2018
Ένδοξα ερείπια
εδώ που πυκνώνει η ιστορία
και ξεχνιέται
με τιτιβίσματα πουλιών
με κυπαρίσσια
με μικρές σαύρες
και το βουνό χιονισμένο
εποπτεύει
α χιόνι-λέγαμε-
άσπιλο χιόνι
επαναληπτική συγγένεια
λήθη κα επανασύνδεση
να κοιτάς κάτω την πεδιάδα
το πράσινο χόρτο
τον τεφρό ελαιώνα
κι ένα νεαρό ζευγάρι
ν΄ αναιρεί το αιώνιο
δαγκώνοντας
μια το κορίτσι
μια το αγόρι
το ίδιο μήλο
Σελ. 320, Μυστράς, 23.ΙΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Εκεί μας περίμεναν-είπε-
οι μεγάλοι νεκροί
εκεί μας περίμεναν
τα παιδιά που υπήρξαμε
μεγάλες πέτρες κι αλάτι
γυναίκες με γαλάζιες μαντίλες
πεσμένα μπαλκόνια
μια σκάλα στο προαύλιο
γενειοφόροι κωπηλάτες
οι δώδεκα κάτισχνοι ψαράδες
κι όλοι ήταν θυμωμένοι
κι εμείς
στ΄ όριο εκείνο ανάμεσα
μνήμης και λήθης
κι η θάλασσα ακόμη
ρωμαλέα κι αμετάκλητη
μες στην αιωνιότητά της
θυμωμένη κι αυτή
Σελ. 321, Μυστράς, 23.ΙΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Κλούτ κλούτ
τ΄ αδέξιο πουλί
πάνω απ΄ τα ερείπια
κι οι φραγκοσυκιές σκαρφαλωμένες
στους τρούλους των εκκλησιών
και στις ρωγμές των βράχων
εκεί που κατοικούν
οι πιο καλοί νεκροί μας
κι ο σεβάσμιος γέροντας
βγάζει απ΄ την τσέπη του
το φαρδύ μπακιρένιο ρολόι
οι ώρες δεν έχουν αριθμούς
ο πρώτος νυχτερίδα
ο δεύτερος σταυρός
ως το σταυρό του 12
άχρονος ο χρόνος άντικρυ στη θάλασσα
κι ο κουφός
ακροατής του απέραντου
Σελ. 321-322, Μονοβασιά, 24.ΙΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
36.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Διαβάτες βαθύτερης επαλήθευσης
ψάχνοντας στον δρόμο τη ποίηση
εκεί βρίσκουν χέρια τοποθετημένα
να μεταφέρουν μεγάλα καλάθια
στο στόμα σου άνοιξε
το ηλιοφώτιστο παράθυρο
φεγγαρίσια φιλιά
θα μπουν μέσα μας
κρυστάλλινα χέρια
ρύθμισε τα φιλιά, ασχημάτιστα ακόμη φρούτα
κι ο πόθος ψαύει να ‘ναι πια πόθος
φρουτιέρα δίχως σχήμα
τούτη η πόλη η κοφτερή
έχει στυλωμένους τους ανθρώπους
© HELLENIC POETRY, 2018
37.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 05/01/2018)
Σπάσαμε στα υπαίθρια δόντια μας
καρύδια πολλά
κι όμως είμαστε ακόμη εδώ
τι εύοσμο καλοκαιρινό σινεμά
ενώ ο βραδινός θόρυβος
αλιγοστεύει στους ουρανούς
ζωές αγοριών δεύτερης και τρίτης κατηγορίας
που φορούν ανοιχτά πουκάμισα
πάντα γύρω μας φωνές από γεγονότα
κι εκεί οι σιωπηλές κινήσεις
ανοιγοκλείνουν τα παράθυρα
έρχονται στρατιώτες πολλοί
φορούν τριαντάφυλλα στο πέτο
οι ναύτες νάτοι, κουβαλάνε
κουβάδες γιομάτους αίμα
κι ένα κορίτσι της έπεσε
χρώμα χακί πάνω στη καρδιά
εκείνοι τροχίζουν, εμείς ποδηλατούμε
σ’ όλους μοιράζει σχισμένα χιτώνια η μοίρα
© HELLENIC POETRY, 2018
38.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Ω εσύ ανυπάκουο σύννεφο
ήσουν της βροχής η άρνηση
απέραντο τραπέζι
σε γιομίσαμε ποτήρια θλίψης
άδεια από ζωή
ανεκπλήρωτα πουλιά θροΐζουν
παρέδωσέ μου στα φτερά τους
το δάσος εκείνο
ώσπου γύρισα σπίτι
και βρήκα κρεμασμένο ένα χελιδόνι
και κανά δυό παράθυρα
ξεχασμένα ανοιχτά
είχα ακόμη δουλειά πολύ να κάνω
© HELLENIC POETRY, 2018
39.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Λιγομίλητοι οι κυνηγοί
φρουρούν τα σκοτωμένα
στον ελαιώνα ελάφια
με βρεγμένες αρβύλες
φορούν ρούχα σκληρά
χοντροκομμένα σώματα
ήσυχα, παραδωμένα στη λήθη πρόσωπα
ήρθαν οι κυνηγοί εδώ στον θάνατο
κι αποκοιμήθηκαν
δίχως θήραμα ή μαξιλάρι
© HELLENIC POETRY, 2018
40.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Αυτοκρατόρισσα εσύ σκάλα του έρημου δρόμου κακαρίζεις
τίποτα γεννημένο εδώ στη κάθε μέρα μας
μονάχα μια γκρίζα κότα με δίκορκα αυγά
μικρότερο γαλάζιο από τούτο εδώ το πέλαγος δεν γινόταν
βυσσινί αλέτρι ανεβοκατεβαίνεις
πάνω σε κλειστά παράθυρα
γυρίζει ο λόφος πίσω τη ματιά στα σπίτια
πουθενά κάτοικος ή αμάξι
© HELLENIC POETRY, 2018
Πολύ κουράστηκαν οι ήρωες
να τους ξεθάβουν κάθε τόσο
ν’ ακούν στους εξώστες τους ρήτορες
σημαίες ψαύουν τ’ αυτιά τους
σκύβουν το κεφάλι
αδημονούν
με τα τρία τους δάχτυλα βασανίζουν
το μεσαίο κουμπί του σακακιού τους
ύστερα στρέφουν τη ράχη
χάνονται πίσω απ’ τις φραγκοσυκιές
πίσω απ’ τα μαύρα βράχια
εκεί που κλείνει η σιδερένια πύλη
και ξαναρχίζει η θάλασσα
Σελ. 322-323, Μονοβασιά, 25.ΙΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Ένα άστρο μονάχο
σ΄ ολόκληρο τον ουρανό
πλοία φεύγουν στη νύχτα
αόρατα
κι εμείς εδώ
και τα μακριά σεντόνια
κρεμασμένα στα σύρματα
κι αυτή η μυστική προσήλωση
να εκκενώσεις το τίποτα
Σελ. 326, Κάλαμος, 3.IV.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Η μυρωδιά της θάλασσας
η μυρωδιά απ’ τα λεμονάνθια
η μυρωδιά απ’ αυτό που κόπηκε
στα τέσσερα
όνειρο
κι η πείνα κορεσμένη
κι η δόξα ανυπόστατη
πουλιά φωνάζουν πάνω απ’ το πηγάδι
ομορφιά μόνη καταμόναχη
πρόσωπο κανένα
Σελ. 327, Κάλαμος, 4.IV.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
41.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 05/01/2018)
Ψήλωσε η πλατεία ανάμεσα από
δημαρχεία αρχοντικής λιακάδας
κι ολόλευκα σπίτια
που μέσα εκεί εμείς κλεισμένοι
κλέγαμε τα παγωμένα μας δάκρυα
κι ο κλόουν ντυμένος μικρός θεός
μου ‘δειξε κάτι κι είπε:
να το πουλί στρατιώτης των ανέμων
φτερουγίζει στις πορτοκαλιές
© HELLENIC POETRY, 2018
42.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 05/01/2018)
Μικρές σαύρες μου μιλούν χιονισμένα τα βουνά
τιτιβίσματα ιστορίας που ξεχάσθηκε στα πουλιά απάνω
εμείς λέγαμε υπάρχουν ερείπια πολλά εδώ
πυκνώνει το χιόνι και μας εποπτεύει κρύο κυπαρίσσι
συγγένεια γης-ψυχής επανασύνδεση
αιώνιο κορίτσι του πράσινου ελαιώνα
νεαρή η λήθη επαναληπτική
δαγκώνει πράσινο χόρτο και μήλο πεδιάδας
αγόρια, κορίτσια, μασουλάνε τα φιλιά τους
© HELLENIC POETRY, 2018
43.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Στο προαύλιο των ψαράδων
εκεί μας περίμενε η θάλασσα θυμωμένη
της μεγάλης ερήμου οι κωπηλάτες υπήρξαμε
δώδεκα πέτρες κι αλάτι πολύ αποστολικό
οι γυναίκες ήταν πεσμένες στην σκάλα από κάτω
φορούσαν γαλάζιες μαντίλες
γιόμισαν τα μπαλκόνια καταχνιά
στο όριο μιας μονάχα ζωής
αμετάκλητα νεκρός, δίχως μνήμη πια
τάφος μου η αιώνια λήθη
όλοι εμείς οι γεννειοφόροι
γεννήσαμε ρωμαλέα παιδιά
μα όμως δεν μεγάλωσαν ποτέ τους
τόσο καταραμένα ήταν τούτα τα χρόνια
που ζήσαμε
© HELLENIC POETRY, 2018
44.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Σκαρφαλωμένες στα ερείπια οι φραγκοσυκιές
μέσα από ρωγμές τρούλων
οι βραχοκκλησιές αδέξιες νυχτερίδες
αντικρίζουν τη θάλασσα
κι οι νεκροί καλά χτισμένοι στις ώρες
σεβάσμιοι κάτοικοι, γέροντες του απέραντου
χωρίς αριθμούς δεν έχει μαθηματικά
μα ούτε και ποίηση
μπακιριένες μου λέξεις
1,2,3…ως το άπειρο θέλει δουλειά πολύ αυτός ο στίχος
καλός ακροατής ο χρόνος μα πουλί αδέξιο
χυμένο σε φαρδιές τσέπες μέσα
νάτος κι ο άχρονος σταυρός
κλούτ κλούτ γουργουρίζει σαν κουφό ρολόι
© HELLENIC POETRY, 2018
45.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Χάθηκαν πια τα χρώματα
διαχωρισμός άσπρου-μαύρου
ψηλά ψηλά τυφλώνονται οι γλάροι
κοράκια κάθετων βράχων
γυμνός εγώ διασταυρώνομαι
σφραγισμένος σε στρογγυλεμένους ήχους
με τεράστια κορμιά μαγικής έντασης
στις καμπάνες τους συμπλέκονται οι εκκλησιές
© HELLENIC POETRY, 2018
Ξύλινο σώμα
ζωγραφισμένο με ώχρα και τεφρό
πνιγμένο στα λουλούδια
μίλησαν έψαλαν τραγούδησαν
κουβάλησαν καρέκλες
άναψαν κεριά
έγραψαν μαύρους σταυρούς
πάνω στις πόρτες
την άλλη μέρα
λεθκό κτάλευκο πρωινό
κανένα σύνορο
θάνατος κανένας
τα καφενεία κλειστά
κλειστό το μεγάλο χειροστάσιο
τί ήσυχα που αναπνέει ο κόσμος
ώστε λοιπόν
υπάρχει το ανύπαρκτο
Σελ. 327, Κάλαμος, 4.IV.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Εσύ μόνος διάφορος
μέσα στη γνώση της ομοιότητάς σου
συγκαταβατικός κι ωστόσο επίμονος
επισημαίνοντας το αδέσμευτο
το θετικό
όταν οι τροχαλίες ανεβάζουν
μεγάλα ξύλινα κιβώτια
ένα κρεβάτι σιδερένιο
ένα ακέφαλο άγαλμα
κι ο μηχανοδηγός μέσα στο λιόγερμα
βγάζει το κασκέτο του
κι ανάβει τσιγάρο
τότε ακριβώς ένα άσπρο πούπουλο
πέφτει με πάταγο
στο γαλήνιο νερό
Σελ. 328-329, Πάρνηθα, 6.IV.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Άφησε το ποτήρι στην καρέκλα
ανέβηκε στη σοφίτα
τα ρούχα των πεθαμένων είναι μαύρα
ένα γιλέκο κίτρινο
τα κλουβιά τ’ άφησε στο υπόγειο
άδεια
τα πούπουλα τα κράτησε
τα ‘κρυψε μες το χαρτοφύλακα
στα πιο μικρά συρτάρια
στις μαξιλαροθήκες
γι΄ αυτό τις υπόλοιπες ώρες
κρατάει στα γόνατά του
μια μεγάλη πέτρα
Σελ. 329-330, Αθήνα, 7.IV.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
46.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 05/01/2018)
Κι ας μην φορούσες σακάκι
είχες τρύπιες καρδιές πολλές
εσένα σου έλειπε το μεσαίο κουμπί της ψυχής
ξέθαψα τόσους πολλούς στίχους
ώσπου κουράστηκα
ύστερα σκαρφαλώσατε όλοι μαζί
ως τη ράχη μου
τριδάχτυλο κεφάλι
σκύβουν πάνω του οι εξώστες
κι εμείς οι ρήτορες που αδημονούμε να ζήσουμε
σκάβουμε τις σημαίες
ας βρούμε εκεί από κάτω βασανισμένους ήρωες
© HELLENIC POETRY, 2018
47.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Είδα μια μέλισσα ν’ αυτοκτονεί
θάλασσες από ψάρια ανεξερεύνητες
πήρε στάση ερωτική ο ψαράς
και τσάκ τσάκ αγκίστρωσε πάλι
ό,τι κύματα ορατά μέσα τους πνιγήκαν
σπουργίτια φοβισμένα πολύ
φωτογραφισμένα σε ψυχές κοριτσιών ετοιμογέννητων
στο δροσερό ακροθαλάσσι
λέξεις-αρβύλες στρατιωτικές
μουσκεμένες ως τα γόνατα
σεργιανίζουν πρωτάκουστες
σηκώνεται πανέτοιμο καράβι να βουλιάξει
αλλάζει βρακί η ποίηση κατουρημένη
με διαυγές μέτωπο έρχονται φωνές θ’ ακουστούνε
πάνω σου δέντρο ανθίσανε οι φωτογράφοι
φως φυλλωσιές η πρώτη μέρα νάτη
ξαναρχίζει καλοκαιρινή
© HELLENIC POETRY, 2018
48.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Ξαναρχίζει να κλείνει η θάλασσα
ενώ στη μαύρη πύλη
πίσω της χάνονται βράχια πολλά
και φραγκοσυκιές
© HELLENIC POETRY, 2018
49.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 05/01/2018)
Ιδιόκτητες μέλισσες
μοσχοβολιά που κουβαλούν
ως τα πρωινά λιμάνια
και γυμνόστηθα λουλούδια
σχεδόν παράλογα κλεισμένα
στην αγκαλιά της γης
η φωνή κάποιου αλόγου στο διπλανό χορτάρι
αρχαία μου ακούγεται
άιντε αλέτρι έλα κι εσύ
κι εγώ άιντε με σπασμένο τον καρπό
γράφω όλες κι όλες δυό λέξεις
που από μόνες τους ζευγαρώνουν
και γίνονται ποίημα σαν μαγιάτικο θαύμα
© HELLENIC POETRY, 2018
50.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Ψάχνω να βρω στις σκονισμένες τούτες λέξεις
κάποιο άσπρο νόημα
που μόλις θα σου το πω ψιθυρισμένο
εσύ η Κυριακάτικη κοπέλα
η ασβεστωμένη γλάρους
κατάφορτο ίσως μου φέρεις έρωτα
μόλις σ΄ άγγιξε χέρι, νερό
πέρασες κίτρινο κάρο
φορτωμένο παράλογα φύλλα
© HELLENIC POETRY, 2018
Μεγάλες άδεις κάμαρες
σκισμένες κουρτίνες
η μια γονατισμένη στο πάτωμα
κόκκινη
ο καθρέφτης την παραλείπει
έξω στον κήπο τα πουλιά
φωνάζουν αδικαιολόγητα
θ’ ανοίξω το σπίτι
θα φορέσω την ψάθα του κηπουρού
θα μαζέψω τριαντάφυλλα
και σαλιγκάρια
τον μικρό ακροβάτη
με το μενεξελί τρικό
τον έχω απ’ το πρωί κλεισμένον
στο σπίτι των σκυλιών
όταν βγει το φεγγάρι
θα του ανοίξω
Σελ. 330, Αθήνα, 8.IV.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Τα τρία κορίτσια
ανοίγουν τα παράθυρα
στρώνουν τα κρεβάτια
βερνικώνουν τις μπότες
των κυνηγών
μπήκε ένα πουλί
κοίταξε τα ποτήρια
αυτό ήξερε
γιατί γεννηθήκαμε
Σελ. 330, Αθήνα, 11.IV.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Δυό άνθρωποι
σε ακαθόριστο ένα
κι αυτό που γίνεται από μόνο του
κι η επανάληψη του ίσως
αργά τη νύχτα
σε σταθμούς τραίνων
με άγνωστους μετανάστες
ανάμεσα σε καλάθια μικροπωλητών
κι ο σταθμάρχης καπνίζει
ενώ μέσα στην τσέπη του έχει
μια χελώνα
Σελ. 335, Αθήνα, 15.IV.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
51.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 05/01/2018)
Σκορπίζουνε στα φώτα
άστρα δροσερά των λόφων
είναι ίσως φεγγάρια
πλοίο που ψάχνεις
στις τσέπες μου
τη θάλασσα να βρείς
αυτός ο κατάφυτος δρόμος
πώς θυμίζει εκείνο το ασυντέλεστο μονοπάτι
οι σκιές από ανείπωτα λόγια
παρέμειναν ανώνυμες
σαν να ήταν σιωπή ο δρόμος ο μεγάλος
δροσερή σιωπή αφέγγαρη
© HELLENIC POETRY, 2018
52.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Μειλίχιοι ήχοι χίλιοι
τώρα ακούγεται στον παρατεταμένο αυτόν διάδρομο
κάποιας γυναίκας-νυχτοπούλι ο θόρυβος
ρωγμές λοιπόν γιόμισε ο ύπνος
κομμάτια φεγγαριού αντικριστά
τριανταφυλλώνες από πεταλούδες
μεγάλες ολόλευκες μοίρες
μα τη συνέχεια δεν μπορώ να θυμηθώ
και χωρίς συνέχεια βέβαια πουθένα το τέλος
σκούπισα δυο πολυθρόνες βρώμικες
βούρτσισα τα ταβάνια με ρυθμό ηλεκτρικής σκούπας
πουθενά οι αντίπαλοί μου καλεσμένοι, κρεμασμένοι
μονάχος μου μάχομαι τους εαυτούς σας
© HELLENIC POETRY, 2018
53.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Στο ποτάμι εκείνο φεύγουμε
σαν φεγγάρια θάλασσας πετρωμένης
ξενοικιάστηκε πια η ψυχή του ανθρώπου
κλεισμένοι στα παιδικά μας υπνοδωμάτια
οι καθρέφτες φεύγουνε
και παίρνουνε μαζί φως γλυκό ευωδιάς
μουσκεύει έτσι το ήσυχο καρτερικό νερό
ρηχό ποτάμι εσύ
που δεν αγάπησες ποτέ κανέναν άνθρωπο
παρέσυρε η ορμή σου
σπίτια πολλά κι άφτερα άλογα
ίσως σε πουλιά απάνω ανεβασμένο
Άγιο δένδρο χριστουγεννιάτικα στολισμένο
© HELLENIC POETRY, 2018
54.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 05/01/2018)
Πλοίο που φεύγεις αόρατο
σ’ άναστρη νύχτα μέσα
ολόκληρο κύμα κρεμασμένο γύρω σου
μυστικά σεντόνια ουρανών το τίποτα
μονάχα σύρματα μακρινά
προσήλωση της τύχης μου
στην απέναντι από εμένα μοίρα
εκκένωση εαυτού
© HELLENIC POETRY, 2018
55.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Ένα όνειρο κορεσμένου ύπνου
κι η θάλασσα κόπηκε στα τέσσερα πελάγη
μυρωδιά ανυπόστατων πουλιών η δόξα
φωνάζει καταμόναχη η ομορφονιά γυναίκα
φωνάζει μέσα σε πηγάδι μοναχή της
κι ολόγυρα
δίχως πρόσωπο κανένας άνθρωπος
λεμονάνθια πείνας γρήγορα θα φαγωθούνε
© HELLENIC POETRY, 2018
Μ΄ έναν πελαργό στο νησί
μ΄ έναν χαρτοκόπτη στο σπίτι
σφυρίγματα τραίνων ή πλοίων
επιθυμίες μετάνοιες
άστοχο το ψωμί
άστοχο το ποίημα
δυό αχθοφόροι μεταφέρουν
έναν τεράστιο καναπέ στο λιμάνι
η γυναίκα
κλείνει τα δυό παράθυρα
βάφει χρυσό το πρόσωπό της
δε γίνεται τίποτα
ανοίγει πάλι τα παράθυρα
κοιτάει το φεγγάρι
πίσω απ’ το φεγγάρι
είναι η καταπακτή
Σελ. 335, Αθήνα, 15.IV.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Αμίλητες νησιώτισσες
κάτω απ’ το φεγγάρι
μασάνε χιώτικη μαστίχα
ένα πλοίο με τα φώτα του
απομακρύνεται ήσυχα
όμως
εκείνος πάνω στο γεφύρι
μην είναι α σαλπιγκτής;
Σελ. 336, Αθήνα, 15.IV.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Περπατάνε ξυπόλητοι
έχουν πλατιά πόδια
στα πέλματά τους ρετσίνι
πάνω τους κολλάνε φύλλα
μερμήγκια σπόροι χαλίκια
μικρά κομμάτια χαρτί
από χτεσινοβραδινές εφημερίδες
από σκισμένα ποιήματα
ύστερα
πλαγιάζουν και κοιμούνται
μεσημέρι κάτω απ’ τα πλατάνια
άνεμος δυνατός
τους γλείφει τα πόδια με τη γλώσσα του
οι γυναίκες στέκουν στα παράθυρα
πιο έρημες
Σελ. 336-337, Αθήνα, 17.IV.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
56.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Έγραψα πάνω στις πέτρες
την άλλη εκείνη μέρα
του κατάλευκου ερχομού σου
ποιά σύνορα και τι θάνατος
κλειστήκαν όλα σ’ έναν ανύπαρχτο κόσμο
τραγουδήσαμε σαν ακουβάλητες καρέκλες
και πρωινά μεγάλα ήσυχα
στα κλειστά καφενεία μέσα
ξύλινο πνιγμένο στόμα
ζωγραφισμένο στους κατάμαυρους σταυρούς
ψέλνεις
τέφρα λουλουδιού κι η κέρινη ώχρα
άναψε ολόλευκη
ώστε λοιπόν πουθενά ανάσα
μονάχα χοιροστάσια σφαγμένης ζωής
© HELLENIC POETRY, 2018
57.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Ένα κομμάτι βουνίσιου πλοίου
γαλανό ασπρολούλουδο
ολάνθιστα περιγραμμένο μόλις κι ανέπαφο
πέντε πορτοκάλια διαύγειας
πάνω στο τραπέζι
κι η τζαμαρία ακέφαλου παράθυρου
αγριπιδιά μηχανοκίνητη
© HELLENIC POETRY, 2018
58.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Τέλος δεν έχει πια τούτο το ποίημα
ανυποχώρητο στις θάλασσες
κόκκινο σωπασμένο πουλί
φωνάζει:
«τέλος δεν έχουν τα φτερά μου»
συστολή άνοιξης πάνω στην στέγη
κι από κάτω ωστόσο
στόματα φρούτα μισοφαγωμένα
© HELLENIC POETRY, 2018
59.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 05/01/2018)
Αδέσμευτο άγαλμα
επίμονα ασάλευτο
σε κοιτώ ώρες πολλές
διαθέτεις μάλλον μια γνώση συγκαταβατική
επισημαίνοντας κάτι θετικό
ίσως πως είσαι ακέφαλο
κι ωστόσο η ομοιότητά σου
ως προς τον σιδερένιο τούτο νου
μ’ εκπλήσσει
ο μηχανοδηγός της ποίησης
μόνος κι αδιάφορος
σαν μια μεγάλη ξύλινη λέξη
οι τροχαλίες τον ανεβάζουν
τοποθετημένος δίχως κασκέτο
μαζί κάμποσα κιβώτια
σ΄ ένα λιόγερμα γεμάτο στίχους
© HELLENIC POETRY, 2018
60.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Υπάρχω στα βουνά και δένδρα
πιο πέρα οσμίζομαι το σώμα μου
βλέπω δυσανάλογες οπτασίες
ξύγκι της ψυχής σε παραβλέπω
μυρίζει κάρβουνο πάλι η αγάπη
όλα τούτα πήλινα ήτανε κορμιά
νησίδες ο θάνατος
ταΐζει απογεύματα γλάρων
υπηρέτης λευκότητας
ψωμί και μοίρα γυναίκας
με τρίχωμα σκύλου
τόσο πιστή όσο κι ο χρόνος
καθώς φεύγει
καθισμένος σ’ ένα σκαμνί
μετά στάλες βροχής πολλές
γιομίζει η λεκάνη δάκρυα
πάμε Αχιλλέα να πεθάνουμε μαζί
ανταλλακτικά εμείς σκουριασμένα
του περασμένου τούτου αρχαίου μας αιώνα
© HELLENIC POETRY, 2018
Ψηλάφισμα του τοίχου
και του άλλου τοίχου
η πέτρα είναι κρύα
οι φρουροί μεγαλόσωμοι
κρατάνε κλειδιά και κλεφτοφάναρα
σφυρίζουν
μακριά σφυρίγματα στο διάδρομο
ανάβουν σπίρτα
ακούγεται η βουή του υπονόμου
ύστερα το τραίνο
στο ταβάνι κρέμεται
το μεγάλο καλάθι με τα φίδια
με τα καρφιά και τα βραχιόλια
από κει βγαίνει ο καπνός
Σελ. 332, Αθήνα, 10.IV.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Οι δυό σκοινοβάτες
τα σκουφιά τους
οι ομπρέλες τους
τα καλάθια τους
όταν σβήνουν τα φώτα
στο πανδοχείο
ακούγονται τ’ άλογα
να μασούν το σανό τους
ακούγονται οι βαθιές αναπνοές
των κοιμισμένων κυνηγών
οι σκοινοβάτες τότε
πλένουν στη σιδερένια σκάφη
τα εσώρουχά τους
τ΄ απλώνουν στο σκοινί τους
κι ένα κορίτσι κάθεται
στο χαμηλό παράθυρο
μάγουλο με μάγουλο με το φεγγάρι
κοιτάζοντας τ’ άσπρο άλογο που βόσκει
ανάμεσα στ’ αγάλματα στο κοιμητήρι
Σελ. 331-332, Αθήνα, 9.IV.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Η μια γυναίκα κόβει το ψωμί
η άλλη τα μαρούλια
η τρίτη ανεβαίνει στο σκαμνί
πιάνει την πήλινη λεκάνη
στάλες βροχής στο τρίχωμα του σκύλου
καλά τα πάμε με τον χρόνο-λέει-
μυρίζει κάρβουνο και ξίγκι
παραβλέπω
τις δυσαναλογίες ανταλλαγής
ακούω οσμίζομαι βλέπω
με το σώμα μου υπάρχω
ως το βουνό με τα δένδρα
και πιο πέρα
εκεί που ο Αχιλλέας μετά το θάνατό του
στη Λευκή νησίδα
ταΐζει τ’ απογεύματα
τους υπηρέτες του γλάρου
Σελ. 329, Πάρνηθα, 6.IV.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
61.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 05/01/2018)
Μαυροντυμένος ήταν ρούχα αφόρετα, παλιά
ένας πεθαμένος άφησε στο κλουβί του
πουλιά αλάλητα νεκρά
και βγήκε έξω στο υπόγειο
προαύλιο των τάφων
γιομάτο ποιήματα μολυσμένα με λέξεις
αφημένα στη σοφίτα
πούπουλα πολλά
και πέρασε ώρες πολλές
κρυμμένος στις μαξιλαροθήκες
ολόγυρα του καρέκλες γονατισμένες
πέτρες άδειες από ψυχή
μικρά συρτάρια σκονισμένα
είχε δάχτυλα κομμένα επτά
μα κρατούσε στο χέρι χαρτοφύλακα
© HELLENIC POETRY, 2018
62.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 03/01/2018)
Ο ακροβάτης στους καθρέφτες μέσα
ήταν αδικαιολόγητα γονατισμένος
παραλείπω βέβαια
τις σκισμένες κουρτίνες
ν΄αναφέρω
τι σαλιγκάρια, πόσα τριαντάφυλλα
του κηπουρού φεγγάρια
θ’ ανοίξω από το πρωί κλεισμένο
έναν ήλιο μενεξελί
πουλιά καθώς μου φωνάζουν
σε πάτωμα αγνό πεσμένα
κι έξω οι σκύλοι αλυχτάνε
μάζεψε στις άδειες κάμαρες μέσα
μεγάλα ψάθινα πρόσωπα
γιόμισε το παλιό αρχοντικό σπίτι
μ’ άστεγες ψυχές
ανθρώπινη θαλπωρή
© HELLENIC POETRY, 2018
62.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Τόσα πολλά κορίτσια που ερωτεύθηκα
κρατώ σ’ ένα ημερολόγιο τ’ ονόματά τους
Χρυσάνθη, Ελένη και Μαρία
μου μοιάζουν ξυπόλητα καναρίνια
ο παπαγάλος της Ευρυδίκης
με θυμάται άραγες;
τρεις γάτες είχε η Κλειώ
η μία δίχως μπροστινά πόδια
τόσο πολύ ήταν το φως κι ο πόθος
που έσπασαν οι τζαμόπορτες
πέρασαν όμως όλα απροσδόκητα γρήγορα
σαν ξεσκονόπανο θύμησης η μνήμη
και τα δυό σου λυκόσκυλα Μαργαρίτα
πόσα φιλιά, αγκαλιές κι αγάπες
είχαν πραγματικά χέρια, γενναιόδωρα αγγίγματα
πατημασιές από παπούτσια
ξύλινο πάτωμα χτυπημένο κλάματα
στο τέλος μονάχος όσο κι ένας νεκρός
ανεξαρτοποιήθηκα
© HELLENIC POETRY, 2018
63.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Χαμηλόψυχο κορίτσι
απλώνεις τ’ εσώρουχά σου
κι εγώ ο κοιμισμένος σχοινοβάτης
κάποιου έρωτα ο κυνηγός
σε θωρώ
μέσα από σβησμένα φώτα
πέρα ακούγονται χλιμιντρισμοί αλόγων
αναπνοές ακούγονται
βαθιές στο μάγουλο χαραγματιές
αφέγγαρα παράθυρα
τρυπημένες με βροχή ομπρέλες
τότε εσύ κάθησες ξεσκούφωτη
γυνά σιδερένια κορμιά
σκάφη ταχύπλοης νιότης
πανδοχείο κυνηγών ανθρώπων
© HELLENIC POETRY, 2018
64.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Τραίνα του υπονόμου
ακούγεται μέσα εκεί
η ανθρώπινη βουή
ύστερα φίδια καρφωμένα στη γη
αιμοραγούν
πέτρα μεγαλόσωμη
απ’ εκεί βγαίνει κρύο αίμα
στο ταβάνι τούτο που κοιτάζω
κρέμονται οι ουρανοί
κλειδιά αφρούρητα
σπίρτα αναμμένα καμένα
ψηλαφίζουν οι φλόγες τον τοίχο
κι ο άλλος εκείνος ο μεγάλος καπνός
σε μακρινούς διαδρόμους ταξιδεύει
κλεφτοφάναρο σκέψης μου σφυρίζεις
γιομίζεις καλάθι σφυρίγματα
κι ο νους σου αποπνέει ανόθευτα πράγματα
© HELLENIC POETRY, 2018
65.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Ολότελα ασάλευτοι οι πεθαμένοι
φυλάγονται στα νεκροταφεία
βράδυ ψυχρό, όμορφοι θάμνοι
αμπαρωμένοι στις πέτρες
ο σκύλος καταφεύγει
στην επιείκια του ανθρώπου
κατουράς αίμα κι όλα πάνε καλά
απλώνονται οι κουβέρτες μεγάλων κυμάτων
κι ησυχάζουν οι άστεγοι θαλασσινοί
οι πόρτες ολάνοιχτες στον μεγάλο ύπνο
κι οι τοίχοι παλιοί, μαδημένοι στις άκρες
οι κότες σφαγμένες στα ψυγεία μέσα
πνιγμός δίχως νερό
πηγαίνετέ τους τρόφιμα κι ύπνους
πήλινα ρούχα, σκαμνιά σπασμένα
κι αρχαία κηροπήγια
κρεμασμένα ταψιά
μαδημένες ψυχές εξαργυρωμένες
ο λυχνοστάτης μονάχος του φωτίζει
ό,τι έχει απομείνει ζωντανό
© HELLENIC POETRY, 2018
Αυτά που αγαπήσαμε
κι ίσως να μας αγάπησαν
σπίτια και δένδρα κι άλογα
το μεγάλο ποτάμι
ένα φανάρι ένα τραπέζι
το πουλί στο φεγγάρι
το φεγγάρι στη θάλασσα
ο άνθρωπος στην πέτρα
το «ξενοικιάστηκε» του καθρέφτη
κλεισμένα παιδικά υπνοδωμάτια
φεύγουμε φεύγουν
κι αυτή η γλυκιά ευωδιά
κι η καρτερία
ένα κομμάτι ξύλο που μουσκεύει
στο ήσυχο νερό
στα ρηχά των Αγίων Αποστόλων
Σελ. 326, Κάλαμος, 3.IV.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Η φωνή του ζευγά
στο διπλανό χωράφι
άιντε ιγώ άιντε κι έλα
αρχαίο αλέτρι
κόκκινο άλογο
μοσκοβολιά της γης
μέλισσες βουίζουν
κλεισμένες σ’ άσπρα λουλούδια
γυμνόστηθοι αχθοφόροι
κουβαλούν στο λιμάνι
μακριά σανίδια
άι άι μαγιάτικο πρωινό
δημοτικό κι ιδιόκτητο
πως ξαναβρίσκουν όλα
τη φυσικότητά τους
και το παράλογο δεν είναι
παρά ένα τρύπιο φύλλο περασμένο
σε κίτρινο σπάγκο
γύρω στον καρπό του χεριού σου
Σελ. 323-324, Κάλαμος, 29.IΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Γυμνός κάθετος βράχος
κοράκια και γλάροι διασταυρώνονται
ψηλά ψηλά
συμπλέκονται χωρίζουν
από δω το άσπρο
από κει το μαύρο
χάθηκαν-
γυμνός κάθετος βράχος
κι η τεράστια καμπάνα μουγκή
στρογγυλεμένη απ΄ την ένταση
των σφραγισμένων ήχων
Σελ. 322, Μονοβασιά, 24.IΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
66.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Τόσοι πολλοί ήταν οι καθρέφτες
που δεν υπάρχει δικαιολογία
να μην δεις μέσα σου
το φως τούτο
ο υπνοβάτης ο κοιμισμένος στα όνειρα
περπατούσαν απάνω του οι κάμπιες
δένδρο που ΄χει χέρια κι όχι κλαριά
σκεπασμένες με χιόνι βουνοκορφές
η μοτοσυκλέτα γκρεμισμένη
τώρα στην άσφαλτο
κι ο διαβάτης της
αγόρασε καινούργια πόδια
χρυσή κλωστή κορμιού
κομμένου στα δύο
έξω πεταμένο τράπεζι
δίχως τροφή απάνω
© HELLENIC POETRY, 2018
67.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Η γυναίκα που κρατάει στα χέρια
δυο τραίνα
κάθεται όπως ο εργάτης
και φτερουγίζει τους παγετώνες
ψωμιά της ποίησης άσπρα πανιά
μαύρα ολόγυμνα συντριβάνια
ψηλά εκεί ο καβαλάρηδες γυμνώνονται
παρακαμπτήριος ύπνου
μεσάνυχτα κι ένας στίχος
στα προάστεια των λέξεων καπνίζει
περνάει ο δρομέας, δεν μπορεί άλλο
λέει: «κουράστηκα»
© HELLENIC POETRY, 2018
68.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 03/01/2018)
Πήρες στα χέρια τις ρυτίδες
και δεν κοίταξες
κρυμμένα στεφάνια πράσινα
οι κόκκινες κουβέρτες οι διάφανες
ήταν μια σύμπτωση έρωτα
στο τσιμεντάδικο απάνω
κεραίες πίσω μας σαν αχαμνά
κι η τηλεόραση την πήρε ο ύπνος
μ΄ ανοιχτά βλέφαρα κι εικόνα
© HELLENIC POETRY, 2018
69.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 03/01/2018)
Η επανάληψη του έρωτα
ίσως αργά πολύ την νύχτα
ανάμεσα από μετανάστατες-μικροπωλητές
σε σιδηροδρομικούς σταθμούς
είναι από μόνη της
μια ακαθόριστη πράξη
δυό ανθρώπων ή και μιας χελώνας
που αυνανίζεται
καλά καμουφλαρισμένη
στο κουβούκλιο μέσα
ο σταθμάρχης των τραίνων
μου ήταν αναγνώστης
κι ας κάπνιζε ναργιλέ
είχε τσέπες γιομάτες
ποιήματα γραμμένα στα
τσαλακωμένα τούτα χαρτονομίσματα
© HELLENIC POETRY, 2018
70.
(Φωκίωνος Νέγρη, Χίλιες Νύχτες, 02/01/2018)
Η γυναίκα τούτη δίχως επιθυμίες
μεταφέρει το ψωμί της
ως το άστοχο αυτό ποίημα
παράθυρα σπασμένα πρόσωπα
ανοίγονται πάλι μέσα τους
κοίτα πόσα φεγγάρια
φως καταπακτής κι ήλιου
κλείσε τώρα
δυο στίχους-ανθοφόρους
ενός τεράστιου νοήματος
βάφτηκες χρυσοπέλαγη κοπέλα
των νησιών, σπιτίσια
πελαργοί τραίνων ή πλοίων
σφυρίγματα μετάνοιας
δεν γίνεται τίποτα μονάχα με λέξεις
© HELLENIC POETRY, 2018
Είδε το αλάτι
χυμένο στη σκάλα
τα ρούχα της γυναίκας
ριγμένα στο πάτωμα
πήρε το μυστρί
να κλείσει τις τρύπες
έχτισε ένα σπίτι
όλο παράθυρα
Σελ. 308, Αθήνα, 29.IΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Μυρίζοντας ένα τριαντάφυλλο
ψήλωσες μισό μέτρο
δε χωρείς τώρα
να μπεις απ’ την πόρτα
νύχτωσε
έβαλε κρύο
βγαίνουν τ’ άστρα
κατεβαίνουν οι λύκοι
Σελ. 307, Αθήνα, 29.IΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Τόσος καιρός
με λιγοστό ψωμί
με φτηνά τσιγάρα
σύντροφε
πως μεγαλώνει ο κόσμος
από ματιά σε ματιά
από χέρι σε χέρι
με μια λέξη σύντροφε
Σελ. 305, Αθήνα, 29.IΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
71.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 03/01/2018)
Χιότικο πλοίο βυθισμένο
απομακρύνεσαι στα ήσυχα φώτα
του νησιού σου
μασά μαστίχα το φεγγάρι
και κάτω εκεί αμίλητος ο σαλπιγκτής
νησιώτικο γεφύρι πάνω στις θάλασσες
© HELLENIC POETRY, 2018
72.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 03/01/2018)
Ένα πουλί μονάχο
καθισμένο στο πρωινό παράθυρο
γηροκομείο δίχως μπαλκόνια
οι πιτζάμες έξω απλωμένες
κι ο παρείσαχτος ποιητής
αγοράζει μαδημένους στίχους
ζητάει συγγνώμη
ξενικό ανθοπωλείο
μέσα εκεί στάμπες από τριαντάφυλλα
τρία αγόρια με σταχτιές ψυχές
φορούν πεοπαντέλονα
τι συνετό δίχως λέξεις ποίημα αχαμνό
μπαίνει στο προαύλιο της γνώσης
© HELLENIC POETRY, 2018
73.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 05/01/2018)
Γλείφαμε σπόρους κολλημένους στα πέλματα
σκισμένα στα χαλίκια πόδια
ύστερα ποιήματα δυνατών ανέμων
εκεί κάτω κοιμούνται τα πλατάνια
μικρά κομμάτια από μυρμήγκια
χτεσινοβραδινοί στίχοι ξυπόλητοι
περπατούν στις εφημερίδες του αύριο
ύστερα εμείς καθώς μεσημέριασε
πλαγιάσαμε σε πλατύ χαρτί απάνω
οι γυναίκες εκείνες είχανε γυμνά πόδια
γλώσσες ρετσινάτες
© HELLENIC POETRY, 2018
74.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 03/01/2018)
Ο ελέφαντας ανέβηκε το ποτάμι
είχε γαλάζια ραβδωτή ράχη
ορφανοτροφείο ζούγκλας καταντήσαμε τη φύση
οι βαλίτσες βούλιαξαν
επιπλέουν τώρα πράγματα
μικρά τριγωνικά
και το σγουρομάλλικο φεγγάρι
από τρύπια δάχτυλα έσταζε ρετσίνι η νύχτα
άγριο ζώο που κουτσαίνεις
καβάλα πάνω στα πλατάνια
σε πνιγμένα σπίτια μέσα
βρήκες καταφύγιο
© HELLENIC POETRY, 2018
75.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 05/01/2018)
Δόρυ φυσερό
σιδερουργείο του έρωτα
δυο μικρές φωτιές
και σε μια απόμερη γωνιά
ο τροχονόμος κλαίει σήμερα
φορώντας φανελάκι πρασινοκόκκινο
φαρδύ στόμα γιομισμένο
ρετσίνι και σαρκώδες έντομα
πεόσκαλο αιδοίου λάμπας
αποζυμώντας τη νύχτα
αναρίθμητα μικρά φυλλαράκια
βρεγμένα σώματα αθλητικά
όλα μπλέκονται στις μυρωδιές τους
© HELLENIC POETRY, 2018
Το πουλί τον κοιτάει
απ’ το παράθυρο
αφήνει την τανάλια
στο τραπέζι
η λέξη τανάλια
έχει ανοιχτά τα σαγόνια της
βγάζει την πρόκα
πέφτει ο καθρέφτης
Σελ. 304, Αθήνα, 29.IΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Ήσυχο τοπίο
μεγάλες αποθήκες
ξυλουργεία
κοιμητήρι
κι η θάλασσα παντού
κυκλοφορεί στους διαδρόμους
γεμίζει τα ποτήρια
γεμίζει τους καθρέφτες
οι άνθρωποι γίνονται γαλάζιοι
γαλάζια ποιήματα επιπλέουν
πάνω απ’ τον πνιγμό
Σελ. 309, Αθήνα, 29.IΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
Ασκήσεις υγιείας
στο ανοιχτό παράθυρο
τα τζάμια καθρέφτης
το γυμνό στήθος
το τρίχωμα
οι μυώνες
τ’ αποστράπτοντα δόντια
χαμογελάς
στάσου έτσι
αν δεν εκπνεύσεις αμέσως
θα βγάλεις φύλλα και πουλιά
κι ένα μικρό σφυρί
πεισματικά χτυπώντας
το αρχαίο νόμισμα
με την ανάγλυφη μορφή σου
Σελ. 310-311, Αθήνα, 1.IΙΙ.80
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 2007
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
76.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 05/01/2018)
Μοτοσυκλέτες απόβραδου
σε κιτρινισμένους δρόμους απάνω
και ποδήλατα σιωπής πολλά
περιδιαβάτες οι ακροβάτες
κανένα ζαχαροπλαστείο ανοιχτό
τέτοια ήταν η ώρα τούτη
ολόγυρα μου
βαλίτσες γιομάτες
ανθρώπινη σάρκα
εντομοκτόνα μήλων κι ανθρώπων
τ’ αγάλματα κατάφορτα μάρμαρο
εγκαταλελειμμένο
πολιτεία φημισμένη για τα μαύρα σου σπίτια
κιτρινισμένα παράθυρα, τζάμια σπασμένα δάκρυα
ο ακροβάτης-φορτηγατζής οδηγούσε
πήγαινε προς τα δένδρα
που ήταν οι κρεμασμένοι
εμείς οι φασματικοί άνθρωποι
τρομπάρουμε τις ψυχές μας
© HELLENIC POETRY, 2018
77.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 03/01/2018)
Κηροπήγεια μεγάλα μαύρα χρυσάνθεμα
κουβέρτες άπλυτες για χρόνια
σκυλί δίχως εσώρουχα
στο πλυντήριο όλα μέσα τα περί ποιήσεως
βρώμικε κόσμε σου φωνάζω:
«αυτό δεν θέλεις; σταχτοδοχείο γιομάτο καπνούς»
στήθος σηκωμένο ως το πέτο
κουνάνε τις ουρές οι αγελάδες
όλα εδώ σφάζονται τ’ άγνωστα τούτα πλάσματα
σε σπασμένο τζάμι είδα τον εαυτό μου να ραγίζει
είδωλο που φορούσε παράφορα μάτια
ακριβώς απέναντί σου ακούστηκαν χειροκροτήματα
ναι ακριβώς εκεί στις γιομάτες κύματα θάλασσες
βρήκα κάμποσα άδεια ποτήρια πεταμένα
κι απέναντι στην ανοιχτή πόρτα
παράφορα λόγια ποιητικά
εμφανίσθηκαν φορώντας πανοφώρι μαύρης ψυχής
© HELLENIC POETRY, 2018
77.
(Καλλιθέα, Πυραμίδες, 03/01/2018)
Ψευτοβήχουν οι φυματικοί άνθρωποι
ο ένας βγάζει έξω τη ψυχή του να λιαστεί
κρατούν στα γόνατα πνευμόνια
και ραβδίζουνε τη γη με πόνο
δόντια άσπρα κι ασημένια ύλη
γιόμισε ο ουρανός κάλπικο νόμισμα
λάμπουν οι λέξεις
στα λειβάδια ανείπωτες
τυραγνισμένη η γριά νυχτώνει
κατεβαίνοντας τους λόφους
μακρύτερα η θάλασσα ολάνοιχτη
εισπνέει όλο κι εισπνέει
αυγόφλουδα κυμάτων
τώρα στο στόμα μέσα
έχεις όλα σου τα βλέμματα προφυλαγμένα
και μια ανάσα ακόμη
με σκουπισμένη τη παλάμη
κρατάς γερά ό,τι ήταν δικό μας χάδι
και φτύνεις, φτύνεις κουκούτσια
όλες τις λέξεις
© HELLENIC POETRY, 2018
Recent Comments