Αμερικάνοι ποιητές & ποιήτριες τολμούν
Παρακάτω θα παρουσιάσουμε αποσπάσματα απ’ το βιβλίο του Γιώργου Μπουρλή: “Αμερικάνοι ποιητές & ποιήτριες τολμούν”, απ’ τις εκδόσεις Εξάρχεια, 2013.
Jack Micheline (1929-1998)
Biography (Jack Micheline Foundation):
Jack Micheline was born in the East Bronx, New York on November 6, 1929, as Harold Martin Silver. Because he was so small after birth, his name was changed to Harvey (to fool the angel of death). Harvey Martin Silver was of Russian-Romanian ancestry. After quarreling with his father, he changed his first name to “Jack” in honor of the socialist writer Jack London, and created “Micheline” by exptrapolating from the maiden name of his mother, Helen Mitchell (a.k.a. Yetta Klang). Informally educated, he identified closely with the traditions of American vagabond poets like Vachel Lindsay and Maxwell Bodenheim, and he moved to Greenwich Village in the 1950’s to find an outlet for his poetry.
In 1957, Troubadour Press, which published a jazz and poetry magazine called Climax, agreed to bring out a book if Micheline would stagger the lines of each poem to make his verse look more unconventional, and if he would get a “famous person” to write the introduction. Jack Kerouac was sharing an apartment in the building where Micheline was living. Kerouac liked Micheline’s work and did him the favor, referring to him as the “Doctor Johnson Zen Master Magee of Innisfree”, punning on the title of Yeats’ famous poem and “in us free”, meaning that Micheline was free inside himself.
Proclaiming himself unaffiliated with any group, including the Beats – who he characterized as a product of the media’s hustle – Micheline appeared frequently with Beat writers at poetry readings. His work is meant to be read aloud, in the tradition of Beat poetry.
Micheline’s most recent publication was Sixty-seven Poems for Downtrodden Saints, published by Matt Gonzales in 1997 (FMSBW Press), and republished as a second edition in 1999 with many additional poems, photos and images that did not appear in the first edition.
“Ποίημα στα Φρικιά”, Σελίδες 78-79 του βιβλίου:
Να ζεις όπως εγώ το έκανα είναι τελείως παράλογο
σε φτηνά ξενοδοχεία και επιπλωμένα δωμάτια
να βαδίζεις πάνω σε μικρούς δρόμους και σε σοκάκια
πιάνοντας κουβέντα με τον εαυτό σου και
ουρλιάζοντας χυδαιότητες στον ουρανό
πως η τέχνη είναι μια σάπια υπόθεση στην πραγματικότητα
και πως η μετριότητα και η μανία των κανόνων της μόδας
σώριασαν τα ποιήματα και τις ζωγραφιές μου στο έδαφος
[…]
Να τα ξεπερνάς όλα σαν κάλπικο κέρμα
ένας νάνος
ένα μυρμήγκι
μια κατσαρίδα
ένα φρικιό
[…]
Σήκωσε το ποτήρι σου και πιες φίλε μου
πιες γι’ αυτούς που περπατούν μόνοι μέσα στη νύχτα
στους σακάτηδες και τους τυφλούς
στους χαμένους και τους καταραμένους
στο μοναχικό πουλί που πετά στον ουρανό
[…]
πιες στην τρέλα και για όλα τ’ αστέρια
Ακούω τα πουλιά να τραγουδούν.
© Γιώργος Μπουρλής, “Αμερικάνοι ποιητές & ποιήτριες τολμούν”, εκδόσεις Εξάρχεια, 2013.
JACK MICHELINE HOLDING A DISCUSSION:
“Poetry is the beginning of being alive”
Και η μεταποίηση του απ’ τον Καραγκιόζη:
Νάνος πιάνεις κουβέντα με τους ουρανοξύστες.
Σε σοκάκια μεθυσμένα χυδαίος άγιος ουρλιάζει.
Περιγελάς την μετριότητα της ύπαρξης.
Θα επιμένεις να μην γεννιέσαι
πρίγκηπας λεπρός
βαδίζω κρυμμένος πίσω από σακάτηδες
εαυτούς.
Είναι τελείως παράλογος ο νους των καταραμένων.
Όπως οι τυφλοί ήλιοι
σωριάζονται σαν σάπιο φως
στο λυκόφως ονείρων
ακοίμητος
πιες από ποτήρι που
άγγιξαν μολυσμένα χείλη.
Ερωτεύτηκα πόρνες
στα φτηνά ξενοδοχεία
χαμένος σε πρόστυχα
επιπλωμένα δωμάτια
εγώ ένα παράνομο μυρμήγκι
περπατώ αγκαλιασμένος
με τη νύχτα
δεν τόλμησα όμως να καβλώσω
κι ας χάιδεψα γατούλες
που ‘χαν σύφιλη.
Φρικιό πουλί όνειρα
περιγελάς αυγής.
Άσε την τρέλα να τραγουδήσει
μια σιωπηλή κατσαρίδα.
© 2015, Menelaos Karagiozis, Hellenic Poetry
STREET POETS
MUSIC INTERVAL: ARCHITECTURE IN HELSINKI
Γιώργος Μπουρλής
Ο Γιώργος Μπουρλής γεννήθηκε πριν σαράντα χρόνια στη θεσσαλονίκη, κουβαλώντας ένα και μόνο χάρισμα: να μην αγνοεί τη λεπτομέρεια, να τη ζει και να τη σέβεται.
Από μικρό παιδί ξύνει την ίδια πάντα γρατζουνιά: τον κόσμο αυτόν να τον αλλάξει. Στη διαδρομή κατάφερε κι άλλαξε ο ίδιος, κι έβαλε γραμμές όχι για το τι θα είναι, μα για το τι δεν θα είναι. Ονειρεύεται μια πολύχρωμη διαφορετικότητα να πάλλεται. Πιστεύει ότι ο κόσμος δεν έχει χώρο για θεούς. Δεν τους χρειάζεται. Κι ούτε ανάγκη έχει από κάποια εξουσία να τον φροντίσει. μπορεί μόνος του.
Δεκαπέντε χρονών μάτωσε κι άλλη πληγή μέσα του, ότι η ποίηση μπορεί να τον αλλάξει. Τον ίδιο και τον κόσμο. Διάβασε και άρχισε να γράφει. Μια ακόμα ανοιχτή πληγή. «Η ποίηση; πόνος». Οχι θλίψη, όμως, όχι. Ο πόνος του αληθινού, ο πόνος που φέρνει η ένταση τού να ζεις, ο πόνος για την ασχήμια και την ομορφιά της ζωής και των ανθρώπων της.
Ο Γιώργος Μπουρλής είναι από τους τυχερούς. Μπόρεσε κι αγάπησε. Πολύ. Πολύ; Χωρίς πυθμένα. κι ακόμα δεν μπορεί να το χωνέψει πώς τα κατάφερε.
Συνδημιουργός του ετήσιου πολιτικού περιοδικού «νυκτεγερσία», που άντεξε για τέσσερα χρόνια μα σήμερα στάθηκε για λίγο να ξεκουραστεί. Μετά από έναν λαογραφικό-ιστορικό τόμο για τη γη των προγόνων του το 2010, εξέδωσε πρόσφατα την πρώτη ποιητική του συλλογή, τη «Φλέβα που σπάει», από τις εκδόσεις ΕΞΑΡΧΕΙΑ και μετέφρασε και επιμελήθηκε το «Αμερικανοί ποιητές & ποιήτριες τολμούν» που κυκλοφόρησε από τις ίδιες εκδόσεις. Είναι προς έκδοση το «Γυναίκες του αναρχισμού, κείμενα αναρχικών γυναικών του 19ου & 20ου αιώνα» από τις εκδόσεις ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ και θα ακολουθήσει μια ακόμα μεταφραστική του δουλειά, το «Ποιήτριες της γενιάς των beat».
Ο Γιώργος κοιτάζει λαίμαργα τον ουρανό, τη ζωή και τους ανθρώπους. Και λαχταρά. Και δεν κρύβεται πια: το αισθάνεται πως είναι ποιητής, «ένας άσχημος και ασήμαντος ποιητής, μα ποιητής».
Ο Γιώργος είναι αγύριστο κεφάλι. Αποφασισμένος να εξαντληθεί, ακόμα πιστεύει ότι θα τον αλλάξει τον κόσμο. Κι η ποίηση ότι θα το μπορέσει. Παρμένοαπ’ τη ιστοσελίδα, Περιοδικότρυπα
MUSIC INTERVAL: BEACH HOUSE: LOVER OF MINE
Διαβάστε το άρθρο του στο ANARKISMO για τη Λούσυ Πάρσονς
Φλέβα που Σπάει:
Recent Comments